Oλυμπιάδα, Στρατονίκη, Μυρτάλη, Πολυξένη. Γυναίκα, Μύστης, Μάγισσα, Βασίλισσα, Μητέρα.

 Γράφει η Αριστονίκη Δηματριάδη (Ιστορικός).   

Η Ολυμπιάδα, ως κόρη βασιλέως, έτυχε από τα παιδικά της χρόνια ιδιαίτερης αγωγής-παιδείας. Από μικρή ήταν φιλόδοξη, και διψούσε για εξουσία, οι έντονες αυτές επιθυμίες, την οδήγησαν στα ιερατικά μυστικά του Μαντείου της Δωδώνης, στο οποίο και υπηρέτησε για αρκετά χρόνια, ενώ αργότερα μυήθηκε στα περιβόητα Καβείρια Μυστήρια της Σαμοθράκης, που επηρέασαν την μετέπειτα πορεία και την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς της. Εκτός από τα Καβείρια μυστήρια, έγινε μύστης και στα Διονυσιακά-Βακχικά,όπου, έζησε, με αχαλίνωτο πάθος, κάθε σεξουαλική διαστροφή, όπως είναι οι σοδομσμοί, το ταυτόχρονο σεξ, με πολλούς άνδρες, το στοματικό σεξ κλπ.

Σε όλα τα παγανιστικά θρησκεύματα, οι θεοί ήταν οι προστάτες των αχαλίνωτων παθών, της πορνείας, της μοιχείας, της αχαλίνωτης ερωτικής λαγνείας, των σεξουαλικών διαστροφών, των οργίων, της μέθης, της κραιπάλης κλπ. Στην αρχαία εποχή, οι περισσότεροι θεοί του παγανισμού, αντιπροσώπευαν τα ανθρώπινα πάθη. Όμως όταν ήρθε στην Ελλάδα  ο κατεξοχήν θεός των οργίων, ο θεός Διόνυσος , πήρε υπό την εξουσία του όλα τα τα σεξουαλικά πάθη.

Βασικό στοιχείο της λατρείας του Θεού Διόνυσου, ήταν τα ακατονόμαστα σεξουαλικά όργια, ο χυδαίος ερωτισμός, οι πάσης φύσεως ηθικές παρεκτροπές. Το πνεύμα του θεού Διόνυσου, εκτόπισε το Απολλώνιο πνεύμα, Το μέτρο και την νηφαλιότητα, το μέτρον άριστον, και το μηδέν άγαν, του Φοίβου Απόλλωνα, εκτόπισε οριστικά, ο Θεός Διόνυσος.

Η Διονυσιακή λατρεία στα αρχαία χρόνια, επιβλήθηκε από τα απολυταρχικά καθεστώτα, με μοναδικό σκοπό την παρεκτροπή των λαϊκών μαζών στις ηδονές, τις ηθικές ελευθεριότητες και την μέθη, προκειμένου να μη διαμαρτύρονται για την πολιτική, την οικονομική και την κοινωνική εξαθλίωση. Το ίδιο ακριβώς, συμβαίνει και κατά την σύγχρονη εποχή, ώστε να μην είναι σε θέση να διαμαρτύρεται ο χυδαίος όχλος.

Την αρχαία εποχή, οι απαίδευτες μάζες συμμετείχαν με μεγάλο πάθος σε αυτές τα αχαλίνωτα όργια, διότι οι ηγεμόνες, προσέδωσαν σε αυτά πλήρη ελευθερία, ακόμη και στα πιο ταπεινά ένστικτα των ποιστών. Μοιχοί, πόρνοι, έκφυλοι και κάθε λογίς ανώμαλοι, κρυμμένοι πίσω από τα ειδεχθή προσωπεία, είχαν το δικαίωμα, να ικανοποιήσουν τα αισχρά σαρκικά τους πάθη, εκτελώντας τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, με σοδομισμούς, καταπόσεις, ομαδικό σεξ κλπ.

Είναι γνωστό ότι αναγκάζονταν ακόμη και οι γυναίκες που ήταν κλεισμένες στους γυναικωνίτες να βγαίνουν τις ημέρες των εορτών στους δρόμους και να παίρνουν μέρος στις τελετές, υποκύπτοντας στις βρωμερές ορέξεις του κάθε ανώμαλου και αισχρού άνδρα θρησκευτή, ως υποταγή στο θέλημα του Διόνυσου. Η σεξουαλική κακοποίηση τους θεωρούνταν θρησκευτική πράξη λατρείας προς τον θεό.

Οι βωμολοχίες, οι άσεμνες χειρονομίες, οι περιφορές των φαλλών, των τεραστίων ομοιωμάτων του ανδρικού οργάνου, οι ξέφρενοι οργιαστικοί χοροί, η οινοποσία, οι κραυγές, οι ειδεχθείς μεταμφιέσεις, ο θόρυβος και η εκκωφαντική μουσική, των αυλών και των τυμπάνων συνέθεταν ένα μυστικιστικό κλίμα. Ήταν μια ανοικτή, τεράστια μαγική τελετουργία, για να ξορκιστούν οι δαιμονικές δυνάμεις.

έβαια η πραγματική λατρεία του Θεού, από τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις, γίνεται χωρίς τα ταπεινά σαρκικά πάθη και οτιδήποτε άλλο. Οι λάτρεις της θρησκείας, το κάνουν για να αποκτήσουν, ψυχική αρμονία, ενέργεια, πνευματικότητα, γνώσεις, και το δικαίωμα να ανέλθουν κοινωνικά, ακόμη περισσότερο. 

Για  ανώτερες, κοινωνικές τάξεις, κατά την αρχαιότητα, τα Μυστήρια,  ήταν η ανώτερη πνευματική κληρονομιά, για όλους τους συμμετέχοντες, καθώς οι εκλέκτοι,-μύστες, είχαν τις πνευματικές ικανότητες, και την παιδεία, να μετατρέπουν, σε ενέργεια, δύναμη, εξουσία, εξέλιξη και δημιουργικότητα, τα ακατανόμαστα, σεξουαλικά όργια, Στον αντίποδα, οι απλοί άνθρωποι, ζούσαν σεξουαλικά κτηνωδώς, χωρίς κανένα πνευματικό όφελος και εξέλιξη. 

Τα αρχαία μυστήρια, ήταν κρυφές τελετές. Κάθε μυστηριακή κοινότητα-ομάδα είχε ιεροτελεστίες και όσοι συμμετείχαν στα δρώμενα ένιωθαν ενωμένοι για μια ζωή. Η λέξη μυστήριο σήμαινε το απόρρητο, το μυστικό, το άρρητο μέρος μιας τελετής ή λατρείας, η οποία δεν γινόταν φανερή σε όσους δεν είχαν μυηθεί.

Εκείνοι που είχαν μυηθεί στα μυστήρια της ξεχωριστής γνώσης, απαγορευόταν να τα ανακοινώσουν σε οποιονδήποτε, αμύητο. Στην εσωτερική τους έννοια παρουσίαζαν τις αιώνιες αλήθειες, είτε φυσικές είτε πνευματικές, που διατηρήθηκαν με το πέρασμα χιλιάδων ετών.Στα μυστήρια όλων των εποχών και θρησκειών, οι άνθρωποι επιδιώκουν την βοήθεια του θεού. Και την επιδιώκουν από τη στιγμή που μπόρεσαν να συλλάβουν την ιδέα των πανίσχυρων θεών και του υπερβατικού τους κόσμου.

Τα μυστήρια εκ των πραγμάτων, εμφανίζονται σ’ ένα αρκετά ανεπτυγμένο πολιτιστικό στάδιο του ανθρώπου – η σύλληψη της έννοιας των θεών, των πνευμάτων, ενός κόσμου που υπάρχει πέρα από τις ανθρώπινες αισθήσεις, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξή τους.

Τα Καβείρια Μυστήρια

Η ιστορία της Σαμοθράκης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία και τη λατρεία των Καβείριων μυστηρίων που ανέδειξαν το νησί τόσο κατά την κλασσική, όσο, και κυρίως, κατά την ελληνιστική εποχή, σε σπουδαίο πανελλήνιο και διεθνές για την εποχή θρησκευτικό κέντρο, αφού εκεί πήγαιναν θεωροί, μύστες και πλήθος κόσμου από πολλές πόλεις της Ασίας, της Θράκης και της Μακεδονίας. Ακόμα και βασιλείς, πρίγκιπες, άρχοντες, στρατηγοί, ιστορικοί, ρήτορες, μυούνταν στα Καβείρια μυστήρια για να γίνουν άνθρωποι καλύτεροι, ευσεβείς, για να εξελιχθούν στην ζωή τους, και  να αναζητήσουν την βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Οι μυούμενοι δεχόταν επίσης τη διδασκαλία περί γεννήσεως και θανάτου στη φύση. Στα Καβείρια μυστήρια, σε αντίθεση με τα Ελευσίνια, η μύηση εστιαζόταν κυρίως στα περί γεννήσεως. Σε κανένα, όμως, σημείο της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας δεν υπάρχει συσχέτιση των συγκεκριμένων μυστηρίων με διδασκαλία μετεμψύχωσης και αθανασίας ψυχής. Κυρίως φαίνεται ότι γινόταν κατανοητή στο μυούμενο η θέση του κάθε ανθρώπου στον αέναο κύκλο της ζωής και του θανάτου στην φύση. 

Η μύηση αποτελούνταν από δύο στάδια: την απλή μύηση, που γινόταν στο ανάκτορο, και την εποπτεία στο ιερό, κατά τις οποίες η εξομολόγηση προκαλούσε την ψυχική κάθαρση. Η τελετή γινόταν νύχτα, με μεγάλες δάδες, που πιθανότατα συμβόλιζαν το εσωτερικό φως που διώχνει το σκοτάδι της άγνοιας και της ύλης, και οι ιερείς, οι ονομαζόμενοι Σάμοι, «ωρχούντο» ψελλίζοντας λέξεις ακατάληπτες για τον αμύητο. Και για να ολοκληρωθεί η μύηση, ο μυούμενος έπρεπε να είναι σε θέση να καταλάβει αυτή την προφορική διδασκαλία, ενώ έβλεπε τα θεϊκά σύμβολα που του εξηγούσαν τη σημασία τους. Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία πέρασε και η Μυρτάλη, η μετέπειτα ονομαζόμενη Ολυμπιάδα, καθώς η ευγενική της καταγωγή, αλλά και η απόλυτη αυτογνωσία που διέθετε, παρά το νεαρό της ηλικίας της, αποτέλεσαν εγγύηση πως ήταν έτοιμη όχι μόνο να μυηθεί, μα να σεβαστεί και να κατανοήσει τη βαθύτερη φύση και τα νοήματα των διδασκαλιών. Με το πνεύμα και την προσωπική δύναμη που την διέκρινε, ήδη από τα παιδικά της χρόνια, η εισαγωγή της σε ένα χώρο όπου οι πνευματικές αναζητήσεις και η διεύρυνση του νου και του νοήματος της ζωής γίνονται καθημερινή ενασχόληση, ήταν βέβαιο πως η Ολυμπιάδα θα ξεπερνούσε κατά πολύ τη μέση γυναίκα της εποχής της, θα προκαλούσε και θα σόκαρε την ανδροκρατούμενη Ελληνική κοινωνία – μια κοινωνία που θεωρούσε πως η ζωή και ο ρόλος της γυναίκας αρχίζει και τελειώνει στο σπίτι.

Όλα αυτά, βέβαια, βρισκόταν πολύ μακριά από το μυαλό της νεαρής Πολυξένης-Μυρτάλης, όταν κατά την περίοδο των Καβείριων μυήσεων, γνώρισε τον μέλλοντα σύζυγό της, το Φίλιππο Β΄, βασιλιά της Μακεδονίας, ο οποίος, αμέσως μετά τη γνωριμία τους, έσπευσε να τη ζητήσει σε γάμο, παρά τις έντονες αντιρρήσεις του στρατηγού , Αντίπατρου, που στην πορεία στάθηκε ένας από τους πιο αμείλικτους εχθρούς της.

Ο στρατηγός του έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις για την απόφασή του να παντρευτεί την  Μυρτάλη, τη γόησσα των φιδιών, τη μάγισσα, όπως τη χαρακτήριζε.Οι αντιρρήσεις του Αντίπατρου, ωστόσο, οι χαρακτηρισμοί που διάλεξε για να περιγράψει την Ολυμπιάδα (γόησσα φιδιών, μάγισσα) δείχνουν ξεκάθαρα ποια ήταν η γνώμη των αρχαίων Μακεδόνων τόσο για τη μαγεία, όσο και γι’ αυτούς που ασχολούνταν μαζί της. Όταν ένας στρατηγός, με την μόρφωση και την κοινωνική θέση που πλαισιώνουν μια τέτοια ιδιότητα, δίνει βάση και χρησιμοποιεί αυτά τα επιχειρήματα για να υποστηρίξει την αντίρρησή του,είναι μια ακόμη απόδειξη, ότι εκτός από τους αρχαίους φιλοσόφους-σοφούς, και οι μεγάλοι στρατηγοί, ήταν ενάντια, στο δωδεκάθεο, και στην ειδωλολατρεία.

Παρόλα αυτά ο Φίλιππος, μαγεμένος από το κάλλος της νεαρής γυναίκας, από τη σοβαρότητα και τη σεμνότητα της, αλλά και από την οξύνοια του πνεύματός της – κάτι που επιβεβαιώνει και ο Πλούταρχος, που βρίσκει την Ολυμπιάδα ανώτερη σε σύγκριση με τη Ρωμαία Κορνηλία- επέμεινε στην απόφασή του, κι έτσι, λίγο καιρό αργότερα, η Μυρτάλη στεφόταν βασίλισσα της Μακεδονίας κι έπαιρνε, σύμφωνα με το έθιμο, το νέο της όνομα – Ολυμπιάδα.

Είναι πλέον αναμφισβήτητο γεγονός πως η αρχαιοελληνική παγανιστική θρησκεία, με τις άπειρες εκδοχές και μορφές της, υπήρξε ένα μείγμα πρωτόγονων θρησκευτικών πίστεων και πρακτικών, τα οποία συνέθεταν ένα απίστευτο σύνολο δεισιδαιμονίας και σκοταδισμού.

Μελετώντας κανείς την φύση και τις πρακτικές της αρχαιοελληνικής θρησκείας είναι εύκολο να διαπιστώσει τα άπειρα μαγικά και παράλογα στοιχεία της. Η τέχνη της μαγείας και το απίστευτο εύρος των μαγικών τελετουργιών της, ήταν η πλέον αγαπητή ενασχόληση των ιερέων και άλλων παραγόντων της αρχαιοελληνικής θρησκείας. Η μαγεία, και η μαντική αποτελούσε μέρος των «καθηκόντων» των ιερέων της αρχαίας θρησκείας.

Η μαγεία είχε τέτοια έκταση στους κόλπους της αρχαιοελληνικής θρησκείας, ώστε είχε οριστεί ως προστάτιδά της η τρίμορφη θεά της νύχτας, του σκότους και των φαντασμάτων Εκάτη – Άρτεμις. Η σκοτεινή θεά ταυτιζόταν με τον δίσκο της Σελήνης, γι’ αυτό οι απόκρυφες μαγικές τελετουργίες γινόταν, και γίνονται ακόμα μέχρι σήμερα, τις νύχτες, όταν υπάρχει πανσέληνος. Δεν είναι τυχαία η επιδίωξη των συγχρόνων πιστών να εορτάζουν την πανσέληνο και σε ορισμένες ημέρες του χρόνου. Επίσης δεν είναι συμπτωματικό ότι στους ύστερους χρόνους, όταν είχαν εισβάλλει στον ελληνικό χώρο οι ανατολικές θρησκείες, έγινε αμέσως δεκτή η λατρεία της Αιγύπτιας μαγισσας Ίσιδος, προστάτιδας της μαγείας. Σύμφωνα με τις αναφορές  του Αρχιερέα των Δελφών, του Πλούταρχου, η λατρεία της Αιγυπτιακής μάγισσας-θεάς εισήλθε και σ’ αυτό το δελφικό ιερό. Στην Τιθωρέα μάλιστα πήρε τη θέση της Αρτέμιδος, αφού και οι δύο θεές προστάτευαν τη μαγεία.   

Η Ίσις από νεαρό κορίτσι ήταν ήδη πανίσχυρη μάγισσα. Απέκτησε αυτήν την δύναμη από τον Ρα, τον ηλιακό Θεό, χρησιμοποιώντας ένα τέχνασμα. Φρόντισε να τον δαγκώσει ένα φίδι, από το οποίο ο Ρα δεν μπορούσε να φυλαχτεί, επειδή δεν ήταν δικό του δημιούργημα. Για να τον θεραπεύσει, απαίτησε να της αποκαλύψει το μαγικό του όνομα, που θα της έδινε τεράστια δύναμη. Έτσι και έγινε.

Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Διόδωρος, ο Πλούταρχος και ο Ηρόδοτος υποστηρίζουν ότι τα αρχαία Αιγυπτιακά Μυστήρια ήταν η βάση στην οποία στηρίχτηκαν τα Ελληνικά Μυστήρια, ιδιαίτερα τα Ελευσίνια. Στα αρχαία μυστήρια η γυναίκα έπαιζε σημαντικό ρόλο με τις διάφορες θέσεις που μπορούσε να καταλάβει. Ήταν Θεραπεύτρια, Μάντισσα, Μεγάλη Ιέρεια. Εκπλήρωνε αυτούς τους προορισμούς χάρη στο δεκτικότερο προσανατολισμό της στα εσωτερικά πεδία. Σαν θεραπεύτριες, κράταγαν την παράδοση από την ίδια τη Θεά. Ας μην ξεχνάμε ότι στην περίπτωση της Ίσιδας έχουμε να κάνουμε με μια παντοδύναμη θεραπεύτρια και μάγισσα. Τέλεια γνώστρια της φύσης των βοτάνων, κάτι που το συναντάμε σε κάθε θεά που έχει σχέση με την καλλιέργεια. Στην Βραζιλία, μάλιστα, υπήρχε μια Θεά που ονομαζόταν «Μητέρα των Βοτάνων». Έχουν ανασκαφεί αρχαίες εικόνες του αιγυπτιακού σταυρού ανκχ, του σταυρού της Ίσιδας, που πάνω του έχει ιερογλυφικά που γράφουν τη λέξη «Υγεία». Υπήρχε, εξάλλου, ένα περίφημο ελιξίριο την εποχή του Μεσαίωνα, πανάκεια για όλες τις αρρώστιες: το όνομα του ήταν «Ίσις».

 Ο ρόλος της γυναίκας-μάγισσας, είναι ίσως ο πιο γνωστό,. και αυτό γιατί τα μαντεία ήταν τα πιο φημισμένα μέρη της αρχαιότητας. Οι Πυθίες στους Δελφούς ήταν από τις πιο γνωστές μάντισσες.

Για την θέση της Μεγάλης Ιέρειας εκπαίδευαν ειδικά επελεγμένα κορίτσια, που τα έπαιρναν από τότε που οι ικανότητές τους ήταν φανερές και ισχυρές. Αυτές ήταν γνωστές στην Αίγυπτο με τον τίτλο «Ενδύματα της Ίσιδας» και στην Ελλάδα σαν «Πυθώνισσες». Το εσωτερικό τους έργο ήταν να οδηγούν τους ιερείς στα μακρινά και συχνά επικίνδυνα μονοπάτια προς την κορυφή της ιεροσύνης. Δίδασκαν τους άντρες να αναζητούν μέσα από τον εαυτό τους τη δική τους άνιμα, την δική τους ιδέα του θηλυκού. Η ελληνική μυθολογία είναι γεμάτη από μάγισσες και μαγικές τελετουργίες (Κίρκη, Μήδεια, Αριάδνη, Πασιφάη,  Διοτίμα, Οινόη, Ελένη κλπ). Διαβόητη μάγισσα υπήρξε επίσης και η Αγαμήδη, η θυγατέρα του Αυγεία.

Κοιτίδα της μαγείας ήταν η Θεσσαλία, οι γυναίκες της Θεσσαλίας ήταν οι πιο ονομαστές μάγισσες της αρχαιότητας. Ιερείς και άλλοι παράγοντες της θρησκείας συνέρρεαν στις διαβόητες αυτές μάγισσες της Θεσσαλίας για την εκμάθηση της απόκρυφης τέχνης της μαγείας. Άλλωστε δεν ήταν νοητό ιέρεις της αρχαίας θρησκείας να μην κατέχουν τις μαγικές τελετουργίες, διότι μέσω των μαγικών θαυμάτων, μπορούσαν, να επιβάλλονται στους θρησκευτές του «θεού» που εκπροσωπούσαν. Αιτιά για όλα τα τεκτενόμενα, στην Θεσσαλια, ήταν η μεγαλύτερη μάγισσα όλων των εποχών η Μήδεια.
  

loading...