Οι αφανείς. Το μεγαλείον του Ηρωισμού και ο Νεοελληνισμός

“Χείριστος εχθρός της φυλής, ο νεοελληνισμός”

 Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη
Μουσικοσυνθέτης μέλος της Performing Society του Λονδίνου, Λογοτέχνης
και Δημοσιογράφος

 Άφησα τον χρόνο να περάσει.
Τον χρόνο έπειτα απο τα αίσχη των τελευταίων παρελάσεων επί τη
ευκαιρία των εορτασμών της εθνικής επετείου. Και τον άφησα να περάσει,
διότι ήθελα να καταλαγιάσει εντός μου το μέγεθος της ασέβειας, το
εύρος της ανίερης στάσης, της ύβρεως κατά την αρχαιοελληνική άποψη
περί της θυσίας των βωμών και των εστιών όπου συντελείται εδώ και
χρόνια περί των συγκεκριμένων αυτών εκδηλώσεων τιμής και μνήμης για
την θυσία προς το όλον, προς το κοινό καλό και το σύνολο. Και μία
έκφανσις τούτης της θυσίας, εν αποτέλεσμα της, είναι και οι ήρωες των
πολέμων αυτού του αιματοβαμμένου έθνους.

Άφησα επίσης τον χρόνο να διέλθει ώστε με το παρόν συνταχθέν κείμενο,
να υποδείξω πως η τιμή και η μνήμη της θυσίας των πρότερων απο εμάς,
δεν είναι ένα προιόν με ημερομηνία λήξεως. Είναι διαχρονική στάση
απέναντι σε όσους έπραξαν το καθήκον προς τον εαυτόν των και το
σύνολόν. Τούτο το πλάτιασμα της ευθύνης απο μέσα μας και στους γύρω,
απο όσους έζησαν, σε όσους ζούν και σε όσους θα ζήσουν σε τούτα τα
χώματα, αυτή η αίσθηση η αδιόρατη της φυλής, της συνέχειας δίχως
σταματημό κατά το του Ηρακλείτου “τα πάντα ρεί και ουδέν μένει”, δεν
είναι προς χαριεντισμόν εκ τυχάρπαστων περιττωμάτων υπό την μορφήν
ανθρώπων, τα οποία ουδείς θα θυμάται απο το πρόσκαιρο πέρασμα των εκ
του βίου τούτου με ολίγον. Έναν βίο τον οποίον δεν εξετίμησαν την
αξίαν του και δεν ετίμησαν επουδενί με τας πράξεις ή και μετά της
απραξίας των.

Το φαινόμενο της απαξιώσεως της τιμής και της μνήμης δεν είναι
σημερινό. Δεν συνέβει εν μία νυκτί. Είναι μικρόβιον το οποίον
λυμαίνεται την νεοελληνικήν κοινωνίαν εδώ και δεκαετίας. Μία κοινωνία
η οποία μετεστράφει απο λαός ηρώων, είς λαό πλαδαρών Περσών. Λαό
ανυπόλυπτον, λαό άθρησκον, λαό αναξιοπρεπήν είς μεγάλον μέρος, ο
οποίος καθίσταται είς ιδανικός αυτόχειρ εδώ και πολλές δεκαετίες
έχοντας απεμπολήσει τις αξίες, τα ιδανικά και αντικαταστήσει άπαντα,
με τα δανεικά. Λαός ο οποίος εδραχμοποίησε τας αξίας των δεν νοείται
ως λαός.

“Δάσκαλοι” αναξιοπρεπώς ενδεδυμένοι, παιδιά ασύντακτα με οτι βρεθεί
ενδεδυμένα, “καθηγήτριες” αι οποίαι ομοιάζουν εξελθούσες εκ
χαμαιτυπείων της πλεόν σκοτεινής νυκτός, της νυκτός της πνευματικής
ένδειας, συμπληρώνουν τον άτακτον στρατόν της αναξιοπρέπειας όπου
εμφανίζει ως σημείον σήψεως ετούτη η κοινωνία εδώ και πάρα πολύ καιρό.

Συμμετέχουν είς τας παρελάσεις τας οποίας θεωρούν αγγαρείαν. Είς τα
μνημόσυνα. Είς τα καταθετήρια της συλλογικής μνήμης μη γνωρίζοντας
μήτε τον λόγον, μήτε την αιτίαν όπου συμβαίνουν ούται αι εκδηλώσεις,
αι “αναχρονιστικαί δυστυχώς θεωρούμενες κατά πλείστον μέρος της
νεοελληνικής κοινωνίας, παρελάσεις. Συμμετέχουν μη γνωρίζοντας τον
λόγον της δικής τους υπάρξεως καν εκεί.

Και τούτον τον στρατόν ακολουθεί κατά πόδας, ο στρατός των αναθεωρητών
της ιστορίας. Ο στρατός όλων αυτών των αποδομητών, των ασελγών της
ιστορικής μνήμης, όπου με περίσσιο θράσος ομιλούν για την θυσία των
προηγούμενων λές και επρόκειτο για έγκλημα κατά της ανθρωπότητος.
Τολμούν ίνα αρθρώσουν λόγον απαξιωτικόν είς τους πατέρες και τους
προγόνους των, οι οποίοι μάτωσαν ώστε ούτοι οι ασεβείς, οι “άχθος
αρούρης” διαβιούντες, να αναπνέουν τον αέραν και να βλέπουν το φώς
αυτού του κόσμου.

Μάλιστα. Στους πατέρες των αντιμιλούν οι “προοδευτικοί” τούτης της
κοινωνίας,  ως ο ασεβής νέος ο “επαναστάτης δίχως αιτίαν”. Ο άσωτος
υιός μιάς γέννας εκ βαθέων άρρωστης, μιάς γέννας σαπισμένης με τον
δηλητήριον του διεθνισμού, όπου μόνον άρρωστα τέκνα δύναται να φέρει
είς τον κόσμον λυμαίνοντας τον ενάντια είς τας βασικάς αρχάς της
ανθρωπίνου φύσεως ήτοι την εξ αίματος καταγωγήν, την πίστην είς Θεόν
και πατρίδαν.

Τέτοιες ημέρες θυμούμαι μιάν παλιάν ιστορίαν. Την ιστορίαν του
ανάπηρου καστανά. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα και συγκινητική ιστορία.

Κάποτε όταν ακόμα υπήρχε Ελλάς σε μεγάλες πλατείες της χώρας γίνονταν
έπαρση και υποστολή σημαίας.
Σε μια τέτοια πλατεία, σημασία δεν έχει το που, υπήρχε ένας καστανάς
που ποτέ του μα ποτέ δεν σηκώνονταν την ώρα είτε της έπαρσης είτε της
υποστολής της σημαίας.
Ένας στρατιώτης τότε εκνευρισμένος πολύ εφόσον τον παρατηρούσε επί
μέρες, ζήτησε τον λόγο απο τον γέρο αυτόν καστανά το γιατι δεν
σηκώνεται σε στάση προσοχής ώστε να τιμήσει και αυτός την σημαία.

Τότε αυτός ο γεράκος που δεν τον έπιανε το μάτι σου, έγνεψε στον
στρατιώτη να πλησιάσει κοντά. Όταν ο στρατιώτης επήγε προς το μέρος
του, εκείνος του έδειξε μια παλιά φθαρμένη κουβέρτα όπου ήταν
τυλιγμένος στο κάτω μέρος του σώματος του. Την ανασήκωσε και είπε στον
στρατιώτη που έμεινε εμβρόντητος. “Να παιδί μου γιατι δεν σηκώνομαι
όταν οι άλλοι τιμούν την σημαία. Γιατι έδωσα και τα δύο μου πόδια για
αυτή την πατρίδα”.

Το μεγαλείον του ηρωισμού δεν ευρίσκεται είς μνημεία, παρελάσεις,
στεφάνια και τα τοιαύτα. Ευρίσκεται είς το γεγονός πως ένας ήρως, ένας
άνθρωπος με αίσθημα ευθύνης περί του συνόλου, είς άνθρωπος αξιοπρεπής
ημπορεί να ζεί και να αναπνέει δίπλα μας δίχως ποτέ μας να τον
παρατηρήσουμε ως του πρέπει.

Η σημαία, είναι η τιμή μας η προσωπική.
Είναι η τιμή του συνόλου και τα μνημόσυνα – εορτασμοί αποτέλεσμα των
οποίων είναι και οι παρελάσεις, είναι το μέρος της μνήμης όπου πρέπει
να διαφυλάτομεν ως κόρην οφθαλμού. Ενός οφθαλμού ο οποίος ατενίζει το
παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ημών και όσων ακολουθήσουν. *

*Αφιερούται εξαιρετικώς είς τους ασεβείς. Είς όσους λησμόνησαν, είς
όσους δεν γνωρίζουν, είς όσους προσποιούνται οτι λησμόνησαν ή δεν
γνωρίζουν.

loading...