Ἡ νίκη τῆς ᾿Αγάπης* «Μία θαυμαστὴ ἱστορία»

ΕΝΑΣ συγγραφεὺς καὶ καθηγητὴς τῆς Θεσσαλονίκης ἐνυμφεύθη πρὸ ἀρκετῶν δεκαετιῶν μίαν πτωχὴν καὶ ἐνάρετον παρθένον, ὑποκρινόμενος ὅτι ἦτο καὶ ἐκεῖνος θεοσεβὴς καὶ καλὸς Χριστιανός, ἐνῷ κατὰ βάθος ἦτο ἄπιστος καὶ ἄθεος!

Μετὰ τὸν γάμον καὶ ἀφοῦ ἔγινε ἔγκυος ἡ σύζυγός του ῾Ερμιόνη, ἔμαθε ἀπὸ τὸν ἴδιον τί ἄνδρα ἐπῆρε, δηλαδὴ ὅτι δὲν ἐπίστευε τίποτε! Πόνεσε βαθειὰ ἡ καϋμένη δι᾿ αὐτὸ καὶ ἔκλαψε.

᾿Αλλὰ παρ᾿ ὅλον ποὺ τῆς ἔλεγε συχνὰ ὅτι «δὲν ὑπάρχει Θεός», αὐτὴ δὲν ἔβαζε στὸν νοῦν της νὰ τὸν ἐγκαταλείψῃ, ἀλλὰ ἔλεγε μέσα της:

«Πρέπει νὰ κάμω ὑπομονήν. Αὐτὸ ἦτο τὸ τυχερό μου. Καὶ νὰ βάλω τὰ δυνατά μου νὰ τὸν κάμω πιστόν!

᾿Εγὼ ἤμουν πτωχὴ ἀπὸ χρῆμα, αὐτὸς εἶναι πτωχὸς ἀπὸ Χριστόν!

Αὐτὸς μὲ ἔκαμε πλουσίαν ἀπὸ χρῆμα, ἐγὼ θὰ τὸν κάμω πλούσιον ἀπὸ Χριστὸν καὶ θὰ ταιριάξουμε»!

᾿Αλλά, πῶς νὰ ἀρχίσῃ καὶ μὲ τί νὰ νικήσῃ; Μὲ τὴν ΑΓΑΠΗΝ, σκέφθηκε! Καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἀγαπᾷ πιὸ πολύ!

Γινόταν θυσία γι᾿ αὐτόν! Τὸν περιποιόταν ἀφάνταστα. Τὸν κοίταζε, σἄν συνεχῶς ἐρωτευμένη. Τοῦ σκούπιζε τὰ χέρια του ὅταν τὰ ἔπλενε.

Τὸν φιλοῦσε ὅταν ἔφευγε γιὰ τὸ Πανεπιστήμιον, καὶ τὸν περίμενε στὴν ἐξώπορτα ὅταν ἐγύριζε. ᾿Αγάπη ἀσυνήθιστη, συνεχής! ᾿Αγάπη ποὺ ἀποροῦσε κι᾿ αὐτός!

᾿Αλλὰ τὴν ἀγαποῦσε καὶ ὁ ἴδιος, διότι ἦτο καὶ ὡραία, χωρὶς ὅμως νὰ μιλοῦν θρησκευτικά. Στὴν πρώτη ἐπέτειο τοῦ γάμου τους τῆς λέγει: «Τί δῶρο θέλεις, ῾Ερμιόνη μου;».

«Νὰ γίνῃς πιστὸς Χριστιανός, Βασιλάκη μου», τοῦ εἶπε ἐκείνη.

«Πολλὰ τὰ ζητᾷς!», τῆς ἀπήντησε. Καὶ δὲν ἄλλαξε κεφάλι. Αὐτὴ ὅμως τὸν ἀγαποῦσε, καὶ περισσότερο ἀπὸ πρῶτα!

῞Οταν γέννησε τὸ πρῶτο παιδάκι τους, πάλι τὴν ἐρώτησε: «Τί δῶρο θἄθελες ῾Ερμιονούλα;».

«Νὰ πιστεύῃς στὸν Χριστό, τίποτε ἄλλο!».

«῏Α, τὸ παράκανες, τῆς λέγει. ῾Ο Χριστὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος καὶ ὄχι Θεὸς ὅπως λέγουν οἱ παπάδες!».

Καὶ ἐλιποθύμησε ἡ ῾Ερμιόνη! ᾿Αλλὰ ὅταν συνῆλθε τὸν ἀγαποῦσε πάλι, ὅπως πρῶτα, καὶ περισσότερο…

Μερικὲς φορὲς τοῦ ἔβαζε στὸ γραφεῖο του κανένα θρησκευτικὸ βιβλίο της ἤ χριστιανικὸ περιοδικό. ᾿Αλλὰ αὐτὸς τὰ πέταγε!

Τὴν νύχτα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ τὸν ξύπνησαν οἱ καμπάνες τῶν ᾿Εκκλησιῶν, ἐβλασφήμησε τὸν Χριστόν!

Καὶ ἡ ῾Ερμιόνη ἄρχισε νὰ κλαίῃ μὲ λυγμούς. ᾿Αλλὰ τὸν ἀγαποῦσε σἄν πρῶτα, πολύ! Καὶ τὸν περιποιόταν μὲ ὅλην της τὴν χριστιανικὴν θέρμην!

᾿Εννέα χρόνια βάστηξε αὐτό. Αὐτὴ σκόρπαγε τὸ ἄρωμα τῆς χριστιανικῆς ᾿Αγάπης της στὸν πρωτότυπο ἀγῶνα της, καὶ αὐτὸς ἔλεγε στοὺς φοιτητάς του ὅτι «ἐγίναμε διὰ τῆς ἐξελίξεως καὶ δὲν ὑπάρχει Θεός»!

Μετὰ ἀρρώστησε ἡ ῾Ερμιόνη, ὅταν ἦτο 27 ἐτῶν. Καὶ σιγὰ-σιγὰ ἔλυωνε σἄν τὸ λιβάνι ὅταν καίγεται. Κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι της εἶχε τὸ ἡμερολόγιό της καὶ ἐσημείωνε κάθε ἡμέρα τὶς σκέψεις της, τοὺς ἀγώνας της, τὶς αὐτοσχέδιες προσευχές της…

Παρὰ τὶς προσπάθειες τῶν πολλῶν ἰατρῶν καὶ τοῦ συζύγου της δὲν ἀνέρρωσε, ἀλλὰ ἕνα ἡλιοβασίλεμα πέθανε, καὶ πέταξε ἡ ψυχούλα της στὸν Παράδεισο τοῦ καλοῦ Θεοῦ.

Πέθανε μὲ τὸ παράπονο, ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ γυρίσῃ τὸν ἄνδρα της στὴν Πίστι καὶ στὸν Χριστό.῾Ο ἄνδρας της τὴν ἔθαψε μὲ μουσικές. ῾Η θλίψις του ἦτο ἀβάστακτη.

῎Εχασε ἕνα ἀστέρι τῆς ἀγάπης, ἕναν ἄγγελον καλωσύνης. Οὐδέποτε θὰ εὕρισκε ἄλλην σἄν τὴν ῾Ερμιόνη μὲ τέτοια πίστι, μὲ τέτοια ἀφοσίωσι. ῞Ολα τἄβλεπε μαῦρα.

Κόντευε νὰ παλαβώσῃ διότι δὲν εἶχε τὴν Πίστι νὰ τὸν συγκρατήσῃ. ῎Επιανε τὰ φορέματά της καὶ τὰ φιλοῦσε, ἔπιανε τὰ παπούτσια της καὶ τὰ χάϊδευε! «῎Αχ, τί ἔχασα, ἄχ θησαυρέ μου»!, ἔλεγε.

Καὶ ἡ παραμάνα βρῆκε καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ἡμερολόγιο τῆς ῾Ερμιόνης μὲ τὶς σημειώσεις τοῦ βίου της. Δὲν τὸ εἶχε διαβάσει ποτέ. Καὶ δὲν ἔγραφε τίποτα ἄλλο, παρὰ διὰ τὸν ἀγῶνα της τὸν πνευματικό, διὰ τὸν ἀγῶνα της νὰ γυρίσῃ τὸν σύζυγόν της στὸν Χριστό!

῞Ολες οἱ σελίδες, ὅλες οἱ προσευχές της, δι᾿ αὐτὸν ἔγραφαν. ᾿Εννέα ἐτῶν προσπάθειες δι᾿ αὐτὸν ἐγίνοντο! ᾿Ιδίως οἱ τελευταῖες σελίδες, ποὺ ἦτο ἄρρωστη, ἦσαν πολὺ συγκινητικές.

᾿Ιδοὺ μερικὲς φράσεις:

«… Χριστέ μου νὰ μὲ συγχωρῇς ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ τὸν γυρίσω. ᾿Εκμεταλλεύθηκα τὸ πᾶν καὶ θυσιάσθηκα στὸ βωμὸ τοῦ καθήκοντος ἀλλὰ δὲν νίκησα.

῎Ισως νὰ ἦσαν ἐμπόδιο οἱ ἁμαρτίες μου, διότι κι᾿ ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ἔχουμε ἁμαρτίες ποὺ δὲν τὶς βλέπουμε…

Πέρισυ τὸ Πάσχα, Χριστέ μου, χάρηκα διότι μὲ ἠσπάσθη λέγοντάς μου Χριστὸς ᾿Ανέστη, ἀλλὰ μετὰ ἀρνιόταν τὴν ᾿Ανάστασίν Σου…

Πρὸ 3ετίας, Χριστέ μου, ποὺ πήγαμε ἐκδρομὴ στὸ Παγονέρι, μπῆκε στὴν ᾿Εκκλησία τοῦ Προφήτου ᾿Ηλία καὶ φίλησε τὴν Εἰκόνα Σου ὅπως ὅλοι, ἀλλὰ μετὰ εἶπε ὅτι τὄκανε γιὰ τὰ μάτια τῶν συγχωριανῶν μου…

Τώρα ποὺ εἶμαι ἄρρωστη τὸν βλέπω πολὺ σκεπτικόν· μήπως, Χριστέ μου, Σὲ σκέπτεται;

Κάνε, Χριστέ μου, νὰ γυρίσῃ σὲ Σένα γιὰ νὰ πεθάνω μὲ τὴν χαρὰ τῆς ἐπιστροφῆς του…

῎Αχ, Χριστέ μου, δὲν νίκησε ἡ ἀγάπη μου τὴν ἀπιστία του»!…

«Νίκησε – νίκησε»!, εἶπε ὁ ἄνδρας της ὅταν διάβασε καὶ τὶς τελευταῖες λέξεις τοῦ ἡμερολογίου της, καὶ σκούπιζε τὰ πολλὰ δάκρυά του!

Καὶ μετὰ πρόσθεσε:

«῞Ο,τι δὲν μπόρεσες ῾Ερμιονούλα νὰ τὸ κατορθώσῃς ζωντανή, τὸ κατώρθωσες τώρα πεθαμένη, τὸ κατώρθωσε ἡ μεγάλη χριστιανικὴ ἀγάπη σου, ποὺ δὲν ξεχνιέται.

Καὶ ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν στιγμὴν῾Ερμιονούλα, γιὰ μνημόσυνόν σου καὶ γιὰ νὰ χαρῇ ἡ ψυχούλα σου στὸν Οὐρανό, γίνομαι καὶ ἐγὼ καλὸς Χριστιανός, γίνομαι καὶ ἐγὼ σἄν ἐσένα, σοῦ τὸ ὑπόσχομαι»!…

Καὶ μὲ τὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ ἔγινε πράγματι καλὸς καὶ ἰδεώδης Χριστιανός. Καὶ εἰργάσθη τὸ ὑπόλοιπον διὰ τὸν Κύριον. Καὶ μετὰ ἐπῆγε κοντὰ στὴν ῾Ερμιόνη, στὸν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ…

(*) ᾿Απὸ ψυχωφελὲς φυλλάδιο ῾Αγιορείτου Μοναχοῦ, τὸ ὁποῖο εἶχε κυκλοφορήσει πρὸ 50ετίας στὴν Θεσσαλονίκη.

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»

loading...