Αναστασιάδης: «Προσβολή να ισχυρίζονται κάποιοι ότι προωθώ λύση δύο κρατών»

Τη διαβεβαίωση ότι θα πράξει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό, για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του λαού, έδωσε χθες βράδυ ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, προσθέτοντας ότι η επιστροφή της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της θα ήταν ένα δείγμα καλής θέλησης της Τουρκίας.

Είπε ακόμα ότι αποτελεί «προσβολή» από κάποιους να θεωρούν πως ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι έτοιμος τάχα να αποδεχθεί τη λύση δύο κρατών.

Σημείωσε παράλληλα ότι έγιναν υποχωρήσεις από την ελληνοκυπριακή πλευρά, και υπέδειξε ότι οι Τουρκοκύπριοι πρέπει να σεβαστούν το αίσθημα ασφάλειας που πρέπει να έχουν και οι Ελληνοκύπριοι.

Σε ομιλία του στην αντικατοχική εκδήλωση του Δήμου Αμμοχώστου, στο Πολιτιστικό Κέντρο της κατεχόμενης Αμμοχώστου στη Δερύνεια, ο πρόεδρος Αναστασιάδης διατράνωσε μαζί με «τις τόσες γενεές Αμμοχωστιανών, την ισχυρή βούληση –να συνεχίσουμε να διεκδικούμε μέχρι και την τελική δικαίωση, την απελευθέρωση και την επανένωση της πατρίδας μας».

Την ίδια ώρα, επεσήμανε, η επιστροφή της Αμμοχώστου θα ήταν μία κίνηση που ίσως «θα μπορούσε να διευκολύνει, να αλλάξει το κλίμα και να κτίσει πραγματικά αισθήματα εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινοτήτων».

Λέγοντας ότι «είναι παράλογα τα όσα παρακολουθούμε», σημείωσε ότι η Αμμόχωστος είναι «μια πόλη φάντασμα, δεν κατοικείται από Τουρκοκύπριους, δεν χρησιμοποιείται για δήθεν οικιστικές ανάγκες, αλλά κρατείται ως ένα χαρτί διαπραγμάτευσης» με τη διεθνή κοινότητα να παρακολουθεί δυστυχώς με απάθεια παρά τα ψηφίσματα.

Ο πρόεδρος Αναστασιάδης είπε πως η επιστροφή της Αμμοχώστου «τέθηκε όχι μια αλλά πολλάκις, ως μέτρο πραγματικά οικοδόμησης εμπιστοσύνης, ένα μέτρο που θα δημιουργούσε και θα άλλαζε εντελώς το κλίμα που επικρατεί» και διερωτήθηκε «ποιοι δεν επιτρέπουν την επιστροφή των κατοίκων της Αμμοχώστου, οι Τουρκοκύπριοι ή ο τουρκικός στρατός; Ποιοι δεν θα επιτρέψουν τη διάνοιξη του οδοφράγματος της Δερύνειας; Η αμέλεια η δική μας ή η εμμονή να υπάρχει και να παρίσταται και να διατηρείται τουρκικό φυλάκιο»;

Όλοι, είπε, θα πρέπει να προβληματιστούν για το πού είναι πραγματικά το πρόβλημα, και διερωτήθηκε «γιατί τόσοι και τόσοι Πρόεδροι, με πάντα τη βούληση και την αποφασιστικότητα για επίλυση του Κυπριακού απέτυχαν. Πού βρισκόταν η αδυναμία εξεύρεσης λύσης; Γιατί εμείς δεν θέλαμε τη λύση; Γιατί οι Ελληνοκύπριοι, που ήταν τα θύματα της εισβολής, δεν ήθελαν την επιστροφή των προσφύγων, την ανάκτηση των περιουσιών, την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων»;

«Δώσαμε ολόκληρο αγώνα και έχουμε υποστεί θυσίες ως λαός για να ενταχθούμε στην Ευρώπη, όχι γιατί ήταν ένα εύσημο ή καπρίτσιο» αλλά γιατί «ξέραμε πως μπαίνοντας στην Ευρώπη δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις, η λύση του Κυπριακού, με την εφαρμογή του κεκτημένου, να προστατεύσει όχι μόνο τους Ελληνοκύπριους αλλά και τους συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριους».

Σημείωσε ακόμα ότι «αυτό είναι που προσπαθήσαμε να μεταδώσουμε, να μεταφέρουμε και να μεταπείσουμε κάποιους ότι πρέπει να κατανοήσουν πώς «αν θέλουμε να επιβιώσουμε, να συμβιώσουμε και να συνδημιουργήσουμε ειρηνικά, αυτό που απαιτείται είναι αλληλοσεβασμός. Είναι το νέο καθεστώς πραγμάτων που δεν είναι άλλο από τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στη βάση των Συμφωνιών Κορυφής, στη βάση των ψηφισμάτων, στη βάση των όσων για τα όσα χρόνια γίνεται ο διάλογος».

Ωστόσο, συνέχισε, «για να γίνει αυτό κατορθωτό και να μπορεί το κράτος να είναι, πριν και πάνω απ’ όλα λειτουργικό, για να μην καταρρεύσει την επομένη, να είναι βιώσιμο, να μπορεί να δημιουργεί τις προϋποθέσεις της προκοπής, απαιτείται επιτέλους να απεξαρτηθούμε, να εγκαταλειφθούν οι δεσμοί που έχουν δημιουργήσει τα προβλήματα. Δεν νοείται σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, μια χώρα ανεξάρτητη, μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, να χρειάζεται να την εγγυάται μια τρίτη χώρα».

Ταυτόχρονα διερωτήθηκε «πότε επιτέλους θα κατανοήσουμε και να κατανοήσουν ιδιαίτερα οι Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας, ότι αν εμείς οι Κύπριοι δεν κατορθώσουμε να βρούμε τον τρόπο που θα μας οδηγήσει στη λύση, να μην αναμένουν ότι αυτό θα το πράξει εκείνος που ισχυρίζεται ότι τους προστατεύει. Αυτό που προστατεύει η Τουρκία είναι τα δικά της συμφέροντα».

Η Τουρκία, συνέχισε, «δεν είναι τους Τουρκοκύπριους που γνοιάζεται να προστατεύσει, αλλά να εξυπηρετήσει τα δικά της στρατηγικά συμφέροντα». Το τεμάχιο 10, ανέφερε, που έχει αδειοδοτηθεί στην ExxonMobil, με βάση τους τουρκικούς ισχυρισμούς, δεν ανήκε τάχα στην ΑΟΖ της Κύπρου και δωρήθηκε, εδόθη στην τότε κυβέρνηση της μουσουλμανικής αδελφότητας. Κάλεσε δε τους συμπατριώτες μας να προβληματιστούν τι επιδιώκει μια τρίτη χώρα «και να έρθουν κοντά».

Αφού ανέφερε ότι έδωσε «δείγματα γραφής για την αποφασιστικότητα, τη βούληση και την ετοιμότητά» του να διαπραγματευτεί και να επιτύχει λύση του Κυπριακού, ο πρόεδρος σημείωσε πως «σε δύσκολους καιρούς στάθηκα και πρωτοστάτησα, ανεξάρτητα πολιτικού κόστους, προκειμένου να γίνει αποδεκτή μια πρόταση των Ηνωμένων Εθνών. Ο λαός, με όλα τα δικαιώματα που τον διακρίνουν, αποφάσισε διαφορετικά» και πρόσθεσε πως «η απόφαση του λαού, των πολιτικών ηγεσιών, των όσων είχαν τη διαφορετική αντίληψη είναι απόλυτα σεβαστή».

Ωστόσο, είπε, «δεν δέχομαι και το θεωρώ προσβολή από κάποιους να θεωρούν πως ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι έτοιμος τάχα να αποδεχθεί τη λύση δύο κρατών. Πως δεν είναι έτοιμος να προβεί σε εκείνες τις ενέργειες προκειμένου να πετύχουμε λύση του προβλήματος μας» και πρόσθεσε πως αυτό τον «θλίβει ειλικρινά, γιατί γνωρίζουν καλά πως έπραξα και πράττω ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν, αλλά και δεν είμαι έτοιμος, να προχωρήσω στην όποια λύση, απλά για να ικανοποιούνται κάποιοι ότι τάχα εργαζόμαστε για λύση».

Ολοι, συνέχισε, «θα πρέπει να έχουμε κατά νου, και εμείς και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, αλλά και οι διεθνείς δυνάμεις, ότι δεν μπορεί να υπάρξει προοπτική για βιώσιμη λύση, όταν οι αξιώσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς ή της Τουρκίας είναι τέτοιες που δεν θα επιτρέψουν τη λειτουργικότητα της, που δεν θα επιτρέψουν την αυτονομία των Κυπρίων για να μπορούν να διαχειριστούν τις τύχες τους, που δεν θα επιτρέψουν το αίσθημα ασφάλειας, που δεν θα επιτρέψουν να ανατραπεί το αίσθημα της αδικίας από την κατοχή των περιουσιών μας».

Όπως είπε ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας «δεν θα είναι βιώσιμο ένα κράτος που θα είναι πρωτότυπο, που θα είναι ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης με όλα όσα συνεπάγονται οι αξιώσεις από την Τουρκία, δηλαδή συνέχιση εγγυήσεων με δικαίωμα αναθεώρησης μετά 15 ή δέκα χρόνια». Η αναθεώρηση δεν είναι το τέλος, είπε και πρόσθεσε πως «απαιτεί συναίνεση και συγκατάθεση εκείνου με τον οποίο έχει συμβληθεί, παρουσία εσαεί τουρκικού στρατού».

Διερωτήθηκε μάλιστα κατά πόσον «οι Τουρκοκύπριοι έχουν ανάγκη της παρουσίας στρατού για να θεωρούνται ασφαλείς, όταν προσφέρονται τόσες και τόσες άλλες μέθοδοι, είτε διότι προβλέπονται στο Χάρτη των ΗΕ είτε από τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είμαστε έτοιμοι με πλήρη σεβασμό προς τους συμπατριώτες μας να κάνουμε και έγιναν υποχωρήσεις, αλλά την ίδια ώρα και οι ίδιοι πρέπει να σεβαστούν αυτό το αίσθημα δικαίου, το αίσθημα ασφάλειας που πρέπει να έχουν και οι Ελληνοκύπριοι».

Δεν είναι δυνατόν, τόνισε, «να θεωρείται ότι θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή η αξίωση της Τουρκίας, γιατί έτσι θα πετυχαίναμε τη λύση, με την αξίωση ισοτίμου μεταχείρισης Ελλήνων και Τούρκων υπηκόων. Οι Έλληνες δεν έχουν καμιά προνομιακή μεταχείριση, αλλά τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης όπως και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι πολίτες. Εάν κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τους Τούρκους υπηκόους, σε ελάχιστο χρόνο, οι 800 χιλιάδες θα ήταν η μειοψηφία».

Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ανέφερε ακόμα ότι δεν δέχεται να ακούει ότι «από τη μια είχαμε φτάσει στο παρά ένα στο Κραν Μοντανά, αλλά από την άλλη ο Αναστασιάδης δια των ενεργειών του, απέρριψε τη λύση».

Κάλεσε μάλιστα όσους όσοι λένε ότι δεν προσέρχεται σε συνομιλίες, να απαντήσουν τι δεν έπραξε για να επαναρχίσει ο διάλογος για λύση του Κυπριακού και σημείωσε πως στη συνάντηση που είχε με τον ΓΓ του ΟΗΕ και με τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του Διεθνούς Οργανισμού, διαβίβασε «σαφέστατα τη θέση, την ετοιμότητα και την αποφασιστικότητα, να εξευρεθούν επιτέλους τρόποι για να επαναρχίσει ο διάλογος».

Ο μόνος τρόπος, είπε, «είναι να γίνει δεκτή η μέχρι σήμερα πρόοδος, να γίνει δεκτό και από την άλλη πλευρά, το περίγραμμα θέσεων του Γενικού Γραμματέα προς το οποίο εμείς ανταποκρινόμενοι και δείχνοντας την καλή μας θέληση, έχουμε γραπτώς τοποθετηθεί, κατ΄αντίθεση με την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους. Θα προσπαθήσω και θα συνεχίσω προς κάθε κατεύθυνση να εμμένω ότι θα πρέπει (να συνεχίσει διάλογος) – γιατί χωρίς διάλογο δεν υπάρχει προοπτική να εξευρεθεί λύση».

Ανέφερε επίσης ότι «ίσως ένας τρόπος δημιουργίας επιτέλους ενός άλλου κλίματος, μιας ελπίδας που θα δώσει προοπτική στον διάλογο, είναι η επιστροφή της Αμμοχώστου στους νόμιμους πολίτες ως μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης, δείγμα καλής θέλησης, καλών προθέσεων από πλευράς Τουρκίας, έτσι ώστε επιτέλους και οι Ελληνοκύπριοι να πιστέψουν ότι κάτι κινείται, κάτι μεταβάλλεται, κάποιοι επιτέλους αποφάσισαν να δώσουν ώθηση στη λύση».

Ο πρόεδρος Αναστασιάδης διαβεβαίωσε τους Αμμοχωστιανούς ότι «θα πράξω ό,τι μου είναι ανθρώπινα δυνατόν, για να ανταποκριθώ στο αίσθημα και στις προσδοκίες, όχι μόνο τις δικές σας αλλά και ολόκληρου του κυπριακού λαού».

loading...