Ο Κικέρων και η οικονομική σκέψη στην Αρχαία Ρώμη…

H Ρωμαϊκή συνεισφορά στην ανάλυση οικονομικών θεμάτων δεν είναι σημαντική. Κατά βάση υιοθετούν τις απόψεις που αναπτύχθηκαν από τους Έλληνες συγγραφείς.

Ο Κικέρων (106-43 π.Χ.) μεταφράζει τον Οικονομικό του Ξενοφώντος. Ο Κικέρων θεωρεί χρήσιμα µόνο εκείνα τα πράγματα, τα οποία μπορούν να ικανοποιήσουν αντίστοιχες ανθρώπινες ανάγκες. Και ομιλώντας για την τιμή των χάλκινων αγαλμάτων, λέγει ότι το µόνο όριο στην αποτίμησή τους είναι η επιθυμία του καθενός γι’ αυτά, και µόνο εάν τεθεί φραγμός στην επιθυμία για αυτά θα τεθεί φραγμός και στην τιμή τους.

Ο Κικέρων, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, θεωρεί ως καταδικαστέες τις «χρηματιστικές» ασχολίες, οι οποίες αποβλέπουν στο κέρδος, κάνει όμως εξαιρέσεις ως προς το ρόλο του χονδρικού εμπορίου και των τραπεζών. Η συμπάθεια του Κικέρωνα, όπως και άλλων συγγραφέων της Ρώμης, στρέφεται προς τη γεωργία. Παρατηρήσεις περί του ρόλου του χρήματος και περί της καταλληλότητας των πολύτιμων μετάλλων για το σκοπό αυτό βρίσκουμε στον Πλίνιο, ο οποίος αντιτίθεται στην εξαγωγή χρήματος προς εισαγωγή εμπορευμάτων.

Ενώ όμως η συνεισφορά των Ρωμαίων στην οικονομική ανάλυση είναι σχεδόν ανύπαρκτη, έμελλαν να επηρεάσουν τη μεταγενέστερη εξέλιξη της οικονομικής σκέψεως µε το σύστημα δικαίου που κληροδότησαν στην ανθρωπότητα.

Το Ρωμαϊκό δίκαιο, και μάλιστα το jus gentium, το οποίο ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ Ρωμαίων πολιτών και µη πολιτών ή μεταξύ µη Ρωμαίων πολιτών αλλ’ υπαγομένων στη Ρωμαϊκή κυριαρχία, συνέβαλε και στην καθιέρωση της ελευθερίας των συμβάσεων αλλά και στην ακριβέστερη διατύπωση οικονομικών όρων, όπως της τιμής, του χρήματος, της αγοραπωλησίας, του δανείου κ.ο.κ., χωρίς όμως να προχωρεί σε παραπέρα οικονομική ανάλυσή τους, αν και ορισμένοι από τους Ρωμαίους νομοδιδάσκαλους ασχολούνται µε το πρόβλημα της αξίας και της τιµής
των αγαθών.

Η αξία και η τιμή των αγαθών, σύμφωνα µε αυτούς καθορίζεται όχι µε βάση την εκτίμησή τους από ένα μεμονωμένο άτομο ή τη χρησιμότητά τους για το άτομο αυτό αλλά µε βάση την κοινή εκτίμηση. Υπάρχουν, όμως, διαφορές στην αξία (τιμή) των αγαθών ανάλογα µε το χρόνο και τον τόπο. Δεν είναι επί παραδείγματι ίδια η τιμή του ελαιολάδου στη Ρώμη και την Ισπανία ούτε το ελαιόλαδο θα έχει την ίδια αξία σε καιρούς παρατεταμένης ανομβρίας και σε καιρούς άφθονης συγκομιδής.

Η παραπάνω άποψη, μαζί µε τις περί δικαίας ανταλλαγής αντιλήψεις του Αριστοτέλη, θα αποτελέσουν τη βάση των περί αξίας απόψεων των συγγραφέων του Μεσαίωνα. Αλλά το Ρωμαϊκό Δίκαιο έμελλε να έχει και µία άλλη έμμεση επίδραση. Διότι η διδασκαλία των Οικονομικών ως τις αρχές του αιώνα µας, και σε πολλές χώρες και μεταγενέστερα, συνδυαζόταν συχνά µε τη διδασκαλία του Δικαίου, βασική δε ήταν η μελέτη του Ρωμαϊκού Δικαίου. Φυσικό επομένως ήταν το Ρωμαϊκό Δίκαιο και ιδέες όπως η ιδέα του Φυσικού Δικαίου, η οποία πήγασε απ’ αυτό και από τις ιδέες του Αριστοτέλη, να επηρεάσουν την οικονομική σκέψη.

Πηγή:

Ρ.Δ. Θεοχάρης, Ιστορία της Οικονομικής Αναλύσεως, Τόμος Α. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 1983, σελ 15-28.

maxmag.gr

loading...