Ο ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙ  

Ὤ ρέ Ἕλληνες τί φασιστικιά, τί καπιταλιστικιά καί ὀπισθοδρομικιά εἶναι αὐτή ἡ δεξιά, πού σέ διαπαιδαγωγοῦσεν εἰς τήν Τρίτην Δημοτικοῦ τό ἔτος 1955 νά ἀγαπᾷς τήν φύσιν, νά πηγαίνης ἐκδρομάς μέ τό σχολεῖον σου, νά παίζῃς μέ τά ἄλλα παιδιά, νά ἀπαγγέλης ποιήματα καί νά ἅδῃς τραγούδια τῆς πρωτομαγιάς καί νά φτιάνῃς στεφάνια. Καί τό κυριότερον καί περισσότερον φασιστικόν νά γράφῃς εἰς τήν γλῶσσαν τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ Μέγα Ἀλέξανδρου, αὐτῶν τῶν καπιταλιστῶν

Ἐνῶ ἐάν τόν πόλεμον τόν εἶχον κερδίσει οἱ προοδευτικοί, οἱ ἀριστεροί θά μάθαινες προοδευτικά πράματα, θά μάθαινες ὅτι σημαία σου εἶναι τό σφυρί καί τό δρεπάνι καί ὄχι ἡ γαλανόλευκος τῶν Ἡρώων τοῦ 1821, θά μάθαινες πῶς νά κάνης παιδομάζωμα, θά μάθαινες ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι τό ὄπιο τοῦ λαοῦ, θά μάθαινες πῶς νά καῖς Ἐκκλησίες καί οἰκίας πῶς νά σκοτώνης τούς κακούς δεξιούς, φασίστες, πῶς νά κάνης πλιάτσικο. Θά μάθαινες πῶς ἡ μαμά σου δέν εἶναι μαμά σου, ἀλλά μαμά σου εἶναι ἠ ΕΣΣΔ(Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών), καί ὁ μπαμπά σου δέν εἶναι ὁ μπαμπά σου, ἀλλά ὁ καλός πατερούλης ὁ Στάλιν πού ἔσφαξεν 18.000.000 κακούς ἀνθρώπους για τό καλό τοῦ Σοσιαλισμοῦ καί τοῦ Κομουνισμοῦ. Ἐμεῖς οἱ προοδευτικοί παρ’ ὅτι δέν κερδίσαμεν τό πόλεμον, παρά ταῦτα κατορθώσαμεν νά κλαδέψαμεν τό Ν ἀπό τήν γλῶσσαν τοῦ φασίστα τοῦ Σωκράτη καί τώρα δέν λέτε ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ, ἀλλά λέτε ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ, δέν λέτε ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΝ ἀλλά ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ. Καί δέν κάναμεν μόνον αὐτό εἰς τήν γλῶσσαν σας, ἡ ὁποία εἶχεν: δύο πνεύματα τήν ψιλήν καί τήν δασεῖαν, καί εἶχεν τρεῖς τόνους τήν ὀξείαν τήν βαρεῖαν καί τήν περισπωμένην, εἶχεν καί πέντε πτώσεις, καί τρεῖς κλίσεις, εἶχεν τά ρήματα, ὁμαλά καί ἀνώμαλα. Αὐτά ἐμεῖς οἱ προοδευτικοί τά κουρέψαμεν καί τά κλαδέψαμεν

Σεβαστοί καί ἀξιότιμοι Ἕλληνες, λέγουσιν ὄτι τά θαύματα τοῦ κόσμου εἶναι ἑπτά καί εἶναι τά ἑξῆς: 1) Ὁ κολοσσός τῆς Ρόδου 2) Ὁ φάρος τῆς Ἀλεξανδρείας 3) Τό ἄγαλμα τοῦ Διός εἰς Ὀλυμπίαν 4) Ὁ ναός τῆς Ἀρτέμιδος εἰς Ἔφεσον 5) Τό Μαυσολεῖον τῆς Ἀλικαρνασσοῦ 6) Ἡ πυραμίς τοῦ Χέοπος 7) Οἱ κρεμαστοί κῆποι τῆς Βαβυλῶνος. Ἀλλά τό θαῦμα τῶν θαυμάτων εἶναι ἕνα καί μοναδικόν, ἡ Ἑλληνική γλῶσσα.

Ἄπαντες σήμερον λέγουσιν ὅτι εἴμεθα εἰς παρακμήν. Μήπως ἕνα αἴτιον εἶναι ὅτι ἐγκαταλείψαμεν τήν γλῶσσαν τῶν σοφῶν προγόνων μας; Ὅλοι ἀναγνωρίζομεν ὅτι αἱ παλαιαί κινηματογραφικαί ταινίαι ἔχουσιν ποιότητα, εἶναι πνευματώδεις, τάς βλέπομεν καί τάς ξαναβλέπομεν. Μήπως τοῦτο ὀφείλεται, ὅτι τότε εἰς τό σχολεῖον τά παιδιά μάθαιναν γράμματα. Θά πρέπη νά ὀμολογήσωμεν ὅμως ὅτι ἡ γλῶσσα τῶν προγόνων μας εἶναι δύσκολος. Ἀλλά μήπως αὐτό σοῦ ἀκονίζει περισσότερον τό μυαλό, μήπως σέ κάμει περισσότερον ὀξυδερκήν καί πεπνυμένον. Καί ἐπειδή τά <ἀγαθά κόποις κτῶνται>, ἡ γνῶσις εἶναι ἕνα πολίτιμον ἀγαθόν, τό ὁποῖον ἱκανοποιεῖ καί ἐμᾶς τούς ἰδίους, ἀλλά ἔχει καί τήν θετικήν του εὐεργεσίαν πρός τό κοινωνικόν σύνολον. Ἡ δέ γνῶσις δέν ἀποκτᾶται μέ τήν χαλαρότητα τῆς εὐκολίας ἀλλά μέ τήν ἀρετήν τοῦ κόπου καί τῆς ἐπιμελείας. Μήπως σβήσαμεν τό φῶς καί εἰσήλθομεν εἰς τό σκότος τῆς ἀγνωσίας;


Ἔτος 1955. ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ τῆς Γ΄ Τάξεως ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

loading...