Ως υπεύθυνοι εκπρόσωποι του Ελληνικού θα πρέπει να γνωρίζετε ότι ο αρχαίος σοφός Σόλων πρόγονος μας είπε: Νοῦν ἡγεμόνα ποιοῦ

Κύριε πρωθυπουργέ,

Κύριε υπουργέ υγείας,

Κύριε «ενθουσιώδη» τσαμπουκά (συγνώμην αλλά αυτή την εντύπωση δίδετε) Χαρδαλιά,

Και Κύριοι Βουλευτές,

Ως υπεύθυνοι εκπρόσωποι του Ελληνικού  θα πρέπει να γνωρίζετε ότι ο αρχαίος σοφός Σόλων κατ εμέ πρόγονος μας (κατ τους εξ υμών εθνομηδενιστές και κατά τους τούρκους προπαγανδιστές όχι) είπε:

«Νοῦν ἡγεμόνα ποιοῦ(το νούν άρχοντα-των πράξεων-σου να κάνεις) . Σόλωνας» (Από το συνημμένο)

Δεν είπε ηγεμόνα των πράξεων σου να κάνεις τους ειδικούς «σοφούς».

Για μερικούς ο επίσης σοφός πρόγονος μας Δημόκριτος είπε το επίσης σοφό:

«Πολλοὶπολυμαθέες νοῦν οὐκ ἔχουσιν (πολλοί,  ενώ γνωρίζουν από μάθηση πολλά, δεν έχουν μυαλό). Δημόκριτος». 

(Και όχι μόνον θα συμπλήρωνα …..)

Πρώτα παρατηρείται ότι τα λάθη είναι ανθρώπινα. Η συνέχιση τους όμως αποτελεί στην περίπτωση μας του ιού, ακατανόμαστο έγκλημα.

Μετά τα ανωτέρω Κύριε πρωθυπουργέ και υπεύθυνε κύριε συμπαθέστατε πλέον υπουργέ υγείας. Επιτρέψτε  μου τα εξής ερωτήματα.  Που με την σειρά σας μπορείτε να τα υποβάλετε στους γνωστούς ειδικούς.

Ερώτημα 1. Θα συνέφερε υπό τις κατωτέρω προϋποθέσεις  ή όχι την κοινωνία,  πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού να μεταβαλλόταν σε ασυμπτωματικούς φορείς του ιού;

Η αυτονόητα λογική βέβαια απάντηση είναι ΝΑΙ με κεφαλαία

Ερώτημα 2. Είναι αλήθεια ή όχι ότι οι νέοι  κάτω των 50 ή ακόμα και των 60 ετών,  εφ όσον δεν πάσχουν από υποκείμενο ως λέγεται νόσημα (πνευμονικό ή καρδιακό) δεν κινδυνεύουν από τον ιό; Ή ότι ο κίνδυνος γι αυτούς είναι ο ίδιος με το να τους πέσει κεραμίδα ή κεραυνός στο κεφάλι;

Ερώτημα 3. Επειδή  ο ηγεμόνας ημών νους λέει ότι με βάση τη διεθνή εμπειρία αυτά ισχύουν τίθενται σε σας τα εξής ερωτήματα

α) Είναι όχι μόνον άσκοπο αλλά και προάγγελος νέου  lockdownτο να φορούν οι νέοι (υπό τας ανωτέρω προϋποθέσεις ) μάσκα που μάλλον θα οδηγήσει το φθινόπωρο σε νέο lockdown;

β) Αποτελεί κίνδυνο ή όχι για την υγεία η συνεχής χρήση της μάσκας (υπάλληλοι κτλ) που είναι υποχρεωμένοι να φορούν όλη μέρα την μάσκα και να εισπνέουν την εκπνοή τους;

γ) Από τα ανωτέρω  είναι ή όχι προφανές ότι μάσκα θα πρέπει να φορούν μόνον οι ευπαθείς ομάδες (άνω ορισμένης ηλικίας ή άλλοι με νοσήματα;)

Τέλος μήπως όλα τα ανωτέρω αν είχαν ληφθεί θα είχαμε αποφύγει το lockdown(εστίαση κτλ) που κατέστρεψε την Ελληνική οικονομία;.

Την τεράστια ευθύνη την έχετε εσείς κύριοικαι όχι οι διάφοροι κύριοι Τσιόδρες που δεν θα το έχουν τίποτε να προκαλέσουν πάλιν lockdown.

Δρ Ευριπίδης Μπίλλης

Υ. Γ. Οι καλοί γερμανοί (όχι οι νεοναζί) λένε το σοφό «DreiProfessorenVaterlandverloren» (google)

Αρχαία Γνωμικά και Συνέχεια της Ελληνικής 
Γλώσσας 
Μετάφραση: Ευριπίδης Μπίλλης. Επιστημονική Σύμβουλος: Μαρία-Ευμορφία Μπίλλη (φιλόλογος)
Από τα βιβλία: Πρώτος τόμος του βιβλίου «Σοφίας απάνθισμα, σελίδες 504, του Γεωργίου Ι. Ιωαννίδη, έκδοση Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Λευκωσία 1979» και «Αρχαία γνωμικά και λαϊκή σοφία, σελίδες 212, του Χαρ. Μπάρακλη, έκδοση βιβλιοπωλείου της Εστίας, Αθήνα 1988»

Παρατήρηση: η μετάφραση γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να συνδέονται εύκολα οι αρχαίες με τις χρησιμοποιούμενες σήμερα λέξεις. 1. Μεγάλην παιδείαν νόμιζε (μεγάλην παιδεία να
θεωρείς) δι ἧς δυνήσῃ φέρειν ἀπαιδευσίαν (αυτήν που θα σου δώσει την δύναμη να υποφέρεις την αμορφωσιά). (Πυθαγόρας)
2. Οὔτε τέχνη, οὔτε σοφίη ἐφικτὸν (ούτε η τέχνη, ούτε
η σοφία,είναι εφικτά) ἢν μὴ μάθει τις (αν δεν αποκτήσει κανείς πραγματική γνώση). (Δημόκριτος)
3. Αἰδοῦς παρὰ πᾶσιν ἄξιος ἔση (αξιοσέβαστος από
όλους θα είσαι), ἐάν πρῶτος ἄρξη σεαυτόν αἰδεῖσθαι (εάν πρώτος αρχίσεις να σέβεσαι τον εαυτό σου).(Μουσώνιος)
4. Πυθαγόρας ἐρωτηθεὶς τί ποιοῦσιν ἄνθρωποι θεοῖς ὅμοιον, ἔφη (είπε): <<ἐὰν ἀληθεύωσιν>>.(Ι. Στοβαίος)
5. Ἄγει πρὸς φῶς (φέρνει στο φώς) τὴν ἀλήθειαν
χρόνος.(Μέναδρος)
6. Μηδέ δίκην δικάσῃς,
πρὶν ἄμφω μῦθον ἀκούσῃς. (Φωκυλίδης)
7. Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλʹ ὅστις
ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται.(Φιλήμονας)
8. Χρόνος δίκαιον ἄνδρα δείκνυσιν μόνος (μόνον ο
χρόνος αναδεικνύει τον δίκαιο άνθρωπο).(Σοφοκλής)
9. Οὐχ αἱ τρίχες ποιοῦσιν αἱ λευκαὶ φρονεῖν (όχι
τα άσπρα μαλιά-από μόνα τους-κάνουν, τη φρόνηση).(Μένανδρος)
10. Τρόπος ἐσθ ὁ πείθων τοῦ λέγοντος (ο χαρακτήρας
του ρήτορα είναι που πείθει) , οὐ λόγος (όχι ο λόγος).(Μένανδρος)
11. Μηδὲν ἄγαν (μην κάνεις τίποτε το
υπερβολικό).(Χίλωνας)
12. Βουλευόμενος (όταν σκέπτεσαι) παραδείγματα ποιοῦ
τὰ παρεληλυθότα (παράδειγματα να έχεις τα περασμένα) τῶν μελλόντων (για τα μέλλοντα).(Ἰσοκράτης)
13. Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον (ή να λες κάτι από τη σιωπή καλύτερο),ἢ σιγὴν ἔχε (ή να σωπαίνεις). (Εὐριπίδης)
14. Δύο ποιοῦ καιροὺς τοῦ λέγειν (δύο περιστάσεις να θεωρείς κατάλληλες για να μιλάς), ἢ περὶ ὧν οἶσθα σαφῶς (ή για όσα γνωρίζεις καλά), ἢ περὶ ὧν ἀναγκαῖον εἰπεῖν (ή για όσα είναι ανάγκη να μιλήσεις).(Ἰσοκράτης)
15. Ἡ πρὸς τὸ λαλεῖν ἀκρασία (η ροπή προς φλυαρία)
κενὸν τὸν λόγον ποιεῖ (άνευ περιεχομένου κάνει τον λόγο) καὶ ἀνόητον.(Πλούταρχος)
16. Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί
(καταστρέφουν τα χρηστά ήθη οι συναναστροφές οι κακές).(Μένανδρος) Φθείρουσιν ἤθη χρήσθ’ ὁμιλίαι κακαί. …
17. Ἀνδρὸς πονηροῦ φεῦγε (ανδρός πονηρού να
αποφεύγεις) συνοδίαν ἀεί (τη συντροφιά πάντα).(Μένανδρος)
18. Ὑδωρ θολερὸν καὶ ἀπαίδευτον ψυχὴν οὐ δεῖ (δεν
πρέπει) ταράττειν.(Ἰσοκράτης)
19. Πολλῷ τοι πλείονας λιμοῦ κόρος ὤλεσεν ἤδη ἄνδρας (πολύ περισσότερους από την πείνα η πολυφαγία κατέστρεψε ανθρώπους ).(Θέογνις)
20. Ἀπὸ ἡσυχίης καὶ ῥᾳθυμίας ἡ δειλία αὔξεται, ἀπὸ δὲ
τῆς ταλαιπωρίης καὶ τῶν πόνων αἱ ἀνδρεῖαι (από την ακινησία και την τεμπελιά η δειλία μεγαλώνει, και από την κακουχία και τους κόπους η γενναιότητα).(Ἱπποκράτης)
21. Ὅστις ἄδικος ὢν (όποιος, ενώ είναι άδικος) σοφὸς λέγειν πέφυκε (έχει την ικανότητα να λέγει σοφά λόγια) πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει· (αξίζει τη μεγαλύτερη τιμωρία) γλώσσῃ γὰρ αὐχῶν τἄδικ’ εὖ περιστελεῖν (γιατί με τα όμορφα λόγια έχοντας την πεποίθηση ότι το άδικο εύκολα θα σκεπάσει) τολμᾷ πανουργεῖν (τολμά να κάνει πανούργες πράξεις).(Εὐριπίδης)
22. Πάντων (από όλους τους ανθρώπους) πονηροτάτους
εἶναι καὶ μεγίστης ζημίας ἀξίους (οι πιό πονηροί είναι και άξιοι της πιό μεγάλης τιμωρίας ), οἵτινες οἷς αὐτοὶ τυγχάνουσιν ὄντες ἔνοχοι (εκείνοι που σε όσα οι ίδιοι είναι ένοχοι), ταῦτα τῶν ἄλλων τολμῶσιν κατηγορεῖν
(γι αυτά τους άλλους τολμούν να κατηγορούν).(Ἰσοκράτης)
23. Τοὺς μὲν κενοὺς ἀσκοὺς τὸ πνεῦμα διίστησι (τα μεν
άδεια ασκιά ο αέρας τα φουσκώνει), τοὺς δὲ ἀνοήτους ἀνθρώπους τὸ οἴημα (τους δε ανόητους ανθρώπους η αλαζονεία).(Σωκράτης)
24. Τὸν ὀργιζόμενον (ἐνόμιζε) τοῦ μαινομένου χρόνῳ
διαφέρειν (Ο οργισμένος από τον τρελλό-το μαινόμενο- μόνον ως προς τη χρονική διάρκεια διαφέρει) .(Κάτων) [μήπως «νόμιζε» ;]
25. Ὀργὴ (γὰρ) ὅστις εὐθέως χαρίζεται (από την οργή
όποιος αμέσως παρασείρεται), κακῶς τελευτᾷ (άσχημο τέλος έχει).(Εὐριπίδης)
26. Δυοῖν λεγόντοιν (όταν δύο συζητούν), θατέρου
θυμομένου (εάν ο ένας από αυτούς θυμώνει), ὁ μὴ ἀντιτείνων τοῖς λόγοις σοφώτερος (εκείνος που δεν αντιλέγει είναι σοφώτερος).(Εὐριπίδης)
27. Ἀρχὴ παντός ἔργου μέγιστον.(Πλάτωνας)
28. Οὐχ ἥμισυ (όχι μόνον το ήμισυ) τὴν ἀρχὴν εἶναι τοῦ
παντός (η αρχή είναι του όλου) ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ τέλος διατείνειν (αλλά και το τέλος διαγράφει).(Πολύβιος)
29. Κακῆς ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν (από κακή αρχή
γίνεται και κακό τέλος).(Ευριπίδης)
30. …..Μή πί δουλείας ποτέ (μή δούλος ποτέ) ζῶν ἑκὼν
ἔλθῃς (ζών με τη θέληση σου γίνεις) παρόν σοι κατθανεῖν ἐλευθέρως (αφού μπορείς να πεθάνεις ελεύθερος).(Ευριπίδης)
31. Ἡ γὰρ αἰσχύνη (διότι η ντροπή) (πάρος) (ανώτερη,
υπεράνω) τοῦ ζῆν (της ζωής) παρ ἐσθλοῖς ἀνδρᾶσιν νομίζεται (στους καλούς ανθρώπους θεωρείται).(Εὐριπίδης)
32. Δὶς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ.(Μένανδρος)
33. Τὸ τῆς πόλεως ὅλης ἦθος (όλης της πόλης το ήθος) ὁμοιοῦται τοῖς ἄρχουσιν (είναι όμοιο με το ήθος των αρχόντων, δηλαδή των κυβερνώντων).(Ἰσοκράτης)
34. Σωκράτης ἐρωτηθεὶς ποία ἀνομεῖται πόλις <<ἐν ᾗ
>> ἔφη (ο Σωκράτης, όταν ρωτήθηκε, ποία πόλη διοικείται παράνομα, αυτή στην οποία είπε) <<οἱ ἄρχοντες μεθ ἑταιρίας καθίστανται>> (οι άρχοντες τοποθετούνται από φατρίες) .(Σωκράτης)
35. Ἐπεί λυθέντων γε (αν καταργηθούν βέβαια) (τῶν
νόμων) (οι νόμοι) και ἑκάστῳ δοθείσης ἐξουσίας ὅτι βούλεται ποιεῖν (και σε καθένα δοθεί η εξουσία ότι θέλει να κάνει), οὐ μόνον ἡ πολιτεία οἴχεται, (όχι μόνον η πολιτεία εξαφανίζεται) ἀλλ οὐδ ὁ βίος ἡμῶν τοῦ τῶν θηρίων οὐδέν ἂν διενέγκαι (αλλά ούτε και αυτή η ζωή μας από τα θηρία καθόλου θα διέφερε).(Δημοσθένης)
36. Καιροὶ δὲ καταλύουσιν τὰς τυραννίδας (Οι κρίσιμες
περιστάσεις καταλύουν τα τυραννικά πολιτεύματα).(Μένανδρος)
37. Ὦ παῖδες Ἑλλήνων (παιδιά των Ελλήνων), ἴτε, ἐλευθεροῦτε πατρίδ ,(εμπρός ελευθερώστε την πατρίδα) ἐλευθεροῦται –τε δὲ παῖδας, γυναῖκας, (ελευθερώστε δε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας) θεῶν τε πατρῴων ἕδη (και των πατρώων θεών τα ιερά) θήκας τε προγόνων (και τους τάφους των προγόνων
σας)· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών (τώρα ο αγώνας γίνεται για όλα).(Αἰσχύλος)
38. Ὦ ξεῖν (ώ ξένε διαβάτη) ἀγγέλλειν (το μήνυμα φέρε) Λακαιδεμονίοις (στους Σπαρτιάτες) ὅτι τῇδε κείμεθα (ότι εδώ κειτόμαστε) τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι (στις εντολές τους πιστοί).(Σιμωνίδης)
39. Πῆμα κακὸς γείτων (ατύχημα ο κακός γείτων), ὅσσον
τ ἀγαθὸς μέγ ὄνειαρ (όσον ο καλός μεγάλο χάρισμα).(Ἡσίοδος)
40. Πολλοὶ πολυμαθέες νοῦν οὐκ ἔχουσιν (πολλοί, ενώ
γνωρίζουν από μάθηση πολλά, δεν έχουν μυαλό).(Δημόκριτος)
41. Οἱ τοὺς οἰκείους προδιδόντες (αυτοί που τους δικούς
τους προδίδουν) οὐ μόνον ὑπό τῶν ἀδικουμένων μισοῦνται (όχι μόνον από τα θύματα τους μισούνται), ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τούτων οἷς προδίδονται (αλλά και από αυτούς ακόμα όπου προδίδουν).(Αἴσωπος)
42. Τὸ ἀεὶ μέλλειν (το συνεχώς να αναβάλλει κανείς)
ἀτελέας ποιέει τὰς πρήξιας (ατελείωτες κάνει τις πράξεις).(Δημόκριτος)
43. Φύσιν πονηρὰν (χαρακτήρες που είναι από τη φύση τους κακοί) μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον (να αλλάξουν δεν είναι εύκολο).(Μένανδρος)
44. Ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος.(Θουκυδίδης)
45. Ἕν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα (ένα γνωρίζω ότι τίποτε δεν
γνωρίζω).(Πλάτωνας, απολογία Σωκράτη)
46. Ἄνευ αἰτίου οὐδὲν ἐστίν (υπάρχει) .(Αριστοτέλης)
47. Ἀνάγκᾳ οὐδὲ Θεοὶ μάχονται (την ανάγκη ούτε οι θεοί
τη μάχονται).(Πιττακός)
48. Οὐκ ἴσμεν τὸ ἀληθὲς (δεν γνωρίζουμε το αλήθές)
ἄνευ τῆς αἰτίας (αν δεν έχουμε γνώση της αιτίας).(Ἀριστοτέλης)
49. Ὑφ ὧν κρατεῖσθαι τὴν ψυχὴν αἰσχρόν, (από όλα εκείνα που να κυριαρχείται η ψυχή είναι ντροπή) τούτων ἐγκράτειαν ἄσκει πάντων (αυτών στην εγκράτεια να ασκείσαι όλων), κέρδους, ὀργῆς, ἡδονῆς, λύπης (από το κέρδος, την οργή, την ηδονή και τη λύπη).(Ἰσοκράτης)
50. τὴν εἱμαρμένην οὐδ ἂν εἷς ἐκφύγει (από τη μοίρα
του κανένας δεν ξεφεύγει).(Πλάτων)
51. Σὺ δέ γ οὐκ οἶσθα τὸ μέλλον (σύ δε βέβαια δεν
γνωρίζεις το μέλλον).(Αισχύλος)
52. Τὸν κακῶς δρῶντα (αυτός που κακά κάνει) δεινοῖσ ἀνταμείβεσθαι κακοῖς (με τρομερά ανταμοίβεται κακά).(Αρχίλοχος) δεινοῖσ = δεινοῖς ;
53. Τῶν κακῶν ἄλλ ἄττα δεῖ ζητεῖν τὰ αἴτια (των
κακών αλλού κάπου πρέπει να ζητείς τα αίτια) , ἀλλ οὐ τὸν θεόν (αλλά όχι από το θεό).(Πλάτωνας)
54. Λύπης πάσης γίγνεται ἰατρὸς χρόνος.(Δίφιλος)
55. Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός (ο νούς μας
λοιπόν είναι για τον καθένα ο θεός).(Μένανδρος)
56. Νοῦν ἡγεμόνα ποιοῦ (το νούν άρχοντα-των πράξεων-
σου να κάνεις) .(Σόλωνας)
57. Ψυχὴ πολλὰ σφάλλεται διαφθαρείσης τῆς διανοίας
(Η ψυχή σε πολλά σφάλματα πέφτει, όταν διαφθαρεί ο νούς).(Ισοκράτης)
58. Ὡς χαρίεν, ἐστ ἄνθρωπος ὅταν ἄνθρωπος ᾖ (πόσο
χαριτωμένος είναι ο άνθρωπος, όταν είναι-πραγματικά- άνθρωπος).(Μένανδρος)
59. Πειρῶ τῷ σώματι μὲν εἶναι φιλόπονος (να
προσπαθείς το μεν σώμα σου να αγαπά την εργατικότητα), τῇ δὲ ψυχῇ φιλόσοφος (η δε ψυχή σου την έρευνα της αλήθειας).(Ισοκράτης)
60. Πόλλ ἀπατηθῆναι (και σε πολλά αν απατηθεί)
διζήμενον ἔμμεναι ἐσθλόν (ο άνθρωπος που ερευνά, παραμένει πάντοτε λαμπρός).(Φωκυλίδης)
61. Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδέν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει (πολλά είναι τα σπουδαία, μα πιό σπουδαίο από τον άνθρωπο τίποτε δεν υπάρχει).(Σοφοκλκής)
62. Στιγμὴ χρόνου (μία στιγμή της αιωνιότητας) πᾶς
ἐστιν βίος (ολόκληρη είναι η ζωή).(Πλούταρχος)
63. Μήτηρ ἁπάντων γαῖα (μητέρα όλων η γή) καὶ κοινὴ
τροφός (και κοινή τροφός).(Μένανδρος)
64. Τριῶν τῶν ἁπάντων περὶ ἃ πᾶς ἄνθρωπος
σπουδάζει (τρία από όλα είναι εκείνα για τα οποία κάθε άνθρωπος πρέπει να ασχολείται με επιμέλεια), τελευταῖον καὶ τρίτον ἐστὶν ἡ τῶν χρημάτων ὀρθῶς σπουδαζομένη σπουδή (τελευταίο και τρίτο είναι η των χρημάτων σωστή χρησιμοποίηση), σώματος δὲ
περί μέσῃ (η φροντίδα για το σώμα στο μέσον), πρώτη δὲ ἡ τῆς ψυχῆς (το πρώτο δε η φροντίδα της ψυχής).(Πλάτων)
65. Ἐάν καλὸν ἔχεις σῶμα καὶ ψυχὴν κακήν, καλὴν
ἔχεις ναῦν (πλοίο) καὶ κακὸν κυβερνήτην.(Ισοκράτης)
66. Νικᾷ δ ὁ μείων τὸν μέγαν (νικά δε ο μικρός το μεγάλο) δίκαι ἔχων (δίκαιο αν έχει).(Ευριπίδης)
67. Γνῶθι σαυτόν (γνώρισε τον εαυτό σου).(Χίλωνας)
68. Ψυχὴν ἄρα ἡμᾶς κελεύει γνωρίσει ὁ ἐπιτάττων
γνῶναι ἑαυτόν.(Πλάτωνας) Λείπει ἡ ἑρμηνεία !
69. Τί δύσκολον; Τί ἑαυτόν γνῶναι.(Θαλής) Τί = τὸ ;
70. Ἀμείνονα βασιλέα εἶναι τὸν ἑαυτοῦ δυνάμενον
ἄρχειν τῶν παθῶν (καλύτερος βασιλιάς είναι αυτός που μπορεί να άρχει των παθών του).(Σωκράτης)
71. Καθαρόν ἂν τὸν νοῦν ἔχῃς, ἅπαν τὸ σῶμα καθαρὸς
εἶ. (Επίχαρμος)
72. Ἔστι Δίκης ὀφθαλμός, (υπάρχει δικαιοσύνης
οφθαλμός) ὃς τὰ πανθ ὁρᾶ (ο οποίος τα πάντα βλέπει).(Φιλήμονας, Μένανδρος)
73. Τὴν εὐδαιμονίαν οὐκ ἐν τῷ πολλὰ κεκτῆσθαι γίνεσθαι, ἀλλὰ ἐν τῷ τῇ ψυχῇ εὖ διακεῖσθαι (η ευδαιμονία όχι στην απόκτηση πολλών γίνεται, αλλά στο εις την ψυχή καλώς να διάκεισαι) .(Αριστοτέλης)
74. Πολλὰ τὸ φρονεῖν (η φρόνηση) εὐδαιμονίας (της
ευδαιμονίας-ευτυχίας) πρῶτον ὑπάρχει (προυπάρχει- είναι θεμέλιο).(Σοφοκλής)
75. …μόνους τοὺς παιδευθέντας ἐλευθέρους
εἶναι.(Επίκτητος)
76. Εἴπερ ἀριθμὸν (εάν τον αριθμό) ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως ἐξέλοιμεν (από την ανθρώπινη φύση αφαιρέσουμε), οὐκ ἂν ποτέ (δεν θα μπορέσουμε ποτέ) τι φρόνιμοι γενοίμεθα (λογικά όντα να γίνουμε) .(Πλάτων)
77. Τὸν μὲν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς
εὑρεῖν τε ἔργον καὶ εὑρόντα εἰς πάντας ἀδύνατον λέγειν (τον μέν ποιητή και πατέρα τούτου του σύμπαντος, να βρεί κανείς είναι δύσκολο, και αν τον βρεί, σε όλους είναι αδύνατο να τον αποκαλύψει).(Πλάτων)
78. Τὴν ἀλήθειαν οὐκ ἐστιν ἰδεῖν ἀσθενεῖ καὶ ἀδυνάτῳ τῇ διανοίᾳ (την αλήθεια δεν μπορεί να δεί κανείς με ασθενική και αδύνατη διάνοια).(Ρηγίνος)
79. Μέγιστον ἀγαθόν ἐστι μετὰ νοῦ χρηστότης (μέγιστο
αγαθό είναι η με λογική χρηστότητα).(Πυθαγόρας)
80. Τί Θεός; Ὅτι τὸ πᾶν (τί είναι ο Θεός; ότι είναι το
πάν).(Πίνδαρος)
81. Τὸν ὑπερουράνιον τόπον οὔτε τις ὕμνησε πω τῶν
τῇδε ποιητὴς οὔτε ποθ ὑμνήσει κατ ἀξίαν (τον υπερουράνιον τόπο ούτε κανείς εξύμνησε ποτέ έως τώρα από τους ποιητές εδώ κάτω, ούτε ποτέ θα εξυμνήσει επάξια).(Πλάτων)
82. Τίς κεν ἀνέχοιτ ἐσορῶν, τοὺς ἀγαθοὺς μὲν
ἀτιμοτέρους, κακίους δὲ λαχόντας τιμῆς (ποιός θα ημπορούσε να ανεχθεί βλέπων τους καλούς μεν να στερούνται τιμής, τους χειροτέρους δε να τιμώνται;);(Θεόγνις)
83. Ὅταν οἱ τ ἀγαθοὶ πρὸς τῶν ἀγενῶν κατανικῶνται,
ποία πόλις ἂν τάδ ἐνέγκοι (όταν οι αγαθοί από τους αγενείς κατανικώνται, ποία πόλις αυτά μπορεί να υποφέρει;);(Σοφοκλής)
84. Ἅπαντα τἀδόκητα πρῶτον ἦλθ ἅπαξ (όλα τα
απρόσμενα πρωτοήλθαν άπαξ-μία φορά).(Σοφοκλής)
85. Ἅγος φυλάσσου (από το μίασμα
προφυλάξου).(Αισχύλος)
86. Μηδεὶς δοκείτω μηδὲν ἀνθρώπων ποτὲ ἄελπον εἶναι
(κανείς ας μη νομίζει ότι τίποτε από τα των ανθρώπων είναι ανέλπιστον).(Ευριπίδης)
87. Ἀνὴρ γὰρ χρηστὸς αἰδεῖσθαι φιλεῖ (ο άνθρωπος
βέβαια ο χρηστός να εντρέπεται συνηθίζει- αρέσκεται).(Ευριπίδης)
88. Αἰδὼς γὰρ ἐν κακοῖσιν οὐδὲν ὠφελεῖ, ἡ γὰρ σιωπὴ
τῷ λαλοῦντι σύμμαχος (η εντροπή-αβρότητα βέβαια εις τα κακά σε τίποτα δεν ωφελεί, διότι η σιωπή στον λαλούντα-τα κακά-είναι σύμμαχος).(Σοφοκλής)
89. Κακὸν γὰρ αἰδώς, ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ (κακό
βέβαια πράγμα η αβρότητα, όπου η αναίδεια επικρατεί).(Τραγικών αδέσπoτο)
90. Βάρος τι κἀν τώδ ἐστίν, αἰνεῖσθαι λίαν (βαρετό-
ενοχλητικό-είναι το να επαινεί κανείς υπερβολικά).(Ευριπίδης) τῷδ ἢ τόδε ;
91. Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ (το ίδιο πρόσωπο το να επαινεί και να κατηγορεί κανείς είναι ίδιον κακού ανθρώπου).(Μένανδρος)
92. Αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ πράγματ ἐκδιδάσκεται (από
αισχρά βέβαια, αισχρά πράγματα εκδιδάσκεται κανείς).(Σοφοκλής)
93. Πῶς ἂν τό γ ἄκον πρᾶγμ (πώς μπορείς το αθέλητα
καμωμένο πράγμα) ἂν εἰκότως ψέγεις (ευλόγως να ψέγεις;);(Σοφοκλής)
94. Καλὸν ἀκούειν οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλλειν… (είναι καλόν
να ακούει κανείς, δεν αρμόζει να διακόπτει τον ρήτορα).(Όμηρος)
95. Χαλεπόν <γ > ἀκροατὴς ἀσύνετος καθήμενος (είναι
βέβαια οχληρόν πράγμα, ακροατής ανόητος να παρακάθεται).(Φιλήμων)
96. Ἀλαζονείας οὐ τις ἐκφεύγει δίκην (της αλαζονείας
δεν αποφεύγει κανείς την τιμωρία).(Μένανδρος)
97. Ἁπλᾶ γὰρ ἐστι τῆς ἀληθείας ἔπη (απλά βέβαια είναι
της αλήθειας τα λόγια).(Αισχύλος)
98. Τὸ ψεῦδος ἰσχὺν τῆς ἀληθείας ἔχει ἐνίοτε μείζω καὶ
πιθανωτέραν ὄχλου (το ψεύδος ισχύν από την αλήθεια έχει ενίοτε μεγαλυτέραν και ικανωτέραν να πείθει τον όχλον).(Μένανδρος)
99. Θάρσει· λέγων τἀληθὲς οὐ σφαλῆ ποτέ (έχε θάρρος ̇
όταν λέγεις την αλήθεια, δεν θα σφάλεις ποτέ).(Σοφοκλής)
100. Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν (του
ελευθέρου είναι βέβαια ίδιον την αλήθεια να λέγει).(Μένανδρος)
101. Ἔρχεται τἀληθὲς εἰς φῶς ἐνίοτ οὐ (μη)
ζητούμενον.(Μένανδρος)
102. Ἀδύνατον , ὡς ἔοικε, τἀληθὲς λαθεῖν (είναι
αδύνατον, ως φαίνεται, η αλήθεια να μείνει κρυμμένη).(Μένανδρος)
103. Τί μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ (οι μεγάλες βέβαια δυνάμεις) σκότον πολὺν (περιπίπτουν εις μεγάλην αφάνειαν) ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (όταν έχουν ανάγκη ύμνων-αν δεν υμνηθούν).(Πίνδαρος)
104. Καὶ χ εἰς πάντας ἐρύκοι ἀνήρ, ὅς τ ἄλκιμος
εἴη (και ένας όλους μπορεί να εμποδίσει άνδρας, ο οποίος ανδρείος θα ήταν).(Όμηρος)
105. Ἀρκεῖσθαι παρ ἐοῖσι καὶ ἀλλοτρίων
ἀπέχεσθαι (να αρκείται κανείς στα ιδικά του και από τα ξένα να απέχει).(Φωκυλίδης)
106. Οὐχ οὕτω (όχι λοιπόν), φίλοι ἄνδρες (φίλοι
άνδρες), ἀριστήεσσιν ἔοικε (σε καθώς πρέπει αρμόζει) μνηστεύειν ἀλόχους (να μνηστεύονται συζύγους) αἷς νυμφίοι ἤδη ἑτοῖμοι (για τις οποίες οι γαμβροί είναι έτοιμοι).(Θεόκρητος)
107. Δόξει τις ἀμαθεῖ σοφὰ λέγων (εις αμαθή άνθρωπο, αν κανείς λέγει σοφά πράγματα) οὐκ εὖ φρονεῖν (θα φανεί ότι δεν σκέπτεται καλά).(Ευριπίδης)
108. Ἀμαθίαι δυοῖν (oι αμάθειες δύο ανθρώπων), εἰς ταῦθ ὅταν μόλητον (όταν συμπέσουν-εις τα αυτά όταν έλθουν;), ἔχθιστον κακόν (είναι απαίσιον κακό).(Ευριπίδης)
109. Ἄκων δ ἁμαρτὼν (χωρίς να το θέλει αν
αμάρτησε) οὔτις ἀνθρώπων κακός (κανείς εκ των ανθρώπων δεν είναι κακός).(Σοφοκλής)
110. Ἀρχὴν δὲ θηρᾶν (κατ αρχήν δε να κυνηγά
κανείς) οὐ πρέπει τ ἀμήχανα (δεν πρέπει τα ακατόρθωτα).(Σοφοκλής)
111. Σὺν δ ἀνάγκᾳ πᾶν καλόν (κάθε τι που από
ανάγκη επιβάλλεται είναι καλό).(Πίνδαρος)
112. Πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον πρᾶγμ ἀνιαρόν ἔφυ
(κάθε λοιπόν επιβαλλόμενον από την ανάγκη πράγμα, ανιαρόν εκ φύσεως είναι).(Ευήνος)
113. Μέγα θάρσος (μεγάλο θάρρος) ἀνάγκη
ὤπασεν (η ανάγκη ως επακόλουθον δίδει).(Κόϊντος Σμυρναίος)
114. Ἀνάγκᾳ δ οὐδὲ θεοὶ μάχονται (εναντίον της
ανάγκης ούτε οι θεοί ημπορούν να πολεμούν).(Σίμων)
115. Ἅπαντας αὐτῶν (άπαντες από τους εαυτούς
τους) κρείττονας (καλύτερους) ἀνάγκη ποιεῖ (η ανάγκη κάνει).(Μένανδρος)
116. Οὐκ ἐστιν ἀναιδοῦς ζῶον εὐθαρσέστερον
(δεν υπάρχει από τον αναιδή τολμηρότερον ζώον).(Δίφιλος)
117. Κρύβδα δ ἀνάλκιδες αἰὲν ἀγαυοτέρους
λοχόωσι (κρυφά οι άνανδροι πάντοτε τους λαμπρότερους ενεδρεύουν).(Κόϊντος Σμυρναίος)
118. Ἔργμασιν ἐν μεγάλοις πᾶσιν ἁδεῖν χαλεπόν (εις τα έργα τα μεγάλα εις όλους να αρέσει κανείς είναι δύσκολον).(Σόλων)
119. Δεινόν γε (φοβερόν είναι βέβαια) ταὐτόν (το
ίδιο πράγμα) τοῖς μὲν ἁνδάνειν βροτῶν (εις άλλους μεν να αρέσει από τους θνητούς), τοῖς δ ἔχθος εἶναι (εις δε άλλους να είναι μισητό).(Τραγικών αδέσποτο απόσπασμα)
120. Ἀνδρός πονηρού (ανθρώπου πονηρού) φεῦγε
συνοδίαν ἀεί (απόφευγε τη συντροφιά πάντα).(Μένανδρος)
121. Ἀνδρῶν δὲ φαύλων ὄρκον εἰς ὕδωρ
γράφε.(Μένανδρος)
122. Ὡς χαρίεν ἐστ ἄνθρωπος (πόσο χαριτωμένο πράγμα είναι ο άνθρωπος), ὃς ἂν ἄνθρωπος ᾖ (όποιος δηλαδή άνθρωπος πράγματι είναι).(Μένανδρος)
123. Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς (στους θνητούς)
ἀπληστία.(Μένανδρος)
124. Γένοιτο (ημπορεί) κἂν ἄπλουτος(και χωρίς πλούτον) εν τιμαῖς (να τιμάται) ἀνήρ (άνθρωπος) .(Σοφοκλής)
125. Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος
(όποιον οι θεοί αγαπούν, αποθνήσκει νέος).(Μένανδρος)
126. Ἡ δ ἀργία (η δε αργία) πέφυκεν (είναι εκ
φύσεως) ἀνθρώποις κακόν (διά τους ανθρώπους κακόν) .(Μένανδρος)
127. Πέπνυσο (έσο συνετός), μηδ αἰσχροῖσιν ἐπ
ἔργμασι (μήτε εις αισχρά έργα) μηδ ἀδίκοῖσιν τιμὰς (μήτε εις άδικα τιμάς) μηδ ἀρετὰς ἕλκεο (μήτε αρετές να επιζητείς) μηδ ἄφενος (μήτε πλούτον).(Θεόγνις)
128. Οὐ μήποτε τὰν ἀρέταν(ουδέποτε την αρετήν) ἀλλάξομαι ἀντ ἀδίκου κέρδους (θά ανταλλάξω με άδικον κέρδος).(Μελικό αδέσποτο απόσπασμα)
129. Ἀρετῆς (της αρετής) βέβαιαι δ εἰσίν
(πράγματα σταθερά είναι) αἱ κτήσεις μόναι (τα αποκτήματα μόνον).(Σοφοκλής)
130. Οὐ τὸ κάλλος, ὦ γύναι, (όχι το κάλλος, ώ
γυναίκα) ἀλλ ἀρεταὶ τέρπουσι τοὺς ξυνευνέτας (αλλά οι αρετές τέρπουν τους συζύγους).(Ευριπίδης)
131. Ἀρετὴ….. κρείσσων τ ἐστί (η αρετή…
καλυτέρα είναι) πλουσίου γάμου (από πλούσιο γάμο).(Ευριπίδης)
132. Χωρὶς γὰρ (χωριστά βέβαια) οἰκοῦσ ἀρεταὶ
(κατοικούν οι αρετές) τῶν ἡδονῶν (απο τις ηδονές).(Τραγικό αδέσποτο)
133. Ἀρετῆς ἁπάσης σεμνὸς ἡγεῖται
λόγος.(Μένανδρος)
134. Βουλοίμην (θα προτιμούσα) δ ἀπολέσθαι (να χαθώ) εὐκλειῶς (ενδόξως) ὑπ Ἄρηι, (από τον πόλεμον) ἠέ φυγὼν Τροίηθεν (παρά αφού τραπώ εις φυγήν από την Τροία) ὀνείδεα πολλὰ φέρεσθαι (ονείδη πολλά να φέρω). (Κόϊντος Σμυρναίος)
135. Αἰὲν ἀριστεύειν (πάντοτε να αριστεύεις) καὶ
ὑπείροχον (και ανώτερος) ἔμμεναι ἄλλων (να είσαι των άλλων), μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν (μηδέ το γένος των πατέρων-προγόνων-να εντροπιάζεις). (Όμηρος)
136. Στῦλος <γὰρ> οἴκου παῖδες εἰσὶν (στήριγμα
του σπιτιού είναι) ἄρρενες (τα αρσενικά παιδιά).(Μένανδρος)
137. Μή μεν ἐπ ἄρσενι παιδί (δεν πρέπει σε
αρσενικό παιδί) τρέφειν πλοκαμηίδα χαίτην·(να τρέφει κανείς με πλοκάμους κόμη)…. ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κομᾶν·(…..εις τους άρρενας δεν αρμόζει να διατηρούν μακράν κόμην), χλιδαναῖς δὲ γυναιξίν (αλλά εις τας τρυφηλάς γυναίκας).(Φωκυλίδης)
138. Δεινὲν (είναι φοβερό) μὲν ἰδόντα (αφού ίδει κανείς) περιππεῦσαι (να προσπεράσει με αδιαφορία) Κυπρίους ἄρτους (ψωμιά Κυπριώτικα)· μαγνῆτις γὰρ λίθος ὡς (διότι ως μαγνήτης λίθος) ἕλκει τοὺς πεινῶντας (τους πεινώντες έλκουν).(Εύβουλος)
139. Κακῆς <ἀπ > ἀρχῆς γίγνεται τέλος
κακόν.(Ευριπίδης)
140. Ἄρχων ἄκουε καὶ δικαίως κἀδίκως (όταν
κυβερνάς άκουε-είσαι υποχρεωμένος να ακούεις- και δίκαια και άδικα εις βάρος σου).(Σόλων)
141. Ἄσπουδος δ ἀνὴρ σπουδαρχίδου κακίων (ο
αδρανής δε άνθρωπος από τον θεσιθήρα είναι χειρώτερος).(Εύπολις)
142. Ἁδ Ἀσυχία χαρίεσσα καὶ Σωφροσύνας
πλατίον οἰκεῖ (η δε ησυχία είναι ευχάριστη και εις τη σωφροσύνην κοντά κατοικεί).(Επίχαρμος)
143. Οὐχ ὅσιον (δεν είναι θεάρεστο) κρύπτειν τὸν ἀτάσθαλον ἄνδρ (να καλύπτει κανείς τον ατάσθαλον άνδρα) ἀνέλεγκτον (ώστε να μένει ανεξέλεγκτος).(Φωκυλίδης)
144. Χαλεπὸν δέ (βαρύ δε-δεν υποφέρεται) κεν εἴη
(και αν είναι) πρεσβύτατον καὶ ἄριστον (άνδρα πρεσβύτερον και άριστον) ἀτιμίησιν ἰάλλειν (με ατιμίες να περιβάλλει κανείς – να ατιμάζει).(Όμηρος)
145. Μί  ̓ ἐστὶν ἀρετή, τὸν ἄτοπον φεύγειν ἀεί (μία
υπάρχει αρετή, τον παράλογο να αποφεύγει κανείς πάντοτε).(Μένανδρος)
146. Ἀτρέκεια ἄριστον ἀνδρὸς ἐν πόλει δικαίου (η
δικαιοσύνη του δικαίου ανδρός-ανδρός δικαίου- άριστον πράγμα μέσα εις την πόλη) πέλει (είναι πάντα).(Ευριπίδης)
147. Ἀτύχημα κἀδίκημα διαφορὰν ἔχει (το
ατύχημα από το αδίκημα διαφέρει)· τὸ μὲν διὰ τύχην γίνεται (το μεν τυχέως γίνεται), τὸ δ αἱρέσει (το δε από από σκοπού- με αίρεση).(Μένανδρος)
148. Φυλάσσεσθ ἄγριον ἦθος (από το άγριο ήθος)
στυγεράν τε φύσιν (και τον σκληρόν-μισητόν- χαρακτήρα) φρενὸς (διανοίας) αὐθάδους.(Ευριπίδης)
149. Αὐθαδία γὰρ τῷ φρονοῦντι μὴ καλῶς (η
αυθάδεια λοιπόν εις τον ανόητον) αὐτὴ καθ αὑτήν οὐδενὸς μεῖζον σθένει (αυτή καθ εαυτήν-χωρίς ορθοφροσύνη-ουδενός πράγματος υπερέχει σε δύναμη).(Αισχύλος)
150. Εἴ τι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθαδίαν εἶναι τι
τοῦ νοῦ χωρίς, οὐκ ὀρθῶς φρονεῖς(αν βέβαια νομίζεις ότι η αυθάδεια είναι κάποιο απόκτημα χωρίς το μυαλό, δεν φρονείς σωστά).(Σοφοκλής)
151. Αὐθαδία τοι σκαιότητ ὀφλισκάνει (η
αυθάδεια χυδαιότητα δείχνει).(Σοφοκλής)
152. Μηδ ἀναβάλλεσθαι ἐς τ αὔριον ἔς τ ἔνηφι
(μήν αναβάλλεις διά αύριον ούτε διά μεθαύριο)· οὐ γὰρ ἐτωσιεργὸς ἀνὴρ (διότι άνθρωπος που δεν εργάζεται εις τον χρόνον που πρέπει) πίμπλησι καλιὴν οὐδ ἀναβαλλόμενος (και κάμνει αναβολές δεν γεμίζει την αποθήκην του).(Ησίοδος) 153. Πᾶς τις αὑτόν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ(κάθε ένας τον εαυτόν του περισσότερον παρά τον άλλον τον αγαπά).(Ευριπίδης)
154. Ἄφιλον τὸ δυστυχές (δεν έχουν φίλους οι
δυστυχείς).(Ευριπίδης)
155. Οὐ πέρ τι πεφυγμένον ἐστ Ἀφροδίτην
(κανείς δεν έχει διαφύγει από την Αφροδίτην) οὔτε θεῶν μακάρων οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων (ούτε από τους μάκαρας θεούς ούτε από τους θνητούς ανθρώπους) .(Μίμνερμος)
156. Τίς δὲ βίος, τί δὲ τερπνὸν ἄτερ χρυσῆς
Ἀφροδίτης (ποίος δε βίος, ποίο δε τερπνόν χωρίς την χρυσήν Αφροδίτην;);(Μίμνερμος)
157. Ἦ (αληθώς-τω όντι) βαρὺ φόρημ ἄνθρωπος
εὐτυχῶν ἄφρων (βαρύ φορτίον είναι άνθρωπος ευτυχών ανόητος).(Αισχύλος)
158. Ἀχάριστος (αχάριστος είναι), ὅστις εὖ παθὼν
ἀμνημονεῖ (όποιος ευεργετηθείς λησμονεί).(Μένανδρος)
159. Ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθαι φίλος
(άνθρωπος αχάριστος άς μή θεωρείται φίλος), μήθ ὁ πονηρὸς κατεχέτω χρηστοῦ τόπον (μήτε ο πονηρός να κατέχει χρηστού θέση).(Μένανδρος)
160. Ἀνθρώπων δ ἄψεκτος ἐπὶ χθονί γίνεται
οὐδείς(άνθρωπος άψογος εις την γήν δεν υπάρχει κανείς).(Θεόγνις)
161. Ὥσπερ ἡ παροιμία (καθώς λέει η παροιμία), ἐκ κάρτα βαιῶν (από πάρα πολύ μικρά πράγματα) γνωστός ἂν γένοιτ ἀνήρ (γνωστός ημπορεί να γίνει ο άνθρωπος).(Σοφοκλής)
162. Βάκγου μέτρον ἄριστον (του οίνου η μετρία
χρήση άριστον είναι) ὃ μὴ πολύ μηδ ἐλάχιστον (δηλαδή ούτε πολλού ούτε ελαχίστου)· ἔστι γὰρ λύπης αἴτιος ἢ μανίης (διότι γίνεται αίτιος λύπης ή μανίας).(Ευήνος) Βάκχου
163. Τοιοῦτον (τέτοιο είναι) πᾶν τὸ βάρβαρον γένος· πατήρ τε θυγατρί, παῖς τε μητρί μίγνυται, κόρη τ ἀδελφῷ, διὰ φόνου οἱ φίλτατοι χωροῦσι (οι δε
φίλτατοι αλληλοσκοτώνονται), καὶ τῶνδ οὐδὲν ἐξείγει (και από αυτά τίποτε δεν εμποδίζει) ὁ νόμος. (Ευριπίδης) ἐξείγει (μήπως ἐξείργει 😉
164. Οὔποτ ἂν φίλον τὸ βάρβαρον γένοιτ ἂν Ἕλλησιν γένος (ουδέποτε ήθελε γίνει το γένος των βαρβάρων φίλος του γένους των Ελλήνων) οὔτ ἂν δύναιτο (ούτε θα ημπορούσε). (Ευριπίδης)
165. Οἱ βάρβαροι ἄνδρας ἡγοῦνται (θεωρούν)
μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους φαγεῖν τε και ποιεῖν.(Αριστοφάνης)
166. Ὡς μὴ (για να μήν) βασκανθῶ δὲ τρὶς εἰς
ἐμόν ἔπτυσα κόλπον (κόρφον).(Θεόκρητος)
167. Ὅστις ἄνθρωπος δὲ φὺς (όποιος άνθρωπος δε
γεννηθείς) ἀσφαλές τι κτῆμ ὑπάρχειν τῷ βίῳ λογίζεται (ασφαλές κάποιο απόκτημα ότι υπάρχει στη ζωή θεωρεί), πλεῖστον ἡμάρτηκεν (είναι πάρα πολύ απατημένος) ̇ ………. οὐ βέβαιον οὐδὲν ἐστίν. (τίποτε δεν υπάρχει το ασφαλές), ……(Αντιφάνης)
168. Ὅπου βία πάρεστιν (υπάρχει),
οὐδὲν ἰσχύει (ουδεμίαν ισχύν έχει ο) νόμος.(Μένανδρος)
169. Τὸ πρὸς βίαν δεινότατον (το <<δια της
βίας>> είναι φοβερώτατον).(Αριστοφάνης)
170. Τά δ ἀργυρώματ ἐστίν(τα ασημικά είναι) ἡ
τε πορφύρα (και η πορφύρα) εἰς τοὺς τραγῳδούς χρήσιμ , οὐκ εἰς τὸν βίον (όχι στη ζωή).(Κράτης)
171. Μήτ ἀνάρχετον βίον(μήτε άναρχον-που δεν
κυβερνάται βίον) μήτε δεσποτούμενον (ούτε που
βρίσκεται υπό καθεστώς τυρρανίας) αἰνέσῃς (να επαινέσεις).(Αισχύλος)
172. Μή μοι γένοιτο λυπρὸς (ας μη μου γίνει
ενοχλητικός) εὐδαίμων βίος (ο ευτυχής βίος) μηδ ὄλβος (μήτε ευτυχία) ὅστις τὴν ἐμήν κνίζοι (που το ιδικό μου ερεθίζει) φρένα (μυαλό). (Ευριπίδης)
173. Εὐμετάβολος ἐστιν (εύκολα μεταβάλλεται)
ἀνθρώπων βίος.(Δίφιλος)
174. Ἐπὶ τοῖς παροῦσι (ανάλογα με τις παρούσες
περιστάσεις) τὸν βίον διάπλεκε (κανόνιζε τη ζωή σου).(Κωμικό ανώνυμο)
175. Βέβαιον (σταθερόν, μεταφορικά) οὐδέν ἐστιν
ἐν θνητῷ βίῳ (τίποτε δεν υπάρχει στών θνητών τη ζωή).(Μένανδρος)
176. Βιοῖ γὰρ οὐδείς (κανείς δεν ζεί) ὃν
προαιρεῖται βίον (τον βίον που επιθυμεί).(Μένανδρος)
177. Βίον καλὸν ζῆς ἂν γυναῖκα μὴ
ἔχεις.(Ευριπίδης)
178. Βίον καλόν ζῆς ἂν γυναῖκαν ἔχεις.(Ευριπίδης
Μπίλλης)
Ὦ Εὐριπίδη, πανευτυχῆ τε καὶ τρισόλβιον σαὐτὸν νόμιζε· ὁ σὸς γὰρ
ὡς ἄνω δατισμὸς τὴν περὶ τοὺς λόγους φιλόσοφον διαπέφευγεν. Εἰ δὲ δὶς εἰς τὴν αὐτὴν ἁμαρτίαν περιπέσῃς, ἐγὼ σοὶ λέγω, τὴν τῆς Εὐμορφίας φοβοῦ μῆνιν τὴν φοβεράν! (Χρῆστος ὁ Φαληρεύς)
179. Συντέμνουσιν γὰρ (συντόμως καταφθάνουν
λοιπόν) θεῶν ποδώκεις (οι ταχύποδες των θεών) τοὺς κακόφρονας (στους κακά σκεπτομένους) βλάβαι (δηλαδή οι Ερινύεις, τύψεις).(Σοφοκλής)
180. Ὅσοι δ ἑκουσίοισιν (εκούσια, με τη θέληση
τους) ἔγκεινται βλάβαις (υποπίπτουν σε βλάβες), τούτοις (αυτοί) οὔτε συγγνώμην ἔχειν (να έχουν) δίκαιον ἐστιν (είναι) οὔτ ἐποικτίρειν τινά (ούτε να τους λυπείται κανείς).(Σοφοκλής)
181. Οἱ γὰρ βλέποντες (οι γνωρίζοντες,
μεταφορικά) τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα.(Αριστοφάνης)
182. Ὁρῶν τι (όταν βλέπεις κάτι) βούλευσαι κατά
σαυτὸν γενόμενος (να το σκέπτεσαι μόνος σου)· τὸ συμφέρον γὰρ (διότι) οὐχ ὁρᾶται τὸ βοᾶν (δεν διαβλέπεται με τις φωνές), ἐν τῷ πρὸς αὑτόν δ ἀναλογισμῷ φαίνεται(αλλά εις τον διαλογισμό που μόνος του κάνει κανείς φαίνεται).(Μένανδρος)
183. Ἐμοὶ γὰρ (σε μένα) ὅστις πᾶσαν εὐθύνων
πόλιν (εκείνος ο οποίος κυβερνών ολόκληρον την πόλη) μὴ τῶν ἀρίστων ἅπτεται βουλευμάτων (δεν εγγίζει- λαμβάνει- τις άριστες σκέψεις-αποφάσεις), ἀλλ ἐκ φόβου τοῦ γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει (αλλά από κάποιο φόβο έχει κλειστή τη γλώσσα του, σιωπά), κάκιστος εἶναι νῦν τε και πάλαι δοκεῖ (κάκιστος ότι είναι και τώρα και προ πολλού φαίνεται).(Σοφοκλής)
184. Εἱμαρμένον δὲ ( από τη μοίρα καθορισμένο
δε) τῶν κακῶν βουλευμάτων (των κακών αποφάσεων) κακὰς ἀμοιβάς ἐστι καρποῦσθαι βροτοῖς (κακάς αμοιβάς είναι να καρπούνται οι θνητοί).(Τραγικό αδέσποτο)
185. Πολλῶν δ ἀγρομένων (όταν μαζευθούν
πολλοί-σε σύσκεψη), τῷ πείσεαι (εις εκείνο θα πεισθείς), ὅς κεν ἀρίστην βουλὴν βουλεύσῃ (ο οποίος την άριστη σκέψη-πρόταση-ήθελεν εισηγηθεί).(Όμηρος)
186. Ἡ δὲ κακὴ βουλὴ (σκέψη) τῷ βουλεύσαντι
κακίστη (αποβαίνει κακίστη σε αυτόν που την σκέφτηκε).(Ησίοδος)
187. Βουλῆς (σκέψης κακής-στο τέλος) γὰρ οὐδέν
ἐστιν ἔχθιον (κανένα δεν υπάρχει έχθρικώτερον) κακῆς.(Σοφοκλής)
188. Παλαιὸς αἶνος (υπάρχει παλαιός λόγος)· ἔργα μὲν νεωτέρων, βουλαὶ δ (οι σκέψεις δε) ἔχουσιν τῶν γεραιτέρων (έχουσιν των γεροντοτέρων) κράτος (δύναμη).(Ευριπίδης)
189. Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς (από την ορθή σκέψη)
οὐδὲν ἀσφαλέστερον.(Μένανδρος)
190. Βουλὴν (τη σκέψη προλάμβανε-στο τέλος-να
σκέπτεσαι εκ των προτέρων) ἅπαντος πράγματος (για κάθε πράγμα) προλάμβανε.(Μένανδρος)
191. Βουλὴ πονηρὰ (σκέψη πονηρά) χρηστὸν
(καλόν) οὐκ (δεν) ἔχει τέλος.(Μένανδρος)
192. Οὐ χρὴ (δεν πρέπει) παννύχιον εὕδειν (όλη τη
νύκτα να κοιμάται) βουληφόρον ἄνδρα (άνθρωπος βουληφόρος, δηλαδή επιφορτισμένος να σκέπτεται και να αποφασίζει), ᾧ λαοί τ ἐπιτετρέφαται (εις τον οποίον οι λαοί είναι εμπιστευμένοι) καὶ τόσσα μέμηλε (και τόσες φροντίδες υπάρχουν σ αυτόν).(Όμηρος)
193. Εἰ μὴ δύναιο βοῦν (άν δεν μπορείς βούν)
ἔλαυν ὄνον (έλαυνε, οδήγα, χρησιμοποίησε όνον).(Κωμικό ανώνυμο)
194. Τὸ γὰρ βρότειον σπέρμ (το ανθρώπινο γένος)
ἐφήμερα φρονεῖ (εφήμερα σκέπτεται), καὶ πιστὸν οὐδὲν μᾶλλον (και δεν είναι ασφαλέστερον περισσότερον) ἢ καπνοῦ σκιά (από τη σκιά του καπνού).(Αισχύλος)
195. Ἀλλ εἵργου βρωτῶν (να απέχεις από τα
τρόφιμα), ὧν εἴπομεν (για τα οποία είπαμε), ἐν τοῖς καθαρμοῖς (εκλέγων τα χρησιμεύοντα-κρίνων στο τέλος-στον εξαγνισμό) ἔν τε λύσει ψυχῆς (και την απολύτρωση της ψυχής) κρίνων.(Πυθαγόρας)
196. Οὔ τι ἐγώ γε (δεν ημπορώ-δύναμαι στη
συνέχεια- εγώ τουλάχιστον) ἧς γαίης (από την πατρίδα κάποιου) δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι (γλυκύτερον άλλο να δώ).(Όμηρος)
Οὗ τοι Οὔ τι… 197. Πάντες γὰρ γαίης (όλοι από τη γή) τε καὶ
ὕδατος ἐκγενόμεθα (και από νερό εγίναμεν).(Ξενοφάνης)
198. Ἐκ γαίης γὰρ πάντα (από τη γή όλα-γίνονται)
καὶ εἰς γῆν πάντα τελευτᾶ (τελειώνουν).(Ξενοφάνης)
199. Μηδὲ γάμῳ (μην μετά από γάμο) γάμον
ἄλλον ἄγοις (άλλον γάμο να συνάπτεις) ἐπί πήμαστι πῆμα (δυστύχημα δηλαδή επάνω σε δυστύχημα).(Φωκυλίδης)
200. Ἄλυπον ἄξεις (χωρίς λύπας θα περάσεις) τὸν
βίον χωρὶς γάμου (άνευ γάμου).(Μένανδρος)
201. Παρθενικὴν δὲ γαμεῖν (παρθένο να
υπανδρευθείς), ὡς κ ἤθεα κεδνὰ (ώστε και ήθη σεμνά) διδάξῃς (να τη διδάξεις).(Ησίοδος)
202. Οὐδ ἐξ ἐμαυτοῦ μειζόνων (όχι καταγωγής
ανωτέρας της ιδικής μου) γαμεῖν θέλω (θέλω να πάρω γυναίκα). (Ευριπίδης)
203. Ἐκ τῶν ὁμοίων (εκ των ομοίων τους) οἱ κακοὶ
γαμοῦσ ἀεί (οι κακοί παίρνουν γυναίκες πάντοτε).(Ευριπίδης)
204. Καὶ γὰρ τὸ γῆμαι (και να υπανδρευθεί δηλαδή
κανείς) καὶ τὸ μὴ γῆμαι (και να μην υπανδρευθεί) κακόν.(Σουσαρίων)
205. Γαμεῖν ὃς ἐθέλει (να παντρευθεί όποιος θέλει),
εἰς μετάνοιαν ἔρχεται (να το μετανοιώσει καταλήγει).(Φιλήμων)
206. Ἦθος προκρίνειν (το ήθος πρέπει-δεί στο τέλος- να προτιμά) χρημάτων (από τα χρήματα) γαμοῦντα (όταν ένας παντρεύεται) δεῖ. (Μένανδρος)
207. Νόμιζε (να ξέρεις) γήμας (όταν
υπαπανδρευθείς) δοῦλος εἶναι διὰ βίου (ότι είσαι δούλος διά βίου).(Μένανδρος)
208. Γάμει δὲ (να παντρεύεσαι δε) μὴ τὴν προῖκα
(όχι την προίκα), τὴν γυναῖκα δέ(αλλά τη γυναίκα).(Μένανδρος)
209. Γαστὴρ λυγρὴ (η κοιλία η φοβερή), οὐλομένη
( η καταστρεπτική) πολλὰ κάκ ἀνθρώποισι δίδωσιν (πολλά κακά στους ανθρώπους προξενεί).(Όμηρος)
210. Οὐ γάρ τι στυγερὴ ( δεν υπάρχει κάτι
αποκρουστικό) ἐπὶ γαστέρι (από την κοιλία) κύντερον ἄλλο (τρομερότερο άλλο).(Όμηρος)
211. Ἕνεκ οὐλομένης γαστρὸς (ένεκα της
καταστρεπτικής-όλεθριας-κοιλίας) κακὰ κήδ ἔχουσιν ἀνέρες (κακές φροντίδες έχουν οι άνθρωποι).(Όμηρος)
212. Γαστρὸς (από την κοιλία) οὐ λαμυρώτερον
οὐδέν (δεν είναι λαιμαργότερο-πλέον άπληστο- κανένα).(Τίμων)
213. Κρατεῖν (να εξουσιάζεις) δ εἰθίζεο τῶνδε (να
συνηθίσεις τα εξής)· γαστρός μεν πρώτιστα (την κοιλίαν μεν πρώτιστα), καὶ ὕπνου λαγνείης τε και θυμοῦ (και τον ύπνον και τη λαγνείαν και το θυμό).(Πυθαγόρας)
214. Ὅσοι δὲ φιλοσοφοῦντες (όσοι δε επιδιώκοντες να μάθουν κάτι) ἐκμοχθοῦσί (αγωνίζονται με μόχθο) τι , ἐνταῦθ ὑπάρχει τῷ βίῳ (εδώ έγκειται το πάν στη ζωή) γαστρὸς κρατεῖν (της κοιλίας να γίνονται κύριοι, να την εξουσιάζουν)· διδάσκαλος γὰρ ἡ εὐτέλεια (διότι η λιτότης διδάσκαλος) τῶν σοφῶν (των φρονίμων) καὶ τῶν ἀρίστων γίνεται βουλευμάτων (και των αρίστων γίνεται σκέψεων).(Τραγικό αδέσποτο)
215. Γαστρὸς (της κοιλίας) δὲ πειρῶ (δε να
προσπαθείς) πᾶσαν ἠνίαν κρατεῖν (κάθε χαλινόν να συγκρατείς).(Μένανδρος)
216. Πῆμα (δυστύχημα) κακὸς γείτων (ο κακός
γείτων), ὅσσον τ ἀγαθὸς (όσον ο καλός) μέγ ὄνειαρ· (μεγάλη ωφέλεια) ……… .(Ησίοδος)
217. Γελᾶ δ ὁ μωρὸς (ο ανόητος), κἄν τι μὴ
γελοῖον ᾖ (και αν δεν υπάρχει τίποτε γελοίο).(Μένανδρος)
218. Γέλως (γέλια, για γέλια είναι) τὰ σεμνὰ τοῦ
βίου (τα μεγαλοπρεπή του βίου, τα πομπώδη του βίου) τοῖς σώφροσιν (στους φρονίμους).(Μένανδρος)
219. Τοῖσι γενναίησί (εις τους γενναίους) τοι
(βέβαια) τό τ αἰσχρόν (και το αισχρό) ἐχθρὸν (είναι μισητό) καὶ τὸ χρηστὸν (και το καλόν) εὐκλεές (ένδοξον).(Σοφοκλής)
220. Γεννητόρων ἕκατι (χάριν αυτών που τον
γέννησαν) κατθανεῖν καλόν (είναι ωραίο να πεθάνει κανείς).(Κλεαίνετος)
221. Κακὸν τὸ μὴ ἔχειν (είναι κακότο να μην έχει κανείς-χρήματα)· τὸ γένος οὐ βόσκει τινά (η καλή καταγωγή δεν τρέφει κανένα).(Ευριπίδης)
222. Οὐχ ἡ πόλις σοῦ τὸ γένος εὐγενὲς ποιεῖ (δεν
είναι η πόλη σου που το γένος σου εξευγενίζει) , σύ δ εὐγενίζεις τὴν πόλιν πράττων καλῶς (εσύ εξευγενίζεις την πόλη πράττων καλώς).(Φιλήμων)
223. Νέος ὢν (νέος όταν είσαι) ἀκούειν (να
ακούεις) τῶν γεραιτέρων θέλε (τους γεροντοτέρους να θέλεις).(Μένανδρος)
224. Τό γέρας γὰρ (η τιμή βέβαια) ἐστί γερόντων
(ανήκει στους γέροντες).(Όμηρος)
225. Καλόν δέ καὶ γέροντι (είναι δε καλόν και στο
γέροντα) μανθάνειν σοφά (να μανθάνει σοφά).(Αισχύλος)
226. Πολλῶν νέων γὰρ (από πολλούς νέους
δηλαδή) κἂν γέρων εὔψυχος (και γέρων τολμηρός- εύψυχος) ἢ κρείσσων (είναι ανώτερος)· τί γὰρ δεῖ (τί
δηλαδή ωφελεί) δειλὸν ὄντ εὐσωματεῖν (το να έχει καλό σώμα οταν είναι δειλός);(Ευριπίδης)
227. Οἴμοι κακοδαίμων (αλοίμονον ο κακομοίρης), ὅτι γέρων ὤν ἠγόμην, γυναῖκ (ότι γέρων ενώ είμαι παντρέφτηκα γυναίκα)· ὅσας εἰμ ἄξιος πληγὰς λαβεῖν (πόσα είμαι άξιος-το αξίζω- κτυπήματα να λάβω).(Αριστοφάνης)
228. Γέρων γενόμενος (γέρων όταν γίνεις) μὴ
φρόνει νεώτερα(να μην φρονείς όπως οι νέοι), μηδ εἰς ὄνειδος ἕλκε (ούτε σε ντροπή να σέρνεις) τὴν σεμνὴν πολιάν (τη λευκότητα της κόμης σου).(Φιλήμων)
229. Ὀχληρός ἐστιν (είναι) ἐν νέοις (εν μέσω νέων)
γέρων ἀνήρ.(Μένανδρος)
230. Γῆ καὶ ὕδωρ πάντ ἐσθ ὅσα[;] γίνοντ(αι) (γή και ύδωρ όλα είναι όσα γίνονται) ἠδὲ φύονται (και φύονται).(Ξενοφάνης)
231. Οὐδὲν γὰρ ἄλγος (κανένα δηλαδή άλγος-
μαρτύριο-δεν υπάρχει) οἷον ἡ πολλή ζόη (όσον ο μακρός βίος) . Πάντ ἐμπέφυκε (όλα εκ φύσεως υπάρχουν) τῷ μακρῷ γῄρᾳ κακά (στο μακρόν γήρας κακά), νοῦς φροῦδος (νούς χαμένος), ἔργ ἀχρεῖα (έργα ανωφελή-άχρηστα), φροντίδες κεναί (φροντίδες άκαρπες-χωρίς αποτέλεσμα).(Σοφοκλής)
232. Οὐχ ἅπαντα τῷ γῄρᾳ κακά, Ἐτεόκλεες (όχι
όλα με το γήρας τα κακά, Ετεοκλή), πρόσεστιν (μαζί υπάρχουν)· ἀλλ ἡμπειρία ἔχει τι πλέξαι (αλλά η εμπειρία ημπορεί να επινοήσει κάτι) τῶν νέων σοφώτερον (παρά οι νέοι επιτηδειότερο- δεξιότερο).(Ευριπίδης)
233. Τὸ γῆρας, ὦ παῖ (νέε), τῶν νεωτέρων φρενῶν
(από τα νεανικά μυαλά) σοφώτερον πέφυκε κἀσφαλέστερον (φρονιμώτερο είναι και ασφαλέστερο), ἐμπειρία τε τῆς ἀπειρίας κρατεῖ (η δέ εμπειρία και την απειρία νικά).(Ευριπίδης)
234. Ἐσθλοῦ (του καλού) γὰρ ἀνδρός (δηλαδή
ανθρώπου) γῆρας εὐπροσήγορον (το γήρα είναι ευπροσήγορο).(Τραγικό αδέσποτο)
235. Παραπλήσιον πρᾶγμ ἐστι (είναι) γῆρας καὶ γάμος, τυχεῖν γὰρ αὐτῶν ἀμφοτέρων (να πετύχουμε δηλαδή και τα δύο) σπουδάζομεν (προσπαθούμε), ὅταν δὲ τύχωμεν (όταν δε πετύχουμε) ὕστερον λυπούμεθα.(Κωμικό ανώνυμο)
236. Νέος ἂν πονήσης (νέος αν κοπιάσεις), γῆρας
ἕξεις εὐθαλές (γήρας θα έχεις ακμαίο- ευτυχισμένο).(Μένανδρος)
237. Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας ἀεὶ κατιθοῦ (εφόδια για
το γήρας πάντοτε αποθήκευε).(Μένανδρος)
238. Γηράσκω δ αἰεί (γηράσκω δε πάντοτε) πολλὰ
διδασκόμενος.(Σόλων)
239. Πάλιν γὰρ αὖθις παῖς (πάλιν δηλαδή εκ νέου
γίνεται παιδί) ὁ γηράσκων ἀνήρ (ο γηράσκων άνθρωπος).(Σοφοκλής)
240. Κατὰ πόλλ ἄρ ἐστιν οὐ καλῶς εἰρημένον τὸ
γνῶθι σαυτόν (κατά πολλές απόψεις λοιπόν δεν είναι καλώς ειρημένο-δεν έχει λεχθεί καλώς)· χρησιμώτερον γὰρ ἦν τὸ γνῶθι τοὺς ἄλλους (διότι χρησιμώτερο ήταν το <<μάθε τους άλλους>>).(Μένανδρος)
241. Μηδὲ ψεύδεσθαι (να μήν ψεύδεσαι ) γλώσσης χάριν (χάριν της ομιλίας-για να γίνεται κουβέντα-για να ευχαριστήσεις τη γλώσσα σου).(Ησίοδος)
242. Γλώσσῃ νοῦν ἐχέμεν (τη γλώσσα με το νούν
να συγκρατεί κανείς).(Φωκυλίδης)
243. Ἀψυχία γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος (ένεκα
δειλίας τη γλώσσα αρπάζει ο φόβος).(Αισχύλος)
244. Εἰ μὴ καθέξεις γλῶσσαν, ἔστι σοι κακά (εάν
δεν συγκρατείς τη γλώσσα σου, σου συμβαίνουν κακά).(Ευριπίδης)
245. Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ (τη γλώσσα σου
μάλιστα παντού) πειρῶ κρατεῖν (να προσπαθείς να συγκρατείς), ὅ καὶ γέροντι καὶ νέῳ τιμὴν φέρει (πράγμα το οποίο και στο γέροντα και στο νέο φέρει τιμή) ἡ γλῶσσα σιγὴν καιρίαν κεκτημένη (όταν δηλαδή η γλώσσα σιγήν επίκαιρη κέκτηται- έχει).(Τραγικό ἀβέβαιο ἀπόσπασμα)
246. Γλώσσης περίπατός ἐστιν ἀδολεσχία (της
γλώσσας περίπατος είναι η φλυαρία).(Μένανδρος)
247. Ἐλευθέρα γὰρ γλῶσσα τῶν
ελευθέρων.(Τραγικό αδέσποτο)
248. Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν (είναι) αἰτία
κακῶν.(Μένανδρος)
249. Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν
(έφερε).(Μένανδρος)
250. Γνώμην (τη φρόνηση), Κύρνε (Κορσικανέ),
θεοὶ θνητοῖσι (οι θεοί στους θνητούς) διδοῦσιν ἄριστον (δίδουν ως το άριστο πράγμα).(Θεόγνις)
251. Κύρν (Κορσικανέ), ἀγαθὸς μὲν ἀνὴρ
(άνθρωπος) γνώμην ἔχει ἔμπεδον ἀεί (σταθερή πάντοτε), τολμᾷ δὲ (είναι δε τολμηρός) ἔν τ ἀγαθοῖς κείμενος (και στα αγαθά-στην ευτυχία-ευρισκόμενος) , ἔν τε κακοῖς (και εις τα κακά-στη δυστυχία).(Θεόγνις)
252. Οἱ γὰρ κακοὶ (διότι οι ανόητοι) γνώμαισε (ως
γνωστόν) τἀγαθὸν χεροῖν ἔχοντες οὐκ ἴσασι (το αγαθό στα χέρια τους έχοντες δεν το γνωρίζουν), πρίν τις ἐκβάλει (πριν κάποιος να τους το αφαιρέσει).(Σοφοκλής) μήπως ἐκβάλλει ;
253. Ἄνευ γνώμης (άνευ γνώμης-χωρίς να γνωρίζω για τα πράγματα) γὰρ οὐ με χρὴ λέγειν (δηλαδή δεν πρέπει ομιλώ-γι αυτά).(Σοφοκλής)
254. Γνῶμαι δ ἀμείνους εἰσὶ (οι γνώμες καλύτερες
είναι) τῶν γεραιτέρων (των γεροντοτέρων).(Μένανδρος)
255. Γοᾶν (το να κλαίει κανείς γοερώς) γέρας ἐστὶ
θανόντων (τιμή είναι για τους αποθανόντες).(Όμηρος)
256. Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους
εὐεργέτει.(Μένανδρος)
257. Ἐκ γὰρ πατρὸς καὶ μητρὸς ἐκπονουμένων (που δοκιμάζονται) σκληρὰς διαίτας (σε σκληρούς τρόπους ζωής) οἱ γόνοι βελτίονες (τα παιδιά καλύτερα- γίνονται).(Ευριπίδης)
258. Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ (δεν) βλέπει
βλέπων (ενώ βλέπει).(Μένανδρος)
259. Πολὺ χεῖρον ἐστιν (είναι) ἐρεθίσαι γραυῦν
(να ερεθίσεις γρηά) ἢ κύνα (παρά σκύλλον).(Μένανδρος)
260. Ἦ (πράγματι) κακὸν ὁ γριπεὺς ζώει βίον
(κακόν ο ψαράς ζεί βίον), ᾧ δόμος ἁ ναῦς (με σπίτι του τη βάρκα) καὶ πόνος ἐντὶ θάλασσα….(και κόπος του είναι η θάλασσα….).(Μόσχος)
261. Γυίων πίστιν ἔρυκε (των αισθήσεων την
εμπιστοσύνη εμπόδιζε), νόει δ ᾗ δῆλον ἕκαστον (να εννοείς δε όπως είναι φανερό έκαστο) .(Εμπεδοκλής)
262. Ὁρᾶτ , ἄπιστον ὡς γυναικεῖον γένος
(βλέπετε πόσον απιστο-είναι-των γυναικών το γένος).(Ευριπίδης)
263. Καί τοι (αν και) πᾶς τις τὸ γυναικεῖον φῦλον
κακὰ πολλ ἀγορεύει (κάθε ένας το γυναικείον φύλο με πολλά κακά-πολλές ύβρεις-το υβρίζει-στο γυναικείο φύλο πολλά κακά καταλογίζει), ὡς πᾶν ἐσμὲν κακὸν ἀνθρώποις (ως κάθε κακό να είμαστε για τους ανθρώπους-δηλαδή οι γυναίκες) κἀξ ἡμῶν ἐστιν ἅπαντα (και από μας προέρχονται-συμβαίνουν-είναι- όλα), ἔριδες νείκη στάσις ἀργαλέα λύπη πόλεμος (οι έριδες, οι φιλονικίες, οι ταραχές, αφόρητη λύπη, πόλεμος), φέρε δὴ νῦν (εμπρός λοιπόν τώρα) , εἰ κακὸν ἐσμέν (εάν κακό είμεθα) , τί γαμεῖθ ὑμᾶς (γιατί παντρέυεστε εμάς), εἴπερ ἀληθῶς κακὸν ἐσμέν (αν αληθώς-πράγματι-κακό είμαστε).(Αριστοφάνης)
264. Καί κε γυνὴ φέροι ἄχθος (και η γυναίκα θα
μπορούσε να αναλάβει-το-βάρος), ἐπεί κεν ἀνὴρ
ἀναθείη (οσάκις ο άνδρας της ήθελε να της το αναθέσει).(Ιλιάς Μικρά)
265. Μηδὲ γυνή σε νόον πυγοστόλος ἐξαπατάτω
(ούτε γυναίκα το νούν σου πυγοστόλος-που κουνάει την πυγή της δηλαδή τα οπίσθια της-να εξαπατά), αἱμύλα κωτίλλουσα (κολακευτικά φλυαρούσα-εξαπατώντας σε με κολακευτικά λόγια….)……. .(Ησίοδος)
266. Γυναικὸς οὐδὲν χρῆμ (από τη γυναίκα-την καλήν, εσθλής στη συνέχεια- κανένα πράγμα) ἀνὴρ ληίζεται (ο άνθρωπος αποκτά) ἐσθλῆς ἄμεινον (καλύτερον) οὐδὲ ῥίγιον κακῆς (ούτε χειρότερον από την κακή).(Σινωνίδης)
267. Γυναιξὶ (στις γυναίκες) κόσμον (ευπρέπεια) ἡ
σιγὴ (η σιωπή) φέρει (φέρει).(Σοφοκλής)
268. Ὄρκους ἐγὼ γυναικός εἰς ὕδωρ
γράφω.(Σοφοκλής)
269. Γυνὴ γυναικὶ (γυναίκα με γυναίκα) σύμμαχος
(σύμμαχος) πέφυκέ (είναι εκ φύσεως) πως (κατά κάποιον τρόπο).(Ευριπίδης)
270. Πικρὸν (είναι πικρό) νέᾳ γυναικί (για νέα
γυναίκα) πρεσβύτης ἀνήρ (ο γέρων σύζυγος).(Ευριπίδης)
271. Δειναὶ (είναι φοβεραί) γὰρ αἱ γυναῖκες
(δηλαδή οι γυναίκες) εὑρίσκειν τέχνας (στο να εφευρίσκουν τεχνάσματα).(Ευριπίδης)
272. Τόδε αἰσχρόν (αυτό είναι απρεπές),
προστατεῖν γε δωμάτων γυναῖκα (να προϊσταται
δηλαδή του σπιτιού η γυναίκα), μὴ τὸν ἄνδρα (και όχι ο άνδρας).(Ευριπίδης)
273. Γυναικὶ (τη γυναίκα) πείθου μηδὲ (να μην
πιστεύεις) τἀληθῆ κλύων (ούτε όταν τα αληθή ακούεις).(Ευριπίδης)
274. Ἡδονή δέ τις γυναιξί (ενυπάρχει κάποια
ευχαρίστηση στις γυναίκες) μηδὲν ὑγιὲς ἀλλήλας λέγει (να μην λέγουν τίποτα καλόν δι αλλήλας).(Ευριπίδης)
275. Γυναικὸς ἀγαθῆς ἐπιτυχεῖν (γυναίκα καλή να
επιτύχει κανείς) οὐ ῥᾴδιον (δεν είναι εύκολον).(Διφίλος)
276. Γυναιξί πάσαις (σε όλες τις γυναίκες) κόσμον
ἡ σιγὴ φέρει (ευπρέπειαν η σιωπή φέρει).(Μένανδρος)
277. Θάλασσα καί πῦρ και γυνὴ τρίτον
κακόν.(Μένανδρος)
278. Θηρῶν ἁπάντων (από όλα τα θηρία)
ἀγριωτέρα γυνή.(Μένανδρος)
279. Ἀστόργου δὲ γυναικὸς (της άστοργης δε
γυναίκας) ἐπ ἀλλοτρίῳ νόος αἰεί (σε ξένο άνδρα είναι ο νούς πάντα), ῥηίδιοι δὲ γοναί (εύκολες είναι οι γέννες), τέκνα δ οὐποτ ἐοικότα πατρί (τα δε παιδία ουδέποτε ομοιάζουν με τον πατέρα).(Θεόκρητος)
280. Οὐ δ ἄρα ἦν (κατά ουδένα τρόπο ήταν
δυνατόν) ἐν πάντεσσ ἔργοισι δαήμονα φῶτα γενᾶσθαι (σε όλα τα έργα –ένας άνθρωπος-να γίνει ειδήμων) .(Όμηρος)
281. Οὐ μὲν πάντα πέλει Θέμις ὔμμι(όχι των
πάντων είναι θεμητόν εσείς) δαῆναι ἀτρεκές (να είστε γνώστες πραγματικοί) .(Απολλωνίδης)
282. Δαίμονα (την τύχη) τίς εὖ οἶδε (ποιός καλά γνωρίζει) τὸν αὔριον (την αυριανή).(Καλλίμαχος)
283. Ἐστι δ ἀνδρί φάμεν ἐοικὸς (είναι στον
άνθρωπον να λέει αρμόζον) ἀμφὶ δαιμόνων καλά (για τους θεούς καλά).(Πίνδαρος)
284. Ἔοικεν γάρ ἐν δαῒ μᾶλλον τεθνάμεν
(φαίνεται δηλαδή κατά τη μάχη προτιμότερο να αποθάνει-η γυναίκα-) ἢ μετόπισθεν ὑπ ἀλλοδαποῖσιν ἄγεσθαι (παρά πίσω από αλλοεθνείς να σύρεται), νηπιάχοις ἅμα παισίν ἀνιηρῇ ἀνάγκῃ (με τα νήπια μαζί παιδιά της από θλιβερή ανάγκη)…….(Κοϊντος)
285. Οὐ γὰρ ἔοικεν ( δηλαδή δεν αρμόζει) οὔτ
ἀπιόντ ἀπὸ δαιτὸς ἐρυκέμεν (ούτε όταν θέλει να φύγει κανείς από το γεύμα να τον εμποδίζεις) οὔτε μένοντα σεύειν ἐκ μεγάροιο (ούτε όταν μένει να τον διώχνεις από το σπίτι σου)..(Κοϊντος)
286. Λέγουσιν ὡς πρὸς ἀνδρὸς εὐγενοῦς (λέγουν ότι είναι ίδιον ανδρός ευγενούς) ἐν ξυμφοραῖσι δάκρυ ἀπ ὀφθαλμῶν βαλεῖν (εις τα δυστυχήματα του δάκρυα από τους οφθαλμούς του να χύσει) .(Ευριπίδης)
287. Ἀμουσία (είναι έλλειψη ευγενών αισθημάτων)
τοι μηδ ἐπ οἰκτροῖσιν δάκρυ στάζειν (το ούτε για οικτρά πράγματα να μην χύνει κανείς δάκρυ).(Ευριπίδης)
288. Ἴστω δ (ας γνωρίζει ο καθένας ότι), ὅταν τις
διολέσας δάμαρτα του κρυπταῖσιν εὐναῖς (όταν
κανείς αφού καταστρέψει κάποιου τη γυναίκα με κρυφά κρεβάτια) εἴτ ἀναγκασθῇ λαβεῖν (μετά αναγκασθεί να την πάρει), δύστηνος ἐστιν (είναι δυστυχισμένος) εἰ δοκεῖ τὸ σωφρονεῖν ἐκεῖ μὲν αὐτὴν οὐκ ἔχειν (εάν νομίζει –ότι-τη σωφροσύνη που εκεί-κοντά μεν εις τον πρώτον της άνδρα-αυτή δεν είχε), παρ οἷ δ ἔχειν (κοντά του δε την έχει).(Ευριπίδης) οἷ = σωστό;
289. Ἐχθροῖσιν εἴη πολεμίαν δάμαρτ ἔχειν (για
τους εχθρούς είθε να έχεις τη σύζυγο εχθρική).(Ευριπίδης)
290. Ὅταν δανείζει τις πονηρῷ χρήματα, ἄνερ (όταν δανείζει κανείς σε πονηρό χρήματα άνθρωπο), δικαίως τὸν τόκον λύπας ἔχει (δικαίως ως τόκον λύπας έχει).(Κωμικό αβέβαιο απόσπασμα) δανείζει – δανείζῃ;
291. Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους
ποιεῖ.(Μένανδρος)
292. Μὴ δαπανᾶν παρὰ καιρόν (να μην δαπανάς
ακατάλληλα….)…….(Πυθαγόρας)
293. Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ
παιδεύεται.(Μένανδρος)
294. Αἰσχρὸν γὰρ οἰκούρημα γίγνεται τόδε
(αισχρή δηλαδή διαμονή στο σπίτι γίνεται αυτό), τοὺς μὲν μάχεσθαι (οι μεν να πολεμούν), τοὺς δὲ δειλία μένειν (οι δε από δειλία να οικουρούν).(Ευριπίδης)
295. Ἀδμήτου λόγον (του Αδμήτου το λόγο), ὦ
ταῖρε (φίλε), μαθὼν (αφού μάθεις) τοὺς ἀγαθοὺς φίλει (τους καλούς αγάπα)· τῶν δειλῶν δ ἀπέχευ (από τους
πρόστυχους-φαύλους-μηδαμινούς- δε να είσαι μακρυά) , γνοὺς ὅτι δειλῶν ὀλίγα χάρις (εννοήσας ότι των προστύχων-φαύλων-μηδαμινών- είναι μικρά η ευγνωμοσύνη τους).(Πραξίλλα)
296. Ἔνεισιν ἐν δειλοῖσιν ἀνδρεῖοι λόγοι (υπάρχουν εις τους δειλούς-μόνον- ανδρεία λόγια).(Τραγικό αδέσποτο)
297. Ἐσθ ὅπου τὸ δεινὸν εὖ (υπάρχουν
περιπτώσεις όπου ο φόβος έχει καλώς-είναι καλόν πράγμα) καὶ φρενῶν ἐπίσκοπον δεῖ μένειν καθήμενον (και ως επόπτης των φρενών-του μυαλού-πρέπει να μένει καθήμενος).(Αισχύλος)
298. Ὅστις δέ τόλμῃ πρός τὸ δεινὸν ἔρχεται
(όποιου δε με τόλμη προς το δεινόν έρχεται), ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ ἐστίν (ορθά και τα λόγια είναι), ἀσφαλὴς δ ὁ νοῦς (σταθερός δε και ο νούς).(Σοφοκλής)
299. Οὐ δεινὰ πάσχειν δεινὰ τοὺς εἰργασμένους (δεν είναι φοβερό να πάσχουν φοβερά εκείνοι που φοβερά έχουν κάνει).(Ευριπίδης)
300. Ἔστι γὰρ τὰ πολλὰ τοῖς πολλοῖσι (είναι
δηλαδή τα περισσότερα για τους πολλούς) τοῦ δείπνου χάριν (χάριν του δείπνου).(Κωμικό ανώνυμο)
301. Οὔθ ἅλιοι δελφῖνες ἐπί χθονός, (ούτε τα
θαλασσινά δελφίνια πάνω στη γή) οὔτε τι ταῦροι ἐν πόντῳ στιχόωσι (ούτε οι ταύροι στη θάλασσα περιπατούν).(Μόσχος)
302. Μικρός το δέμας (κοντός στο ανάστημα),
αλλά μαχητής (αλλά πολεμιστής-γενναίος).(Όμηρος)
303. Φέρε νυν εγώ μαυτώ προσαγάγω (εμπρός
τώρα εγώ στον εαυτό μου ας προσφέρω) τον χόα (το ποτήρι-με το κρασί) ̇ τόν νούν ίν άρδω και λέγω τι δεξιόν (το νουν μου για να βρέξω και να λέγω κάτι σωστό-έξυπνο).(Αριστοφάνης)
304. Τόν μή λέγοντα δεόντων (εκείνον που δεν
λέγει τίποτα από τα αναγκαία) μηδὲ ἓν μακρὸν νόμιζε (να τον θεωρείς φλύαρο) κἂν δύ εἰπῃ συλλαβάς (και δύο αν είπει συλλαβάς), …..(Φιλήμων)
305. Οὐ γάρ ποτ ἂν ἐν πόλει νόμοι καλῶς φέροιντ ἂν (ουδέποτε ούτε εις την πόλη οι νόμοι μπορούν να ευδοκιμήσουν), ἔνθα μὴ καθεστήκῃ δέος (όπου δεν επικρατεί φόβος), οὔτ ἂν στρατός γε σωφρόνως ἄρχοιτ ἔτι (ούτε στρατός βέβαια με φρόνηση μπορεί να διοικείται πλέον) μηδὲ φόβου πρόβλημα μηδ αἰδοῦς ἔχων (αν δεν έχει κανένα φόβο ούτε σεβασμό που να τον προστατεύει).(Σοφοκλής)
306. Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης (ένας είναι
ο δούλος της οικίας ο οικοδεσπότης).(Μένανδρος)
307. Οἱ γὰρ ἄριστοι ἐπὶ σφίσι δηριόωνται (οι
άριστοι μεταξύ τους αγωνίζονται).(Κοϊντος)
308. Ὅστις δὲ διαβολαῖσι πείθεται ταχὺ (όποιος δε στις διαβολές πείθεται αμέσως), ἤτοι πονηρὸς αὐτός ἐστι τοὺς τρόπους (ή πονηρός ο ίδιος είναι στους τρόπους), ἢ παντάπασι παιδαρίου γνώμην ἔχει (ή όλως διόλου παιδαρίου νούν έχει).(Μένανδρος)
309. Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται (ψευδής
διαβολή τον βίον καταστρέφει).(Μένανδρος)
310. Νικᾷ γὰρ ἀεί διαβολὴ τὰ κρείττονα (νικά βέβαια πάντα η διαβολή τα καλύτερα).(Μένανδρος)
311. Ὀδυνηρόν ἐστιν εὐτυχοῦντα τῷ βίῳ ἔχειν ἔρημον διαδόχου τὴν οἰκίαν (οδυνηρό είναι ενώ ευτυχεί κανείς εις τον βίον του να έχει έρημον διαδόχου το σπίτι του).(Μέμανδρος)
312. Εἰθίζου δίαιταν ἔχειν καθάρειον, ἄθρυπτον
(συνηθιζε δίαιτα να έχεις καθαράν και απλή).(Πυθαγόρειοι)
313. Ὡς πολύν ζήσων χρόνον χὼς ὀλίγον,
διανοοῦ (ως-ανθρωπος-που θα ζήσει πολυ χρόνο ως και ολίγο να σκέπτεσαι) .(Επίχαρμος)
314. Τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ εὑρετὰ ζητῶ,
τὰ δ εὐκτὰ παρὰ θεῶν ᾐτησάμην (εκείνα μεν που ημπορουν να διδαχθούν τα μανθάνω, εκείνα δε που ημπορούν να βρεθούν τα ζητώ, όσα δε ημπορεί να ευχηθεί κανείς, από τους θεούς ζητώ) .(Σοφοκλής)
315. Γηράσκω δ ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος
(γηράσκω δε πάντοτε πολλά διδασκόμενος).(Σόλων)
316. Μέγ ἐστὶ κέρδος ἢν διδάσκεσθαι μάθεις
(μεγάλο κέρδος είναι εάν να διδάσκεσαι μάθεις).(Μένανδρος)
317. Δώτῃ μέν τις ἔδωκεν, ἀδώτῃ δ οὔ τις ἔδωκεν (σε αυτόν που δίδει κάποιος δίδει, σε όποιον δεν δίδει όμως, δεν δίδει κανείς).(Ησίοδος)
318. Δόμεν ὅς κεν δῷ (να δίδουμε σε οποιον
δίδει) καὶ μὴ δόμεν ὅς κεν μὴ δῷ (και να μην δίδουμε σε όποιον δεν δίδει).(Ησίοδος)
319. Πᾶσι δίκαια νέμειν (σε όλους τα δίκαια
κάποιος τα δίκαια να απονέμει), μηδὲ κρίσιν ἐς χάριν ἕλκε (μήτε την κρίση προς χάρη να έλκει-μήτε να κρίνει μεροληπτικά).(Φωκυλίδης)
320. Ἢν δίκαια δρῶ (αν κάμνω δίκαια), δίκαια
πείσομαι (δίκαια θα πάθω).(Ευριπίδης)
321. Ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ ἀρετή
στιν (στη δικαιοσύνη συνολικά κάθε αρετή ενυπάρχει), πᾶς δέ τ ἀνὴρ αἀγαθὸς Κύρνε δίκαιος ἐών (κάθε δε άνθρωπος είναι καλός Κύρνε-Κορσικανέ-δίκαιος αν είναι).(Θεόγνις)
322. Ὅταν γάρ, οἶμαι (όταν δηλαδή, πιστεύω),
λευκὸς ἄνθρωπος, παχύς, ἀργός (λευκός-όχι ηλιοκαμένος-άνθρωπος, παχύς, νωθρός), λάβῃ δίκελλαν εἰωθὼς τρυφᾶν πενταστάτηρον(πάρει δικέλλι-σκαπάνη με δύο άκρες-, ενώ ειναι συνηθισμένος να γλεντά, βάρους πέντε στατήρων), γίνεται τὸ πνεῦμ ἄνω (κόβεται-γίνετα άνω-η αναπνοή του).(Φωκυλίδης)
323. Δίκη πάντα δέδορκεν (η δικαιοσύνη όλα τα
βλέπει).(Πρόκλος)
324. Εἴ κε πάθοι, τά κ ἔρεξε (εάν κανείς ήθελε
πάθει ανάλογα προς όσα έκανε), δίκη κ ἰθεῖα γένοιτο θα γινόταν κανονική δικαιοσύνη).(Ησίοδος)
325. Δίκης ἐπάκουε (τη δικαιοσύνη άκουε), βίης δ
ἐπιλήθεο πάμπαν (τη βία δε ξέχνα την όλως διόλου).(Ησίοδος)
326. Τῆς δὲ Δίκης (η δε δικαιοσύνη) ρόθος
(φωνάζει, διαμαρτύρεται-ρόθος=θορυβώδης ήχος,
πάταγος), ἑλκομένης ᾗ κ ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι (ελκόμενη όπου και αν άνθρωποι την άγουν δωροδοκούμενοι) , σκολιᾶς δέ δίκης κρίνωσι θέμιστας (και με στραβές,-όχι δίκαιες-τας δίκας κρίνουν, κρίσεις- νόμους).(Ησίοδος)
327. Τό δέ πάρ δίκαν γλυκὺ (το δε από αδικία προερχόμενο ευχάριστο) πικροτάτα μέγει (;μέλει) τελευτά (πικρότατον το περιμένει τέλος).(Πίνδαρος) Τὸ δὲ ;
328. Τίς ἂν δίκην κρίνειεν (ποίος δίκην ημπορεί να
κρίνει) ἢ γνοίη λόγον (ή να εννοήσει το λόγο), πρίν ἂν παρ ἀμφοῖν μῦθον ἐκμάθῃ σαφῶς (πριν και από τους δύο-ενδιαφερομένους-την υπόθεση να μάθει ολως δίόλου καλά-σαφώς);(Ευριπίδης)
329. Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός (υπάρχει της
δικαιοσύνης ο οφθαλμός) , ὃς τά πάνθ ὁρᾶ (ο οποίος τα πάντα-όλα τα- βλέπει).(Τραγικό αδέσποτο)
330. Φεῦγε διχοστασίην (απόφευγε τους
κομματικούς διαπληκτισμούς) καὶ ἔριν (και τη φιλονικία), πολέμου προσιόντος (του πολέμου πλησιάζοντος-όταν πλησιάζει ο πόλεμος).(Φωκυλίδης)
331. Ἐν δὲ διχοστασίῃ (μέσα εις τα κόμματα) καί ο
πάγκακος ἔμμορε τιμῆς (και ο κάκιστος τυγχάνει- μετέχει- τιμής).(Ελεγειακό αδέσποτο)
332. Διψῶντι γάρ τοι πάντα προσφέρων σοφὰ
(στον διψώντα δηλαδή όλα αν του προσφέρεις τα σοφά) οὔκ ἂν πλέον τέρψειας ἢ πιεῖν διδούς (δεν μπορείς περισσότερον να τον τέρψεις παρά αν του δώσεις να πίει).(Σοφοκλής)
333. Δοκεῖν δὲ τἀδόκητ οὐ χρή (να φαντάζεται-να φρονεί-κανείς τα ανέλπιστα δεν πρέπει).(Ευριπίδης)
334. Τὸ δοκεῖν καὶ τὰν ἀλάθειαν βιᾶται (η ιδέα και
την αλήθεια παρασύρει).(Σιμωνίδης)
335. Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ ὅλον τὸν βίον
(το δόλιον δηλαδή άνδρα απόφευγε καθ όλον σου τον βίο).(Μένανδρος)
336. Κενῆς δέ δόξης (από την ψευδή φήμη-δόξα)
οὐδὲν ἀθλιώτερον (τίποτε χειρότερο).(Μένανδρος)
337. Οὐ γὰρ καλὸν (δεν είνα-εστίν-δηλαδή
ευπρεπές) ἀνήνασθαι δόσιν (να αρνηθεί κανείς το δώρο) ἐστίν .(Όμηρος)
338. Ἕν δέ σοι μόνον προφωνῶ (ένα δε μόνον σου
λέγω), μὴ πι δουλείας ποτέ ζῶν ἑκών ἔλθῃς (ποτέ ζών με τη θέληση σου-εκών-μην υποδουλωθείς-μή πι δουλείας ελθης) παρόν σοι κατθανεῖν ἐλευθέρως (ενώ σου είναι δυνατόν να αποθάνεις ελεύθερος).(Ευριπίδης)
339. Δούλου τόδ ἐστίν (δούλου ίδιον αυτό είναι),
μή λέγειν ἅ τις φρονεῖ (το να μη λέγει εκείνα τα οποία φρονεί) .(Ευριπίδης)
340. Δρυός πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται (η δρύς
όταν πέσει, κάθε άνθρωπος προμηθεύεται ξύλα).(Μένανδρος)
341. Χαλεπὸν μὲν οὖν δυσαρέστους νουθετεῖν (δύσκολο λοιπόν δύστροπους-ανόητους-κανείς να νουθετεί).(Αριστοφάνης)
342. Τίκτουσι γάρ τοι καὶ νόσους δυσθυμίαι
(προκαλούν δηλαδή και ασθένειες οι μελαγχολίες).(Σοφοκλής)
343. Δωρίσδειν δ ἔξεστι, δοκῶ (να ομιλούν
δωρικά ότι επιτρέπεται, μου φαίνεται), τοῖς Δωριέεσσι (στους Δωριείς).(Θεόκριτος)
344. Δῶρα θεοὺς πείθει (τα δώρα τους θεούς
πείθουν), δῶρ αἰδοίους βασιλήας (τα δώρα-πείθουν- τους σεβαστούς βασιλείς).(Ησίοδος) βασιλῆας ;
345. Ἐστ ἀληθὴς ἡ βροτῶν παροιμία (είναι
αληθής των ανθρώπων η παροιμία), ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα κοὔκ ὀνήσιμα (-ότι-τα δώρα των εχθρών είναι άδωρα και όχι ωφέλιμα).(Σοφοκλής)
346. Πείθειν δῶρα καὶ θεοὺς λόγος (ότι πείθουν τα
δώρα και τους θεούς λέγουν)· χρυσὸς δὲ κρείσσων μυρίων λόγων βροτοῖς (ο χρυσός δε είναι ανώτερος μυρίων λόγων για τους ανθρώπους).(Ευριπίδης)
347. Δὼς ἀγαθή (το να δωρίζει κανείς είναι καλό),
ἅρπαξ δὲ κακή (το να αρπάζει δε κακό), θανάτοιο δότειρα (και θάνατο προξενεί).(Ησίοδος)
348. Δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι ἐγγυάασθαι
(άθλιαι βέβαια-είναι-και αι εγγυήσεις των δειλών ανθρώπων ώστε να τις δέχεται κανείς).(Όμηρος)
349. Μήδ ἐπὶ σῇ ἀλόχῳ ἐγκύμονι χεῖρα βάληαι
(μη στη σύζυγο σου όταν είναι έγγυος βάλεις χέρι).(Φωκυλίδης)
350. Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον (για τον
εαυτό σου να μην πείς έπαινο).(Μένανδρος)
351. Τρία γὰρ ἐστι, δέσποτα (τρία δηλαδή-
πράγματα-, υπάρχουν, κύριε) , δι ὧν ἅπαντα γίνετ (δια των οποίων όλα γίνονται), ἢ κατὰ τοὺς νόμους, ἢ ταῖς ἀνάγκαις ἢ <τὸ> τρίτον ἔθει τινί (ή σύμφωνα προς τους νόμους, ή λόγω αναγκών, ή το τρίτο από κάποια- τινι-συνήθεια).(Μένανδρος)
352. Οὐδὲν γὰρ γλυκύτερον (τίποτε δεν είναι
πλέον ευχάριστο) ἢ πάντ εἰδέναι (από το όλα κανείς να γνωρίζει).(Μένανδρος)
353. Τὸ μηδὲν εἰκῇ (το να μην κάνει κανείς τίποτε
στην τύχη-χωρίς σχέδιο και σκοπό) πανταχοῦ στι χρήσιμον(εις όλας τας περιστάσεις είναι χρήσιμο).(Μένανδρος)
354. Ἤν γ ἐρωτᾷς εἰκότ (αν βέβαια ερωτάς
αρμόζοντα-δηλαδή, κατά την ερώτηση) , εἰκότ ἂν κλύοις (αρμόζοντα ήθελες ακούσει-θα είναι και η απάντηση που θα λάβεις).(Ευριπίδης)
355. Κεῖνο δ οὐκ ἀνασχετόν (εκείνο δε είναι
ανυπόφορο), εἴκειν ὁδοῦ (να παραμερίζει κανείς εις το δρόμο-να υποχωρεί) χαλῶντα τοῖς κακίοσιν (αφήνων ελεύθερο το πέρασμα στους κακούς-στους κατωτέρους του).(Ευριπίδης)
356. Ὦ γλυκεῖ Εἰράνα, πλουτοδότειρα βροτοῖς (Ώ
γκυκιά ειρήνη, που δίδεις πλούτο στους θνητούς).(Μελικό αδέσποτο)
357. Ἕλληνες ὄντες βαρβάροις δουλέυσομεν
(έλληνες ενώ είμαστε στους βαρβάρους θα γίνουμε δούλοι);(Ευριπίδης)
358. Ἄελπον οὐδέν (ανέλπιστον τίποτε δεν είναι), πάντα δ ἐλπίζειν χρεών (όλα δε να τα ελπίζει κανείς πρέπει).(Ευριπίδης)
359. Ἐλπὶς δὲ πάντας κἀπιπειθείη τρέφει (η ελπίς
δε όλους και η πεποίθηση τρέφει) ἄπρηκτον ὁρμαίνοντας (τα ακατόρθωτα σκεπτομένους).(Σιμωνίδης)
360. Κενεάν δ ἐλπίδων χαῦνον τέλος (των κενών
δε ελπίδων κούφιον είναι το τέλος).(Πίνδαρος) Κενεᾶν ;
361. Οὗτος δ ἀνὴρ ἄριστος ὅστις ἐλπίσι πέποιθεν
ἀεί (αυτός δε άνθρωπος άριστος-είναι-ο οποίος στις ελπίδες έχει πεποίθηση πάντα)· τὸ δ ἀπορεῖν ἀνδρὸς κακοῦ (το να στενοχωρείται-να απελπίζεται-δε δειλού ανθρώπου-είναι ίδιον).(Ευριπίδης)
362. Ἐν ἐλπίσιν χρὴ τοὺς σοφοὺς ἔχειν βίον (στις
ελπίδες πρέπει οι φρόνιμοι άνθρωποι να στηρίζουν τη ζωή τους).(Ευριπίδης)
363. Ἔλπεσθαι χρὴ πάντ ἐπεὶ οὐκ ἐστ οὐδὲν
ἄελπον (να τα ελπίζει πρέπει όλα-κανείς-επειδή δεν υπάρχει τίποτε ανέλπιστον).(Λινός)
364. Συνεχῶς μὲν ἐμπιμπλάμενος (αυτός που
συνεχώς είναι φουσκωμένος-που τρώει πολύ) ἀμελὴς γίνεται ἄνθρωπος (γίνεται αμελής-νωθρός-άνθρωπος), ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικός (αυτός δε που μέτρια πίνει πολύ επιμελής-γίνεται).(Αντιφάνης)
365. Ὅστις δ ἐμπύρῳ χρῆται τέχνῃ, μάταιος
(όποιος τη μαντική μεταχειρίζεται τέχνη, είναι ανόητος) ̇ …(Ευριπίδης)
366. Πάντα γὰρ ταῖς ἐνδελεχείαις καταπονεῖται
πράγματα (όλα δηλαδή με τη διάρκεια-το αέναον- καταπονούνται τα πράγματα).(Μένανδρος)
367. Ταὐτὸ δ οὐχί γίγνεται δόκησιν εἰπεῖν
κἀξακριβῶσαι λόγον (δεν είναι δε το ίδιο πράγμα εικασία να πεί κανείς και να εξακριβώσει την είδηση).(Σοφοκλής)
368. Ἀνθρώποισι δὲ εἰκὸς ἐξαμαρτάνειν (στους
ανθρώπους είναι φυσικό να υποπίπτουν σε σφάλματα).(Ευριπίδης)
369. Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτόν (το δύο φορές να
υποπέσει κανείς στο ίδιο σφάμα) οὐκ ἀνδρός σοφοῦ (δεν είναι ίδιον ανθρώπου φρονίμου).(Μένανδρος)
370. Τί δῆτ ἂν ἀλγοίης ἐπ ἐξειργασμένοις (προς
τι ήθελες λυπηθεί για πράγματα που έχουν γίνει-και συνεπώς δεν ημπορούν να διορθωθούν);(Σοφοκλής)
371. Χαλεπή τοι γυναικῶν ἔξοδος (είναι δύσκολη βέβαια των γυναικών η έξοδος-δύσκολα βγαίνουν από το σπίτι τους)· ἡ μὲν γὰρ περὶ τὸν ἄνδρ ἐκύπτασεν, ἡ δ οἰκέτην ἤγειρεν, ἡ δὲ παιδίον κατέκλινεν, ἡ δ ἔλουσεν, ἡ δ ἐψώμισεν (διότι άλλη μεν τον άνδρα της κοιτάζει, άλλη δε το δούλο ξυπνά, άλλη δε το παιδί κοιμίζει, άλλη δε το λούζει, άλλη δε το ταϊζει).(Αριστοφάνης)
372. Ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά (για τους μη
εργαζόμενους-για τους οκνηρούς-πάντοτε είναι γιορτή).(Θεόκριτος)
373. Ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται
(δηλαδή ο εκ των οικείων έπαινος προς ψόγον νοθεύεται-ποτί μώμον κίρναται-επιδέχεται ψόγον) .(Πίνδαρος)
374. Τὴν ἐπιμέλειαν παντὸς ἡγοῦ κυρίαν (η
επιμέλεια κάθε πράγματος να κυριαρχεί).(Μένανδρος)
375. Μηδ ἐπιορκήσῃς (μην παραβείς τον όρκο
σου) μήτ ἀγνὼς (μήτε εν αγνοία) μήτε ἑκοντί (μήτε με τη θέληση σου).(Φωκυλίδης)
376. Μηδ ἐπὶ παλλακίαις πατρὸς (μηδέ με τη
παλλακίδα του πατέρα σου) λεχέεσσ μιγείης (να έχεις αθέμιτες σχέσεις) (.(Φωκυλίδης) λεχέεσσ μιγείης μήπως λεχέεσι (;) σμιγείης
377. Κακαῖς ἐπιρροαῖσι βορβόρῳ (όταν με κακές επιχύσεις και με βόρβορο) δ ὕδωρ λαμπρόν μιαίνων (το διαυγές ύδωρ μολύνεις) οὔ ποθ εὑρήσεις ποτόν (ουδέποτε θα βρείς νερό που θα μπορείς να πίεις).(Αισχύλος)
378. Ὁποῖόν κ εἴπησθα ἔπος (όποιον λόγον
είπεις), τοίόν κ ἀκούσαις (τέτοιον ήθελες ακούσει).(Όμηρος)
379. Παύρων δ ἐπέων (τα λίγα λόγια) ἔρος
ἀνθρώποισι (είναι-σφοδρή επιθυμία των ανθρώπων, δηλαδή οι άνθρωποι επιθυμούν τα λίγα λόγια) .(Κοϊντος Σμυρναίος)
380. Οὔτι τὰ πολλὰ ἔπη φρονίμην ἀπεφήνατο
δόξαν (δεν είναι τα πολλά λόγια που φρόνιμο φανερώνουν σκέψη) ̇ …(Θαλής)
381. Ἐκ τοῦ γὰρ ἐσορᾶν (με τη ματιά δηλαδή –με
την τη πρόσβεψη) γίνετ ἀνθρώποις ἐρᾶν (γεννάται στούς ανθρώπους ο έρως).(Κωμικό ανώνυμο απόσπασμα)
382. Οὐδεποτ ἀληθές οὐδὲν οὔθ ὑιῷ πατὴρ εἴωθ
ἀπειλεῖν (ουδέποτε ούτε στο γυιό του ο πατέρας συνηθίζει να κάνει πραγματική απειλή) οὔτ ἐρῶν ἐρωμένῃ (ούτε ο εραστής στην ερωμένη).(Μένανδρος)
383. Ἀλλ ὅταν ἐρῶντα νοῦν ἔχειν τις ἀξιοῖ, παρὰ
τίνι τἀνόητον οὗτος ὄψεται (αλλά όταν ο ερωτευμένος να έχει νούν έχει κάποιος την αξίωση, σε ποιόν θα δεί την ανοησία);(Μένανδρος)
384. Οὔκ ἂν γένοιτ ἐρῶντος ἀθλιώτερον οὐθέν
γέροντος πλὴν ἕτερος γέρων ἐρῶν (δεν ημπορεί να υπάρξει πράγμα αθλιώτερο από γέροντα ερώντα, παρά μόνον άλλος γέρων ερών) ̇..(Μένανδρος) Παρατήρηση: Γέρων τότε= 35 έως 40 ετων
385. Ἔργμασι γὰρ ἐν μεγάλοις πᾶσιν ἀδείν
χαλεπόν (εις τα μεγάλα δηλαδή έργα να αρέσει κανείς εις όλους είναι δύσκολο).(Σόλων) ἀδεὶν ἀδεῖν ?
386. Πλεόντων δέ τε ἔργον ἄμεινον (των
περισσοτέρων δε το έργο είναι καλύτερο παρά του ενός).(Όμηρος)
387. Ἔργον δ οὐδὲν τὄνειδος (καμμία εργασία δεν είναι εντροπή), ἀεργίη δὲ τ ὄνειδος (η αργία-το να μην εργάζεται κανείς-είναι εντροπή).(Ησίοδος)
388. Ἔργου δέ παντός ἢν τις ἄρχηται καλῶς
(κάθε έργου εάν-ήν- κάμνει κανείς καλήν την αρχήν), καὶ τὰς τελευτὰς εἰκός ἐσθ οὕτως ἔχειν (και το τέλος εύλογον είναι έτσι να έχει).(Σοφοκλής)
389. Ἐρέτην χρὴ πρῶτα γενέσθαι πρὶν πηδαλίοις ἐπιχειρεῖν (κωπηλάτης πρέπει κανείς πρώτα να γίνει πριν στο πηδάλιο να βάλει χέρι….), …(Αριστοφάνης)
390. Μὴ πάντ ἐρεύνα (μην τα εξετάζεις όλα)·
πολλὰ καὶ λαθεῖν καλό (πολλά και να διαφύγουν την προσοχή είναι καλό).(Σοφοκλής)
391. Οὐδέν έστιν οὔτε πύργος οὔτε ναῦς (τίποτε
δεν αξίζει ούτε πύργος ούτε πλοίον) ἐρῆμος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων εἴσω (χωρίς ανθρώπους να συγκατοικούν μέσα).(Σοφοκλής)
392. Κακὸν μακάρεσσιν ἐρίζειν (είναι κακό με
τους θεούς να μαλώνει κανείς).(Καλλίμαχος)
393. Νόμος μὲν φονίας σταγόνας χυμένας ἐς
πέδον (είναι νόμος οι αιματηρές σταγόνες που έχουν χυθεί στη γη) ἄλλο προσαιτεῖν αἷμα (άλλο επιπλέον να ζητούν αίμα)· βοᾶ γὰρ λοιγὸς Ερινύν (διότι φωνάζει ο θάνατος την Ερινύα), …(Αισχύλος)
394. Χαλεπὰ δ ἔρις ἀνθρώποις (είναι επικίνδυνη η φιλονικία στους ανθρώπους) ὁμιλεῖν κρεσσόνων (όταν συναναστρέφονται με δυνατώτερους).(Πίνδαρος)
395. Πᾶς ἐρυθριῶν χρηστός τις εἶναι μοι δοκεῖ
(όποιος κοκινίζει-εντρέπεται-χρηστός μου φαίνεται ότι είναι).(Μένανδρος)
396. Χαλεπὸν γὰρ ἐρυκακέειν ἕνα πολλούς (είναι
δύσκολο πράγμα να εμποδίζει ένας πολλούς).(Όμηρος)
397. Λέγουσιν ἀληθέα τοὺς ἐν ἔρωτι ὄρκους μὴ
δύνειν ουάτ ἐς ἀθανάτων (λέγουν αληθή ότι οι όρκοι που γίνονται στον έρωτα δε μπαίνουν στ αυτιά των αθανάτων-των θεών).(Καλλιμαχος) οὔατα οὔασι οὐάτ ;
398. Ὡραῖος καί Ἔρως ἐπιτέλλεται (στην ώρα του
και ο Έρως εμφανίζεται), ἡνίκα περ γῆ ἀνθέσιν ἐαρινοῖς θάλλει ἀε(ὐ;)ξομένη (όταν η γή με τα εαρινά άνθη θάλλει λαμπρυνόμενη)· τῆμος Ἔρως προλιπὼν Κύπρον (τότε ο Έρως καταλιπών την Κύπρο), περικαλλέα νῆσον (την περικαλλέα νήσον) εἰσιν ἐπ ἀνθρώποις σπέρμα φέρων κατὰ γῆς (έρχεται εις τους ανθρώπους φέρων χαράν επί της γής).(Θεόγνις)
399. Χρὴ μὲν κατά καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι
(πρέπει στον καιρό του τον έρωτα να απολαμβάνεις), θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ (ψυχή μου, κατά την αρμόζουσα ηλικία).(Πίνδαρος)
400. Ἔρως ἀνίηκατε μάχαν (Έρωτα ανίκητε στη μάχη) , Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις (Έρωτα, που σε όποιους εμπίπτεις τους κάνεις κτήματα σου), ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις (που στις μαλακές παρειές νεάνιδος διανυκτερεύεις), φοιτᾶς δ ὑπερπόντιος ἔν τ ἀγρονόμοις αὐλαῖς (συχνάζεις δε πέραν των θαλασσών και σε αγροδίαιτες αυλές)· καὶ σ οὔτ ἀθανάτων φύξιμος οὐδείς), οὔθ ἁμερίων σε (σέ;) γ ἀνθρώπων (και εσένα ούτε κανείς από τους
αθανάτους ημπορεί να αποφύγει ούτε των εφήμερων ανθρώπων), ὁ δ ἔχων μέμηνεν (αυτός δε που σε έχει χάνει τα λογικά του).(Σοφοκλής)
401. Λέγεται γὰρ λόγος ὑπὸ τῶν σοφιστῶν μὴ
πέτεσθαι τόν θεόν τὸν Ἔρωτα, τοὺς δ ἐρώντες (λέγεται λόγος από τους σοφιστές ότι δεν πετά ο θεός Έρως αλλά οι ερωτευμένοι….)  ̇ …(Αλέξις) τοὺς δ ̓ ἐρῶντας ;
402. Ἦ γὰρ ἔρωτι πολλάκις, ὦ Πολύφαμε, τὰ μὴ
καλὰ καλὰ πέφανται (αληθώς δηλαδή από έρωτα πολλάκις, ώ Πολύφημε, τα άσχημα φαίνονται καλά).(Θεόκριτος)
403. Τἀλλότρι ἐσθίειν ἐστι γλυκύ (τα ξένα το να
τρώει κανείς είναι ευχάριστο-γλυκύ).(Αλέξις)
404. Ἐσθλὸς ἀνήρ καὶ δήιον ἄνδρ ἐπαμύνει (ο
γενναίος-ο αγαθός-ο ισχυρός-άνθρωπος και τον πολέμιον-τον εχθρό-υπερασπίζει).(Κοϊντος Σμυρναίος)
405. Ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἀπ ἐσθλὰ μαθήσεαι (από
τους καλούς θα μάθεις καλά)· ἢν δὲ κακοῖσι συμμίσγῃς, ἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον (αν δε με κακούς συναστρέφεσαι, θα χάσεις και το νουν που έχεις).(Θεόγνις)
406. Τὸ δ ὀρθῶς ἐσθλὸν σαφὲς ἀεί (εκείνο που
πραγματικά είναι καλό είναι φανερό πάντοτε).(Ευριπίδης)
407. Ἀνδρὸς ὑπ ἐσθλοῦ καὶ τυραννεῖσθαι καλόν
(από άνθρωπο καλό και αυταρχικά να κυβερνάται κανείς είναι καλό).(Ευριπίδης)
408. Ἐστιν δ ἑταίρα τῷ τρέφοντι συμφορά (είναι
δε η εταίρα εις εκείνον που την τρέφει συμφορά)· εὐφραίνεται γὰρ κακὸν ἔχων οἴκοι μέγα (γιατί ευφραίνεται κακόν έχων στο σπίτι του μέγα).(Αντιφάνης)
409. Αἱ τῶν ἑταιρῶν γὰρ διοπετεῖς οἰκίαι (των
εταίρων τα λαμπρά σπίτια) γεγόνασιν ἄβατοι τοῖς ἔχουσι μηδὲ ἕν (έχουν γίνει άβατα γι αυτούς δεν έχουν που τίποτε).(Αριστοφών)
410. Καὶ μὲν τίς τε χερείονι πείθεθ ἑταίρῳ (και εις
τον χειρότερο κανείς πείθεται φίλον).(Όμηρος)
411. Μή φεῦγ ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον (να
μην αποφεύγεις το φίλον όταν δυστυχεί-όταν βρίσκεται σε κακά).(Μένανδρος)
412. Μὴ αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνον ἡγήσῃ
ποτέ (μη την αυθάδεια της σύνεσης καλύτερη θεωρήσεις ποτέ).(Αισχύλος)
413. Οὐδὲν ἡ εὐγένεια πρὸς τὰ χρήματα· τὸν γὰρ
κάκιστον πλοῦτος εἰς πρώτους ἄγει (τίποτε δεν είναι η ευγένεια μπροστά στα χρήματα ̇ γιατί τον κάκιστο ο πλούτος μεταξύ των πρώτων τον φέρει).(Θεόγνις)
414. Ἢ καλῶς ζῆν ἢ καλῶς τεθνηκέναι τὸν
εὐγενῆ χρή (ή καλώς να ζεί ή καλώς να πεθαίνει πρέπει ο ευγενής).(Σοφοκλής)
415. Γνοίη δ ἂν ὡς τὰ πολλά γ ἀνθρώπου πέρι(να σχηματίσει ιδέα μπορεί κανείς ως επί το πλείστον για τον άνθρωπο) τὸ σχῆμ ἰδών τις εἰ πέφυκεν εὐγενής (αφού δεί τη μορφή του, αν είναι ευγενής γεννημένος) .(Ευριπίδης)
416. Ἂνδρα τὸν ἀληθῶς εὐγενῆ καὶ τἀγαθὰ καὶ
ταὰ κακὰ δεῖ πταίοντα γενναίως φέρειν (ο άνθρωπος ο πραγματικά ευγενής και τα καλά και τα κακά, όταν του συμβούν, πρέπει με γενναιότητα να υποφέρει).(Μένανδρος)
417. Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος (του
θεού εκ φύσεως δώρο είναι ο ευγενής χαρακτήρας).(Μένανδρος)
418. Οὐκ ἂν δύναιο μὴ καμὼν εὐδαιμονεῖν (δεν
θα μπορούσες χωρίς να κοπιάσεις να ευτυχείς), αἰσχρόν τε μοχθεῖν μὴ θέλειν νεανίαν (και-τε-άσχημο πράγμα είναι να μοχθεί-να κοπιαζει- να μην θέλει ο νέος άνθρωπος).(Ευριπίδης)
419. Πολλῷ τὸ φρονεῖν (η φρόνηση) εὐδαιμονίας
πρῶτον ὑπάρχει (της ευτυχίας είναι το πρώτιστο – συστατικό).(Σοφοκλής)
420. Τῶν δ εὐδαιμόνων μηδένα νομίζετ εὐτυχεῖν,
πρίν ἂν θάνῃ (από τους ευδαίμονες κανένα μη θεωρείται ότι ευτυχεί, πριν αποθάνει) .(Ευριπίδης)
421. Ἂν εὖ φρονῇς, τὰ πάντα γ εὐδαίμων ἔσῃ (αν
είσαι συνετός-αν σκέπτεσαι φρόνιμα-ευτυχής θα είσαι σε όλα).(Μένανδρος)
422. Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας (μερικοί
δε και μισούν τους ευεργέτες τους).(Μένανδρος)
423. Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν (πόσο
αισχρό είναι καλά να ζεί κανείς μέσα σε πονηρά ήθη).(Μένανδρος)
424. Εὔκλειαν ἔλαβον οὐκ ἄνευ πολλῶν πόνων
(απέκτησα καλήν φήμη όχι χωρίς πολλούς κόπους).(Ευριπίδης)
425. Τίς δὲ βίος, τί δὲ τερπνὸν ἄτερ χρυσῆς
Ἀφροδίτης (ποιός βίος-υπάρχει-και τί τερπνό χωρίς την χρυσή Αφροδίτη); Τεθναίην, ὅτε μοι μηκέτι ταῦτα μέλοι, κρυπταδίη φιλότης καὶ μείλιχα δῶρα καί εὐνή (μακάρι να πεθάνω, όταν δεν θα με ενδιαφέρουν πλέον, η κρυφή ερωτική σχέση και τα γλυκύτατα δώρα-του έρωτα-και η-ερωτική-κλινη…….), …(Μιμνέρμος)
426. Ἐπὰν ἐν ἀγαθοῖς εὐνοούμενός τις ὤν(όταν
ενώ μέσα στα καλά ευνοούμενος κάποιος είναι) ζητεῖ τι κρείττον ὧν ἔχει, ζητεῖ κακά(ζητεί κάτι ανώτερο από όσα έχει, ζητεί κακά).(Μένανδρος)
427. Πρὸς σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς ἀσκεῖν σώφρον
εὐοργησίαν (είναι χαρακτηριστικό-ίδιον-του φρόνιμου ανθρώπου να ασκεί σώφρονα πραότητα).(Ευριπίδης)
428. Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ (ξεχνούν όλοι οι ευεργετηθέντες).(Μένανδρος)
429. Κακοὶ γὰρ εὖ πράσσοντες οὐκ ἀνασχετοί (οι
κακοί όταν ευτυχούν δεν είναι υποφερτοί).(Αισχύλος)
430. Ὅτ εὐτυχεῖς μάλιστα μὴ φρόνει μέγα (προ
παντός-μάλιστα-όταν είσαι ετυχισμένος, να μην υπερηφανεύεσαι) .(Μένανδρος)
431. Ἐσθλῶν κακίους ἐνίοτ εὐτυχέστεροι (από
τους καλούς οι χειρότεροι ενίοτε-είναι- ευτυχέστεροι).(Ευριπίδης)
432. Οὐδέποτ εὐφρανθήσεται ἀνήρ (ουδέποτε θα ευφθρανθεί ο άνδρας) , ἐὰν μὴ τῇ γυναικί συμφέρῃ (εάν εις τη γυναίκα δεν συμφέρει).(Αριστοφάνης)
433. Οὐ μὲν καλὸν ὑπέρβιον εὐχετάασθαι (δεν
είναι καλόν πέραν της δύναμης του να καυχάται κανείς).(Όμηρος)
434. Οὐδεὶς ἀνὴρ εὔψυχος ἀξιοῖ λάθρα κτεῖναι
τὸν ἐχθρόν (κανείς γενναίος άνθρωπος δεν θεωρεί άξιο κρυφά να σκοτώσει τον εχθρόν), ἀλλ ἰὼν κατὰ στόμα (αλλά βαδίζων κατά πρόσωπο-φανερά).(Ευριπίδης)
435. Ἁπλοῦς ἐπ ἐχθροῖς μῦθος ὁπλίζειν χέρα
(εναντίον των εχθρών ένας λόγος υπάρχει, να οπλίζει δηλαδή κανείς το χέρι του).(Ευριπίδης)
436. Λόγον παρ ἐχθροῦ μήποθ ἡγήσῃ φίλον
(λόγον προερχόμενον από τον εχθρό μην τον θεωρήσεις ποτέ φιλικό).(Μένανδρος)
437. Ἐχθροῦ πάρ ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον
(από άνθρωπον εχθρό τίποτε χρήσιμο δεν προέρχεται).(Μένανδρος)
438. Ζεὺς ἔτι που τὰ ἕκαστ ἐπιδέρκεται (ο Ζεύς
ακόμη όλα τα επιβλέπει).(Απολλώνιος ο Ρόδιος)
439. Ζεύς ἐστιν αἰθήρ, Ζεὺς δὲ γῆ, Ζεὺς δ
οὐρανός, Ζεύς τοι τὰ πάντα χῶτι τῶνδ ὑπέρτερον (ο Ζεύς είναι ο αιθήρ, ο Ζεύς δε η γή, ο Ζεύς δε ο ουρανός ̇ ο Ζεύς βεβαίως είναι τα πάντα και ότι=χώτι- τούτων υπάρχει ανώτερο).(Αισχύλος)
440. Ζῆλος τῶν ἐσθλῶν ἀγαθός, φαύλων δ
αίδηλος (ο ζήλος των καλών είναι αγαθός, των δε
φαύλων καταστρεπτικός).(Φωκυλίδης) αίδηλος = ἀΐδηλος ;
441. Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον (ο
ζήλος της γυναίκας πυρπολεί όλο το σπίτι).(Μένανδρος)
442. Φρονοῦντος ἐστι ζημίαν πράως φέρειν (του
φρονίμου ίδιον είναι τη ζημία πράως να φέρει).(Μένανδρος)
443. Ἢ θανεῖν ἢ ζῆν (ή να αποθάνει κανείς ή να ζεί)· ὁ μῦθος οὐ μακρὸς μακρῶν πέρι (σύντομος ο λόγος για μεγάλα πράγματα).(Ευριπίδης)
444. Οὐκ οὖν τὸ μὴ ζῆν κρεῖττον ἐστ ἢ ζῆν
κακῶς (λοιπόν το να μη ζεί κανείς είναι προτιμότερο παρά να ζεί κακώς);(Ευριπίδης)
445. Θνητῶν δ ὅσοι ζῶσιν κακῶς ἔχοντες
ἄφθονον βίον (περιουσία) εγώ μέν αυτούς αθλίους είναι λέγω.(Φιλέταιρος)
446. Ζήσεις βίον κράτιστον ἂν θυμοῦ κρατεῖς (θα
ζήσεις βίον άριστο, αν το θυμό σου συγκρατείς) .(Μένανδρος)
447. Ἑκὼν γὰρ οὐδεὶς δουλίῳ χρῆται ζυγῷ (με τη
θέληση του κανένας δεν μεταχειρίζεται-δεν υποφέρει-το δουλικό ζυγό).(Αισχύλος)
448. Τὸν ἡβῶντ οὐ ῥᾴδιον εἴργειν (τον νέο δεν
εύκολο να συγκρατεί κανείς).(Ευριπίδης)
449. Μηδέποτε δοῦλον ἡδονῆς σαυτόν ποίει (ποτέ δούλο της ηδονής μην τον εαυτό σου κάμνεις)· λάγνης
γυναικός ἐστιν οὐκ ἀνδρὸς τόδε (αυτό είναι ίδιον ακόλαστης γυναίκας, όχι του άνδρα).(Αναξανδρίδης)
450. Φεῦγ ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην
(απόφευγε ηδονήν που φέρει κατόπιν βλάβη).(Αλέξις)
451. Ἄμαχον δέ κρῦψαι τό συγγενὲς ἦθος (είναι
αμήχανον-δύσκολο-αδύνατο-να κρύψει κανείς το έμφυτο του ήθος).(Πίνδαρος)
452. Ἤθη τὰ πάντων ἐν χρόνῳ πειράζεται (οι
χαρακτήρες των πάντων με τον καιρό δοκιμάζονται).(Μένανδρος)
453. Φθείρουσιν ἤθη χρήσθ ὁμιλίαι κακαί
(καταστρέφουν ήθη χρηστά συναναστροφές κακές).(Μένανδρος)
454. Ἀλέασθαι ἀμείνονας ἠπεροπεύειν (να
αποφεύγεις τους καλυτέρους σου να εξαπατάς).(Όμηρος)
455. Πολλάκι λήθει τοῖχον ὑποτρώγων ἡσύχιος
ποταμός (πολλάκις κρυφά υποσκάπτων γκρεμίζει τοίχον ποταμός που ήσυχα ρέει).(Καλλίμαχος)
456. Οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά, οὐδ`
ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω, ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὑπὲρ ὁσίων καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν· τὴν Πατρίδα δὲ οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείω ὅσης ἂν παραδέξωμαι· καὶ εὐηκοήσω τῶν ἀεί κρινόντων ἐμφρόνως , καὶ τοῖς θεσμοῖς τοῖς ἱδρυμένοις πείσομαι καὶ οὕς τινας ἂν ἄλλους τὸ πλῆθος ἱδρύσηται ὁμοφρόνως· καὶ ἄν τις ἀναιρῇ τοὺς θεσμοὺς ἢ μὴ
πείθηται, οὐκ ἐπιτρέψω, ἀμυνῶ δὲ καὶ μόνος καὶ μετὰ πάντων· καὶ ἱερὰ τὰ πάτρια τιμήσω . Ἵστορες θεοὶ τούτων.(Ὄρκος Ἀθηναίων ἐφήβων)
457. Οταν μια δημοκρατούμενη πόλη με άσβεστη τη
δίψα της ελευθερίας τύχει να ’χει κακούς οινοχόους άρχοντες και μεθύσει, γιατί της παρέχουν την ελευθερία περισσότερο άκρατη απ’ ό,τι πρέπει, τότε τους άρχοντες, αν δεν της παραχωρούν όλο και περισσότερη ελευθερία, τους τιμωρεί κατηγορώντας τους ως ολιγαρχικούς (…) Σε μια τέτοια πολιτεία ο δάσκαλος φοβάται τους μαθητές του και τους χαϊδεύει, οι μαθητές δεν λογαριάζουν τους δασκάλους και γενικά οι μεν νέοι θέλουν να φαίνονται το ίδιο με τους γεροντότερους (…) οι δε γέροι προσπαθούν να μιμηθούν τους νέους για να μη φανούν πως είναι αποκρουστικοί και δεσποτικοί (…) Αυτή λοιπόν είναι η αρχή από την οποία κατά τη γνώμη μου ξεφυτρώνει η τυραννία (…) Και πραγματικά η υπερβολή συνήθως φέρνει μετάπτωση στο όλως διόλου αντίθετο· γιατί η αχαλίνωτη ελευθερία φαίνεται πως δεν οδηγεί σε τίποτα άλλο παρά στη δουλεία για το άτομο και για την πόλη”. Σωκράτης. Όγδοο βιβλίο της Πολιτείας ο Πλάτωνας
(Μετ. Αδ. Διαμαντόπουλου, Πάπυρος, 1939, σ. 577-581) 458. « Το πιο απίστευτο είναι πως εκλέγετε ηγέτες σας, όχι όσους έχουν την ίδια γνώμη με κείνους που μεγάλωσαν την πατρίδα, αλλά όσους σε λόγια και σε έργα μοιάζουν με τους καταστροφείς της.»
Ισοκράτης
459. “Καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει”, που αποδίδεται “για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων”.
460. << Τίποτε δεν μπορεί να γίνει αν δεν υπάρχει πίστη.
Πίστη με την πλατύτερη έννοια….
Ακλόνητη παποίθηση στον Αγώνα. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της ζωής…>> Νίκος Καζαντζάκης
461. A nation can survive its fools, and even the
ambitious. But it cannot survive treason from within.
An enemy at the gates is less formidable, for he is known and carries his banner openly. Bu the traitor moves among those within the gates freely, his sly whispers rustling through all the alleys, heard in the very halls of government itself. For the traitor appeals not a traitor; he speaks in accents familiar to his victims, and he wears their face and their garments, and he appeals to the baseness that lies deep in the hearts of all men. He rots the soul of a nation, he works secretly and unknown in the night to undermine the pillars of the city; he infects the body politic so that it can no longer resist. A murderer is less to be feared. Marcus Tullius Cicero, 43BC
Ένα έθνος μπορεί να επιζήσει των ανοησιών του, ακόμα και των φιλοδοξιών του. Όμως δεν μπορεί να επιζήσει της εσωτερικής εθνικής προδοσίας. Ένας εχθρός προ των πυλών είναι λιγότερο φοβερός, γιατί είναι γνωστός και ανεμίζει τη σημαία του. Ο προδότης όμως μετακινείται ελεύθερα μεταξύ όλων που βρίσκονται πίσω από τις πύλες, ψίθυρίζοντας τις ύπουλες διαδόσεις του σε όλα τα σοκάκια, για να φτάσουν μέχρι και στους υψηλούς προθαλάμους της ίδιας της κυβέρνησης.
Γιατί ο προδότης δεν μοιάζει με προδότη. Μιλάει με προφορά ίδια με τα θύματα του, μοιάζει μαζί τους στο πρόσωπο και στις φορεσιές, και απευθύνεται στην ποταπότητα που κρύβεται βαθειά στις καρδιές όλων των ανθρώπων. Καταστρέφει τη ψυχή του έθνους, εργάζεται μυστικά άγνωστος στο σκοτάδι για να υπονομεύσει τους στύλους της πόλης. Μολύνει το σώμα της πολιτικής ώστε να μην αντιστέκεται πλέον. Λιγότερο πρέπει να φοβούμαστε ένα δολοφόνο. Marcus Tullius Cicero, 43BC
462. Η άποψη του Σωκράτη για τις σχέσεις δασκάλου-μαθητή Στο όγδοο βιβλίο της Πολιτείας ο Πλάτωνας παραθέτει την άποψη του Σωκράτη για την υπερβολική “ελευθερία” στην Παιδεία και τις συνέπειές της: “Σωκράτης: Οταν μια δημοκρατούμενη πόλη με άσβεστη τη δίψα της ελευθερίας τύχει να ’χει κακούς οινοχόους άρχοντες και μεθύσει, γιατί της παρέχουν την ελευθερία περισσότερο άκρατη απ’ ό,τι πρέπει, τότε τους άρχοντες, αν δεν της παραχωρούν όλο και περισσότερη ελευθερία, τους τιμωρεί κατηγορώντας τους ως ολιγαρχικούς (…) σε μια τέτοια πολιτεία ο δάσκαλος φοβάται τους μαθητές του και τους χαϊδεύει, οι μαθητές δεν λογαριάζουν τους δασκάλους και γενικά οι μεν νέοι θέλουν να φαίνονται το ίδιο με τους γεροντότερους (…) οι δε γέροι προσπαθούν να μιμηθούν τους νέους για να μη φανούν πως είναι αποκρουστικοί και δεσποτικοί (…) Αυτή λοιπόν είναι η αρχή από την οποία κατά τη γνώμη μου ξεφυτρώνει η τυραννία (…) Και πραγματικά η υπερβολή συνήθως φέρνει μετάπτωση στο όλως διόλου αντίθετο· γιατί η αχαλίνωτη ελευθερία φαίνεται πως δεν οδηγεί σε τίποτα άλλο παρά στη δουλεία για το άτομο και για την πόλη”. (Μετ. Αδ. Διαμαντόπουλου, Πάπυρος, 1939, σ. 577-581)
463.Ου δη πάτριον εστί ηγείσθαι τους επήλυδας των αυτοχθόνων, ουδέ τους ευ παθόντας των ευ ποιησάντων, ουδέ τους ικέτας γενομένους των υποδεξαμένων.
Δεν είναι πατροπαράδοτη αρχή μας, να εξουσιάζουν οι αλλοδαποί τους εντόπιους, ούτε οι ευεγετηθέντες τους ευεργετήσαντας, ούτε αυτοί που έφθασαν εδώ ως ικέτες τους ανθρώπου που τους εδέχθηκαν.
“Πανηγυρικός” του Ισοκράτη
Δημοσθένης, Προοίμια Δημηγοριών Στ ́
«Κἀκεῖνο δ’ ὑπολαμβάνω σωφρόνων ἀνθρώπων ἔργον εἶναι, ἴσην πρόνοιαν τῶν αὐτοῖς οἰκείων ὅσην περ τῶν ἀλλοτρίων ποιεῖσθαι, ἵνα μὴ φιλάνθρωποι μόνον ἀλλὰ καὶ νοῦν ἔχοντες φαίνησθε».
[«Και νομίζω πως είναι έργο σωφρόνων ανθρώπων να επιδεικνύουν ίση μέριμνα για τα δικά τους, για τα του οίκου τους, όση επιδεικνύουν υπέρ των ξένων, ώστε να μη φαίνονται ότι είναι μόνον φιλάνθρωποι αλλά ότι έχουν και νου».]

loading...