ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΙ ΤΟ ΛΕΓΟΜΕΝΟ «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ»

ΒΛΑΚΕΙΑ, ΔΕΙΛΙΑ, ΠΡΟΔΟΣΙΑ:    Η«ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ»ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ 




Τοῦ Δημ. Νατσιοῦ

Να μην ξεχνάμε τι διδάσκουν τα σχολικά βιβλία Γλώσσας για το Έπος του ’40. Μια αληθινή τιμή για τους νεκρούς μας ήρωες θα ήταν να φύγουν οι μαγαρισιές από τις τσάντες των παιδιών
μας. Θα ήταν ένα πραγματικό μνημόσυνο στην θυσία τους….

Γιορτάζουμε τό «ΟΧΙ», γιατί ἄν γιορτάζαμε τό «ΝΑΙ», θά εἴχαμε κάθε μέρα ἐπέτειο!

(Φοιτητικό σύνθημα)

Στόν πανηγυρικό λόγο πού ἐκφώνησε στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, στίς 27 Ὀκτωβρίου τοῦ 1960, ὁ μεγάλος μας λογοτέχνης Στρατής Μυριβήλης, μεταξύ τῶν ἄλλων σπουδαίων ἀνέφερε καί ἕνα συγκλονιστικό γεγονός, πού διαδραματίστηκε, ὄχι «στό διάσελο τῆς Ἱστορίας» (Βρεττάκος), στίς ἀετοράχες τῆς Πίνδου, ἀλλά στά μετόπισθεν, ὅπου ὁ ἀπόλεμος πληθυσμός τῆς πατρίδας μας συναγωνιζόταν τήν ἀνδρεία τῶν μαχητῶν.

 Τό μεταφέρω:

«Εἶχε ὀργανωθῆ, κατά τή διάρκεια τοῦ ἀγῶνα ὑπηρεσία μεταγγίσεως αἵματος, ἀπ’ τόν Ἐρυθρό Σταυρό τῆς Ἑλλάδος. Εἶχα καί ἕναν φίλο γιατρό, σ’αὐτή τήν ὑπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κάπου-κάπου νά τόν δῶ καί νά τά ποῦμε.

Ὁ κόσμος ἔκαμε οὐρά κάθε μέρα γιά νά δώση τό αἷμα του γιά τούς τραυματίες μας. Ἦταν ἐκεῖ νέοι, κοπέλλες, γυναῖκες, μαθητές, παιδιά πού περίμεναν τή σειρά τους.

Μιά μέρα, λοιπόν, ὁ ἐπί τῆς αἱμοδοσίας φίλος μου γιατρός, εἶδε μέσα στήν σειρά τῶν αἱμοδοτῶν πού περίμεναν, νά στέκεται καί ἕνα γεροντάκι.

-Ἐσύ, παππούλη, τοῦ εἶπε ἐνοχλημένος, τί θέλεις ἐδῶ;
Ὁ γέρος ἀπάντησε δειλά:
-Ἦρθα κι ἐγώ, γιατρέ, νά δώσω αἷμα.

Ὁ γιατρός τόν κοίταξε αὐστηρά μέ ἀπορία καί συγκίνηση. Ὁ γέρος παρεξήγησε τό δισταγμό του. Ἡ φωνή του ἔγινε πιό ζωηρή. -Μή μέ βλέπεις ἔτσι, γιατρέ μου. Εἶμαι γερός, τό αἷμα μου εἶναι καθαρό, καί ἀκόμα ποτές μου δέν ἀρρώστησα.

Εἶχα τρεῖς γιούς. Σκοτώθηκαν καί οἱ τρεῖς ἐκεῖ πάνω. Χαλάλι τῆς πατρίδας. Ὅμως μοῦ εἶπαν πώς οἱ δύο πῆγαν ἀπό αἱμορραγία. Λοιπόν, εἶπα στή γυναῖκα μου, θά’ ναι κι ἄλλοι πατεράδες, πού μπορεῖ νά χάσουν τά παλληκάρια τους, γιατί δέ θά’χουν οἱ γιατροί μας αἷμα νά τούς δώσουν. Νά πάω νά δώσω κι ἐγώ τό δικό μου.

Ἄιντε, πήγαινε, γέρο μου μοῦ εἶπε κι ἄς εἶναι γιά τήν ψυχή τῶν παιδιῶν μας. Κι ἐγώ σηκώθηκα κι ἦρθα». («Ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1940», πανηγυρικοί λόγοι ἀκαδημαϊκῶν, ἐπιμέλεια Πέτρος Χάρης, Ἀθήνα 1978, σ. 322).

 Τί μεγάλη ψυχή ὁ γέροντας τῆς ἱστορίας! Τρεῖς γιούς καί… χαλάλι τῆς πατρίδας!

Προσθέτει ἕνα νέο στοιχεῖο τούτη ἡ διήγηση, ὅπως τό γράφει ὁ Μυριβήλης: Ἀνδρείους μπορεῖ νά βγάλῃ κάθε πατρίδα. Ἁγίους ὅμως μόνον αὐτές πού καταυγάζονται ἀπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει -θέλουν δέν θέλουν οἱ ἐκκλησιομάχοι- σ’ αὐτήν τήν ἐκλεκτή μερίδα!

Γιορτάζουμε τό «ΟΧΙ», τρία γράμματα, μιά ἐλἀχιστη λέξη πού περικλείει μέσα της τό μεγαλεῖο τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας!! Μέ τά «ΟΧΙ» ἀνήλθαμε στίς κορυφές τῆς δόξας!! Μέ τά «ΝΑΙ» καί τίς προδοσίες τῶν διαχρονικῶν Νενέκων (ἤ μήπως Ναιναίκων;) μᾶς σαβάνωσε ἡ ντροπή καί ἡ ὑποτέλεια.

 Θά ξεδιπλωθοῦν καί οἱ σημαῖες στά μπαλκόνια τῶν σπιτιῶν -ὅσων καίγονται ἀπό ἀγάπη γιά τό «ἱερό πανί» καί ὄχι ὅσων τίς καῖνε- θά ἀκούσομε καί τόν Ἐθνικό μας Ὕμνο, πού δέν εἶναι ὕμνος εἰς τήν Ἑλλάδα, ἀλλά Ὕμνος εἰς τήν Ἐλευθερίαν.

Γιά τόν ἐθνικό μας ποιητή εἶναι ἀξεδιάλυτα -ἕνα αὐτά τά δύο. Καί λέγεται πώς, ὅταν τό 1826 ὁ τότε πρωθυπουργός τῆς Ἀγγλίας, Κάνιγκ, διάβασε τόν Ὕμνο τοῦ Σολωμοῦ, συγκλονίστηκε καί συνέταξε τό Πρωτόκολλο μέ τό ὁποῖο ἀναγνώριζε τόν αἱμόφυρτο τόπο μας ὡς κράτος.

 Γιατί οἱ μεγάλοι τοῦ κόσμου συναγάγουν συμπεράσματα γιά τήν πολιτική τους, ὄχι μέ κριτήριο τήν «ἑτοιμότητα ὑποκλίσεων», ἀλλά μέ κριτήριο τήν ἀποφασιστικότητα τῶν λαῶν καί τῶν κυβερνήσεών τους, νά ὑπερασπίσουν τήν ἐθνική τους ἀξιοπρέπεια μέ θυσίες καί μέ τό αἷμα τους, ἄν χρειαστεῖ!

Τό ’40 νικήσαμε γιατί ὁ λαός καί οἱ μαχητές του μέθυσαν μέ τ’ ἀθάνατο κρασί τοῦ ’21. Γιατί ἔβλεπαν τήν Παναγία νά περπατᾶ πάνω στά χιόνια, γιατί ντρέπονταν νά ντροπιαστοῦν!

. Στήν τότε ἐφημερίδα «Πρωΐα» δημοσιεύτηκε ἐπιστολή μιᾶς μάνας χήρας ἀπό τά Μέγαρα, πού μόλις εἶχε λάβει τόν πολεμικό σταυρό ἀνδρείας τοῦ σκοτωμένου γιοῦ της. (Δέν πῆγαν νά σκοτώσουν ἐκεῖνα τά παιδιά, πῆγαν νά πεθάνουν γιά τήν πατρίδα τους!).

Ἔγραφε ἡ χαροκαμένη μάνα στήν ἐπιστολή: «Ὁ Δημητρός μου, ὁ μοναχογιός μου, προστάτης τῶν τριῶν κοριτσιῶν μου, ἔπεσε ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος. Χαλάλι τῆς πατρίδος ὁ Δημητρός μου. Ἄς ἤτανε νά πέθαινα κι ἐγώ πολεμώντας μαζί του. Ζήτω ἡ Ἑλλάς».

Τέτοιοι γονεῖς πού χαλάλιζαν τά παιδιά τους στήν πατρίδα, ἀνάγκασαν σοφό τῆς ἐποχῆς νά ἀναφωνήσει: «Βγάλτε τά στεφάνια τῆς νίκης ἀπό τά κεφάλια τῶν στρατιωτῶν μας καί φορέστε τα στά κεφάλια τῶν γονιῶν τους»!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΟΙΜΟΣ-ΑΘΗΝΑ

loading...