Ο βαρύς λογαριασμός που αφήνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -Εκανε ξανά Νο 1 πρόβλημα τα δημοσιονομικά…

Μέσα σε ένα 9σέλιδο κείμενο συστάσεων, οι Ευρωπαίοι έβαλαν την ατζέντα της 8ης Ιουλίου και αν μη τι άλλο επιβεβαιώνουν όσους είχαν επισημάνει ότι το ελληνικό success story- όπως το διαφήμιζαν
και οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι- έχει πολλές «γκρίζες» ζώνες.

Ένα 24ωρο μετά τις εθνικές εκλογές συνεδριάζει το Eurogroup κι όσο κι αν είναι προφανές ότι δεν θα υπάρχει ακόμα νέος υπουργός Οικονομικών για να εκπροσωπήσει τη χώρα, άλλο τόσο προφανές είναι ότι όποιος κι αν καθίσει στην… ηλεκτρική καρέκλα, δεν θα έχει πίστωση χρόνου.
Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι πέρα από τις διαρθρωτικές αδυναμίες που εντόπισαν οι Ευρωπαίοι, περνώντας από «κόσκινο» το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων, το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα ξαναέγιναν τα δημοσιονομικά.

«Το Πρόγραμμα Σταθερότητας και οι εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 δεν περιλαμβάνουν τα νέα μόνιμα μέτρα που ανακοινώθηκαν και εγκρίθηκαν λίγο μετά την ημερομηνία υποβολής και την καταληκτική ημερομηνία, αντιστοίχως. Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο δημοσιονομικός αντίκτυπος των εν λόγω μέτρων θα υπερβεί το 1,0 % του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη.

Εκτιμάται επίσης ότι η έγκριση αυτών των νέων μέτρων θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του συμφωνηθέντος στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα», σημειώνει χαρακτηριστικά το κείμενο συστάσεων, καταλήγοντας στο ότι το φθινόπωρο θα γίνει επαναξιολόγηση αυτών των μέτρων, δηλαδή της αποκαλούμενης «13ης σύνταξης» και των μειώσεων του ΦΠΑ.

Κρίσιμη επαναξιολόγηση το φθινόπωρο

Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα στα… ψιλά γράμματα αυτού του… ραντεβού για την επαναξιολόγηση: «Θα περιλαμβάνει αναθεώρηση του εφαρμοστέου δείκτη αναφοράς για τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δαπανών το 2020».

Τι κρύβει αυτή η φράση; Την επισήμανση στην 3η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας, ότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια όχι απλώς υποεκτελεί συστηματικά τις δημόσιες δαπάνες- κυρίως τις επενδυτικές- αλλά αντί να λάβει υπόψιν τις πραγματοποιήσεις κάθε έτους, έτσι ώστε να θέσει τους στόχους του επόμενου Προϋπολογισμού, «χτίζει» τις προβλέψεις επί των μη εκτελεσθέντων δαπανών. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Εμφάνιση υπερπλεονασμάτων.

Το… κερασάκι σε αυτή την «τούρτα» της επαναξιολόγησης του φθινοπώρου είναι ότι θα εξεταστούν οι συνέπειες και στη δυναμική του χρέους ήτοι εάν και πόσο επηρεάζονται οι στόχοι μείωσης του, γεγονός που αναδεικνύει τη δυσκολία και της επαναδιαπραγμάτευσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα των επόμενων ετών.

Κατάλογος που… τρομάζει
Όσον αφορά στη βαριά κληρονομιά των διαρθρωτικών αδυναμιών, ο κατάλογος είναι μακρύς και τρομάζει:

Παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, το ελληνικό δικαστικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις και ανεπάρκειες, καθώς ο χρόνος για την έκδοση μιας απόφασης είναι συχνά υπερβολικά μεγάλος και οι εκκρεμείς υποθέσεις επηρεάζουν την παραγωγικότητα των δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, η περαιτέρω στοχευμένη δράση στον τομέα αυτόν έχει καθοριστική σημασία, τόσο για να διευκολύνει την ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος όσο και για να συντελέσει στην απελευθέρωση του επενδυτικού δυναμικού της οικονομίας.

Η αύξηση των επενδύσεων στην εκπαίδευση και την κατάρτιση είναι κρίσιμης σημασίας για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς στην Ελλάδα, καθώς και για την άρση των αναπτυξιακών φραγμών σε καινοτόμους τομείς. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις λόγω ανεπαρκών πόρων, χαμηλής αυτονομίας, μειωμένων επιδόσεων σε βασικές δεξιότητες (συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών) και εμμενουσών αναντιστοιχιών σε δεξιότητες.

Σε όλα τα επίπεδα, υπάρχει εν γένει έλλειψη λογοδοσίας και παρακολούθησης, που είναι απαραίτητες για τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Η προώθηση της ποιοτικής και χωρίς αποκλεισμούς εκπαίδευσης και κατάρτισης, με μεγαλύτερη συσχέτιση μεταξύ της εκπαίδευσης και των αναγκών της αγοράς εργασίας, η βελτίωση της ελκυστικότητας της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και η αύξηση της συμμετοχής στη διά βίου μάθηση είναι σημαντικές για τη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης.

Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων, που αντιπροσώπευαν το 70 % των ανέργων στην Ελλάδα το 2018, είναι πολύ υψηλό, ενώ η υψηλή ανεργία των νέων και η χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας αποτελούν επίσης πηγή ανησυχίας.
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλή εισοδηματική ανισότητα και οι κοινωνικές μεταβιβάσεις έχουν τον χαμηλότερο αντίκτυπο στη μείωση του κινδύνου φτώχειας στην ΕΕ (15,83 % το 2017 έναντι μέσου όρου 33,98 % στην ΕΕ). Οι επενδύσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στη βελτίωση της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτές και υψηλής ποιότητας κοινωνικές υπηρεσίες χωρίς αποκλεισμούς, καθώς και στην ανάπτυξη κέντρων ημερήσιας φροντίδας.

Η στήριξη των απόρων και η προώθηση της κοινωνικής ένταξης των παιδιών που κινδυνεύουν από τη φτώχεια, των ατόμων με αναπηρία, των μεταναστών και των προσφύγων, με παράλληλη μέριμνα για την εξομάλυνση των γεωγραφικών ανισοτήτων, θα βελτιώσουν την κοινωνική ένταξη στην Ελλάδα.

Η εκτεταμένη μεταρρύθμιση του συστήματος πρωτοβάθμιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που δρομολογήθηκε από την Ελλάδα το 2017 είναι ζωτικής σημασίας για την εξασφάλιση της πρόσβασης και είναι απαραίτητη η συνέχιση των επενδύσεων στον τομέα αυτόν μέσω της ανάπτυξης Τοπικών Μονάδων Υγείας (των αποκαλούμενων ΤΟΜΥ).

Το ελληνικό σύστημα μεταφορών αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο οδικό δίκτυο και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο, ενώ όλες οι κύριες συνδέσεις περιστρέφονται γύρω από τον άξονα Αθήνας-Θεσσαλονίκης. Το κόστος μεταφοράς εξακολουθεί να είναι υψηλό, ενώ η ποιότητα των υπηρεσιών, τα πρότυπα ασφαλείας και η διείσδυση των ευφυών συστημάτων μεταφορών παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.

Η επεξεργασία των στερεών αποβλήτων και των αστικών και βιομηχανικών λυμάτων είναι ο κυριότερος τομέας στον οποίον απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις προκειμένου να ευθυγραμμιστούν τα πρότυπα περιβαλλοντικής προστασίας της χώρας με εκείνα της υπόλοιπης ΕΕ. Η διαχείριση των στερεών αποβλήτων εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική διαρθρωτική πρόκληση, καθώς η Ελλάδα εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υγειονομική ταφή και στη μηχανική-βιολογική επεξεργασία αντί των πιο σύγχρονων τεχνικών. Επιπλέον, το ποσοστό των αστικών αποβλήτων που ανακυκλώνονται αντιστοιχεί μόλις στο ένα τρίτο του μέσου όρου της ΕΕ. Απαιτούνται επίσης επενδύσεις για τη βελτίωση της επεξεργασίας των υδάτων, την καταπολέμηση της αλάτωσης των υπόγειων υδάτων, καθώς και μέτρα στήριξης για την πρόληψη των πλημμυρών και την αποκατάσταση της φυσικής ροής των ποταμών.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας και της κοινωνίας εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, λόγω της χαμηλής πρόσβασης σε ευρυζωνικό δίκτυο υψηλής ταχύτητας και των ψηφιακών δεξιοτήτων που βρίσκονται πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Η Ελλάδα πρέπει ιδίως να επενδύσει στην τεχνολογία της πληροφορίας και της επικοινωνίας, προκειμένου να καλύψει επίσης την αποεπένδυση που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η ανεπαρκής ευρυζωνική συνδεσιμότητα υψηλότερης ταχύτητας δημιουργεί σημαντικά εμπόδια για τις δυναμικές επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό. Η επένδυση στην καινοτομία και στις δεξιότητες του πληθυσμού δεν επαρκεί για να προωθηθεί η αύξηση της παραγωγικότητας, και η έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων στο σύνολο του πληθυσμού αποτελεί τροχοπέδη για την εξεύρεση εργασίας και εμποδίζει την ανάπτυξη καινοτόμων επιχειρήσεων.

Απαιτούνται ανανεωμένες στρατηγικές «έξυπνης εξειδίκευσης» σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, καθώς και πρόσθετα μέτρα για την αντιμετώπιση των πλέον πιεστικών αδυναμιών του συστήματος έρευνας και καινοτομίας, για την τόνωση των επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη με γνώμονα την αγορά, οι οποίες παραμένουν χαμηλές και επηρεάζουν αρνητικά το αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας.

Ζήτημα διατομεακού χαρακτήρα είναι οι επενδύσεις για την ανάπλαση των υποβαθμισμένων αστικών, νησιωτικών και ορεινών περιοχών οι οποίες είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση της απώλειας και της υποβάθμισης της ποιότητας του φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Η βιώσιμη ανάπλαση μειονεκτουσών και/ή αποβιομηχανοποιημένων περιοχών στα αστικά κέντρα της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης και στα κυριότερα περιφερειακά αστικά κέντρα (Πάτρα, Ηράκλειο, Λάρισα, Ιωάννινα, Αγρίνιο και Χαλκίδα) είναι μια ειδική βραχυπρόθεσμη έως μεσοπρόθεσμη προτεραιότητα.

iefimerida

loading...