Quis custodiet ipsos custodes? (Ποιος μας φυλάει από τους φύλακες;)

Η εξελισσόμενη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος δημιουργεί ίσως την εντύπωση συναίνεσης ως προς τα θεμελιώδη στοιχεία της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Η συζήτηση
ως προς τις ενδεδειγμένες τροποποιήσεις των αναθεωρήσιμων διατάξεων του Συντάγματος θα είχε, άλλωστε, περιορισμένο νόημα, εάν εξακολουθούσαμε να διαφωνούμε ως προς τις διατάξεις που δεν υπόκεινται καν σε αναθεώρηση.

Πράγματι, ουδείς διανοείται να προτείνει την κατάργηση βασικών δημοκρατικών και δικαιοκρατικών εγγυήσεων – ούτε θα ήταν άλλωστε συνταγματικά επιτρεπτή τυχόν τέτοια πρόταση. Οι εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος δικαιολογούν, ωστόσο, σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την ύπαρξη, εντός της πολιτικής εξουσίας, πραγματικής βούλησης για τήρηση θεμελιωδών συνταγματικών επιταγών. 

Δεν μπορεί έτσι να αμφισβητηθεί ούτε η συνταγματική κατοχύρωση ούτε ο θεμελιώδης χαρακτήρας της διάκρισης των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας και της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών. Δεδομένου ότι οι δικαστές υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους σύμφωνα με αυτό νόμους, πολιτικές εντολές ως προς τον τρόπο άσκησης των δικαστικών καθηκόντων απαγορεύονται.

Εξίσου απαγορεύονται όμως και σχετικές υπομνήσεις, επιδοκιμασίες ή επικρίσεις εκ μέρους της Κυβέρνησης. Άλλωστε, τα λειτουργικά όρια των πολιτικών εξουσιών επιβάλλουν στα πρόσωπα που στελεχώνουν τα όργανα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας ιδιαίτερη αυτοσυγκράτηση κατά το σχολιασμό υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστικών αρχών.

Τα όρια αυτά παραβιάζονται προδήλως στην περίπτωση κατά την οποία μέλος της Κυβέρνησης επιπλήττει συγκεκριμένους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, αναφορικά με τον εκ μέρους τους χειρισμό εκκρεμών υποθέσεων. Η παραβίαση αυτή καθίσταται εντονότερη όταν το μέλος της Κυβέρνησης  σχολιάζει δημοσίως, ιδίως δε όταν είναι καθ’ ύλην αναρμόδιο.

Εξάλλου, σύμφωνα με το Σύνταγμα, στη διάκριση των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας (άρθρο 26) και τις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών (άρθρο 87 παρ. 1), των οποίων απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος (άρθρο 29 παρ. 3) θεμελιώνονται δεσμεύσεις και για τους ίδιους τους δικαστές.

Το πλέγμα των ανωτέρω διατάξεων απαγορεύει επίσης στους δικαστές να ενημερώνουν τον οποιονδήποτε τρίτο, είτε αυτός είναι μέλος της Κυβέρνησης, είτε στέλεχος των μέσων ενημέρωσης, ως προς τον χειρισμό εκκρεμών υποθέσεων. Εξίσου αποδοκιμάζεται από τη συνταγματική τάξη η επιδίωξη χρονικής συσχέτισης συγκεκριμένων δικονομικών ενεργειών με πολιτικές εξελίξεις και αντιπαραθέσεις. Η τήρηση των επιταγών αυτών εμφανίζεται εν προκειμένω ως ιδιαιτέρως αμφίβολη.

Οπωσδήποτε, δικαστική ανεξαρτησία δεν σημαίνει δικαστική αυθαιρεσία. Αντιθέτως, μια δικαιοκρατούμενη πολιτεία οφείλει να έχει στη διάθεσή της αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου του τρόπου άσκησης των δικαστικών καθηκόντων, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Και οι κρίνοντες κρίνονται, αλλά αυτό προϋποθέτει την εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων και αντικειμενικών διαδικασιών που λειτουργούν στο πλαίσιο της δικαστικής εξουσίας.

Η διερεύνηση των καταγγελιών προστατευόμενου μάρτυρα στην υπόθεση Novartis που εν τέλει κατέστη κατηγορούμενος, σύμφωνα με τις οποίες υπέστη πίεση από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς για την ενοχοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων αποτελεί καθοριστική δοκιμασία ως προς την ύπαρξη, εντός της ελληνικής έννομης τάξης, τέτοιων αποτελεσματικών μηχανισμών.

Το ζήτημα δεν έχει μόνο εθνική διάσταση. Αντίθετα, τόσο στο επίπεδο του Συμβουλίου της Ευρώπης όσο και σε αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ελέγχεται η τήρηση των στοιχειωδών δικαιοκρατικών επιταγών εντός των κρατών μελών.

Τα ειδικότερα νομικά ζητήματα που συνδέονται με το καθεστώς των «προστατευόμενων μαρτύρων» είναι ασφαλώς σύνθετα, όπως και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι σχετικές προβλέψεις συνάδουν με το δικαίωμα του κατηγορουμένου, «να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας», κατά το άρθρο 6 παρ. 3 περ. δ’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Το βέβαιο είναι ότι ο εκ των υστέρων χαρακτηρισμός «προστατευόμενου μάρτυρα» ως κατηγορουμένου, που σημειώθηκε εν προκειμένω, πολύ δύσκολα συνάδει με την ίδια τη δικαιολογητική βάση του θεσμού. Η ιδιότητα του κατηγορουμένου προδίδει ανάμειξη του προσώπου στην επίδικη υπόθεση, η οποία όμως αποτελεί αρνητική προϋπόθεση για να του αποδοθεί η ιδιότητα του «προστατευόμενου μάρτυρα».

Με άλλες λέξεις, για να χαρακτηρισθεί κάποιος ως «προστατευόμενος μάρτυρας», δεν πρέπει να έχει ανάμειξη, ως δράστης, στα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την υπόθεση. Δυοίν θάτερον: Ή διέλαθε της προσοχής η ανωτέρω ανάμειξη ή καταβάλλεται εκ των υστέρων προσπάθεια χειραγώγησης της υπόθεσης. Όποια από τις δύο περιπτώσεις και αν αποδειχθεί στο μέλλον ότι ισχύει, δεν περιποιεί τιμή στους υπευθύνους και ενδεχομένως θέτει ζητήματα νομιμότητας των ενεργειών τους.

Σε κάθε περίπτωση, τα διδάγματα της πρόσφατης επικαιρότητας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θεσμικές παρεμβάσεις είτε ως προς το καθεστώς των «προστατευόμενων μαρτύρων», είτε ως προς την πληρέστερη διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών και της διάκρισης των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι μόνο, ούτε προεχόντως θεσμικό, αλλά ζήτημα προσώπων.

Κατά συνέπεια, το κρίσιμο ζητούμενο δεν είναι άλλο από τη διασφάλιση νομικής δημοκρατικής παιδείας που θα καταστήσει αδύνατη στο μέλλον την οποιαδήποτε απόπειρα παραβίασης των θεσμικών αυτονόητων. 

Των Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη και Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή *

∗ Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ο κ. Στυλιανός – Ιωάννης Γ. Κουτνατζής λέκτορας στην ίδια σχολή

πηγη

loading...