Από τη συνθήκη των Σεβρών (1919) μέχρι το τέλος του μεσοπολέμου

Τελικά, οι ελληνικές διεκδικήσεις επισφραγίζονται με τη συνθήκη των Σεβρών τον Ιούλιο του 1920. Επρόκειτο για την κορυφαία στιγμή της βενιζελικής πολιτικής. Η Ελλάδα φαντάζει ισχυρή και πλησιάζει την εκπλήρωση των ονείρων της. Αλλά, οι εκλογές του Νοεμβρίου τού 1920 επιφυλάσσουν μία δυσάρεστη[7] έκπληξη για τον Κρητικό πολιτικό. Η ήττα του κόμματός του, των Φιλελευθέρων, τον αναγκάζει να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να παρακολουθεί πλέον τις εξελίξεις από το Παρίσι όπου καταλύει.

Δυστυχώς, μία σειρά λανθασμένων χειρισμών των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων, που απεδείχθησαν κυριολεκτικά καταστροφικές για τη χώρα, έφεραν την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και συνακόλουθα τη Μικρασιατική καταστροφή.

Συνοψίζοντας αυτές έχουμε:

1. Τη μη τήρηση της υποσχέσεως, το λεγόμενο και «Οίκαδε»,  την επιστροφή δηλαδή στα Πάτρια για τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς. Αντ’ αυτού βλέπουμε τη συνέχιση του πολέμου στα βάθη της Μικράς Ασίας, που έφερε το στράτευμα στα όριά του.

2. Την επαναφορά με δημοψήφισμα του Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν αντιπαθής στους συμμάχους, ιδίως στους Γάλλους, στους οποίους έδωσε την αφορμή να απεμπλακούν από τη μικρασιατική εκστρατεία με το να σταματήσουν την υλικοτεχνική βοήθεια προς την Ελλάδα.

3. Την αποστράτευση ικανών αξιωματικών, μόνο και μόνο επειδή ήταν βενιζελικοί, που είχε επίδραση στο αξιόμαχο του στρατού.

4. Την άρνηση συμβιβαστικής λύσης τον Μάρτιο του 1921, όταν είχε ακόμη η Ελλάδα το πάνω χέρι.

Τα παραπάνω συνδυάστηκαν με:

1. Τη συμφωνία Γάλλων και Ιταλών με τον Κεμάλ που προέβλεπε την παραχώρηση της Κιλικίας και της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας.

2. Την συμφωνία Κεμαλικών και Μπολσεβίκων και τη συνακόλουθη υλικοτεχνική βοήθεια στα στρατεύματα του Κεμάλ από τους Σοβιετικούς.

3. Την απροθυμία των Άγγλων να συνδράμουν την Ελλάδα, αν και ήταν οι λιγότερο εχθρικοί.

Η ήττα της Ελλάδος από την Τουρκία του Κεμάλ την οδήγησε στο να απολέσει το όποιο κύρος είχε αποκτήσει την περίοδο της διακυβερνήσεως του Βενιζέλου. Οι διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη ήταν σκληρές, αλλά η παρουσία του Βενιζέλου απέτρεψε τα χειρότερα. Η υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης το 1923 όρισε τα ελληνικά σύνορα στο ύψος των σημερινών, εκτός των Δωδεκανήσων που παρέμειναν στους Ιταλούς. Το σημαντικό ήταν ότι κατοχύρωνε τη Δυτική Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα. Επιπρόσθετα, καθόριζε την ανταλλαγή πληθυσμών[8] με βάση το θρήσκευμα. Έκτοτε η Ελλάδα ομογενοποιήθηκε πληθυσμιακά.

Τα χρόνια που ακολουθούν μέχρι το 1935 χαρακτηρίζονται από τη διεθνή πτώση της θέσης της Ελλάδος και τη διεθνή απομόνωση. Είναι χαρακτηριστικά κάποια γεγονότα που προδίδουν την αδυναμία των τότε ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά και τη διεθνή ανυποληψία στην οποία περιέπεσε η χώρα:

1. Το 1923 η Ιταλία, με αφορμή τη δολοφονία του Ιταλού στρατηγού Τελλίνι σε ελληνικό έδαφος απαίτησε από την Ελλάδα αποζημίωση με ταπεινωτικούς όρους. Η ελληνική άρνηση είχε ως αποτέλεσμα τον βομβαρδισμό και την κατάληψη της Κέρκυρας τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Η νεοσύστατη τότε Κ.Τ.Ε (Κοινωνία Των Εθνών) στη Γενεύη δεν καταδίκασε την Ιταλία, καθόσον η Αγγλία επιθυμούσε να μη διαταράξει τις σχέσεις της με αυτή. Η αλήθεια ήταν ότι το ενδιαφέρον της για την περιοχή, μετά το 1922, είχε ατονήσει. Το ίδιο χαμηλό ήταν και το ενδιαφέρον της Γαλλίας.

2. Το 1924 το σύμφωνο Πολίτη-Καλφώφ επέφερε την αντίδραση της τότε Γιουγκοσλαβίας επειδή αναγνώριζε τους σλαβοφώνους της Μακεδονίας ως Βουλγάρους.

3. Το 1925 η Βουλγαρία αντιδρά από την αθέτηση των συμφωνηθέντων της συνθήκης Πολίτη-Καλφώφ, εκ μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως. Αυτό, φυσικά, οφειλόταν, αφενός μεν στην προσπάθεια των ελλήνων κυβερνώντων να μην ερεθίσουν τη Γιουγκοσλαβία που είχε ενοχληθεί, αφετέρου δε στη συνειδητοποίηση του σφάλματος να αναγνωρίσουν με αυτόν τον τρόπο βουλγαρική μειονότητα στη Μακεδονία. Έτσι, με αφορμή κάποια συνοριακά επεισόδια ο τότε δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος διέταξε την εισβολήτου Γ’ σώματος στρατού στο Πετρίτσι της Βουλγαρίας. Η εισβολή αυτή αποτέλεσε αντικείμενο καταδίκης της Ελλάδος από την Κ.Τ.Ε (η οποία έκανε τα στραβά μάτια στην αντίστοιχη κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς).

Γενικότερα, οι στάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και των γειτονικών χωρών, εκείνη την εποχή, είναι από ουδέτερες έως εχθρικές. Η Αγγλία δεν αναμιγνύεται, επιθυμεί καλές σχέσεις με την Ιταλία και επιζητεί να έχει μόνον οικονομικές σχέσεις με την Ελλάδα. Η Γαλλία, έχει και αυτή απομακρυνθεί και κινείται μάλλον εχθρικά. Η Ιταλία του Μουσολίνι κινείται επίσης εχθρικά, έχοντας ορίσει την Ανατολική Μεσόγειο ως σφαίρα επιρροής της. Η Βουλγαρία εποφθαλμιά την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη. Η Γιουγκοσλαβία την κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη, ενώ υπάρχουν διαφορές με την Αλβανία που έχουν σχέση με τη Βόρειο Ήπειρο.

Η διακυβέρνηση, τώρα, του Βενιζέλου την τετραετία 1928-1932 έχει ως βασικά χαρακτηριστικά την προσπάθειά του να προσεγγίσει την Ιταλία και να αναθερμάνει το ενδιαφέρον της Αγγλίας. Ταυτόχρονα, επιθυμούσε να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Τουρκία. Για τον λόγο αυτό επισκέφθηκε την Άγκυρα το 1930 και υπέγραψε σύμφωνο με τον Κεμάλ.

Στο Βαλκανικό μέτωπο, μετά τον Βενιζέλο, είχαμε το  Βαλκανικό Σύμφωνο που υπεγράφη από Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Τουρκία και Ρουμανία στην Ακαδημία Αθηνών τον Φεβρουάριο του 1934. Το εν λόγω σύμφωνο αποτέλεσε το αποκορύφωμα από μία σειρά συμφώνων, που χαρακτήρισε την βαλκανική κατά την εποχή του μεσοπολέμου. Πρωθυπουργός ήταν τότε ο Παναγής Τσαλδάρης με υπουργό εξωτερικών τον Δημήτριο Μάξιμο. Να επισημάνουμε ότι η Βουλγαρία και η Αλβανία δεν μετείχαν σε αυτούς τους διακανονισμούς. Το σύμφωνο αποτελούσε περισσότερο επιτυχία της εξωτερικής πολιτικής της Ρουμανίας, η οποία είχε και εξακολουθεί να έχει σοβαρό πρόβλημα με την σημαντική ουγγρική μειονότητα στο έδαφός της. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να εξασφαλίσει την εγγύηση των υπολοίπων βαλκανικών κρατών σε περίπτωση επιθέσεως της Ουγγαρίας εναντίον της. Να σημειώσουμε δε ότι το σύμφωνο κατακρίθηκε από την ελληνική αντιπολίτευση, τόσο από τον Βενιζέλο, όσο και από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος δύο χρόνια αργότερα εγκαθίδρυσε την 4η Αυγούστου.

Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς ανέλαβε τη μεταβατική διακυβέρνηση της χώρας τον Μάϊο και μέχρι να εγκαθιδρύσει το καθεστώς του τον Αύγουστο του 1936, η ελληνική εξωτερική πολιτική είχε διαμορφωθεί έχοντας αρκετά σαφείς προσανατολισμούς, αλλά και πολλές εγγενείς αδυναμίες. Πρέπει δε να τονισθεί ότι υπεράνω όλων και μάλιστα χωρίς συμβάσεις, πρωτόκολλα και συμφωνίες, η Ελλάδα του Μεταξά στόχευε στην στήριξη της Αγγλίας, ακολουθώντας τις θεμελιώδεις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής της στην περιοχή μας. Είναι γνωστό ότι ο Μεταξάς, αρχικά, δηλαδή κατά τον Α’ παγκόσμιο, είχε αντιδράσει σφοδρά σε αυτές τις επιλογές, αλλά η έκβαση του πολέμου, και η καταλυτική συλλογιστική ότι το αγγλικό ναυτικό ήλεγχε την Μεσόγειο, καθώς και άλλοι παράγοντες, όπως η παρουσία του Γεωργίου του Β’ στον ελληνικό βασιλικό θρόνο και συνακόλουθα στην πολιτική ζωή, οδήγησαν τον Μεταξά σε μεταβολή στάσεως όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας.

Στα πρόθυρα λοιπόν του Β’ παγκοσμίου η ελληνική εξωτερική πολιτική λειτούργησε με τα χαρακτηριστικά ενός υποσυστήματος. Προσπαθούσε να εξασφαλίσει εγγυήσεις από την αγγλική κυβέρνηση για την περίπτωση που θα δεχόταν επίθεση από τρίτο, μη βαλκανικό κράτος. Την εποχή εκείνη η μόνη απειλή επιθέσεως προερχόταν από την Βουλγαρία, την οποία όμως η Ελλάδα μπορούσε να ελέγξει. Συγχρόνως, ο Μεταξάς, αφενός μεν επιχειρούσε ανοίγματα προς την Γερμανία, τόσο στον οικονομικό όσο και σε άλλους τομείς για να εξασφαλίσει την ευμένειά της, αφετέρου δε προσπαθούσε να διατηρήσει την Ιταλία στο επίπεδο των φιλικών σχέσεων του 1928. Όπως είχε υποδείξει ο Βενιζέλος κατά την διαμάχη για το Βαλκανικό Σύμφωνο, ο Μεταξάς έκανε δήλωση τον Μάϊο του 1936 ότι η Ελλάδα δεν θα επενέβαινε σε περίπτωση πολέμου μεταξύ τρίτου κράτους και ενός εκ των άλλων συμβαλλομένων στο Βαλκανικό Σύμφωνο.

Δημήτρης Ρωμανός




https://nobile.gr/

loading...