“ΘΑ ΣΚΟΤΩΝΑ ΤΟΥΣ ΔΙΠΛΟΥΣ…. ΑΠ’ ΟΣΟΥΣ ΣΚΟΤΩΣΑ ΩΣ ΤΩΡΑ”

8 Σεπτεμβρίου 1793: Ο Ανδρίτσος (Ανδρέας Βερούσης), πατέρας τού Οδυσσέα Ανδρούτσου, συνεχώς καταδιωκόμενος συνελήφθη στό Σπάλατο (Σπλίτ τής Δαλματίας) από τούς Βενετούς, οι οποίοι τόν παρέδωσαν στούς τούρκους. Ακολούθησε μία διπλωματική αντιπαράθεση τουρκίας καί Ρωσίας, καθώς η δεύτερη επιχειρώντας νά σώσει τόν Ανδρίτσο, αξίωσε από τούς Βενετούς νά τόν παραδώσουν στόν ρωσικό στρατό, χωρίς όμως επιτυχία. Στό τέλος τού 1793 ο Ανδρίτσος μέ τόν Πάνο Τζίρα καί τόν ηγούμενο Ιωσήφ Γκινάκα οδηγήθηκαν στό “Μπάνιο”, στίς πιό φοβερές φυλακές τής Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Ανδρίτσος αργόσβηνε στά μπουντρούμια. Η ελπίδα σιγά σιγά τόν εγκατέλειπε καί η πίκρα του σαράκωνε τήν καρδιά. Καθημερινά τόν έφερναν δεμένο μπροστά στόν θρόνο τού πασά, πού πότε μέ τό καλό καί πότε μέ παιδεμούς καί φοβέρες προσπαθούσε νά τόν αλλαξοπιστήσει. Κι όσο ο λεοντόκαρδος έμεινε πεισματικά στήν γνώμη του τήν πρώτη, τόσο καί τό πείσμα τού πασά μεγάλωνε καί τά μαρτύρια γίνονταν σκληρότερα.
Όταν είπον εις τόν Ανδρίτσον, ότι ασπαζόμενος μέν τόν ισλαμισμόν θέλει αξιωθή τιμών εξαιρέτων, εμμένων δέ πιστός εις τό ίδιον θρήσκευμα θέλει αποθάνει οικτρώς εις τό κάτεργον, ο γενναίος αθλητής επροτίμησε τό δεύτερον.
Μια μέρα πήγαν τόν Ανδρίτσο δεμένο μπροστά στόν πασά Κιουτσούκ Χουσεΐν, ο οποίος τόν ρώτησε τί θάκανε άν τού ξανάδινε τήν λευτεριά του. Εκείνος απάντησε θαρρετά:
Α: “Θά σκότωνα τούς διπλούς…. από όσους σκότωσα ως τώρα!”
Χ: “Όπου νάναι θά περάσει κι ο χειμώνας. Καί λόγου σου μπορείς στό σπίτι σου νά τήν καρτερέσεις τήν άνοιξη. Νισάφι πιά. Δέν απόκαμες τόσα χρόνια μακριά απ’ τήν φαμελιά σου;”
Α: “Η φαμελιά μου μπορεί καί υπομονεύει όπως υπομονεύω καί εγώ. Κουμαντάρει κι ο Θεός όσα δέν μπορούν νά τά κουμαντάρουν οι άνθρωποι.”
Χ: “Ο Θεός; Ποιός Θεός, ο Θεός τών γκιαούρηδων;”
Α: “Κουβέντα δέν έχουμε νά κάνουμε, πασά, μιά καί βλαστημάς τόν Θεό μου. Παίδεψέ με, χάλασέ με, κρατάς στό χέρι τό κορμί μου, μα τήν ζωή μου άλλοι τήν ορίζουν.”
Χ: “Καλά, ας αφήσουμε τόν Θεό τού καθένα μας νά κουμαντάρει τούς δικούς του. Όμως γιά άλλα ήρθε η στιγμή νά κουβεντιάσουμε. Κρατάω φιρμάνι τού πολυχρονεμένου μας βεζύρη πού σέ καλό πιά δρόμο όλα τά πράγματα τά βάνει. Τού λόγου σου δίνεις υποταγή, παίρνεις τής Λιβαδιάς τ’ αρματολίκι καί βγαίνεις ταχιά απ’ τό κάτεργο.”
Α: “Τί αρματολίκια τσαμπούνας, πασά μου; Ποιός τ’ αποζήτησε καί ποιός τά θέλει; Ζορμπάς πολέμησα, κουρσάρος πιάστηκα, κλέφτης θέλω νά πολεμάω καί λόγου σας καί τήν αρβανιτιά.”
Χ: “Δέ λογαριάζεις τούς παιδεμούς; Δέ λογαριάζεις καί τήν ζωή σου;”
Α: “Τήν ζωή μου τήν ξέγραψα όταν βγήκα στό κλαρί.”
Χ: “Καί τήν φαμελιά σου, τήν ξέγραψες κι αυτή;”
Α: “Θά καταλάβουν όλοι πώς δέν έκαμα τίποτα λιγότερο από όσα έπρεπε. Έχουνε τόν τρόπο νά βολευτούνε. Η λευτεριά νά μήν τούς λείψει. Κι απέ όλα τ’ άλλα τ’ αντέχει ο άνθρωπος.”
Χ: “Στήν κρεμάλα τόν γκιαούρη καί μέ παιδεμούς.”
Α: “Σκυλιά, ο χαλασμός μου ακριβά θά πληρωθεί. Τού ραγιά οι παιδεμοί κ’ οι σκοτωμοί φωτιά θά γίνουν νά σάς κάψουν.”
Ο Ρουμελιώτης πρωτοκαπετάνιος είχε συμπληρώσει πέντε χρόνια στίς φυλακές τής Πόλης, όταν ξεψύχησε μετά από βασανιστήρια πού διήρκεσαν πολλές ημέρες.
Οι τούρκοι κρέμασαν τό αποκεφαλισμένο κουφάρι του σέ ανοιχτό χώρο στόν Ναύσταθμο γιά νά τό ιδούν οι ραγιάδες καί νά κιοτέψουν….
ΑΘΑΝΑΤΟΣ

loading...