Από πάντα και για πάντα

 

Η Μαρία ήταν 25 χρονών. Ένα κορίτσι όμορφο με μαύρα μακριά μαλλιά και μαύρα μάτια, που σε μαγνητίζουν. Σπούδασε φιλολογία και μόλις είχε διοριστεί σε ένα σχολείο σε ένα νησί. Ο Μάρκος ήταν γείτονάς της. Τρία χρόνια μεγαλύτερος. Ένας νέος ψηλός καστανός με μάτια και καρδιά από μέλι. Δούλευε ηλεκτρολόγος και ήταν ο πρώτος που έτρεχε να βοηθήσει στα πάντα, καθώς πιάναν τα χέρια του. Όλοι είχαν μόνο καλό να πουν γι’ αυτό το παλικάρι!

Γνωρίζονταν πολλά χρόνια με την Μαρία. Ήταν μικρή ακόμα όταν μετακόμισαν εκεί με την οικογένειά της. Και κάπως έτσι την είχε πάρει υπό την προστασία του. Μαζί στα παιχνίδια σαν παιδιά και μεγαλώνοντας μαζί στις βόλτες και στις εκδρομές. Βέβαια οι γονείς τους για κάποιο λόγο, ήταν ενάντια στην όποια σχέση μεταξύ των δύο νέων. Και είχαν χαρεί πολύ που η Μαρία θα έφευγε μόνιμα για το νησί. Ήταν «φίλοι». Το έλεγε και το ξανάλεγε αλλά ούτε ο ίδιος δεν το πίστευε. Την αγαπούσε την Μαρία. Από την πρώτη στιγμή την αγάπησε. Το Μαράκι του όπως την έλεγε. Εκείνο το βράδυ πριν φύγει η Μαρία για το νησί, ζήτησε να την δει. Θα της μίλαγε. Ήταν αποφασισμένος να της πει το μυστικό του. Πήγαν έναν περίπατο να αποχαιρετιστούν.

Δεν θα χαθούμε, λέγανε. Θα πήγαινε αυτός, θα ερχόταν αυτή, η φιλία αυτή θα κράταγε στο χρόνο και την απόσταση.

Ούτε που κατάλαβαν πως πέρασε η ώρα. Σχεδόν είχε ξημερώσει όταν την γύρισε σπίτι. Εκεί στην είσοδο του σπιτιού την αγκάλιασε τόσο σφιχτά και έσκυψε και την φίλησε. Το ήθελε αυτό το φιλί τόσο πολύ, τόσο καιρό. Η Μαρία τραβήχτηκε. Σχεδόν τρόμαξε. Τον κοίταξε στα μάτια και της κόπηκαν τα πόδια. Πως δεν το είχε καταλάβει; «Εγώ…» ψέλλισε αυτός, μα πριν προλάβει να της πει πως νιώθει, η Μαρία έκλεισε την πόρτα πίσω της. Δεν ήξερε πως αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπε. Επιτόπου βγάζει το χρυσό χαρτάκι από το πακέτο με τα τσιγάρα του, γράφει δυο λέξεις και το γλιστράει κάτω από την πόρτα.

Από εκείνο το ξημέρωμα δεν είχε ξανά νέα της. Οι μέρες πέρναγαν. Οι μήνες. Τα χρόνια. Η Μαρία είχε πια τη ζωή της στο νησί. Μάθαινε νέα της κατά καιρούς. Κι έτσι έμαθε ότι παντρεύτηκε. Στεναχωρήθηκε τόσο πολύ.

50 χρόνια μετά και ο Μάρκος είναι ένα γεροντάκι ήσυχο. Ταλαιπωρημένος από την ζωή, μένει ακόμα σ’ αυτό το ίδιο σπίτι. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Υιοθέτησε τα 2 παιδιά της αδερφής του, όταν αυτή και ο άντρας της σκοτώθηκαν σε ατύχημα και τα μεγάλωσε με τόση αγάπη. Τα δύο αγόρια είχαν πια βρει τον δρόμο τους και είχανε φύγει από κοντά του. Τον επισκέπτονταν αραιά και που.

Η μόνη του σταθερή συντροφιά το παράθυρο και ο δρόμος. Πολλές φορές πιάνει τον εαυτό του να χαζεύει μπρος το σπίτι της. Έρημο τόσα χρόνια, σαν και την καρδιά του. Την θυμάται ακόμα. Την μυρωδιά της. Τα μαύρα της μαλλιά.

Ώσπου μια μέρα είδε το πωλητήριο. Κόντεψε να πέσει κάτω από την έκπληξη. Ποτέ ξανά στα τόσα χρόνια δεν είχε δει κάποια κίνηση. Πήρε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό.

«Μαρία…;» ψιθύρισε όλο αγωνία.

Μίλησε με μια κυρία. Τον πληροφόρησε ότι η Μαρία ζούσε. Έμεινε μόνιμα στο νησί και ήταν χήρα. Είχε παντρευτεί με συνοικέσιο έναν δάσκαλο πολλά χρόνια μεγαλύτερό της. Του χάρισε μάλιστα ένα γιο. Το πωλητήριο έμπαινε για να μπορέσει η Μαρία να φιλοξενηθεί σε έναν οίκο ευγηρίας καθώς είχε Αλτσχάιμερ.

Αποφάσισε να πάει να την δει. Είχε τόσο άγχος! Φόρεσε το καλό του κουστούμι και πήρε μαζί του μια μικρή βαλιτσούλα. Όταν έφτασε ο γιος της τον υποδέχθηκε με πολύ χαρά. Τον αγκάλιασε και τον καλωσόρισε. Τον έλεγαν Μάρκο και τα ήξερε όλα! Του είχε μιλήσει η μητέρα του για τον παιδικό της φίλο που την αγάπησε και πόσο τον αγαπούσε και η ίδια! Του είπε επίσης ότι οι γονείς της την ανάγκασαν να παντρευτεί, καθώς έμαθαν ότι ήταν έτοιμη να τα παρατήσει όλα και να γυρίσει να τον βρει.

Η Μαρία, καθώς τον πληροφόρησε δεν αναγνώριζε πια κανέναν. Είχε τόσο άγχος που θα την έβλεπε μετά από τόσο καιρό κι ας μην τον θυμόταν. Του έφτανε που ήταν καλά. Μπήκε μέσα και την είδε. Καθόταν σε μια καρέκλα και κοίταγε από το παράθυρο. Πόσο όμορφη ήταν. Τα μαλλιά της ήταν πια γκρίζα πιασμένα μια όμορφη μακριά κοτσίδα. Κι όμως, μόλις γύρισε και τον κοίταξε του χαμογέλασε και ξέσπασε σε δάκρυα! Ήταν απίστευτο! Άνοιξε την αγκαλιά της και τον έκλεισε εκεί! Τον θυμόταν λες και ήταν χθες! Η μυρωδιά της ήταν ίδια! Όπως τότε που ήταν κοριτσάκι!

Στα χέρια της κράταγε ένα κομμάτι χαρτί. Φθαρμένο και κιτρινισμένο από τον καιρό. Ο Μάρκος έκλαιγε. Μετά από τόσα χρόνια την αγαπούσε ακόμα. Τώρα που ξανάσμιξαν δεν θα την άφηνε να του ξαναφύγει. Έμεινε για λίγο καιρό στο νησί. Πήγαινε κάθε μέρα και την έβλεπε. Ώρες ολόκληρες κάθονταν μπρος σε εκείνο το παράθυρο και μιλάγανε για τα παλιά. Μαζί του είχε μια απίστευτη διαύγεια, που απορούσαν και οι γιατροί.

Εντωμεταξύ το σπίτι πουλήθηκε. Την επόμενη πήγε και την ζήτησε από τον γιο της! Ήθελε να την παντρευτεί! 50 χρόνια η αγάπη του γι’ αυτήν δεν έσβησε. Ζήσανε μαζί για λίγα χρόνια στο σπίτι της, καθώς το είχε αγοράσει γι’ αυτήν. Είχανε μια κοπέλα και τους φρόντιζε αφού δεν ήταν σε θέση πια να αυτοεξυπηρετηθούν. Όλη μέρα μίλαγαν, πιασμένοι χέρι χέρι. Δεν τον γνώριζε πάντα, αλλά την γνώριζε εκείνος! Πολλές φορές την ημέρα της έλεγε την ιστορία τους. Ένα πρωί η κοπέλα τους βρήκε αγκαλιά έχοντας αφήσει την τελευταία τους πνοή.

Κάτω στο πάτωμα υπήρχε ένα χαρτί. Ένα χρυσό χαρτάκι. Το σημείωμα του. Πλέον δεν το χρειαζόταν. Την θέση του είχε πάρει το χέρι του.

«Εγώ σ’ αγαπάω. Από πάντα και για πάντα.»

 

Μάια Λάκκα

loading...