Δόλιοι, χυδαίοι κι άπληστοι, αντάμα

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι, αντάμα / προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα» έλεγε στο περίφημο Οι μοιραίοι ο Βάρναλης, το 1922. Κοντά έναν αιώνα μετά, μόλις το θάμα συνέβη, οι «πρώτη φορά Αριστερά» υπερασπιστές των απόκληρων αποδείχθηκαν δόλιοι, χυδαίοι κι άπληστοι, αντάμα. Δόλιοι στο πώς να πάρουν την εξουσία, χυδαίοι ασκώντας την, άπληστοι να την κρατήσουν όσο πάει περισσότερο. Τυχόν αμφιβολίες τις αίρει η ταύτιση όλων με τον κ. Πολάκη.

Με δύο δικτατορίες (Μεταξά και συνταγματαρχών) από το 1922, συν τη γερμανική κατοχή και τον Εμφύλιο ενδιαμέσως, στερήσεις και καταπίεση έστελναν ευλόγως στην Αριστερά κάθε ευαίσθητο νέο. Αλλά, όλως παραδόξως, η ελευθερία και η ευμάρεια που άνθησαν μετά το 1980 δεν αναχαίτισαν αυτή την έφεση. Ομάδες αριστεριστών ή η ΚΝΕ κυριάρχησαν στα πανεπιστήμια κι ενώ τα σπίτια διακοπών συμπλήρωναν την ήδη αθρόα ιδιοκατοίκηση, σουξέ στα γλέντια έμενε το «Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας, στη Δραπετσώνα εμείς δεν έχουμε ζωή»!

Οταν το 1920 ο Μπέρτραντ Ράσελ γνώρισε τον Λένιν, δήλωσε ότι επρόκειτο για ιδρυτή θρησκείας, όχι πολιτικό, και ανάλογη μεταστροφή από φιλοκομμουνιστικές θέσεις έκαναν τη δεκαετία του 1930 ο Αντρέ Ζιντ και ο Τζορτζ Οργουελ. Ο πόλεμος, με τις κολοσσιαίες θυσίες των Ρώσων για την ήττα του ναζισμού, ενίσχυσε σθεναρά τις συμπάθειες προς την Αριστερά. Παρά την εισβολή των σοβιετικών τανκς σε Βουδαπέστη το 1956 και Πράγα το 1968, η ΕΣΣΔ δεν έπαυε να σαγηνεύει. Ισως αυτό έκανε τον Τσόρτσιλ να τη χαρακτηρίσει «γρίφο, περιτυλιγμένο με μυστήριο, μέσα σ’ ένα αίνιγμα».

Ιδίως στην Ελλάδα, με τη βαθιά ριζωμένη Ορθοδοξία και την ακατάβλητη εμπιστοσύνη στα θαύματα, τέτοιοι «γρίφοι» παρέμειναν εξόχως θελκτικοί. Ακόμα και μετά το 1989, όταν αποδείχθηκε ότι «ο κόσμος στο μπόι των ονείρων μας», για τον οποίο τόσο ηρωικά είχε σταθεί ο Μπελογιάννης μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα, δεν ξεπέρασε ποτέ το 1,65 μ. – το μπόι του Στάλιν. Το αγγλικό ΚΚ αποφάσισε να αυτοδιαλυθεί, τότε, και το γαλλικό έπεσε στο 0,2%. Αλλά οι προσηλωμένοι στα όνειρα παππούδων από τον Εμφύλιο Ελληνες έμειναν, σε υψηλότατα ποσοστά, να αναρωτιούνται αν θα ‘χαμε οικοδομήσει τον σοσιαλισμό, εφόσον έτσι ο Ζαχαριάδης ή αλλιώς ο Τίτο, και ν’ αποδίδουν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ σε υπονόμευση από τον Γκορμπατσόφ.

Μολονότι η Ρωσία του Πούτιν έχει απροκάλυπτα επιστρέψει στα μεγαλεία των φεουδαλικών δομών της, μολονότι η αμετανόητα μαοϊκή Κίνα πρόσθεσε στην κομφουκιανή γραφειοκρατία την πιο αποτρόπαιη όψη πρωταρχικής καπιταλιστικής συσσώρευσης, μολονότι η Κούβα ξανάγινε το εξωτικό πορνείο που ήταν και επί Μπατίστα, η ελληνική Αριστερά δεν εννοεί να απαγκιστρωθεί από καμιά ειδυλλιακή ουτοπία. Συνδυάζοντας απολύτως μερικές φορές, όπως η κυρία Λιάνα Κανέλλη, την ένθερμη πίστη τόσο στον επίγειο σοσιαλιστικό όσο και στον ορθόδοξο χριστιανικό Παράδεισο.

Μεταξύ 1990 και 2010, στις ανήσυχες δεκαετίες που σημαδεύουν κάθε fin de siècle, είχε αναφανεί μια Αριστερά έξω από ολοκληρωτισμούς παραδείσιων ονείρων, αποδεχόμενη τις αρετές του κοινοβουλευτισμού. Εκτός κάθε προοπτικής να αναλάβει εξουσία, στόχευε, χάρη στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, να περιορίζει αυταρχισμό και φαυλότητες που θάλλουν στα καπιταλιστικά συστήματα. Με κεντρική ιδέα ότι εκτός από οικονομικές ελίτ υπάρχουν και ελίτ του πνεύματος, η πρόσβαση στις οποίες μένει ανοιχτή σε όλους.

Μια τέτοια Αριστερά συμπαθήσαμε, κάποιοι, και νομίσαμε ότι τη βρίσκουμε στον Συνασπισμό αρχικά, στη ΔΗΜΑΡ μετά, στο Ποτάμι πρόσφατα. Πλην, το «μπόι» του Στάλιν απεδείχθη ανυπέρβατο. Μόλις οσμίστηκε εξουσία, ο Συνασπισμός έγινε σύμπραξη ριζοσπαστικής Αριστεράς και θεοσεβούμενης Ακροδεξιάς, ενώ η ΔΗΜΑΡ τεκμηρίωσε οριστικά ότι οι ρήξεις με τον ολοκληρωτισμό δεν ήταν παρά προπέτασμα καιροσκοπισμού. (Από τις πρώιμες συμπάθειες με τον Τσαουσέσκου στις όψιμες με τον Μαδούρο, η απόσταση είναι μηδενική.) Στη δολιότητα, χυδαιότητα κι απληστία, προστέθηκε και η πομπώδης μπαρούφα του κ. Μπίστη «Και εγένετο Πρέσπες», σαν λυδία λίθος για τη διάκριση προοδευτικών-αντιδραστικών. Οσο για το Ποτάμι, κανείς δεν ξέρει ποιον πεμπτοφαλαγγίτη του ΣΥΡΙΖΑ θα περιλαμβάνει πάλι.

Τελικά, ζούμε σε μια χώρα που, καίτοι λίκνο του κλασικού, δεν γνώρισε τον ορθολογισμό του κλασικισμού. Με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, το 1830, αρχίσαμε να τσαλαβουτάμε στη ρομαντική αταξία της τότε Ευρώπης, χωρίς να προηγηθεί πειθαρχία σε κοινές αρχές. Κι ακόμα, ζούμε σε μια χώρα που, καίτοι λίκνο της δημοκρατίας, δεν εξοικειώθηκε με την ιδέα συμβιβασμών οι οποίοι κανέναν δεν ικανοποιούν εντελώς, επιτρέπουν όμως να συνυπάρχουμε ειρηνικά. Μείναμε στο οθωμανικό πρότυπο του απόλυτου άρχοντα, που φτιάχνει ό,τι κανόνες θέλει κι όταν θέλει τους αλλάζει, ευνοεί μόνο ανθρώπους του, ή ανθρωπάκια που προσεταιρίζεται, και θεωρεί «εχθρούς» τους συμπολίτες με αντίθετες απόψεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η τιμωρία μας για αυτή την υστέρηση. Και η Χρυσή Αυγή η απειλή ότι υπάρχει ακόμα χειρότερη τιμωρία.

Παρά την αθρόα άνθηση εκδοτικών οίκων και τις προτάσεις έργων υψηλής λογοτεχνίας, κυριαρχεί στο φαντασιακό μας το σύμπαν του λαϊκού μυθιστορήματος, με την προαιώνια σύγκρουση Καλού και Κακού. Οπου όποιος κατισχύσει, κατισχύει οριστικά και αμετάκλητα. Κρίνοντας από το αγέρωχο ύφος με το οποίο ο κ. Τσίπρας προκαλεί τον κ. Μητσοτάκη σε τηλεοπτικό «ντιμπέιτ», έχει κανείς την εντύπωση πως η μονομαχία θα γίνει με σπαθιά κι όποιος νικήσει μένει πρωθυπουργός για πάντα.

Μαρτινίδης ΠέτροςΟμότιμος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ και συγγραφέας
Το Βήμα

loading...