Ο ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙ

Δέν θά ἦτο κακόν οἱ ξενοδόχοι πού ἐνοικιάζουν εἰς τούς λαθροεισβολεῖς τό ξενοδοχεῖον τους νά λάβουν γνώσιν τοῦ κειμενου.

ΕΛΛΗΝΑ ΓΙΝΟΥ ΠΑΛΙΝ ΕΛΛΗΝ –ΔΙΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ΕΛΛΗΝ.
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΞΕΝΟΔΟΧΟΥΣ
ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΥΝ ΤΑΣ ΟΙΚΙΑΣ ΤΩΝ ΣΕ ΑΛΛΟΕΘΝΕΙΣ.

Ἀξιότιμη Ἑλληνίδα καί ἀξιότιμε Ἕλληνα, ἡ πατρίδα μας, ἡ Ἑλλάδα μας εἶναι ἡ χώρα τοῦ μύθου και τοῦ παραμυθιοῦ τῶν ἡρώων καί τῶν φιλοσόφων τῶν Βασιλέων καί τῶν Αὐτοκρατόρων. Τό στεφάνι τῆς δόξας ἀπλώνεται ἐπάνω εἰς τόν γαλάζιο καί φωτεινόν οὐρανόν τῆς Ἀγαπημένης μας Ἑλλάδος, διά τό ἔνδοξον παρελθόν της. Μέ ποτάμια αἵματος ἐπότισαν τό δένδρον τῆς Ἐλευθερίας, ὥστε νά εἶναι ἡ Πατρίδα μας Ἐλευθέρα καί νά δυνάμεθα νά ἀναπνέομεν ἐμεῖς τόν ἀέραν της ἐλευθερίας, μέ τάς δικάς των θυσίας. Αὐτό τουλάχιστον συνέβαινεν μέχρις πρότινος, πρό τῆς ἀφίξεως τῶν λαθροεισβολέων. Ὄμως καθαράν μᾶς παρέδωσαν τήν Πατρίδα μας, καθαράν ὀφείλομεν νά τήν παραδώσωμεν εἰς τάς ἐπόμενας γενεάς. Ἐμεῖς οἱ σημερινοί αὐτό τό παρελθόν, ὀφείλομεν νά τιμήσωμεν διά νά εἴμεθα ἀντάξιοι διάδοχοι των. Ὁφείλομεν, καί εἰς τόν παρόντα χρόνον, ἀλλά καί εἰς τό ἀπώτατον μέλον νά εἴμεθα εὐγνώμονες πρός τούς ἥρωας μας καί προγόνους μας

Ὁ Ἄγγλος ἀνταποκριτής τῶν<Τάϊμς> τοῦ Λονδίνου γιά τούς Ἕλληνες τοῦ 1821 Τζέϊμς Ἔμερσον γράφει: Συναντᾶς παραδείγματα ἀρχαίων ἡθῶν. Σέ κάθε βῆμα βλέπεις κάτι πού σοῦ θυμίζει πῶς βρίσκεσαι εἰς τήν Ἑλλάδα. Ἡ γλῶσσα τά ἔθιμα, ὁ χαρακτῆρας τῶν κατοίκων εἶναι ὅλα τά ἴδια, ὅπως καί τά χρόνια τοῦ Δημοσθένη. Ἀκόμη καί ἡ ἀμφίεση τους δίνει τήν ἐντύπωσιν πῶς δέν ἔχει ἀλλάξει διόλου. Ἔχουν καί τώρα ἀκόμη μακριά κυματιστά μαλλιά, ὅπως καί οἱ καρηκομόωντες τοῦ Ὁμήρου. Ἡ φουστανέλλα ἡ μάχαιρα καί οἱ ὁλοκέντητες περικνημίδες δείχνουν πῶς οἱ σημερινοί Ἕλληνες εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ εὐκνήμιδες Ἀχαιοί.

Νά ἀναφέρωμεν μερικά περιστατικά τοῦ προσφάτου παρελθόντος μας

Ὁ Μεγάλος ἥρωας μας Κολοκοτρώνης μέ τό δισάκκι του στον ὦμο γιά τόν δρόμο, πού μέσα θα εἶχε κάποιο ξεροκόματο, καμιά ἐλιά καί κανά ἀσκό μέ νερό, διά νά ἀπελευθερώση τήν Ἑλλάδα καί ἐμᾶς ἀπό τόν βάρβαρον Τούρκο, ἐπεῖγεν νά ὁρκισθῆ εἰς τό Μοναστήριον τῆς Εὐαγγελλιστρίας τῆς Σκιάθου. Ἐνῶ, ἐάν ἐπιθυμοῦσεν θά ζοῦσεν μέσα στήν χλιδή καί τόν πλοῦτο, προσφέροντας τίς ὑπηρεσίες του στόν πασᾶ, μά δέν τό ἔπραξεν. Μαζί του τότε στήν ὁρκωμοσία ἦσαν καί ἄλλοι μεγάλοι καπετανέοι, ὁ Μιαούλης, ὁ Παπαβλαχάβας, ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Δημητριάδης, οἱ Λαζαίοι, ὁ Σταθάς, ὁ Νικοτσάρας, ὁ Τσάμης καί ἄλλοι. Τότε εἰς τό Μοναστήριον τῆς Εὐαγγελίστριας τῆς Σκιάθου ὅλα αὐτά τά πεινασμένα γιά ἐλευθερία παληκάρια ὁρκίστηκαν γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστη τήν Ἀγίαν καί τῆς Πατρίδος τήν Ἐλευθερίαν κάτω ἀπό τό πετραχήλι καί τάς εὐλογίας τοῦ Μοναχοῦ Νήφωνα. Ὁρκίστηκαν νά ἐλευθερώσουν την Πατρίδα μας ἀπό τήν σκλαβιά τῶν βαρβάρων, αἱμοχαρῶν καί ἀπολίτιστων Τούρκων. Ἐτίμησαν τόν Ὅρκον τους. Τότε δέ, ἐθεσπίσθει καί ἡ πρώτη σημαία τῆς ἐπαναστάσεως, ἡ ὁποία ἀποτελεῖτο ἀπό λευκόν Σταυρόν σέ γαλαζιο φόντο.

Σεβαστέ Ἕλληνα ἔχεις ἀκούσει τήν λέξιν ψωροκώσταινα, ὑπονοόντας τήν πρό ὁλίγων ἐτῶν πτωχήν Ἑλλάδα. Μόνον πού ἡ ψωροκώσταινα, δέν ἦταν καθόλου ψωροκώσταινα, ἀλλά ἀντιθέτως μιά πολύ ὡραία Κυρία καί ἀρχόντισα ἀπό τήν Κυδωνιά, δηλ, ἀπό τό Ἀϊβαλή. Ἦταν ἡ Πανωραία Χατζηκώστα, ἡ ὁποία ἐκεῖ εἰς τό Ἀϊβαλή τό 1821 οἱ Τούρκοι σκότωσαν τόν ἄνδρα της καί τά παιδιά της, μαζί μέ τούς κατοίκους τοῦ Ἀϊβαλή. Ἔτυχεν νά ζήση, ὅπου πρῶτα ἐπῆγεν εἰς τά Ψαρᾶ, καί ἀπό ἐκεῖ εἰς τό Ναύπλιον. Ἐκεῖ διά νά ζήση ἔκανεν διάφορες ἐργασίες, τήν ἀχθοφόρον, τήν πλύστραν κ.τ.λ. τῆς ἔδωσαν τότε τό παρατσούκλι ψωροκώσταινα. Τό 1826 διά τό πολύπαθον Μεσσολόγι ἐγένετο ἔρανος. Ἐπειδή τότε ὅλοι οἱ Ἕλληνες πεινοῦσαν, δέν ἦσαν πρόθυμοι εἰς τόν ἔρανον. Τότε διῆλθεν ἀπό ἐκεῖ ἡ ψωροκώσταινα καί προθύμως εἶπεν, «Δέν ἔχω τίποτα ἄλλο ἀπό αὐτό τό ἀσημένιο δαχτυλίδι κι αὐτό τό γρόσι. Αύτά τά τιποτένια προσφέρω στό μαρτυρικό Μεσολόγγι». Τότε συγκινημένοι ἀπό τήν πράξιν τῆς ψωροκώσταινας, ἔβαλλαν καί οἱ ἄλλοι τό χέρι εἰς τήν τσέπην.

Νά ἀναφερθῶμεν βεβαίως, καί εἰς τήν ἄρνησιν ἀλλά καί πολεμικήν ἀρετήν καί φιλοπατρίαν τοῦ Σουλιώτη Τζίμα Ζέρβα εἰς τήν πλουσιοπάροχην προσφοράν τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ διά νά ἐγκαταλείψη τό Σούλι, τοῦ γράφει:

”Βεζύρη Ἀλή Πασά, σ΄εὐχαριστῶ πολύ γιά τήν ἀγάπην πού ἔχεις γιά τά μένα, μον΄τά πουγκιά πού μοῦ γράφεις μέ τόν Μέτζο νά μοῦ στείλης, νά μήν μοῦ τά στείλης, γιατί δέν ξέρω νά τά μετρήσω καί δέν ξέρω τί νά τά κάνω, μόν καί ἀν ἤξερα πάλιν δέν εἶμαι εὐχαριστημένος νά σοῦ δίνω οὖτε ἕνα λιθάρι ἀπό τούς βράχους τῆς πατρίδος μου καί ὄχι νά φύγω ἀπό τό Σούλι διά τά πουγκιά σου.

Τιμές καί δόξαις πού μοῦ τάζεις νά μοῦ δίνης δέν μοῦ χρειάζονται, γιατί εἰς ἐμένα πλοῦτος, δόξαις καί τιμές εἶναι τ΄ἄρματα μου, ὁπου μ΄ἐκείνα φυλάω τήν πατρίδα μου τήν ἐλευθερίαν μου καί τά παιδιά μου, τιμῶ τ΄ ὄνομα τοῦ Σουλιώτου καί ἀποθανατίζω καί τό δικό μου ὄνομα” Σούλι 4 Μαϊου 1801

Τζίμας Ζέρβας

Ἡ Ὑδραία καπετάνισσα Μπουμπουλίνα σέ ἕνα ἀπό τά πλοία της ἔδωσε τό ὄνομα ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ καί διέθεσεν ὅλην τήν περιουσίαν της διά τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος καί κυρίως καί τά παιδιά της. Τό ἴδιο ἔκαμεν καί ἡ Μαντώ Μαυρογένους.

Ἕνα ἄλλο περιστατικό καί στιγμιότυπο τῆς ἐπαναστάσεως;

Ἦταν παραμονή τοῦ Ἄϊ Βασίλη, καί ἐπῆγαν τά παιδιά νά ψάλλουν τά κάλαντα εἰς τό σπίτι τοῦ Νικηταρᾶ. Ἔτυχεν νά εἶναι ἐκεῖ καί ὁ θεῖος του ὁ Κολοκοτρώνης. .

Ὁ Νικηταράς γυρνώντας πρός τόν Κολοκοτρώνη τοῦ λέγει, μπάρμπα μήπως ἔχεις χρήματα γιά νά φιλέψω τά παιδιά.

Καί ὁ Κολοκοτρώνης γιά νά τόν πειράξη τοῦ λέγει, μά δέν ντρέπεσαι λιγάκι, κατζάμ καπετάνιος μέ τόσες δόξες νά ζητιανέβης, τί σόϊ στρατηγός εἶσαι.

Καί ὁ Νικηταρᾶς τοῦ ἀπαντᾶ, τό εἶχε ἡ μοίρα μου καπετάνιος να γίνω, μά δέν θέλω να κάμω πραμάτεια τό καπετανλίκη μου καί νά πλουταίνω. Πραματευτής δέν εἶμαι μπάρμα.

Ἀγαπητέ συνέλληνα ξενοδόχε, διατί ἐσύ σήμερα γίνεσαι πραματευτής καί μάλιστα φτηνός πραματευτής καί μάλιστα πραμτευτής τῆς κακιάς ὥρας. Διατί προκειμένου νά κερδίσης μισή χούφτα εὐρώ ἐνοικιάζεις τό ξενοδοχεῖον σέ λαθροεισβολεῖς Μουσουλμάνους, διατί εἰς τήν ἐργασίαν σου χρησιμοποιεῖς ἀλλοδαπούς. Ἀλλά καί ἐσύ πού ἐνοικιάζεις τήν οἰκίαν σου σέ ἀλλοδαπούς. Τόσον πολύ τυφλώθηκατε ἀπό τόν ἦχον τοῦ χρήματος, ὥστε νά συμπεριφέρεσθε ὡς ἄτομομα περιορισμένης εὐθύνης καί ἐλαστικῆς συνειδήσεως. Διατί ἀδιαφορεῖτε διά τήν δολοφονίαν τοῦ παιδιοῦ σας ἀπό τούς ἀλλοδαπούς, τόν βιασμόν τῆς ἀδελφῆς σου, τήν ληστείαν τοῦ σπιτιοῦ σου, γιατί μαραζώσατε ψυχικά, γιατί προσβάλλεις τούς προγόνους σου, διατί προδίδεις τούς ἀγῶνες των, δέν ντρέπεσαι να ἀγοράζης το κουλούρι τοῦ παιδιοῦ σου ἀπό τό ἐνοίκιο τοῦ ἀλλοδαποῦ, τόσον ἀνίκανος ἔγινες. Γνωρίζεις ὅτι εἶσε ὁ ἡθικός αὐτουργός ὅλων τῶν ἐγκληματικῶν ἐνεργειῶν πού ἔχουν διαπράξει οἱ ἀλοδαποί!

Οἱ Πέρσες κάποτε μέ 43 φυλές μισθοφόρων εἶχον ἔλθει νά ὑποτάξουν τήν Ἐλλάδα μας. Τότε οἱ Πέρσες ἐπληροφορήθησαν ὅτι οἱ Ἕλληνες εὐρίσκονται εἰς τήν Ὀλυμπία καί ἀγωνίζονται σέ γυμνικούς καί ἱπποδρομικούς ἀγῶνας. Ἔμαθαν δέ τότε ὅτι τό ἔπαθλον εἰς τούς νικητάς, ἦτο «τῆς ἐλαίης τὸν διδόμενον στέφανον», δηλ. τούς ἀπονέμεται ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΕΛΙΑΣ. Τότε ὁ (ἀξιωματικός) Τριτανταίχμης ὁ υἱός Ἀρταβάνου ἀπευθυνόμενος πρός τόν (ἀρχιστράτηγον) Μαρδόνιον τοῦ λέγει: «Παπαί, Μαρδόνιε, κοίους ἐπ᾽ ἄνδρας ἤγαγες μαχησομένους ἡμέας, οἳ οὐ περὶ χρημάτων τὸν ἀγῶνα ποιεῦνται ἀλλὰ περὶ ἀρετῆς». «Ἀλοίμονον Μαρδόνιε μέ ποίους ἄνδρας, ὁδήγησες ἐμᾶς νά πολεμήσωμεν, οἱ ὁποῖοι δέν ἀγωνίζονται διά τά χρήματα, ἀλλά διά τήν ἀρετήν».

Ἕλληνα, Γίνου πάλιν Ἕλλην διότι εἶσαι Ἕλλην, καθ΄ὅτι χαρακτηριστικό τῶν Ἑλλήνων εἶναι εἶναι τά ἄϋλα ἀγαθά, αἱ ἀρεταί καί τά ἰδανικά, καί ὄχι ἠ φιλαργυρία. «…ἢ τὸ φιλομαθές, ὃ δὴ τὸν παρ᾽ ἡμῖν μάλιστ᾽ ἄν τις αἰτιάσαιτο τόπον, ἢ τὸ φιλοχρήματον τὸ περὶ τούς τε Φοίνικας εἶναι καὶ τοὺς κατὰ Αἴγυπτον φαίη τις ἂν οὐχ ἥκιστα». <ΠΟΛΙΤΕΙΑ> Πλάτωνος 436a

Δηλ. «…ἤ τό δικόν μας ἔθνος πού χαρακτηρίζεται ὡς φιλομαθές, ἐν ἀντιθέσει μέ τούς Φοίνικας καί Αἰγυπτίους πού εἶναι φιλοχρήματοι, ὡς κατ΄ἐλάχιστον θά ἔλεγεν κάποιος».

Ὅλοι μέσα μας κρύβομαι μας ἕναν πολεμιστήν, ἕναν Ἀχιλλέα, ἕναν Λεωνίδα, ἕναν Μ. Ἀλέξανδρον, ἕναν Μιλτιάδη, ἕ ναν Θεμιστοκλήν, ἕναν Παλαιολόγον, ἕναν Κολοκοτρώνην, ἕναν Νικηταράν, καί ἕναν φιλόσοφον, ἕναν Πλάτωνα, ἕναν Σωκράτη, ἕναν Ἀριστοτέλην, ἕναν Αἰσχῦλον, ἕναν Περικλέα καί τόν πρῶτον θεμελιωτήν τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τόν Μίνωα, καί ἄλλους πού οὔκ ἔστι τέλος.

Διέξοδος εἰς τό ἀδιέξοδον εἶναι ἐπιστροφή εἰς τήν δόξαν, τό μεγαλεῖον, τήν λαμπρότητα, τάς ἀρετάς καί τά ἰδανικά τῶν προγόνων μας, μέ κυρίαρχον στοιχεῖον τήν φιλοπατρίαν.

loading...