Η μάχη της Αντιόχειας του Μαιάνδρου (1211) – Η νίκη-εκδίκηση των Βυζαντινών επί των Σελτζούκων για τις ήττες στο Μαντζικέρτ και το Μυριοκέφαλο

Ο κορυφαίος βυζαντινολόγος, πανεπιστημιακός κύριος Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης στο βιβλίο «Ο ΥΣΤΕΡΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ (11ΟΣ-16ΟΣ ΑΙΩΝΕΣ)» που έχει γράψει με τον κύριο Νικόλαο Γ. Νικολούδη, παραθέτει πληθώρα στοιχείων για τη μάχη της Αντιόχειας μέσα από βυζαντινές πηγές. Από το βιβλίο αυτό αντλήσαμε τα στοιχεία για το σημερινό μας άρθρο.

Η κατάσταση το 1211-Οι πηγές

Τον Απρίλιο του 1204 η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Λατίνων σταυροφόρων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στον ελλαδικό χώρο αλλά και στη Μικρά Ασία σταυροφορικά κράτη. Εκτός όμως από αυτά δημιουργήθηκαν και κράτη από (πρώην)Βυζαντινούς αξιωματούχους και αριστοκράτες με απώτερο σκοπό την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την επανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έτσι ιδρύθηκαν το δεσποτάτο της Ηπείρου από τον Μιχαήλ Κομνηνό Δούκα, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας από τον Αλέξιο Κομνηνό και τον αδερφό του Δαβίδ και η αυτοκρατορία της Νίκαιας από τον Θεόδωρο Λάσκαρη.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης είχε παντρευτεί την Άννα Αγγελίνα, κόρη του Αλέξιου Γ’ Άγγελου. Ήταν ανάμεσα στους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης το 1204 και μάλιστα είχε εμποδίσει τους σταυροφόρους να καταλάβουν το τμήμα του τείχους που υπεράσπιζε, ενώ ήταν από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν την Πόλη. Μαζί με άλλους Βυζαντινούς εγκαταστάθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας όπου το 1205 ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας.
Αιτία για τη βυζαντινοσελτζουκική σύρραξη το 1211 ήταν η άφιξη του πρώην Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’ Άγγελου στα εδάφη του σουλτανάτου του «Ρουμ»/ Ικονίου και η προσπάθειά του να αναρριχηθεί ξανά στον βυζαντινό θρόνο με ενίσχυση των Σελτζούκων.

Βασικές πηγές μας για την περίοδο αυτή και τη μάχη της Αντιόχειας, είναι ο επίσημος αυλικός αξιωματούχος των Λασκαριδών της Νίκαιας Γεώργιος Ακροπολίτης με τη «Χρονική Συγγραφή» του και ο πολυμαθής λόγιος του 14ου αιώνα Νικηφόρος Γρηγοράς. Επάνω στην αφήγηση του Ακροπολίτη στηρίχθηκε ο σύγχρονός του κληρικός αξιωματούχος και χρονικογράφος Θεόδωρος Σκουταριώτης. Πολύτιμες πληροφορίες μας δίνουν επίσης το έμμετρο χρονικό του μοναχού Εφραίμ του Αινίου, ο «Βίος του Ιωάννη Βατάτζη του Ελεήμονος», γραμμένος τον 14ο αιώνα από τον επίσκοπο της Πελαγονίας (της δυτικής Μακεδονίας) Γεώργιο, το βυζαντινό ανώνυμο «Βραχύ Χρονικό» του έτους από κτίσης κόσμου ως το 6179 (1211 μ.Χ.), καθώς και έμμεσες νύξεις στα έργα των αδερφών Μιχαήλ και Νικήτα Χωνιάτη. Αξιόλογες πληροφορίες μας δίνουν και δύο μουσουλμανικές πηγές του 13ου αιώνα. Ο χρονικογράφος Ιμπν αλ-Αθίρ στην «Ολοκληρωμένη Παγκόσμια Ιστορία» και ο Πέρσης αυλικός ιστοριογράφος των Σελτζούκων του Ικονίου (Ρουμ) Ίμπν Μπίμπι στο «Βιβλίο των Σελτζούκων». Και οι δύο όμως αναφέρουν ότι η μάχη έγινε στη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας (τουρκ. Αλασεχίρ) ενώ δίνουν και ακριβή ημερομηνία της μάχης .Ο Ίμπν Μπίμπι την τοποθετεί στις 28 Μαΐου 1211, ενώ ο Ίμπν αλ-Αθίρ στις 7 Ιουνίου 1211.

Πριν τη μάχη της Αντιόχειας
Ο Γ. Ακροπολίτης αναφέρει ότι ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος αναζήτησε καταφύγιο στο Ικόνιο, στον σουλτάνο Καϊχοσρόη Α’ τον οποίο είχε φιλοξενήσει στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1197 και 1203, όταν τον ανέτρεψε ο αδελφός του Ρουκνεντίν Σουλεϊμάν Σαχ. Ο Αλέξιος πήγε στο Ικόνιο μέσω Αττάλειας για ν’ αποφύγει να περάσει από τα εδάφη της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ο σουλτάνος επεφύλαξε θερμή υποδοχή στον Αλέξιο Γ’ και έστειλε πρέσβη στον Θεόδωρο Λάσκαρη μέσω του οποίου τον ενημέρωνε για την άφιξη του πεθερού του στα εδάφη του σουλτανάτου και τον κατηγόρησε ως σφετεριστή του βυζαντινού θρόνου. Ο Λάσκαρης θορυβήθηκε και κατάλαβε ότι ο σουλτάνος έψαχνε αφορμή για να εκστρατεύσει εναντίον του. Κατά την αφήγηση του Ακροπολίτη, κάλεσε κοντά του τους αξιωματούχους του οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν ότι είναι πιστοί σ’ αυτόν μέχρι θανάτου, ενώ ταυτόχρονα τόνισαν ότι είναι εναντίον των αξιώσεων του Αλέξιου Γ’. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρεται στη συνάντηση Αλέξιου-σουλτάνου στην Αττάλεια. Ο Αλέξιος Γ’ ζήτησε από τον Καϊχοσρόη προστασία και ενίσχυση, θυμίζοντάς του τη φιλοξενία που του είχε προσφέρει, του εξιστόρησε τις ταλαιπωρίες που είχε υποστεί μετά την εκθρόνισή του (1203) και του υποσχέθηκε άφθονα πλούτη σε περίπτωση παλινόρθωσής του. Ο σουλτάνος υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήσει, σκεπτόμενος τα πολλά λάφυρα που θα αποκόμιζε από τους Βυζαντινούς και θα του χρησίμευαν στους επεκτατικούς πολέμους του. Παράλληλα έστειλε πρέσβεις στον Θεόδωρο Λάσκαρη απειλώντας τον με πόλεμο αν δεν επανερχόταν στον βυζαντινό θρόνο (αρχικά βέβαια εκτός Κωνσταντινούπολης) ο Αλέξιος Γ’. Ο Θεόδωρος αρχικά ταράχτηκε από την τουρκική απειλή, στη συνέχεια όμως αποφάσισε ν’ αντιμετωπίσει τον Καϊχοσρόη στέλνοντάς του χωρίς καμία απάντηση πίσω τους πρέσβεις του.

Αντίθετα, ο Γεώργιος Ακροπολίτης, γράφει ότι ο Θεόδωρος ξεκινώντας από τη Νίκαια, είχε μαζί του και τους απεσταλμένους του Καϊχοσρόη.

Η μάχη της Αντιόχειας του Μαιάνδρου (1211)
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Ακροπολίτη, κινούμενος γρήγορα ο Θεόδωρος Λάσκαρης με τον στρατό του έφτασε στη Φιλαδέλφεια, ενώ ο σουλτάνος έφτασε στην πόλη της Αντιόχειας που ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μαίανδρου της Φρυγίας, έχοντας μαζί του τον Αλέξιο Γ’ και με τη χρήση καταπελτών, άρχισε να πολιορκεί την πόλη. Λίγο πριν η Αντιόχεια πέσει στα χέρια των Σελτζούκων, έφτασε εκεί ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ο οποίος ήξερε ότι αν η πόλη καταλαμβανόταν από τα στρατεύματα του Καϊχοσρόη θα ήταν πολύ εύκολο μετά γι’ αυτόν να κατακτήσει εδάφη της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. «Έτσι, με το όνομα του Χριστού ως λάβαρο και ασπίδα του», όπως γράφει ο Α.Γ.Κ. Σαββίδης, διέταξε τους στρατιώτες του να εγκαταλείψουν τις σκηνές και τα βαριά τους αντικείμενα, για να κατευθυνθούν γρήγορα προς το πεδίο της μάχης. Τους διέταξε να έχουν μαζί τους μόνο τον απαραίτητο οπλισμό, την εξάρτυση για τη μάχη και λίγη τροφή. Ο Ακροπολίτης, γράφει ότι ο στρατός του Λάσκαρη έφτανε τους 2.000 άνδρες, από τους οποίους οι 800 ήταν Ιταλοί μισθοφόροι, ιδιαίτερα ικανοί πολεμιστές. Οι υπόλοιποι 1.200 ήταν «Ρωμαίοι» (Βυζαντινοί Έλληνες).

Στον αριθμό των 2.000 ανδρών, συμφωνούν οι Νικηφόρος Γρηγοράς και Θεόδωρος Σκουταριώτης, ενώ ο Γεώργιος Πελαγονίας, αναφέρει 3.000 άνδρες. Ο ίδιος κάνει λόγο για 60.000 άνδρες που αποτελούσαν τη δύναμη του σελτζουκικού στρατού, αριθμός υπερβολικός. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς κάνει λόγο για 20.000 άνδρες, που είναι πιθανότερος, ενώ ο Ακροπολίτης αναφέρεται αόριστα σε μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων.
Μόλις ο Θεόδωρος έφτασε στην Αντιόχεια, έστειλε στον Καϊχοσρόη, που επίσης είχε στρατοπεδεύσει έξω από την πόλη, τον Σελτζούκο αγγελιοφόρο, που ορκίστηκε στον σουλτάνο ότι οι Βυζαντινοί ετοιμάζουν επίθεση. Ο Γρηγοράς αναφέρει, ότι παρά την αριθμητική του υπεροχή, ο σουλτάνος δίσταζε να διατάξει επίθεση του ιππικού του εναντίον του Λάσκαρη, λόγω της στενότητας της πεδιάδας που είχαν αντιπαραταχθεί οι δύο στρατοί. Φαίνεται ότι η πολιορκία της Αντιόχειας, είχε λυθεί. Να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τον Γεώργιο Πελαγονίας, την πολιορκία της πόλης, είχαν ξεκινήσει Τουρκομάνοι («μπροστάρηδες» σε όλες σχεδόν τις τουρκικές επιθέσεις εναντίον των Βυζαντινών), που λεηλάτησαν την ύπαιθρο της Φρυγίας, πριν αποκρουστούν από τον γενναίο στρατηγό της Λυδίας Κωνσταντίνο (Βατάτζη;).

Την επίθεση ξεκίνησαν οι 800 Ιταλοί μισθοφόροι. Πολεμώντας γενναία, σχημάτισαν πυκνή φάλαγγα και εφόρμησαν στο κεντρικό τμήμα του εχθρού, φτάνοντας ως τα μετόπισθεν των Τούρκων. Στη συνέχεια, επανήλθαν στις προηγούμενες θέσεις τους και προξένησαν εκ νέου μεγάλες απώλειες στους Σελτζούκους. Παράλληλα και οι υπόλοιποι άνδρες του Λάσκαρη όρμησαν με αποφασιστικότητα εναντίον των εχθρών. Οι Τούρκοι, που αιφνιδιάστηκαν αρχικά, πέρασαν στην αντεπίθεση και εξόντωσαν τους γενναίους Ιταλούς και πολλούς Βυζαντινούς. Τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα για τον Θεόδωρο που αναγκάστηκε να διατάξει υποχώρηση. Ο Καϊχοσρόης, εγκατέλειψε κάθε άλλη προσπάθεια και αναζητούσε τον Λάσκαρη. Κάποια στιγμή τον εντόπισε και όρμησε εναντίον του, έχοντας εμπιστοσύνη στη σωματική του υπεροχή και τη γενναιότητά του. Αφού πλησίασε τον Θεόδωρο, τον χτύπησε δυνατά με το ρόπαλό στην περικεφαλαία. Ο Λάσκαρης, έπεσε από το άλογό του και έχοντας χάσει σχεδόν τις αισθήσεις του βρέθηκε σ’ ένα χαντάκι γεμάτο λάσπη.
Ωστόσο, συνήλθε πολύ γρήγορα και, αγέρωχος, ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τον σουλτάνο. Η ταχύτατη αυτή αντίδραση, αποδίδεται από τους Βυζαντινούς συγγραφείς στη θαυματουργή παρέμβαση της θείας Πρόνοιας.
Ο Λάσκαρης, χτύπησε με το σπαθί του τα πόδια του αλόγου του σουλτάνου, ο οποίος έπεσε στο έδαφος. Πριν προλάβει να σηκωθεί, ο Θεόδωρος του έκοψε το κεφάλι, το κάρφωσε στη μύτη ενός ακοντίου και άρχισε να το επιδεικνύει ανεμίζοντάς το στους μουδιασμένους και άφωνους Σελτζούκους.

Άλλοι, συγγραφείς, αναφέρουν ότι έγινε μονομαχία μεταξύ των δύο ηγεμόνων που μάλλον είχε συμφωνηθεί νωρίτερα.
Σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή, ο Λάσκαρης χτύπησε το άλογο του Σελτζούκου, ο οποίος έπεσε στο έδαφος. Κάποιοι γράφουν ότι τον Καϊχοσρόη αποκεφάλισε ο αυτοκράτορας, ενώ άλλοι, ένας από τους ακόλουθούς του. Το κεφάλι του Σελτζούκου καρφώθηκε σε ένα ακόντιο, προκαλώντας ντελίριο ενθουσιασμού στους Βυζαντινούς που επιτέθηκαν στους εχθρούς και αφού τους καταδίωξαν, λεηλάτησαν το στρατόπεδό τους.

Η ειρήνη μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων
Η μεγάλη νίκη των Βυζαντινών, οφείλεται κυρίως στο ότι οι Σελτζούκοι, απογοητεύτηκαν μετά τον θάνατο του ηγέτη τους και τράπηκαν άτακτα σε φυγή. Ο Θεόδωρος εισήλθε τροπαιούχος στην Αντιόχεια, όπου έγιναν επινίκιες εκδηλώσεις και τελέστηκαν λιτανείες. Οι Σελτζούκοι, έστειλαν πρεσβεία στον Λάσκαρη ζητώντας ειρήνη, την οποία δέχτηκε ο Θεόδωρος με τους δικούς του όρους. Επρόκειτο ουσιαστικά για ανακωχή. Η ειρήνη υπογράφτηκε στις 14 Ιουνίου 1211, ανάμεσα στον Λάσκαρη και τον Καϊκαούση, γιο και διάδοχο του Καϊχοσρόη.

Τα επινίκια του βυζαντινού θριάμβου – Η αποθέωση του Λάσκαρη
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους του Λάσκαρη, ήταν και ο πεθερός του Αλέξιος Γ’. Ο μεν Γεώργιος Ακροπολίτης γράφει ότι ο Θεόδωρος έκλεισε τον πεθερό του στη μονή του Υακίνθου, όπου αυτός έζησε την υπόλοιπη ζωή του, ενώ ο Θεόδωρος Σκουταριώτης, ότι ο Αλέξιος Γ’ δικάστηκε και καταδικάστηκε σε τύφλωση.

Ο αντίκτυπος της νίκης των Βυζαντινών επί των Σελτζούκων ήταν πολύ μεγάλος. Στο «Βραχύ Χρονικό», οι άθεοι «Ισμαηλίτες», συγκρίνονται με τους Σοδομίτες, ενώ ο Θεόδωρος Λάσκαρης με τον Μωυσή και τον Ιησού του Ναυή. Ο Νικήτας Χωνιάτης, συγκρίνει τον Θεόδωρο με τον Μέγα Αλέξανδρο ενώ τον Καϊχοσρόη με τον Ξέρξη.

Ο Μιχαήλ Χωνιάτης, συγκρίνει τον Θεόδωρο με τον Ηράκλειο και τον Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο, ενώ η νίκη στην Αντιόχεια παρουσιάζεται σαν εκδίκηση των Βυζαντινών για την ήττα στο Μυριοκέφαλο. Επίσης, προβλέπει ότι ο Λάσκαρης θα ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη, κάτι που έγινε βέβαια 50 χρόνια αργότερα (1261), από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο και τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο. «Εθνικός σωτήρας» του μεσαιωνικού ελληνισμού χαρακτηρίστηκε ο Λάσκαρης, η νίκη του οποίου αποδόθηκε σε όλες σχεδόν τις πηγές και στη Θεία Πρόνοια.
Η σημασία της νίκης των Βυζαντινών στην Αντιόχεια

Εκτός όμως από όλα τα άλλα, η νίκη των Βυζαντινών στην Αντιόχεια, ενίσχυσε και σταθεροποίησε τα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, τα ασιατικά σύνορα της οποίας ξεκινούσαν από την περιοχή ανάμεσα στην Αμάστριδα και την Κρώμνα στον Πόντο και έφταναν, σε νοτιοδυτική κατεύθυνση στον κόλπο της Μάκρης, στο νοτιοδυτικό άκρο της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Ρόδο. Παράλληλα, ο Λάσκαρης με τη, μάλλον αναπάντεχη νίκη του, επανέφερε σε βυζαντινή κυριαρχία τη Μυσία και τη Λυδία και μεγάλο μέρος των επαρχιών της Φρυγίας και της Καρίας (δηλαδή της περιοχής που παλαιότερα αποτελούσε το βυζαντινό θέμα των Θρακησίων στα μικρασιατικά παράλια).

Πηγή: Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης, «Η βυζαντινοσελτζουνική σύγκρουση στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου» (121), στο βιβλίο Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης-Νικόλαος Γ. Νικολούδης «Ο ΥΣΤΕΡΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, (11ος-16ος ΑΙΩΝΕΣ)», εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ, 2007.
Ευχαριστούμε θερμά τον κορυφαίο βυζαντινολόγο κύριο Αλέξιο Γ.Κ. Σαββίδη και καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου για την πολύτιμη βοήθειά του.

loading...