Ο «ΕΛΛΗΝΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ» ΚΑΙ Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ  ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ «ΔΟΜΗ» ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΜΑΣ







Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης

Καθώς το έθνος και το κράτος έμειναν πάντοτε ασύμμετρα μεγέθη στη νεοελληνική ιστορία
(όσο κι αν το έθνος σμικρύνθηκε με διαδοχικούς ακρωτηριασμούς), καθώς δηλαδή το έθνος δεν μπήκε ποτέ εξ ολοκλήρου στα όρια του κράτους για να υποστεί την εκλογίκευση των σύγχρονων θεσμών, κρατήθηκε στη σφαίρα του μύθου ή μάλλον αποτέλεσε τον ίδιο τον μύθο που χρησίμευσε ως άξονας της νεοελληνικής ιδεολογίας.

Ο νεοελληνικός μύθος αναφέρεται λοιπόν στο έθνος και όχι στο κράτος, είναι προϊόν της ιστορικής και ιδεολογικής κατίσχυσης ενός εννοιολογικά ασαφούς έθνους απέναντι στο αστικό εθνικό κράτος και ονομάζεται, με έναν πολυσήμαντο όρο, «ελληνοκεντρισμός».

Η πολυσημία του όρου αυτού αντιστοιχεί στην πολυσημία ενός έθνους ιστορικά και εννοιολογικά αποσυνδεδεμένου από το αστικό εθνικό κράτος και έχει ως συνέπεια να φορτίζεται ό,τι εκάστοτε χαρακτηρίζεται ως «ελληνικό», με στοιχεία και γνωρίσματα μη επιδεχόμενα σαφείς ιστορικούς και κοινωνιολογικούς προσδιορισμούς.

Ο ελληνοκεντρισμός θα μπορούσε να είναι κατά βάση μονοσήμαντος αν είχε υποταχθεί απόλυτα και μόνιμα στα αιτήματα ενός σύγχρονου αστικού εθνικισμού, για να χρησιμεύσει ως μέσο συσπείρωσης ολόκληρου του έθνους για αστικούς σκοπούς.

Όμως υπό τις δεδομένες συνθήκες έγινε το αντίθετο: ο αστικός εθνικισμός απορροφήθηκε από τον ελληνοκεντρισμό και στο πλαίσιο του αναμίχθηκε και συμβιβάσθηκε με προαστικές αντιλήψεις περί έθνους, φυλής κτλ., χωρίς να μπορέσει παράλληλα να επιβάλει τα ειδοποιά του γνωρίσματα, οπότε η ανάμιξη αυτή μάλλον θα τον ισχυροποιούσε παρά θα τον εξασθένιζε.

Μέσα από τη θετική ή αρνητική, μερική ή ολική αντιπαράθεση, συμπαράθεση ή επικάλυψη αστικού και πατριαρχικού εθνικισμού διαμορφώθηκε η πολυσημία του ελληνοκεντρισμού, η οποία του επέτρεψε να εκπληρώσει τη λειτουργία της κατ’ εξοχήν νεοελληνικής ιδεολογίας, εφ’ όσον στην ασαφή και κυμαινόμενη γλώσσα του μπορούσαν να αρθρωθούν πολλές και ποικίλες τάσεις.

 ARKAS -The Original Page

Καθώς όμως η κάθε μία από τις τάσεις αυτές επιδίωκε, όπως είναι ευνόητο, να μονοπωλήσει τον χώρο του ελληνοκεντρισμού προβάλλοντας τα δικά της συμφέροντα και αιτήματα ως συμφέροντα και αιτήματα ολόκληρου του έθνους, ο ελληνοκεντρισμός δεν αποτέλεσε μονάχα κοινό παρονομαστή, αλλά ταυτόχρονα και πεδίο μάχης, στο όποιο έπρεπε να επικρατήσει όποιος ήθελε να εγείρει αξιώσεις κοινωνικής, πολιτικής ή ιδεολογικής κυριαρχίας στο ελληνικό περιβάλλον.

Υπήρξαν βέβαια και (αριστερές) μειοψηφίες, οι οποίες στήριξαν τις δικές τους αξιώσεις κυριαρχίας σε διεθνιστικά ιδεολογήματα, όμως αυτές ποτέ δεν μπόρεσαν, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή -κι όποτε την άσκησαν, αυτό έγινε επειδή υιοθέτησαν (και) πατριωτικά ή εθνικά συνθήματα.

Σήμερα πάντως η αριστερά, η όποια επί δεκαετίες είχε το σθένος να λέει ότι το νεοελληνικό έθνος είναι φυλετικό και πολιτισμικό προϊόν των τελευταίων αιώνων και ότι η ιστορία του δεν νοείται έξω από τις συνυφάνσεις της με την ιστορία των υπόλοιπων βαλκανικών εθνικοτήτων, έχει ενστερνισθεί στο σύνολο της, ρητά ή σιωπηρά, τις ελληνοκεντρικές θέσεις και σταμάτησε εντελώς κάθε ιδεολογική πολεμική στα θέματα του περιούσιου λαού και της τρισχιλιετούς ιστορίας, κάνοντας έτσι μιαν άμεση ή έμμεση αναδίπλωση σ’ ένα κρίσιμο σημείο.

 Στην πραγματικότητα η ιδεολογική επιβολή του ελληνοκεντρισμού ήταν αναπόδραστη μέσα στις συγκεκριμένες νεοελληνικές συνθήκες.

Γιατί μόνον αυτός μπορούσε, ακριβώς χάρη στην ασάφεια του, να γεφυρώνει τις διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος, οι οποίες ήσαν παράλληλα ενεργές, κι έτσι να συνενώνει προς τα έξω δυνάμεις ετερογενείς προς τα έσω· μόνον αυτός μπορούσε να περιβάλει με υψηλούς νομιμοποιητικούς τίτλους και να κάμει ηθικά ενδιαφέρουσες για τη διεθνή κοινή γνώμη τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις, και μάλιστα σε χώρους εθνολογικά και πολιτικά διαμφισβητούμενους· μόνον αυτός μπορούσε, τέλος, να δώσει τα εντελώς απαραίτητα ψυχολογικά και εκλογικευτικά αντισταθμίσματα σε ένα αδύναμο έθνος, το όποιο, παρά τη μεγάλη ιδέα που είχε για τον εαυτό του, δοκίμασε επανειλημμένους εξευτελισμούς, αποκτώντας έτσι τη συναίσθηση ότι είναι παίγνιο στα χέρια των ισχυρών της γης, και το οποίο επί πλέον δεν πρόσφερε τίποτε ούτε στη θεωρητική σκέψη ούτε στον τεχνικό πολιτισμό.

Η πρώτη μορφή ελληνοκεντρισμού και συνάμα η πρώτη μορφή σύγχρονης εθνικής συνείδησης υπήρξε ο κλασικισμός, δηλαδή η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα ως πηγή άντλησης ουσιωδών κοσμοθεωρητικών και βιοπρακτικών απόψεων και επίσης ως πρότυπο, η δημιουργική μίμηση του όποιου φαινόταν ο καλύτερος δρόμος για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους.

 Τούτος ο κλασσικιστικός-ανθρωπιστικός ελληνοκεντρισμός, ο οποίος απέδιδε τη (δυνητική) προνομιακή θέση του νέου Ελληνισμού στο γεγονός της άμεσης καταγωγής του από τους φυσικούς φορείς ενός πολιτισμού με πανανθρώπινη σημασία, δηλαδή του αρχαιοελληνικού, πρωτοεμφανίστηκε και γνώρισε την πρώτη θεωρητική του επεξεργασία στα προεπαναστατικά παροικιακά κέντρα της δυτικής Ευρώπης, ιδιαίτερα σε κύκλους έμπορων, διατεθειμένων να ανοιχθούν ιδεολογικά προς τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και να παρακάμψουν τον ακοσμικό βυζαντινισμό της Εκκλησίας για να ανασυνδεθούν με την εγκοσμιολατρία της αρχαιότητας.

Δεν χρειάζεται να τονίσουμε ιδιαίτερα ότι το σχήμα αυτά δεν παρουσίαζε καμμιά πρωτοτυπία, αφού αντανακλούσε, και μάλιστα μάλλον θαμπά, τη βασική κατασκευή, η οποία στήριξε στην Ευρώπη την ιδεολογική πάλη των ανερχόμενων αστικών ή εν πάση περιπτώσει λαϊκών και εκκοσμικευτικών δυνάμεων.

Η αρχαιολατρία, και μάλιστα η ελληνολατρία, αποτέλεσε από την Αναγέννηση και μετά τυπικό όπλο ενάντια στον παραδοσιακό Χριστιανισμό και επίσης ενάντια στην εποχή της αδιαμφισβήτητης ιδεολογικής του κυριαρχίας, δηλαδή τον Μεσαίωνα.

Όταν λοιπόν ορισμένες ομάδες Νεοελλήνων τον 18ο αι. υιοθέτησαν την ελληνολατρία υπό τη μορφή της αρχαιολατρίας προκειμένου να εκφρασθούν ιδεολογικά, προσχωρούσαν σε μιαν ήδη διαμορφωμένη ευρωπαϊκή παράδοση, Η οποία ακριβώς τότε εμπλουτιζόταν και διευρυνόταν με τον Διαφωτισμό.

Η αρχαία Ελλάδα -ως σύμβολο μιας συγκροτημένης πολιτισμικής αντίληψης με ειδοποιά γνωρίσματα και όχι απλώς ως μνήμη και χρήση ορισμένων κειμένων- ανακαλύφθηκε λοιπόν (ή εφευρέθηκε) στη δυτική Ευρώπη και από δυτικοευρωπαίους στοχαστές για να εισαχθεί από εκεί στον ελληνόφωνο χώρο, αρχικά ως αστική, και μάλιστα αστικοεθνική, ιδεολογία από αστικούς ή οιονεί αστικούς φορείς.

Ο ελληνικός αρχαιολατρικός ελληνοκεντρισμός δεν θα πρόβαλλε ποτέ τις ιδεολογικές του αξιώσεις -και είναι αμφίβολο αν θα σχηματιζόταν καν- αν το κλασσικό και ανθρωπιστικό ιδεώδες δεν είχε αναφανεί και διαδοθεί στη δυτική Ευρώπη για λόγους αναφερόμενους αποκλειστικά στις ιδιαιτερότητες και στις τροπές της δυτικοευρωπαϊκής ιστορίας.

Μονάχα το ήδη τετελεσμένο γεγονός της εμφάνισης και της διάδοσης του σε ευρωπαϊκό επίπεδο έδωσε στους Νεοέλληνες ελληνοκεντρικούς αρχαιολάτρες τη δυνατότητα να ισχυρισθούν ότι ο τόπος τους είναι η κοιτίδα του πολιτισμού κτλ. και ότι επομένως και η σημερινή Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα από την «πολιτισμένη ανθρωπότητα».

Όμως ο ισχυρισμός αυτός θα προκαλούσε τόση θυμηδία όση και ένας αντίστοιχος ισχυρισμός των Κιργιζίων ή των Εσκιμώων λ.χ., αν η πρωτοπορία της «πολιτισμένης ανθρωπότητας» δεν είχε ανακαλύψει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό (δηλαδή μιαν ιδεολογικά χρήσιμη εκδοχή του) προτού καν υπάρξουν Νεοέλληνες.

Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονείται ότι η νεοελληνική επιστημονική συνεισφορά στη διερεύνηση του αρχαίου πολιτισμού στάθηκε μηδαμινή.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΟΙΜΟΣ-ΑΘΗΝΑ

loading...