Οι απαρχές της Κρητικής Βεντέτας

Οι περισσότεροι την έχουμε γνωρίσει μέσα από την τηλεόραση, ενώ και ο ελληνικός κινηματογράφος τη χρησιμοποίησε πολλές φορές ως βασικό θέμα σε ταινίες –άλλοτε κωμικές, άλλοτε δραματικές. Η βεντέτα, άλλωστε, εμπνέει εδώ και χρόνια δεκάδες καλλιτέχνες στο έργο
τους… Ένα φαινόμενο που τρομάζει, προβληματίζει και φέρνει στο μυαλό πρωτόγονες καταστάσεις. Εκεί όπου δεν επικρατούν οι νόμοι και η λογική, αλλά κυριαρχούν η αναρχία και το άσβεστο πάθος για εκδίκηση. Ο «νόμος του αίματος», όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί η βεντέτα, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε ύφεση, δυστυχώς όμως παραμένει σε κάποιες περιπτώσεις ζωντανός.

Το φαινόμενο της βεντέτας δεν είναι καινούργιο. Ξεκινώντας από την αρχαιότητα, το συναντάμε στις πρώτες κιόλας ανθρώπινες κοινωνίες. Στο εθιμικό δίκαιο της Κρήτηςκαταγράφεται για πρώτη φορά στη Μινωική πολιτεία. Ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» αναφέρει ως εισηγητή του «Δικαίου της Ανταπόδοσης» τον Ραδάμανθυ, αδελφό του Μίνωα. Σύμφωνα με αυτή την ποινική διάταξη, όποιος διαπράξει ένα αδίκημα «μόνο σαν πάθει ό,τι ’καμε, δίκη σωστή θα γίνει». Ο νόμος της ανταπόδοσης χαρακτηρίζεται μάλιστα ως σπουδαία μορφή απονομής δικαιοσύνης.
Αργότερα, κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στην Κρήτη, ίσχυε η βασική αρχή του ισόποινου, σύμφωνα με το οποίο η ποινή που επιβαλλόταν σε περίπτωση φόνου ήταν είτε το ισόποινο, δηλαδή η καταδίκη του δράστη σε θάνατο, είτε η «εξαγορά του αίματος», δηλαδή η απόδοση χρηματικής αποζημίωσης από τον δράστη στην οικογένεια του θύματος. Η βεντέτα λοιπόν μοιάζει να είναι κατάλοιπο του μακρινού παρελθόντος, ενός πανάρχαιου τρόπου απονομής δικαιοσύνης σε κοινωνίες όπου κυριαρχεί ο μωσαϊκός νόμος του «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». «Γεννιέται» από την ανάγκη για εκδίκηση που νιώθουν συνήθως οι συγγενείς του θύματος ενός φόνου απέναντι στον δράστη και την οικογένεια του.
Σύμφωνα με τον κ. Γιώργο Νικολακάκη, καθηγητή του τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, «η βεντέτα είναι ένας κοινωνικός κώδικας που στηρίζεται στην έννοια της τιμής και της προστασίας. Και η τιμή αυτή αφορά άτομα από την ίδια πάντα οικογενειακή ομάδα, αποτελεί δε στοιχείο της ταυτότητας και του κοινωνικού της κύρους».Πολλές φορές ο χώρος που επιλέγεται από τους συγγενείς για την τέλεση του εκδικητικού φόνου είναι το ίδιο το δικαστήριο, την ώρα που δικάζεται ο δράστης και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας ή της απαγγελίας της απόφασης. Η επιλογή αυτή κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, καθώς ο χώρος του δικαστηρίου λειτουργεί συμβολικά και οι «εκδικητές» με αυτόν τον τρόπο υποδηλώνουν ότι απονέμουν δικαιοσύνη.
Η ιστορία, ωστόσο, δεν τελειώνει με την εκδίκηση της οικογένειας του θύματος. Αντίθετα, στο σημείο αυτό ξεκινά ένας αέναος κύκλος αντεκδικήσεων ανάμεσα στις «αντίπαλες»οικογένειες, με αποτέλεσμα εκατοντάδες αθώα θύματα και δεκάδες ξεκληρισμένες οικογένειες. Υπάρχουν βεντέτες που διήρκεσαν 70 ολόκληρα χρόνια με περισσότερα από 60 θύματα, όπως αυτή ανάμεσα στις οικογένειες Σαρτζετάκη και Πεντάρη που υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες βεντέτες που συγκλόνισαν ποτέ την Κρήτη. Η υπόθεση αυτή «έκλεισε» έπειτα από χρόνια με τον ίδιο τρόπο που λύνονται συνήθως οι βεντέτες. Με τη διαμεσολάβηση ατόμων κύρους που έχαιραν της εκτίμησης και των δυο αντιμαχόμενων οικογενειών, συνάπτονταν γάμοι μεταξύ μελών των δυο οικογενειών. Με τον τρόπο αυτόν, οι δυο οικογένειες συγγένευαν και το πάθος για εκδίκηση έσβηνε. Κάποιες φορές χρειάζονταν διαδοχικοί γάμοι, προκείμενου να σταματήσουν τελείως οι προκλήσεις. Ένας ακόμα τρόπος για να σταματήσει μια βεντέτα ήταν η διαφυγή των υποψήφιων δραστών ή θυμάτων σε άλλες πόλεις.
Η βεντέτα, πάντως, δεν είναι μόνο κρητικό, ούτε καν μόνο ελληνικό φαινόμενο. Συναντάται σε όλες τις χώρες της Μεσογείου, καθώς και σε αραβικές χώρες. Η κρητική βεντέτα ωστόσο αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση και συναντάται πιο συχνά στην ελληνική κοινωνία. Βεντέτες έχουν καταγραφεί κυρίως στους δυτικούς νομούς της Κρήτης –το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο και τα Χανιά. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο βρίσκεται σε ύφεση, υπάρχουν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία παραμένουν κάποιες «εστίες» ανοιχτές, κυρίως στη δυτική Κρήτη και στις ορεινές περιοχές. Στα ορεινά χωριά οι κοινωνίες παραμένουν κλειστές και η προσωπική τιμή εξακολουθεί να αποτελεί υψηλή αξία για τους κατοίκους τους. Αντίθετα, σε περιοχές όπου ο ντόπιος πληθυσμός έχει έρθει σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, η νέα γενιά σπουδάζει και μορφώνεται και το βιοτικό επίπεδο έχει ανεβεί, το «έθιμο» της βεντέτας έχει πλέον εξασθενήσει. Άλλωστε, όπως υποστηρίζουν και οι ίδιοι οι Κρητικοί, «έστω και στη σκιά, η διατήρηση της βεντέτας είναι δυσφήμιση για τον τόπο».
Πάτημα Αποκορώνου: Το χωριό φάντασμα
Ένας ανηφορικός δρόμος, λίγα χιλιόμετρα μετά τον πολυσύχναστο Κουρνά, μας οδήγησε σε μια χιλιοτρύπητη από τους πυροβολισμούς πινακίδα. «Εδώ λοιπόν είναι το Πάτημα» αν και ο αόριστος θα ταίριαζε περισσότερο όπως διαπίστωσα στη συνέχεια. Μια νεκρική σιγή απλωνόταν στο χωριό και καθώς περπατούσα στα στενοσόκακα μόνο ο ήχος από τα τζιτζίκια ακούγονταν. Πίσω από τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες φοβήθηκα πως θα ξεπηδήσει κάποιο από τα φαντάσματα του παρελθόντος και θα με ρωτήσει «τι ζητάς εδώ». Κάποιες παλιές ψάθινες καρέκλες ξεχασμένες σε αυλές, φθαρμένες από το χρόνο και μια στοίβα κομμένα ξύλα για το τζάκι, παραμένουν πεισματικά στις θέσεις τους, απόδειξη, πως τα έντεκα χρόνια δεν κατάφεραν να ξεπλύνουν τα ίχνη μιας έως τότε φυσιολογικής ζωής στο χωριό.
Δώδεκα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε. Από εκείνο το μαύρο απόγευμα της 23ης Μαΐου του 1994 οπότε και γράφτηκε η πρώτη πράξη μιας τραγωδίας που κατέληξε σε βεντέτα. Μια 53χρονη μητέρα τεσσάρων παιδιών βρέθηκε δολοφονημένη και σεξουαλικά κακοποιημένη σε αγροτική τοποθεσία του χωριού. Η σύγκρουση δύο οικογενειών για μια σπιθαμή γης ήταν η αιτία της αλυσίδας των εκτελέσεων που άρχισε στο Πάτημα και απλώθηκε στο Ρέθυμνο, την Αμαλιάδα, τη Μυτιλήνη και την Αθήνα. Έξη άνθρωποι βρέθηκαν στο χώμα από έναν ανελέητο κύκλο αίματος που μπορεί να έκλεισε, άφησε όμως ανοιχτές πληγές. Τυπική Κρητική βεντέτα της οποίας τις συνέπειες πληρώνουν σήμερα οι μόλις πέντε υπέργηροι κάτοικοι του χωριού φαντάσματος.
ΜΟΝΑΞΙΑ ΚΑΙ ΕΡΗΜΩΣΗ
Θύματα μιας βαριάς κατάρας οι μετρημένοι στα δάχτυλα υπέργηροι κάτοικοι βροντοφωνάζουν πως υπάρχουν μα η φωνή τους αντηχεί στα άδεια σπίτια, τους έρημους δρόμους, τις χορταριασμένες αυλές. Λες και θέλουν να απαλλαγούν από «αυτά τα παλιά γεγονότα» όπως λένε, «τα επεισόδια» που στιγμάτισαν το χωριό τους, αποφεύγουν να μιλήσουν για το παρελθόν. Το κουβαλούν όμως στην πορεία της δύσκολης ζωής τους και το συναντούν κάθε πρωί, ανοίγοντας τα πορτοπαράθυρα τους. Περπατώντας στα στενοσόκακα. Αντικρίζοντας τις μαύρες κορδέλες στα σπίτια των γειτόνων τους … Παντού ερημιά και εγκατάλειψη.
«Η ζωή μας εδώ είναι ένα δράμα» μας είπε η κ. Ειρήνη. Τη συναντήσαμε στην αυλή του σπιτιού της και προς έκπληξη μας ήταν πρόθυμη να μας μιλήσει για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο Πάτημα. «Αν είχα τρόπο θα έφευγα. Αλλά που να πάω. Έχω αυτό το σπίτι και πέθανα για να το φτιάξω. Κοίτα απέναντι. Σπίτι κλειστό. Πιο κάτω κι άλλο κλειστό». Στην εγκαταλελειμμένη γειτονιά, παρέμεινε μόνο η ίδια με το σύζυγο της. Όταν τη ρωτήσαμε για τα σφραγισμένα σπίτια απάντησε με το βλέμμα στραμμένο στο πουθενά: «Δικά τους πράγματα. Δεν έχουμε δουλειά μ αυτά».
Η κ. Παναγιώτα, κόρη της κ. Ειρήνης επισκέπτεται το χωριό για το χατίρι των γονιών της. Μόνο πικρία και αγανάκτηση έχουν τα λόγια της: «Αν αρρωστήσει κάποιος δεν υπάρχει άλλος να ειδοποιήσει το 166. Δεν υπάρχει τίποτα. Μια κακομοιριά. Τίποτα δεν έχει μείνει. Γιατρός έρχεται κάθε δεκαπέντε μέρες. Αν δεν έχεις αυτοκίνητο πέθανες. Δεν υπάρχει συγκοινωνία. Τελειώνει το χωριό. Αν δεν ήταν εδώ οι γονείς μας δεν θα ερχόμασταν. Τι να ρθουμε να κάνουμε. Δε βλέπεις τίποτα».
Εδώ που κατοικεί η μοναξιά και βασιλεύει η ερήμωση, η ανθρώπινη επαφή είναι η μόνη διέξοδος. Οι εναπομείναντες κάτοικοι του Πατήματος συναντιούνται στην Πλατεία όπου κάποτε λειτουργούσαν τέσσερα καφενεία. Κάτω απ το γερασμένο πλάτανο διηγούνται παλιές ιστορίες και ξορκίζουν έτσι το κακό της βεντέτας.
Εβδομήντα πέντε ετών σήμερα η κ. Ειρήνη θυμάται πως όταν παντρεύτηκε το χωρίο αριθμούσε εκατόν πενήντα κατοίκους . «Ήταν από τα καλύτερα χωριά της περιφέρειας. Χωροφύλακες εδώ ερχόταν, πραματευτάδες εδώ. Μετά τα επεισόδια κάθε ένας έφευγε γιατί η ζωή ήταν …φτωχή. Εγώ έχω εφτά παιδιά και δεν έχω κανένα στο χωριό». Όπως τονίζει «εδώ οι πολιτικοί έρχονται μόνο όταν θέλουν ψήφους. Αν ξαναρθούν προεκλογικά θα τους κυνηγήσω». Για να περάσει όμορφα γερατειά θα ήθελε «να φτιάξουν οι αρμόδιοι τα σοκάκια, να φροντίσουν για το φωτισμό, να βελτιώσουν τους δρόμους, να υπάρχει τακτικόςγιατρός, να αυξηθούν οι συντάξεις ».
Δυστυχώς μαζί με τη ζωή, σταμάτησε και το ενδιαφέρον της πολιτείας για το Πάτημα. Οι μόνοι που το επισκέπτονται είναι κάποιοι ξένοι τουρίστες που φτάνουν ίσως τυχαία ανηφορίζοντας από τον Κουρνά. Μάλιστα ορισμένοι ενδιαφέρονται να επενδύσουν αγοράζοντας εγκαταλελειμμένα σπίτια. Όμως οι ιδιοκτήτες τους δεν τα πουλούν.
Το μέλλον του χωριού είναι εύκολα προβλέψιμο. Εξάλλου τα παραδείγματα στη Δυτική Κρήτη δεν είναι λίγα. Όπως η Αράδαινα στα ορεινά των Σφακίων, έτσι και το Πάτημα στον Αποκόρωνα θα περάσει με μαύρα γράμματα στην ιστορία ως ένας ακόμη τόπος που κατοικούν μόνο τα στοιχειά μιας παλιάς βεντέτας.

Οκτώ ήταν οι μεγαλύτερες βεντέτες στην Κρήτη τα τελευταία εκατό χρόνια σύμφωνα με τις τοπικές εφημερίδες και τα ηλεκτρονικά μέσα του νησιού.
Οικογένειες Σαρτζέτη (Σαρτζετάκη) – Πεντάρη (Πενταράκη)—1910, Χανιά. Αιτία ήταν «ζήτημα τιμής». 119 νεκροί. Εληξε, όταν ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ευάγγ. Πεντάρης ψήφισε για Πρόεδρο Δημοκρατίας τον Χρ. Σαρτζετάκη.
Γιάννης Παπαδονικολάκης, —1950, Ασή Γωνιά Χανίων. Τον σκότωσαν 32 χρόνια μετά το φόνο του δολοφόνου του αδελφού του, που είχε αποκαλύψει στον παπά του χωριού τους ένοχους του φόνου μιας γυναίκας.
Γιάννης Φραγκιαδάκης – Μανούσος Βεϊσάκης—1955, Βορίζα Ψηλορείτη. Αιτία: Η… υλοτόμηση ενός δάσους. Σε 2 ώρες σκοτώθηκαν 6 και έμειναν ανάπηροι 14. Στο μακελειό, εκτός από όπλα έπεσε και… χειροβομβίδα!
Δαμιανός Παρασύρης —1969. Μαχαίρωσε στο δικαστήριο το φονιά του αδελφού του, 24 χρόνια μετά.
Οικογένειες Κουκουλά – Μποτανάκη —1987, Κίσαμος Χανίων. Αιτία; Διαφορές για πρόβατα. Τρεις νεκροί, 3 τραυματίες.
Χαρίδημος Ι. Στριλιγκάς – Χαρίδημος Εμμ. Στριλιγκάς —1987, Λιβάδια Μυλοποτάμου. Αντίποινα σε φονικό, 4 νεκροί.
Γιάννης Παπαδόσηφος —1988, Ρέθυμνο. Σκότωσε το δολοφόνο του γιου του στο Εφετείο Πειραιά. (Είχε κρύψει το όπλο στη γενειάδα του).
Οικογένειες Δικωνυμάκη – Μουζουράκη, —1994, Πάτημα Αποκορώνου. Εκδίκηση για το φόνο της μητέρας Μουζουράκη, 6 νεκροί.


xromonastiri.wordpress.com/

http://www.bloko.gr/2018/08/blog-post_554.html?m=1
loading...