Η αλήθεια για το δημόσιο χρήμα…

«Ο μύθος, σύμφωνα με τον οποίο οι δημόσιες δαπάνες μπορούν να χρηματοδοτηθούν μόνο μέσω της φορολογίας, διατηρείται για να μη χαθεί η εμπιστοσύνη στην αξία των χρημάτων.
Εν τούτοις, ο μύθος αυτός είναι εξαιρετικά επικίνδυνος, επειδή αναπόφευκτα υπονομεύει τα θεμέλια της νομισματικής οικονομίας και γενικότερα του πολιτισμού μας» (M. Hoepner).

του Βασίλη Βιλιάρδου,

Ανάλυση
Όλοι μας, ως μέλη μίας νομισματικής οικονομίας, έχουμε περάσει από μία διαδικασία κοινωνικοποίησης, κατά τη διάρκεια της οποίας διδαχθήκαμε πώς να αντιμετωπίζουμε το θέμα των χρημάτων. Ως εκ τούτου μάθαμε πως εάν θέλουμε να αγοράσουμε κάποιο αγαθό, θα πρέπει προηγουμένως να έχουμε εκτελέσει κάποια εργασία – την οποία ένας τρίτος θα έχει αμείψει με ένα ορισμένο ποσόν. Φυσικά θα μπορούσε επίσης να μας είχε χαρίσει κάποιος τα χρήματα ή να τα είχαμε κλέψει. Σε κάθε περίπτωση όμως, από κάπου θα έπρεπε να τα είχαμε βρει, πριν προβούμε σε οποιαδήποτε αγορά.

Στα πλαίσια αυτά, ο ισχυρισμός της σύγχρονης μονεταριστικής θεωρίας (Modern Monetary Theory, MMT), σύμφωνα με την οποία το κράτος ως εκδότης ενός νομίσματος, δεν υπόκειται σε τέτοιους περιορισμούς, ακούγεται εξωπραγματικός, απίθανος, ψεύτικος, ουτοπικός – αφού με βάση την εμπειρία μας, εάν το κράτος θέλει να αγοράσει κάτι, θα πρέπει προηγουμένως είτε να δανειστεί από τις αγορές, είτε να εισπράξει τα χρήματα από τους Πολίτες του μέσω των φόρων, με το φόβο της επιβολής κυρώσεων εναντίον τους (όπως τα φορολογικά πρόστιμα, οι κατασχέσεις των περιουσιακών τους στοιχείων, οι πλειστηριασμοί, η φυλάκιση τους κοκ.).

Πρόκειται όμως για έναν μεγάλο μύθο ενώ, εάν είναι σωστό πως το κράτος δεν χρειάζεται να εισπράττει φόρους για να χρηματοδοτεί τις ανάγκες του, όταν διαθέτει ένα κυρίαρχο νόμισμα, τότε δεν υπάρχει κανένας απολύτως περιορισμός, όσον αφορά τον προϋπολογισμό του – όπου, σύμφωνα με τον παραπάνω οικονομολόγο, ισχύουν τα εξής:

«Το κράτος θα μπορούσε να αγοράζει απεριόριστα αγαθά και υπηρεσίες χρησιμοποιώντας την πιστωτική κάρτα της κεντρικής του τράπεζας, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να έχει ανάλογα έσοδα – επομένως χωρίς να επιβάλλει φόρους και εισφορές, τουλάχιστον όσον αφορά τη χρηματοδότηση του» (M. Hoepner).

Διατυπώνοντας το «αξίωμα» τώρα με κάποια δόση υπερβολής, τα χρήματα δεν αποτελούν ποτέ πρόβλημα για ένα κράτος με κυρίαρχο νόμισμα – οπότε η οποιαδήποτε αναφορά σε άδεια ταμεία είναι ένας ψεύτικος ισχυρισμός. Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται εν μέρει από τη συμπεριφορά της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας που αγοράζει αμερικανικές μετοχές, τυπώνοντας χρήματα κατά το δοκούν – επίσης από την Τράπεζα της Ιαπωνίας, η οποία επενδύει κυρίως σε ETF (= ελεύθερα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια), κατέχοντας ένα μεγάλο μερίδιο στο ιαπωνικό χρηματιστήριο, καθώς επίσης σημαντικό μέρος του δημοσίου χρέους της χώρας (της ΕΚΤ όσον αφορά την αγορά ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης κοκ.).

Ειδικά όσον αφορά την Ιαπωνία, το δημόσιο χρέος της έχει υπερβεί το 250% του ΑΕΠ της, χωρίς να αντιμετωπίζει κανένα απολύτως πρόβλημα, εκτός από το ότι οι Πολίτες της δεν δαπανούν τα χρήματα που κερδίζουν, ενώ οι επιχειρήσεις δεν αυξάνουν τις αμοιβές τους – ακριβώς επειδή δεν καταναλώνουν και δεν δημιουργείται ζήτηση, η οποία θα τους επέτρεπε να αυξήσουν τις δαπάνες τους. Αυτό που προσέχει το κράτος δεν είναι άλλο από το να μην δανείζεται από το εξωτερικό, επιτυγχάνοντας το με τη σταθερή διατήρηση ενός πλεονασματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – αδιαφορώντας για τα ελλείμματα του προϋπολογισμού του, τα οποία είναι επίσης σταθερά μεγάλα (γράφημα). Το πλεονασματικό ισοζύγιο σημαίνει πως εξάγει περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες, από όσα εισάγει, επειδή παράγει πλούτο – οπότε το νόμισμα της παραμένει ισχυρό και δεν αυξάνεται ο πληθωρισμός.

Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του προϋπολογισμού της Ιαπωνίας (μπλε στήλες, αριστερή κάθετος, αρνητικά πρόσημα), σε σχέση με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος, θετικά πρόσημα).

Εν τούτοις, όταν ακούει κανείς κάτι τέτοιο, έχοντας εκπαιδευθεί εντελώς διαφορετικά και χωρίς να κατανοεί τη διαφορά του δημόσιου τομέα από τον ιδιωτικό, σχηματίζει αμέσως την εντύπωση πως αυτός που το λέει είναι ανόητος – υποσχόμενος τον επί γης παράδεισο. Εάν όμως είναι σωστό το ότι, οι Πολίτες μπορούν τότε μόνο να πληρώνουν φόρους, όταν το κράτος με τη βοήθεια της κεντρικής του τράπεζας θέτει στη διάθεση τους τα απαραίτητα χρήματα εκ των προτέρων, μέσω της πληρωμής αγαθών και υπηρεσιών, τότε ο ισχυρισμός της σύγχρονης μονεταριστικής θεωρίας είναι υποχρεωτικά λογικός – οπότε είναι μύθος η επικρατούσα άποψη, σύμφωνα με την οποία οι δημόσιες δαπάνες μπορούν να χρηματοδοτηθούν μόνο μέσω των φόρων.

Με απλά λόγια, εάν ιδρυόταν τώρα ένα καινούργιο κράτος στη θέση της Ελλάδας, το δημόσιο δεν θα δανειζόταν από τους αγορές, ούτε θα επέβαλλε φόρους για να θέσει σε κυκλοφορία ένα νέο νόμισμα. Απλά θα εξέδιδε χρήματα, ανάλογα με αυτά που θα ήταν απαραίτητα για τις συναλλαγές των ανθρώπων και των επιχειρήσεων μεταξύ τους – αφού τα σημερινά χρήματα δεν έχουν πια αντίκρισμα σε χρυσό.

Για να το κατανοήσει κανείς καλύτερα, είναι σημαντική η έννοια της χρηματοδότησης – επειδή το γεγονός ότι, οι φόροι δεν έχουν καμία χρηματοδοτική λειτουργία, δεν σημαίνει πως το κράτος θα ήταν σε θέση να παραιτηθεί από αυτούς. Η αιτία είναι ότι, οι φόροι είναι αυτοί που δημιουργούν εμπιστοσύνη τον πωλητή πραγματικών προϊόντων να αποδεχθεί ως μέσο πληρωμής του τα εγγενώς άχρηστα (=χωρίς αντίκρισμα μετά την έξοδο από τον κανόνα του χρυσού) χρήματα του κράτους που τα εκδίδει.

Εκτός αυτού οι φόροι είναι αυτοί που επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση των πραγματικών πόρων εκ μέρους του κράτους – με την έννοια πως με τη βοήθεια των φόρων το δημόσιο αφαιρεί από τον ιδιωτικό τομέα την ιδιοκτησία των αληθινών πόρων, μέσω της μείωσης της αγοραστικής του δύναμης, η οποία διαφορετικά θα χρησιμοποιούταν για την παραγωγή άλλων προϊόντων. Λογικά λοιπόν οι φόροι ήταν, είναι και θα είναι ένα θέμα που εξοργίζει τους ιδιώτες – αν και αποτελούν την τιμή που πληρώνεται για την παροχή υπηρεσιών από το δημόσιο, προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας.

Ο μύθος του χρήματος
Περαιτέρω, η εικόνα του κράτους ως «ο Ρομπέν των δασών που αφαιρεί τα χρήματα από τους πλούσιους για να τα δίνει στους φτωχούς» επικρίνεται από πάρα πολλούς – οι οποίοι ισχυρίζονται πως η υποχρέωση στην πληρωμή φόρων είναι ένα είδος καταναγκαστικής εργασίας. Στα πλαίσια αυτά, υπενθυμίζοντας το γνωστό «δρόμο προς τη δουλεία» του Hayek, αναφέρεται το εξής (πηγή):

«Η κατάσχεση των αποτελεσμάτων της εργασίας ενός ατόμου, είναι ισοδύναμη με την κατάσχεση του χρόνου του, καθώς επίσης με τον καταναγκασμό του να ασκεί διάφορες δραστηριότητες» (R. NozicK).

Εν τούτοις, ο παραπάνω συγγραφέας συμφωνεί με την άποψη ότι, η συμβίωση των ανθρώπων σε μία πολιτική κοινωνία απαιτεί την είσπραξη φόρων από το κράτος – με στόχο να τους παρέχει ορισμένες υπηρεσίες. Θεωρεί όμως πως η επιβολή φόρων είναι τότε μόνο θεμιτή, όταν συμφωνούν όλοι οι Πολίτες – κάτι που έρχεται σε αντίθεση μεταξύ άλλων με το ότι, τα δημοσιονομικά θέματα εξαιρούνται από τα δημοψηφίσματα.

Εάν δεχθεί τώρα κανείς (α) πως το κράτος πρέπει να φορολογεί τους Πολίτες για τη χρηματοδότηση των δαπανών του και (β) ότι απαιτείται η συμφωνία τους, τότε από ηθικής πλευράς αιτιολογείται ένα πολύ μικρό δημόσιο – περιορισμένο στην προστασία των ανθρώπων από τη βία, την απάτη, την κλοπή, την εκτέλεση συμβολαίων κοκ., ενώ το υπερδιογκωμένο δημόσιο παραβιάζει τα δικαιώματα των ανθρώπων.

Όμως, δεν είναι σωστή ούτε η απαίτηση της κατάργησης του κράτους προνοίας, ούτε οι δύο παραπάνω παραδοχές – αφού, όπως αναφέραμε, το δημόσιο δεν πρέπει να φορολογεί τους Πολίτες για τη χρηματοδότηση των δαπανών του, οπότε δεν αποτελεί θέμα η συμφωνία τους.

Ειδικότερα, τα χρήματα είναι ουσιαστικά ένα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο οφείλει την ύπαρξη του στη δύναμη του κράτους να επιβάλλει φόρους – ενώ ενδεχομένως είναι απαραίτητο να παραμένει σκοτεινή η προέλευση τους, ως προϋπόθεση της δημιουργίας εμπιστοσύνης απέναντι στο νόμισμα (όπως συμβαίνει άλλωστε με το τραπεζικό σύστημα, όπου είναι αδύνατον να κατανοήσουν οι περισσότεροι άνθρωποι πως δημιουργεί χρήματα από το πουθενά, μέσω της παροχής δανείων).

Ένα δεύτερο θετικό στοιχείο της διατήρησης του μύθου που θεωρεί απαραίτητη την είσπραξη φόρων για τη χρηματοδότηση των δημοσίων εξόδων, είναι ο περιορισμός των κρατικών δαπανών – αφού διαφορετικά, εάν γνώριζαν δηλαδή οι άνθρωποι πως δεν χρειάζονται χρήματα για τη χρηματοδότηση τους, θα εκτοξεύονταν στα ύψη, προκαλώντας έναν τεράστιο πληθωρισμό. Για παράδειγμα, δεν θα υπήρχε κανένα όριο στις συλλογικές διαπραγματεύσεις των δημοσίων υπαλλήλων και θα ακολουθούσε ο ιδιωτικός τομέας, οπότε οι τιμές θα αυξάνονταν λόγω της ανόδου των μισθών σε μεγάλο βαθμό – προκαλώντας αστάθεια στην οικονομία και υποτίμηση της εξωτερικής αξίας του νομίσματος.

Συνεχίζοντας, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις τράπεζες, το πεδίο δράσης του δημοσίου όσον αφορά τις δαπάνες του, δεν καθορίζεται από τον μύθο του χρήματος, αλλά από τους νόμους – οι οποίοι δεν επιτρέπουν σε ένα κράτος να δαπανάει περισσότερα από όσα εισπράττει (στις τράπεζες υπάρχει ο νόμος να διαθέτουν ίδια κεφάλαια στο 8% των δανείων τους, ενώ διαφορετικά θα μπορούσαν να δανείζουν απεριόριστα χρήματα).

Εν προκειμένω, ο ίδιος ο μύθος χρησιμεύει για να δικαιολογήσει αυτή τη νομική ρύθμιση – οπότε πρέπει να γίνεται πιστευτός από τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ακόμη και το ότι, δεν ήταν ο επικεφαλής της ΕΚΤ αυτός που μείωσε τους τόκους των ομολόγων των κρατών της Ευρωζώνης λέγοντας πως θα στηρίξει το ευρώ με όλες του τις δυνάμεις, αλλά η δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας να τυπώνει χρήματα από το πουθενά, σε απεριόριστες ποσότητες.

Δεν προκλήθηκε πληθωρισμός, παρά τη διάθεση τεραστίων ποσοτήτων νέων χρημάτων, αφενός μεν επειδή οι εμπορικές τράπεζες που παράγουν το 90% δεν αύξησαν σημαντικά τα χρήματα που δημιουργούν οι ίδιες μέσω της παροχής δανείων, αφετέρου επειδή όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη λειτούργησαν ανάλογα – οπότε οι συγκρίσιμες ποσότητες παρέμειναν ως είχαν, «εξουδετερώνοντας» τις πιέσεις του ενός νομίσματος στο άλλο.

Ο δημοσιονομικός όμως κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο οι δημόσιες δαπάνες δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα δημόσια έσοδα, είναι καταστροφικός εάν το εξωτερικό ισοζύγιο μίας χώρας είναι ισοσκελισμένο – αφού υποχρεώνει σε μία πολιτική λιτότητας, η οποία μειώνει υποχρεωτικά το ΑΕΠ, αυξάνοντας ως εκ τούτου την ανεργία. Με δεδομένο δε το ότι, το μόνο που εξυπηρετεί αυτός ο κανόνας είναι η εμπιστοσύνη των ανθρώπων στο χρήμα, είναι βέβαιο πως εάν το γνώριζαν οι Πολίτες κρατών όπως η Ιταλία και η Ισπανία, θα είχαν ήδη ανατρέψει τις κυβερνήσεις τους – εάν συνειδητοποιούσαν δηλαδή πως ένα κράτος με δικό του νόμισμα διαθέτει από μόνο του τα μέσα για να επιτύχει πλήρη απασχόληση, χωρίς ξένο δανεισμό.

Από το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται ξανά πόσο μεγάλο έγκλημα ήταν το PSI που υπεγράφη από την άσχετη ως προς την οικονομία ελληνική κυβέρνηση των κ. Βενιζέλου και Σαμαρά – αφού με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα έχασε πλέον τη δυνατότητα να μετατρέψει το 90% του εξωτερικού της δανεισμού στο δικό της νόμισμα, επειδή μεταφέρθηκαν οι απαιτήσεις σε εθνικό δίκαιο των προηγουμένων δανειστών της, σε ξένο δίκαιο, σε ευρώ και σε νέους.

Το τεράστιο έγκλημα της ελληνικής κυβέρνησης που υπέγραψε το PSI εις βάρος των Πολιτών της χώρας θα το καταλάβουν τότε μόνο οι Έλληνες, εάν συνειδητοποιήσουν πως μέσω των φόρων δεν μεταβιβάζονται πλέον πραγματικοί πόροι στο ελληνικό δημόσιο, με στόχο της δαπάνες κοινωνικής ωφελείας, αλλά στα ξένα κράτη για την ικανοποίηση των συλλογικών αναγκών των δικών τους Πολιτών και του δικού τους κοινωνικού κράτους – με τη βοήθεια των ιδιωτικοποιήσεων των δημοσίων επιχειρήσεων, των πλειστηριασμών των σπιτιών τους κοκ., καταστρέφοντας τόσο το δικό τους μέλλον, όσο και αυτό των παιδιών τους εάν δεν αντιδράσουν.

Ο μύθος των αγορών
Συνεχίζοντας, για να διατηρηθεί ως έχει ο μύθος, εξισορροπώντας παρ’ όλα αυτά τη μείωση της ζήτησης που δημιουργείται από τα πλεονάσματα του ιδιωτικού τομέα, χρησιμοποιείται ο δανεισμός από τις χρηματαγορές. Παραμερίζοντας εν πρώτοις το ότι πρόκειται για έναν ακόμη μύθο, η πίστη πως αποτελεί μία εναλλακτική δυνατότητα στη χρηματοδότηση των κρατών μέσω των φόρων, ενισχύει την πίστη πως τα δάνεια πρέπει να πληρώνονται πίσω με τόκους και τόκους επί τόκων – αφού διαφορετικά δεν θα μπορεί να δανείζεται το κράτος και δήθεν θα καταρρεύσει!

Λογικά λοιπόν η αναφορά στο ύψος των δημοσίων χρεών προκαλεί φόβο και τρομοκρατεί τους ανθρώπους – ενώ όταν κάποιος «ειδικός» αναφέρει πως το χρέος έχει υπερβεί τα επιτρεπόμενα ανώτατα όρια εξυπηρέτησης του, τότε ο μύθος βοηθάει για να σταματήσουν οι ανεύθυνες σπατάλες. Σε τελική ανάλυση άλλωστε, σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, τα χρέη πληρώνονται επίσης μέσω των φόρων – πόσο μάλλον όταν προειδοποιούν οι ακραία νεοφιλελεύθεροι για τους κινδύνους της Δημοκρατίας από τον υπερδανεισμό, χωρίς φυσικά να αναφέρουν πως στα περισσότερα κράτη η Δημοκρατία είναι μία ψευδαίσθηση, ειδικά στη σημερινή εποχή που κυβερνούν απολυταρχικά οι τοκογλυφικές αγορές, στηριζόμενες από τις κεντρικές τράπεζες.

Τα πράγματα είναι όμως ακόμη χειρότερα, επειδή η πλειοψηφία των κρατών δεν είναι σε θέση να διατηρήσει το ύψος των χρεών της σταθερό, πόσο μάλλον να τα μειώσει – ενώ η τάση ύφεσης που είναι ενσωματωμένη στο υπάρχον σύστημα, τείνει να μειώσει τα φορολογικά έσοδα, όταν οι αυτόματοι σταθεροποιητές, όπως το ταμείο ανεργίας, οδηγούν στην αύξηση των δημοσίων δαπανών. Για οποιονδήποτε λοιπόν πιστεύει στο μύθο, είναι φανερό πως το κράτος είναι αχόρταγο – ενώ αρκετοί ισχυρίζονται πως η αιτία είναι η στενή σύνδεση του δημοσίου με τις εγχώριες τράπεζες.

Με απλά λόγια πως οι τράπεζες δανείζουν ανεύθυνα τα κράτη, επειδή γνωρίζουν πως εάν θα χρεοκοπήσουν τα κράτη θα τις διασώσουν με χρήματα των φορολογουμένων – ενώ η λύση κατά τους Γερμανούς είναι ένα πτωχευτικό δίκαιο για τα κράτη. Ως εκ τούτου, εάν συνεχίσουμε να πιστεύουμε στον ίδιο μύθο, τότε δεν έχουμε άλλη δυνατότητα από το να θεωρήσουμε σωστή αυτή τη λύση – ενώ είτε το θέλουμε, είτε όχι, με τον τρόπο αυτό έχουμε θέσει σε λειτουργία μία νομισματική και οικονομική τάξη πραγμάτων, η οποία υπονομεύει τα θεμέλια της νομισματικής μας οικονομίας. Όπως είχε πει δε ο A. Lerner, ισχύουν τα εξής:

«Οι ειδικοί που κατανοούν το θέμα, το ότι δηλαδή ένα κράτος με δικό του εθνικό νόμισμα δεν χρειάζεται την είσπραξη φόρων για τη χρηματοδότηση των δαπανών του, διστάζουν να μιλήσουν τολμηρά, λόγω του φόβου τους πως ο λαός δεν θα καταλάβει. Από την άλλη πλευρά οι άνθρωποι, οι οποίοι καταλαβαίνουν αρκετά εύκολα, φοβούνται να μιλήσουν περιμένοντας να μιλήσουν πρώτοι οι ειδικοί«.

Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, οι νόμοι της οικονομίας δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τους φυσικούς νόμους, έχουν επινοηθεί από ανθρώπους οπότε έχουν σφάλματα και σκοπιμότητες, βασίζονται κυρίως στην ιστορική εμπειρία και στη μαζική ψυχολογία, ενώ επιβάλλονται με τη βοήθεια διαφόρων αληθοφανών μύθων που προωθούνται μέσω της παιδείας – ο στόχος των οποίων είναι να τηρούν οι κοινωνίες τους νόμους, φοβούμενες πως διαφορετικά θα καταστραφεί η χώρα τους και ο πλανήτης.

Ειδικά όσον αφορά τα σημερινά νομίσματα (Fiat money), στηρίζονται απλά και μόνο στην εμπιστοσύνη των ανθρώπων απέναντι τους – ενώ είναι ανόητο να ανταλλάσσει κανείς πραγματικές αξίες με χρήματα χωρίς αντίκρισμα, εάν δεν τα έχει ανάγκη για να διεκπεραιώσει τις άμεσες συναλλαγές του. Πόσο μάλλον με χρέη όπως η Ελλάδα – για τα οποία φταίει τουλάχιστον όσο ο οφειλέτης και ο δανειστής.

Επειδή τώρα το θέμα είναι αρκετά πολύπλοκο, ενώ επιδέχεται πολλές παρανοήσεις και έρχεται σε αντίθεση με την κοινή λογική, έτσι όπως έχει εκπαιδευτεί, κάτι που συμβαίνει άλλωστε και το σύστημα των τραπεζών, θα αναφερθούμε πολλές φορές στο ίδιο, σε επόμενα κείμενα – στα πλαίσια της σύγχρονης μονεταριστικής θεωρίας, η οποία επεξηγεί όλες του τις απόκρυφες πτυχές.

analyst.gr

loading...