Είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι, η Ελλάδα είναι ΑΝΑΓΚΑΣΜΕΝΗ να μεταχειριστεί στρατιωτική βία κατά της Τουρκίας

Όσο εξελίσσεται η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τόσο αποκαλύπτεται η παντελής έλλειψη στρατηγικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, το φοβικό της σύνδρομο απέναντι στην Τουρκία και η προσπάθειά της να εξαπατήσει τον ελληνικό λαό λέγοντάς του ξεδιάντροπα ψέματα για να κρύψει την ανεπάρκειά της.

Ακόμη και η συνομιλία του υπουργού Άμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ αποκάλυψε ότι κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης που υποτίθεται ότι χειρίζονται τα πιο λεπτά ζητήματα εθνικής ασφάλειας λένε άλλα αντ’ άλλων στους ξένους. Αντί να ζητήσει ο Παναγιωτόπουλος από τον Στόλτενμπεργκ την άμεση απόσυρση του «Ορούτς Ρέις» από την ελληνική υφαλοκρηπίδα, διότι η δική του παρουσία είναι που δημιουργεί το μείζον πρόβλημα, του ζήτησε κατ’ αρχάς να αποσυρθούν… τα τουρκικά πολεμικά πλοία!

Όταν ο Νορβηγός τον ρώτησε «και το “Ορούτς Ρέις;” ο Έλληνας υπουργός απάντησε «ναι κι αυτό, διότι αν φύγουν τα πολεμικά πλοία θα φύγει κι αυτό επειδή ποτέ δεν πλέει χωρίς συνοδεία πολεμικών».

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι ο Έλληνας υπουργός Άμυνας τελεί σε πλήρη σύγχυση και δεν έχει καταλάβει ακόμα τι πραγματικά συμβαίνει στην Ανατολική Μεσόγειο με τις τουρκικές NAVTEX. Η Τουρκία έχει κάθε νόμιμο δικαίωμα να στέλνει πολεμικά πλοία της οπουδήποτε στα διεθνή ύδατα. Δεν μπορούμε να την κατηγορήσουμε για το πόσα πολεμικά πλοία έχει, και για πόσο καιρό, σε διεθνή ύδατα. Το πρόβλημά μας είναι το ερευνητικό σκάφος, και όχι τα πολεμικά. Αν δεν υπήρχε το «Ορούτς Ρέις» στη μέση της απόστασης Κρήτης-Κύπρου, η Ελλάδα δεν θα είχε απολύτως κανέναν λόγο να ανησυχεί όσα πολεμικά πλοία κι αν συγκέντρωναν οι Τούρκοι εκεί. Αν ήμουν στη θέση του Στόλτενμπεργκ και άκουγα αυτά από τον Παναγιωτόπουλο θα έβγαζα το συμπέρασμα ότι οι Έλληνες κυβερνητικοί ιθύνοντες δεν ξέρουν τι τους γίνεται, ότι έχουν χάσει κυριολεκτικά τη μπάλα προσπαθώντας να διαχειριστούν επικοινωνιακά το κάζο που έχουν πάθει και να κοροϊδέψουν το εσωτερικό τους ακροατήριο. Και δυστυχώς, αυτό φαίνεται να συμβαίνει.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπάθησε τον Αύγουστο με κάθε τρόπο να κοροϊδέψει τους Έλληνες πολίτες ισχυριζόμενη ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων από το τουρκικό ερευνητικό σκάφος το οποίο παραμένει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα επί 34 συναπτές ημέρες, εντελώς ανενόχλητο. Πρόκειται δυστυχώς για χειροπιαστό και αδιάψευστο γεγονός, διότι το ομολόγησε δημοσίως ο ίδιος ο Σύμβουλος Ασφαλείας του πρωθυπουργού, απόστρατος ναύαρχος Διακόπουλος, και γι’ αυτό εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Η πικρή αλήθεια είναι ότι ανεχόμαστε επί χρόνια τις υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών και drones πάνω από τα νησιά μας, και τώρα ανεχόμαστε επί εβδομάδες τη διεξαγωγή σεισμικών ερευνών τουρκικού ερευνητικού σκάφους εντός της υφαλοκρηπίδας μας.

Η Τουρκία έχει καταφέρει ήδη να προκαλέσει την κατάρρευση της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής, κουρελιάζοντας τις δήθεν «κόκκινες γραμμές» μας. Ήταν επόμενο να συμβεί αυτό από τη στιγμή που απουσιάζει παντελώς από ελληνικής πλευράς η πολιτική βούληση για τη χρησιμοποίηση των ενόπλων δυνάμεων ως μοχλού άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Αν διστάσει ή φοβηθεί κανείς να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική βία ακριβώς τη στιγμή που χρειάζεται, δεν μπορεί να κερδίσει τίποτα μετά στο διπλωματικό πεδίο διότι θα διαπραγματεύεται από μειονεκτική θέση. Και βέβαια ματαιοπονούν όσοι περιμένουν ότι θα μας σώσει η Γαλλία, το Ισραήλ ή οποιαδήποτε άλλη χώρα όταν εμείς οι ίδιοι αποφεύγουμε να πολεμήσουμε για τα εθνικά μας δίκαια. Αν δεν αποκτήσουμε πρώτα τον αυτοσεβασμό μας δείχνοντας έμπρακτα την αποφασιστικότητά μας επί του πεδίου, δεν θα μας σεβαστεί και δεν θα μας υπολογίσει κανένας σύμμαχος. Αν το Ισραήλ θεωρείται από όλους σήμερα υπολογίσιμη Δύναμη, είναι επειδή ποτέ δεν δίστασε να υποβληθεί σε κάθε αναγκαία θυσία προκειμένου να υπερασπιστεί τα εθνικά του συμφέροντα. Τον διεθνή σεβασμό και την ειρήνη τα κατακτάς – δεν σου χαρίζονται από κανέναν.

Η πρώτη διπλωματική ήττα της Ελλάδας ήδη διαγράφεται καθαρά στον ορίζοντα και είναι αναπόφευκτη αν συνεχίσουμε την τωρινή τακτική. Ακούγεται ότι η Μέρκελ, για να εξευμενίσει τον Ερντογάν, να εκτονώσει την κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο και να μην έχει μπελάδες στο εξάμηνο της γερμανικής προεδρίας, σκέφτεται να «ξεπαγώσει» τη συμφωνία τελωνειακής σύνδεσης ΕΕ-Τουρκίας. Δηλαδή οι Τούρκοι όχι μόνο δεν θα υποστούν κυρώσεις για την ιταμή επιθετικότητά τους, αλλά και θα ανταμειφθούν από πάνω αποκομίζοντας σημαντικά οικονομικά οφέλη! Η δεύτερη μεγάλη διπλωματική ήττα της Ελλάδας θα είναι να οδηγηθούμε υπό την πίεση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ σε φανερές διμερείς διαπραγματεύσεις με την Τουρκία (διότι μυστικές διαπραγματεύσεις ήδη διεξάγονται όπως αποκαλύφθηκε τον Ιούλιο με τη συνάντηση Σουρανή-Καλίν στο Βερολίνο), οι οποίες, έτσι όπως πάνε τα πράγματα, δεν θα περιοριστούν στον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών αλλά και σε πολλά άλλα ζητήματα που θέτει η Άγκυρα. Αν η Ελλάδα συνεχίσει να θέτει όρους για να καθίσει στο τραπέζι του φανερού διαλόγου, ο Ερντογάν πολύ απλά θα συνεχίσει τη στρατιωτική πίεση και τις έρευνες του «Ορούτς Ρέις» μέχρι να εξευτελίσει σε τέτοιο βαθμό την κυβέρνηση Μητσοτάκη ώστε να τη σύρει σε διαπραγματεύσεις με βάση τη δική του ατζέντα.

Όποια εξέλιξη κι αν υπάρξει από εδώ και πέρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Τουρκία θα είναι κερδισμένη και η Ελλάδα χαμένη, κι αυτό διότι οι Τούρκοι χρησιμοποιούν ενεργά το χαρτί του στρατιωτικού εκβιασμού ενώ η Ελλάδα αρνείται να απαντήσει επί του πεδίου. Ο Ερντογάν το ξεκαθάρισε απολύτως προχθές πως ή θα πάρει αυτά που θέλει με την υπογραφή της Ελλάδας μέσω διαπραγματεύσεων (επιδιώκει δηλαδή μία επανάληψη του αυτοεξευτελισμού που υπέστη η χώρα μας απέναντι στους Σκοπιανούς με τη συμφωνία των Πρεσπών), ή θα τα πάρει δια της βίας.

Ο Ακάρ τόνισε κι αυτός πως η Τουρκία «δεν παραχωρεί τίποτα» από αυτά που διεκδικεί σε βάρος της Ελλάδας. Από τη στιγμή που η Ελλάδα θα καθίσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης για να παραχωρήσει στην Τουρκία την υφαλοκρηπίδα της ανατολικά του 28ου μεσημβρινού (διότι περί αυτού πρόκειται, μην γελιόμαστε) θα αναγκαστεί και η Κυπριακή Δημοκρατία να συρθεί σε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για να τους εκχωρήσει ολόκληρο το δυτικό, νοτιοδυτικό και νότιο τμήμα της ΑΟΖ που έχει ήδη ανακηρύξει – δηλαδή να χάσει τα βυθοτεμάχια 4, 5, 6, 7, 8, 10, 11 και 12 και φυσικά όλα σχεδόν τα διαπιστωμένα κοιτάσματα υδρογονανθράκων.

Η κυπριακή ΑΟΖ δεν υπάρχει καμία περίπτωση να γλιτώσει τον ακρωτηριασμό από τη στιγμή που αυτός θα εφαρμοστεί πρώτα στην ελληνική ΑΟΖ με την επίσημη υπογραφή της Ελλάδας. Άρα ό,τι αποφασίσουμε να κάνουμε εμείς με τους Τούρκους θα έχει άμεσες και δραματικές συνέπειες και για τους Κύπριους.

Τα πράγματα είναι πάρα πολύ σαφή. Είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι, η Ελλάδα είναι ΑΝΑΓΚΑΣΜΕΝΗ να μεταχειριστεί στρατιωτική βία κατά της Τουρκίας αν θέλει να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα αλλά και την ίδια την εθνική της αξιοπρέπεια και τη γεωπολιτική της ακεραιότητα. Μην τρέφουμε αυταπάτες – όσα και να δώσουμε στην Τουρκία δεν πρόκειται να την κατευνάσουμε, ούτε να την κάνουμε να μας αγαπήσει. Απλώς θα της ανοίξουμε περισσότερο την όρεξη για να θέσει νέες απαράδεκτες διεκδικήσεις σε βάρος μας.

Οι καθυστερημένες παραγγελίες όπλων που σχεδιάζει να κάνει τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα μας χρησιμεύσουν σε τίποτα όσο απουσιάζει η πολιτική βούληση για δυναμική απάντηση στις ιταμές στρατιωτικές απειλές που δεχόμαστε. Ο Μητσοτάκης έχει επανειλημμένα δηλώσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι θεωρεί τη χρήση στρατιωτικής βίας αναχρονιστική πρακτική και την αποστρέφεται. Επομένως διλήμματα του τύπου «συντάξεις ή Rafale» αποτελούν στην ουσία ψευδο-διλήμματα. Ακόμη και 200 Rafale να μας χαρίσει η Γαλλία ή ακόμη και 10 υπερσύγχρονα αντιτορπιλικά να μας χαρίσουν οι Αμερικανοί, μήπως θα τολμήσουμε ποτέ να τα χρησιμοποιήσουμε; Δεν μας έφταιξε η έλλειψη όπλων που εξευτελιστήκαμε με την έξοδο του «Ορούτς Ρέις», αλλά η έλλειψη πολιτικής βούλησης – και δυστυχώς η πολιτική βούληση δεν πωλείται κάπου να την αγοράσουμε.

Δεν μπορούμε να αποδράσουμε από το τουρκικό πρόβλημα μόνο με διπλωματικές κινήσεις διότι αφενός η Τουρκία έχει τους ίδιους συμμάχους με εμάς και αφετέρου διαθέτει κι αυτή ικανότατη διπλωματία. Οι γείτονές μας υπήρξαν άρπαγες και βάρβαροι επί 1.000 χρόνια, δεν θα αλλάξουν τώρα επειδή θα παραδώσουμε αμαχητί κυριαρχικά μας δικαιώματα και μεγάλο μέρος του ορυκτού μας πλούτου. Διάλογο με την Τουρκία πρέπει να δεχθούμε να κάνουμε ΜΟΝΟ αφού πρώτα θα της έχουμε δώσει ένα ισχυρό στρατιωτικό μάθημα – σε ΚΑΜΙΑ άλλη περίπτωση.

Με την Τουρκία ή θα μιλήσουμε από θέση ισχύος, ή θα μας ποδοπατήσει και θα μας λεηλατήσει. Όσο καθυστερούν να το χωνέψουν αυτό οι κυβερνώντες, η ζημιά που θα υφίσταται η χώρα μας θα καθίσταται σταδιακά ανεπανόρθωτη.

Το να δώσουμε στους Τούρκους αυτά που ζητάνε χωρίς να πέσει ούτε τουφεκιά, δεν αποτελεί λύση – αποτελεί όνειδος για το έθνος μας και οι υπεύθυνοι να είναι σίγουροι ότι θα λογοδοτήσουν γι’ αυτό, και τα ονόματά τους θα γραφτούν με τα πιο μελανά χρώματα στην Ιστορία.

Stirlitz

loading...