Αθανάσιος Σουλιώτης – Νικολαϊδης: Η Ιστορία ενός “Μυστικού Πράκτορα”

Αρχείο Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη

Εισαγωγή και Επιμέλεια Καταλόγου: Ελένη Φουρναράκη (Αθήνα 1992)

Το όνομα του Αθανασίου Σουλιώτη – Νικολαϊδη είναι στενά συνυφασμένο με μια άλλη πνευματική και πολιτική προσωπικότητα της νεοελληνικής ιστορίας, πολύ πιο γνωστή αυτή, τον Ίωνα Δραγούμη. Αν και δεν γνώρισε την υστεροφημία του στενού του φίλου, ο Α. Σουλιώτης στάθηκε στον καιρό του μια “αφανής” αλλά έντονη μορφή. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Κ.Θ. Δημαρά (Βήμα, 25-9-1959) ότι, πριν τον γνωρίσει και προσωπικά, είχε ήδη επηρεαστεί από το “θρύλο” γύρω από το όνομα του. Σήμερα, βέβαια, τη θέση του θρύλου παίρνει ολοένα και περισσότερο το ιστορικό πρόσωπο του Α. Σουλιώτη, ιδιαίτερα γνωστό για τους μελετητές του Μακεδονικού Αγώνα, της εποχής του και της γενιάς που τον εξέθρεψε.

Αν και αξιωματικός του στρατού (απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων) ο Α. Σουλιώτης μετείχε στο Μακεδονικό Αγώνα ως μυστικός πράκτορας, ιδιότητα που διατήρησε και αργότερα, μέχρι το 1916. Από τη δράση του αυτή τρεις εμπειρίες είναι σήμερα ευρύτερα γνωστές, καθώς έχουν δημοσιευτεί από τα κατάλοιπα του οι σχετικές του αναμνήσεις (Ο Μακεδονικός Αγών. Η “Οργάνωσις Θεσσαλονίκης”. Θεσσαλονίκη, 1959, Ημερολόγιον του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Θεσσαλονίκη, 1962 και ”Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως”. Αθήνα, 1984. Βλ. Φάκελο 28, Εκδόσεις έργων του Α. Σουλιώτη). Καθοριστικές για τη ζωή και τη μετέπειτα πορεία του στάθηκαν οι δύο πρώτες: η συγκρότηση και διεύθυνση μυστικής πατριωτικής οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη, από το 1906 έως το 1908, με κύριο σκοπό την αντιμετώπιση της βουλγαρικής προπαγάνδας και δράσης και η ίδρυση, σε συνεργασία με τον Ίωνα Δραγούμη, ανάλογης μυστικής οργάνωσης στην Πόλη, με ευρύτερους όμως στόχους και εθνικό πρόγραμμα. Η Οργάνωση Κωνσταντινούπολης βρισκόταν αρχικά υπό την καθοδήγηση ειδικής μυστικής υπηρεσίας του Υπουργείου των Εξωτερικών, της Πανελλήνιας Οργάνωσης. Από το 1909 όμως, όταν ατόνησε η υπηρεσία αυτή, η Οργάνωση Κωνσταντινούπολης διευθύνεται ουσιαστικά από τον ίδιο τον Α. Σουλιώτη, μέχρι την έκρηξη του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Τότε ο Α. Σουλιώτης φεύγει για την ελληνική πρεσβεία της Σόφιας και στη συνέχεια για το μέτωπο, με εντολή να παρακολουθεί τις κινήσεις της βουλγαρικής μεραρχίας Θεοδωρώφ, συντελώντας έτσι και εκείνος στη ματαίωση των σχεδίων της να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη πριν από τα ελληνικά στρατεύματα. Ας σημειώσουμε εδώ ότι η μυστική πατριωτική του εργασία στη Θεσσαλονίκη και στην Πόλη επέβαλε την προς τα έξω εμφάνιση του με άλλη ιδιότητα βέβαια από εκείνη του αξιωματικού του στρατού. Ετσι το περισσότερο διάστημα εμφανιζόταν ως έμπορος με το όνομα Νικολαίδης, το οποίο από τότε παρέμεινε ως δεύτερο του επίθετο.

“Αφανής”, λοιπόν, και ως προς την ιδιότητα του αυτή του μυστικού πράκτορα και ως προς την ίδια τη φύση της εργασίας στην οποία αφιέρωσε τα πρώτα δημιουργικά χρόνια της ζωής του. Η πλευρά αυτή ωστόσο δεν είναι μόνο πρόσκαιρη, αλλά ηχεί και κάπως παραπλανητική: οπωσδήποτε δεν πρόκειται για έναν κοινό κρατικό υπάλληλο ή, έστω, για ένα τυπικό παράδειγμα στρατιωτικού που απλώς ευσυνείδητα εκτελούσε εντολές εκ των άνω. Κάτι τέτοιο άλλωστε δύσκολα θα εναρμονιζόταν με το κλίμα του Μακεδονικού Αγώνα και ο Α. Σουλιώτης ανήκει τυπικά και ουσιαστικά στη γενιά – και στον κύκλο των νέων τότε αξιωματικών – που έχοντας βιώσει ιδιαίτερα τραυματικά την ήττα του ‘97 οραματίζεται και ζητά να αναλάβει την “αποστολή” μιας νέας εθνικής αφύπνισης, και να την κάνει πράξη. Αν άλλοι επέλεξαν τον ένοπλο αγώνα, ο Α. Σουλιώτης και ο Ιων Δραγούμης είναι από εκείνους που επιχειρούν να συλλάβουν και να εφαρμόσουν μια δυναμική εθνική πολιτική, απαλλαγμένη – σύμφωνα εξάλλου με αντιλήψεις της εποχής – από τις αδυναμίες, τις αδράνειες ή τη “στείρα μεγαλοστομία” που είχε κληροδοτήσει το παρελθόν, μια πολιτική που να εμπνέεται από ένα καινούργιο “εθνικό ιδανικό”, από έναν εθνικισμό με ανανεωμένο ιστορικό και ιδεολογικό υπόβαθρο.

Κάτω από αυτό ακριβώς το πρίσμα θα πρέπει να προσεγγίσει κανείς τη δραστηριότητα του Α. Σουλιώτη στη Θεσσαλονίκη αλλά κυρίως στην Πόλη, όπου οι απροσδιόριστες μέχρι τότε αναζητήσεις του παίρνουν πιο συγκεκριμένη μορφή. Στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Πόλης, εκεί όπου η συνάντηση των φυλών της Ανατολής είναι έντονη και τα ιστορικά σημάδια της μακρόχρονης συμβίωσης τους ορατά, όπου μουσουλμανισμός και βυζαντινή παράδοση μαζί δημιουργούν μια ξεχωριστή αισθητική, ο Α. Σουλιώτης θα ανασύρει από το παρελθόν και θα οραματιστεί με τον δικό του τρόπο το “ανατολικό ιδανικό”: το ιδανικό ενός πολιτισμού στον οποίο έχουν συνεισφέρει με τα ιδιαίτερα τους χαρακτηριστικά όλες οι εθνότητες των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, “της καθ’ημάς Ανατολής”, ενός πολιτισμού ιδιαίτερου που ο Α. Σουλιώτης βλέπει να απειλείται με εξαφάνιση από την εισβολή του δυτικού πολιτισμού. Εκεί, ζώντας από κοντά την πανηγυρική ατμόσφαιρα συναδέλφωσης που αυθόρμητα προκάλεσε η είδηση της ανακήρυξης του Συντάγματος, θα συνειδητοποιήσει τη “δύναμη” ενός τέτοιου ιδανικού και θα φανταστεί ένα μεγάλο κράτος ανατολίτικο όπου μουσουλμάνοι και χριστιανοί θα είναι ισότιμοι Οθωμανοί πολίτες. Τόσο η πολιτική συγκυρία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία – οι αρχικές διακηρύξεις των Νεότουρκων ήταν προς την κατεύθυνση της ισοπολιτείας – όσο και η παράδοση της οικουμενικής ιδέας, συνέθεταν ευνοϊκά στοιχεία προς έναν επαναπροσδιορισμό της πολιτικής των Ελλήνων, τους οποίους ο Α. Σουλιώτης έβλεπε να ηγούνται δυναμικά της κίνησης αυτής. Τον ηγετικό αυτό ρόλο επεδίωξε άμεσα, όταν η απροθυμία του κυρίαρχου τμήματος των Νεότουρκων να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους επέβαλε τη συντονισμένη δράση των χριστιανικών εθνοτήτων για τη διεκδίκηση της αρχής της ισοπολιτείας και των δικαιωμάτων τους. Μέσα από αυτήν την προσπάθεια, που τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων φάνηκε να αποδίδει καρπούς, συντελώντας στη συμμαχία και των βαλκανικών κρατών, ο Α. Σουλιώτης θα πιστέψει έντονα στην ιδέα της συνεννόησης των εθνών της Βαλκανικής. Τάσεις προς την πολιτική συνεννόησης των βαλκανικών κρατών ή της ελληνοτουρκικής συνεννόησης είχαν εκφραστεί και παλιότερα, όπως είναι γνωστό. Ενα ιδιαίτερο όμως και αξιοσημείωτο στοιχείο των τάσεων αυτών μπορεί να ανιχνευθεί στην ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση του Α. Σουλιώτη: η έμφαση που δίνει συνολικότερα στην δυναμική της συμφιλίωσης των βαλκανικών εθνών, σε αντίθεση με τη στενή εθνικιστική – επεκτατική πολιτική των “κρατιδίων”, όπως τα αποκαλούσε. Τη δυναμική αυτή επιχειρεί να τεκμηριώσει και επιστημονικά, μέσα από τις κοινές ιστορικογεωγραφικές ρίζες των λαών “της καθ’ ημάς Ανατολής”.

Τα ίχνη ακριβώς της πολιτικής και ιδεολογικής συγκρότησης του Α. Σουλιώτη είναι το κυρίαρχο σώμα πληροφοριών που προσφέρει το αρχείο του, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί βασικά ως αρχείο συγγραφέα. Αυτή είναι και η άλλη διάσταση της προσωπικότητας του Α. Σουλιώτη, λιγότερο ίσως γνωστή στο ευρύτερο κοινό όσο ζούσε, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των γραπτών του – όσα είχε προλάβει να επεξεργαστεί περισσότερο – άρχισε να δημοσιεύεται αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του. Η πολιτική εξάλλου αρθρογραφία του, αρκετά συστηματική επί σειρά ετών (στο περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις καθώς και στον ημερήσιο τύπο), σε συνδυασμό και με την ενεργητική ένταξη του στο ευρύτερο στρατόπεδο των αντιβενιζελικών, παραπέμπει περισσότερο στην εικόνα του Α. Σουλιώτη ως ανθρώπου της δράσης και της στράτευσης για τις πολιτικές του ιδέες, όσο έντονα προσωπική και να ήταν η στράτευση αυτή.

Πλάι λοιπόν στην εικόνα αυτή του ανθρώπου της δράσης και της πολιτικής ενέργειας, που καλλιεργήθηκε ίσως ιδιαίτερα και από την τάση του Ιωνα Δραγούμη να αντιπαραθέτει το δυναμισμό του φίλου του στις αδράνειες της δικής του στοχαστικής προσωπικότητας , το αρχείο του Α. Σουλιώτη επιτρέπει την ανάδειξη και της άλλης όψης. Πλάι στα ίχνη της πράξης και της πίστης σ’ αυτήν, τα ίχνη του στοχασμού, αλλά και των αμφιβολιών και των δισταγμών, τα ίχνη της απραξίας, της ανίας, της “λυπομανίας” και της “θανατίασης”, όπως χαρακτηριστικά θα ονομάσει ο ίδιος ο Α. Σουλιώτης τα συμπτώματα της δικής του αδράνειας και αγωνίας. Μέσα στις σκόρπιες σημειώσεις του (ή στα “σημειωματάρια”), καθώς και στην τακτική – κατά περιόδους μάλιστα σχεδόν καθημερινή – αλληλογραφία με δύο πολύ στενά φιλικά του πρόσωπα, τον Ιωνα Δραγούμη και την αδελφή του Ιωνα, Ναταλία Μελά, μπορεί να διακρίνει κανείς τα ίχνη αυτά, καθώς και την πιο άμεση και ελεύθερη έκφραση των ιδεών και των πολιτικών του πεποιθήσεων απ’ ότι στα κείμενα των αναμνήσεων του που έχουν δημοσιευτεί.

Ενα νεανικό του δημοσίευμα – και έχει ίσως κάποια σημασία ότι ήταν το πρώτο – αναδεικνύει τον Α. Σουλιώτη ως λογοτέχνη, ταλέντο φανερό και σε άλλα γνωστά του κείμενα. Πρόκειται για τις εντυπώσεις του από περιοδεία που έκανε ως ανθυπολοχαγός στις παραμεθόριες περιοχές, τα Γράμματα από τα Βουνά (Αθήνα, 1905). Ξαναδουλεμένο στη δημοτική, επανεκδόθηκε μόλις το 1971, μαζί με ένα άλλο κείμενο, διαμορφωμένο από αποσπασματικές εντυπώσεις και σκέψεις του της περιόδου της Οργάνωσης Κωνσταντινούπολης, το Σημειωματάριον. Καθαρότερο όμως δείγμα καλλιτεχνικής έκφρασης του Α. Σουλιώτη μπορούν να θεωρηθούν τα ποιήματα του, που κι’ αυτά όμως εκδόθηκαν μετά το θάνατο του (Αθήνα, 1977). Ετσι δεν είναι τυχαίο που ανάμεσα στα χειρόγραφα του Α. Σουλιώτη, τα λογοτεχνικά του κατάλοιπα αποτελούν μια ιδιαίτερη ενότητα. Κύριο χαρακτηριστικό τους η αποσπασματικότητα και η ειδολογική ποικιλία: εκτός απ’ όσα μόλις αναφέραμε, ο Α. Σουλιώτης επιχειρεί να συνθέσει δράματα, κωμωδίες, μυθιστόρημα, ένα σενάριο για κινηματογράφο. Κανένα απ’ αυτά δεν είναι ολοκληρωμένο, ενώ ορισμένα υπάρχουν στις σημειώσεις του μόνο ως ιδέες με στόχο να τις αναπτύξει στο μέλλον, πράγμα που δεν φαίνεται να έκανε ποτέ.

Θα έλεγε κανείς ότι εδώ αποτυπώνεται περισσότερο η έντονη και συχνά βασανιστική του ανάγκη να εκφράσει καλλιτεχνικά αυτό που αισθάνεται και βιώνει, παρά ένα ολοκληρωμένο και συνθετικό αποτέλεσμα. Από τα γραπτά αυτά έχουμε συχνά την αίσθηση ότι προσπαθεί ταυτόχρονα να ελέγξει με τη λογική τον κόσμο γύρω του και μέσα του, ίσως να περάσει κάποια ιδέα ή κάποιο μήνυμα, κυρίως όμως να κατανοήσει, να φτάσει μέχρι τις ρίζες, να ερμηνεύσει. Μια έντονη ιστορική ευαισθησία και συνείδηση, σε συνδυασμό με την επιθυμία της καλλιτεχνικής έκφρασης, διαπερνά σε γενικές γραμμές τα διάσπαρτα κείμενα ή τις σημειώσεις του. Εξάλλου αυτά είναι συχνά δύσκολο να καταταχθούν σε ένα μόνο είδος γραφής, όπως είναι δύσκολο να αυτονομηθεί μια μόνο πλευρά της πολυσήμαντης προσωπικότητας και των ενδιαφερόντων του Α. Σουλιώτη, χαρακτηριστικής ίσως μορφής της εποχής του. Από το δοκίμιο ιστορίας ή πολιτικής επιστήμης μέχρι το δράμα σε μορφή μακρού ποιήματος ή το σύντομο αλλά έντονα εκφραστικό στιχούργημα, όλα θα τα επιχειρήσει κάποια στιγμή. Ισως η ιστορική του ευαισθησία από τη μια και το χάρισμα της αφήγησης από την άλλη, να ισορροπούν στην συγγραφή των αναμνήσεων του, που όμως κι’ αυτή ήταν αποσπασματική και δεν πήρε ποτέ τη μορφή ολοκληρωμένων απομνημονευμάτων, όπως κάποτε σκέφτηκε. Ούτε το αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα θέλησε να το προχωρήσει.

Στη σημασία, ωστόσο, της αυτοβιογραφίας ως πιο αυθεντικής μορφής ιστορικής βιογραφίας, μαρτυρίας και γραφής θα αναφερθεί συχνά: “[…] η αυτοβιογραφία, η αληθινότερη βιογραφία […]”. Η αντίληψη αυτή όμως δεν οφείλεται μόνο στη συνειδητοποίηση του ότι όποιοι στάθηκαν μάρτυρες σημαντικών ιστορικών γεγονότων θα πρέπει να γράψουν γι’αυτά. Αναμφίβολα, ο ίδιος για το άτομο του, είχε ανεπτυγμένη αυτή τη συνείδηση, βασικό κίνητρο για να διασώσει και να κοινοποιήσει πράγματα που έζησε και που ένιωσε. Μια τέτοια πράξη όμως έχει γι’ αυτόν ευρύτερο νόημα, που ξεπερνάει την καταγραφή όσων ο κόσμος θεωρεί “εξαιρετικά” και που δεν είναι παρά “ψευτορωμαντικότης”. Η αναζήτηση των προγόνων και η συγγραφή (ή η μελέτη) της οικογενειακής ιστορίας κάθε ανθρώπου συμβάλλει στην κατανόηση του παρελθόντος, αλλά και μιας αλήθειας που συνήθως χάνεται: “[…] και συχνά η πραγματικότητα και η ειλικρίνεια της ιδιαίτερης, της οικογενειακής ζωής, σε κάνει να ιδείς με πόσες ψευτιές παληές και τωρινές είναι νοθεμένη η επίσημη ιστορία” (Φάκελος 18, “Ηλίας” ή “Γιάννης”, μυθιστόρημα).

Ετσι, μέσα από την έντονη ανησυχία του να μην προδώσει το πραγματικό, αλλά και να μην υποτάξει την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας αυτής σ’ ένα μόνο νόημα, κεντρικό, θα εγκαταλείψει κάποια στιγμή τις απόπειρες για καθιερωμένες μορφές ολοκληρωμένων καλλιτεχνικών συνθέσεων (ακόμα και τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του) και θα μείνει πιστός στην καταγραφή σκέψεων, εντυπώσεων, αισθημάτων:

”Ημπορούσα από αυτές τις σημειώσεις να κάνω ένα ή πολλά μυθιστορήματα ή δράματα.
Δεν το κάνω γιατί έτσι πρέπει να βάλω μιά φανταστική υπόθεση που θα με ανάγκαζε σε πολλά άλ¬λα φανταστικά πράγματα. Θα ενόθευα έτσι την αλήθεια. Θα είχε βέβαια τότε το βιβλίο αυτό κάποια γεωμετρικότητα, θα έμοιαζε ένα γνωστό φιλολογικό είδος, θα είχε ίσως περισσότερο και αυτό που λένε θέμα, ίσως και κεντρική ιδέα. Αλλά δεν θέλω να θυσιάσω την αλήθεια επειδή δεν ημπορώ να βάλω μια κεντρική ιδέα στην ζωή, επειδή δεν ημπορώ να βρώ το νόημα της ζωής. Ανόθευτες τέτοιες εικόνες θα βοηθήσουν κάποτε κάποιον άλλον να βρει ίσως το νόημα της ζωής μου, της ζωής γενικά”(Φάκελος 19, Ποικίλα).

“Ανόθευτες” λοιπόν και αποσπασματικές εικόνες, στιγμές σκέψης και έκφρασης καλείται ο ιστορικός, στον οποίο συνειδητά αφήνει τα χαρτιά του ο Α. Σουλιώτης, ν’ ανασυνθέσει και μαζί με τα πιο ολοκληρωμένα δείγματα γραφής, μαζί με τα σχετικά λιγότερα ιστορικά ή επίσημα έγγραφα που διασώζει το αρχείο, μαζί με άλλα τεκμήρια της ιδιωτικής του ζωής όπως είναι η αλληλογραφία του) να βρει το “νόημα της ζωής του”. Εμείς θα μπορούσαμε να προσθέσουμε: να αναζητήσει, μέσα από τα ίχνη των πολλαπλών συνειδήσεων του Α. Σουλιώτη, στοιχεία από τις εθνικές, πολιτικές, κοινωνικές και ευρύτερα ιδεολογικές τάσεις της γενιάς – όπως είθισται να λέγεται – που εκπροσωπεί ή των κοινωνικών ομάδων με τις οποίες συνδέθηκε ή εντάσσεται. Να αναζητήσει, μέσα από κάθε προσωπικό του τεκμήριο, στοιχεία από τις συμπεριφορές και τα συναισθήματα στον τομέα των φιλικών, των ερωτικών και γενικότερα των διαπροσωπικών σχέσεων ανάμεσα στα άτομα των κοινωνικών αυτών ομάδων. Να συγκεντρώσει ακόμα στοιχεία από μια έντονα μεταβατική και διαφοροποιούμενη ιστορική περίοδο που ξεκινά ουσιαστικά από την εθνική εξόρμηση του Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών Πολέμων, για να καταλήξει στα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα που συγκλονίζουν τον ύστερο Μεσοπόλεμο, μια περίοδο η οποία έχει ειδικότερα σφραγιστεί από τη σύγκρουση του βενιζελισμού με τους αντιπάλους του. Κάποιες ιδιαίτερες διαστάσεις της σύγκρουσης αυτής διασώζει το αρχείο του Α. Σουλιώτη: ας σημειωθεί εδώ ότι ο Α. Σουλιώτης, έχοντας ως αφετηρία της κριτικής του τον τρόπο που ο Ε. Βενιζέλος χειρίστηκε τα εθνικά θέματα, ήταν από εκείνους που, τουλάχιστον στο πολιτικό επίπεδο, επιχείρησε να συνδυάσει τον αντιβενιζελισμό με την προσήλωση στις αρχές του κοινοβουλευτισμού και όχι της μοναρχίας.

Γύρω στα τέλη αυτής της περιόδου, λίγο μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Ι. Μεταξά, ο Α. Σουλιώτης – μέσω του αρχείου του πάντοτε – “σιωπά” για λίγα χρόνια. Εχει μόλις θητεύσει Νομάρχης Φλώρινας (1934-1935) και Γενικός Διοικητής Θράκης (1936), υπεύθυνες κρατικές θέσεις σε τομείς πολύ ευαίσθητους, όπως εκείνος της “αφομοιώσεως των σλαβόφωνων” και της παρακολούθησης της δράσης των κομμουνιστών ή των “βουλγαριζόντων”. Στα καθήκοντα που του επιβάλλουν οι θέσεις αυτές θα ανταποκριθεί με την ευσυνειδησία του κρατικού (όχι του κομματικού) οργάνου, αφήνοντας μας όμως ένα αίσθημα αμηχανίας στην ανάμνηση του “ανατολικού” του ιδανικού ή της ιδέας της βαλκανικής συνεννόησης. Το ίδιο περίπου αίσθημα αμηχανίας που, με πρώτη ίσως ματιά, αφήνουν οι ιδεολογικές “αντιφάσεις” στην προσωπικότητα του Α. Σουλιώτη, που δεν είναι βέβαια δυνατόν να αναπτυχθούν εδώ. Η ανάλυση τους όμως θα μπορούσε να συμβάλει επίσης στην μελέτη της ιδεολογίας διανοουμένων της εποχής του, σε σχέση και με την πολιτική ή κομματική τους συμπεριφορά και ένταξη.

Μετά τη σύντομη αυτή “σιωπή” που εντοπίζουμε από το 1937 μέχρι το 1942, τον ξαναβρίσκουμε άρρωστο με φυματίωση να περνά τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε σανατόριο στα Μελίσσια, πλάι στη σύζυγο του Σοφία Προβελεγγίου. Πέθανε το 1945. Στη “Διαθήκη” του – όπως ο ίδιος επιγράφει δύο σύντομα σημειώματα, ελαφρώς διαφορετικά, χρονολογημένα το 1943 – μιλά κυρίως για το αρχείο του, το οποίο αφήνει στη σύζυγο του Σοφία, εκφράζοντας πια με σαφήνεια την επιθυμία να δημοσιευτεί μέρος από τα χαρτιά του σε ενιαίο τόμο ή τμηματικά, ιδιαίτερα όσα αναφέρονται στις Οργανώσεις Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης.

Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε με την ιδιαίτερη φροντίδα της Σοφίας Σουλιώτη. Αν και τα χαρτιά του Α. Σουλιώτη ήταν τακτοποιημένα από τον ίδιο σε ορισμένες θεματικές ενότητες και διέθεταν ένα κατάλογο, στη Σοφία οφείλεται η πιο επιμελημένη μορφή με την οποία παραδόθηκε το αρχείο στη Γεννάδειο. Μολονότι ξαφνιάζει η ουσιαστική σχεδόν απουσία του προσώπου της από το αρχείο του συντρόφου της και ιδιαίτερα από τις πιο προσωπικές του μαρτυρίες, η παρουσία της καταγράφεται με τη συνεχή έγνοια και φροντίδα να καταστήσει το αρχείο όσο το δυνατόν πιο προσιτό στο μελλοντικό αναγνώστη. Μεγάλα τμήματα των χειρογράφων του Α. Σουλιώτη (όχι μόνο όσα δημοσιεύτηκαν, αλλά και πάρα πολλά άλλα) τα έχει αντιγράψει η ίδια, διευκολύνοντας έτσι σημαντικά την παρακολούθηση των δυσανάγνωστων και συχνά άτακτων σημειώσεων του. Φαίνεται μάλιστα ότι ήδη, όσο ζούσε ο Α. Σουλιώτης, τον βοηθούσε στην τακτοποίηση ορισμένων χαρτιών και έγραφε καθ’ υπαγόρευση του. Στην περίπτωση του βιβλίου του Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως η συμβολή της ήταν και πιο ουσιαστική, καθώς, με βάση υποδείξεις του Α. Σουλιώτη και έχοντας και η ίδια μελετήσει ιδιαίτερα το θέμα, συμπλήρωσε το χειρόγραφό του με σχετικά ιστορικά τεκμήρια. Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. στην περίπτωση των επιστολών του Α. Σουλιώτη προς τη Ναταλία Μελά) πρόσθεσε αντίγραφα εγγράφων που η ίδια αναζήτησε αλλού. Τέλος, έκανε και ορισμένες τροποποιήσεις ή “διορθώσεις” στην ταξινόμηση ορισμένων εγγράφων, φροντίζοντας όμως πάντοτε να το σημειώνει.

https://www.ascsa.edu.gr/index.php/archives/athanasios-souliotis-introduction

loading...