ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ – ΒΟΗΘΑ ΠΑΝΑΓΙΑ, ΑΥΤΑ ΦΕΤΟΣ ΠΑΝΕ ΜΑΖΙ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ.

ΣΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΧΡΟΝΟ

Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας

– Πρώτα θα σου πω « ο ΘΕΟΣ βοηθός» και μετά Καλή Χρονιά . Τα ψέματα τελείωσαν, τώρα κλείνουν λογαριασμοί πολλών περασμένων
ετών.
Αυτά τα γιορτινά συναπαντήματα έχουν το δικό τους ανεξίτηλο χρώμα.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς επισκέφτηκα έναν ενενηντακοντούτη και βάλε παλαιό ναυτικό και αντί για κάλαντα άκουσα « κάλαντα» από αυτόν.
– Καλή Χρονιά Θείε
– Τι καλή χρονιά παιδί μου , κάθε χρόνο το λέμε και οι χρονιές γίνονται χειρότερες και ξέρεις γιατί ;

– Γιατί έλειψε η ανθρωπιά και περισσεύει η υποκρισία.

– Άσε για την απανθρωπιά, αυτή πρωταγωνιστεί και έγινε μόδα και τέχνη.

– Πρωί – πρωί άνοιξα την τηλεόραση που έγινε αναγκαίο κακό για τους μοναχικούς ηλικιωμένους.. και τι να ακούσω;

– Συνέλαβαν ομήρους πέντε Έλληνες ναυτικούς κάπου στο Καμερούν και αναρωτήθηκα.

– Δεν τους φτάνει που συνέλαβαν την Ελλάδα όμηρο , τώρα συλλαμβάνουν ένα – ένα Έλληνα χωριστά.
– Εδώ ήρθαν και χώνεψαν όλες οι φυλές της γης και καλοπερνούν και για ευχαριστώ ζούμε όλα αυτά.

– Δάκρυσα με την ανθρώπινη τραγωδία των συναδέλφων μου και των οικογενειών τους χρονιάρες μέρες και αναθυμήθηκα χρόνια δίσεκτα που περάσαμε και εμείς , λες και είναι η μοίρα μας να σταυρωνόμαστε και να συνερχόμαστε.

– Αλλά σου τα λέω όλα αυτά για να δεις πόσο διαφέρει η Ελληνική ψυχή με τα κακά και τα στραβά της σε σχέση με άλλους άγριους.

– Τελευταία μέρα Δεκεμβρίου 1943 ο μανιασμένος χιονιάς έξω από το Κάβο ντόρο μας ανάγκασε να δέσουμε στο λιμάνι της Καρύστου.

– Εκεί βρήκαμε καταφύγιο για να σωθούμε από την χιονοκαταιγίδα μεσοπέλαγα.

– Όλο το βράδυ χιόνιζε , ξημέρωνε Πρωτοχρονιά του 1944 και εμείς γενήκαμε ανθρώπινες παγοκολόνες στο αμπάρι του καϊκιού.

– Το πρωί με το ξημέρωμα πήγαμε να βγούμε στο κατάστρωμα αλλά η πόρτα της καταπακτής φράκαρε από το παγωμένο χιόνι. Ήταν ακατόρθωτο να την ανοίξουμε.

– Από το μικρό φινιστρίνι είδαμε στην προκυμαία μια γερμανική περίπολο που κάπνιζε αμέριμνα.

– Σπάσαμε το τζάμι και αρχίσαμε να τους φωνάζουμε με όση δύναμη είχαμε.

– Μας είδαν και ήταν ξεκαρδισμένοι στα γέλια.

– Πιστέψαμε ότι θα ερχόταν να μας βοηθήσουν.

– Αντίθετα αυτοί έσβησαν τα τσιγάρα τους πατώντας τα με τις μαύρες μπότες τους και κάνοντας μια άσεμνη χειρονομία απομακρύνθηκαν , μέχρι που εξαφανίστηκαν.

– Είμασταν πλέον όμηροι του χιονιού.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΟΙΜΟΣ-ΑΘΗΝΑ

loading...