Τα σενάρια αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος και η ανάλυση του Συντάγματος.

Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών- Συνταγματολόγος-Συνηγορος Αμερικανικού
Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα.

                     Η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος, εξαρτάται από το άθροισμα των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής. Ακόμα και με ποσοστό 33% είναι δυνατόν το πρώτο κόμμα να
εξασφαλίσει αυτοδυναμία, εάν τα εκτός Βουλής κόμματα συγκεντρώσουν 19,02%.. Εάν τα εκτός Βουλής κόμματα συγκεντρώσουν 5,98% , απαιτείται 37,8% για την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος. Για την εξασφάλιση των 151 εδρών, καταρχήν απαιτείται ποσοστό 40,4% και το ποσοστό αυτό υποχωρεί από την συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ψήφων των κομμάτων εκτός Βουλής.
Το Σύνταγμα εξουσιοδοτεί την νομοθετική εξουσία να προβλέψει με νόμο (άρθρο 54 Συντάγματος) το εκλογικό σύστημα (αναλογικό ή πλειοψηφικό), τον καθορισμό των εκλογικών περιφερειών και τον τρόπο κατανομής των εδρών με ανώτατο όριο 300 έδρες και κατώτατο 200 έδρες (άρθρο 51 του Συντάγματος). Ο νόμος αυτός ονομάζεται εκλογικός νόμος, και ισχύει για τις επόμενες εκλογές εφόσον ψηφιστεί από τα 2/3 της Βουλής ή από τις μεθεπόμενες εφόσον ψηφιστεί από το ½ της Βουλής. Ο ισχύον εκλογικός νόμος είναι ο νόμος  3231/2004 όπως τροποποιήθηκε από τους νόμους 3434/2006 και 3636/2008 και κωδικοποιήθηκε μαζί με άλλες εκλογικές διατάξεις στο Προεδρικό Διάταγμα 12/2012.
Αν οι λευκές ψήφοι ξεπεράσουν το 50%  δεν επιφέρουν καμία έννομη συνέπεια και ο λόγος είναι ότι βάσει του άρθρου 1 του Ν. 3434/06 δεν προσμετρούνται στο εκλογικό αποτέλεσμα με τις έγκυρες. Άλλωστε πουθενά στο Σύνταγμα ή σε Νόμο, δεν προβλέπεται επανάληψη των εκλογών λόγω αποχής ή λευκών ψήφων ακόμα και αν αυτά φτάσουν και το 90%. Απλά στις περιπτώσεις αυτές θα ετίθετο το ζήτημα της έλλειψης πολιτικής νομιμοποίησης του εκλογικού αποτελέσματος, όχι όμως και της νομιμότητας αυτού.
Η ιστορία της λευκής ψήφου είναι πολυκύμαντη, και αυτό διότι μέχρι πρόσφατα υπήρχε διχογνωμία στην Νομολογία των Δικαστηρίων για το αν η λευκή ψήφος προσμετρείται στις έγκυρες. Το θέμα που δημιουργείται με την προσμέτρηση των λευκών, μπορεί να συσχετίζεται με τον χαρακτήρα της λευκής ψήφου, δεν υπολείπεται όμως άμεσων συνεπειών στην διαμόρφωση του εκλογικού μέτρου. Το εκλογικό μέτρο για την κατανομή εδρών σε μια εκλογική περιφέρεια προκύπτει από το άθροισμα όλων των έγκυρων ψήφων, διά του αριθμού των εδρών της περιφέρειας αυτής. Αν στις έγκυρες ψήφους προσθέσουμε και τις λευκές τότε αυξάνει το εκλογικό μέτρο και αντίστοιχα ο ελάχιστος αριθμός ψήφων που θα πρέπει να διαθέτει κάθε κόμμα για πάρει μια έδρα στην περιφέρεια αυτή.
Σύμφωνα με τον εκλογικό Νόμο εάν μια βουλευτική έδρα κενωθεί και δεν υπάρχει αναπληρωματικός βουλευτής να την αποδεχθεί τότε διενεργούνται αναπληρωματικές (επαναληπτικές) εκλογές στην εκλογική περιφέρεια όπου κενώθηκε η έδρα, για την αναπλήρωση αυτής. Αναπληρωματική εκλογή είχαμε το 1992 στην Β’ Αθηνών για μία έδρα, μετά την έκπτωση του Δ. Τσοβόλα και την άρνηση όλων των αναπληρωματικών του, οπότε και επανελήφθησαν οι βουλευτικές εκλογές στην περιφέρεια αυτή για την άδεια έδρα.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν στην περίπτωση παραίτησης όλων των Βουλευτών ενός κόμματος και των αναπληρωματικών τους, σε αυτήν την περίπτωση θα διενεργηθούν τόσες αναπληρωματικές εκλογές όσες είναι οι εκλογικές περιφέρειες στις οποίες είχε έστω και μία έδρα το κόμμα αυτό.
Στο  άρθρο 53 παρ 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι βουλευτική έδρα που κενώθηκε μέσα στο τελευταίο έτος της περιόδου, δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή, εφόσον οι κενές έδρες δεν είναι περισσότερες από το ένα πέμπτο του όλου αριθμού των βουλευτών.
Μέχρι το 2001 στο κείμενο του Συντάγματος στο άρθρο 51 παρ. 5 υπήρχε η εξής διάταξη: «Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική….>>.Όμως με την Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001 αφαιρέθηκε η τελευταία φράση περί κυρώσεων και διατηρήθηκε μόνον η εξαγγελία περί υποχρεωτικότητας της ψήφου, καθιστώντας έτσι την διάταξη αυτή ατελή. Ατελής διάταξη (lex imperfecta) κατά το Δίκαιο ονομάζουμε έναν κανόνα δικαίου που στερείται κανονιστικού περιεχομένου, δηλαδή υποχρεωτικότητας μέσω συστήματος κυρώσεων ή άλλων διατυπώσεων, και πρακτικά εννόμων συνεπειών.Υπερισχύει η διάσταση της ψήφου ως δικαιώματος παρά ως πολιτειακής υποχρέωσης του εκλογέα για την εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας.
Από τους 300 βουλευτές οι 288 εκλέγονται -κατά κανόνα- με σταυρό προτίμησης σε εκλογικές περιφέρειες. Οι υπόλοιποι 12 εκλέγονται από δεσμευμένους συνδυασμούς (λίστες) για όλη την επικράτεια και ονομάζονται βουλευτές Επικρατείας. Η Ελλάδα διαιρείται σε 56 εκλογικές περιφέρειες. Κάθε νομός αποτελεί μια εκλογική περιφέρεια με εξαίρεση τους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με το ισχύον εκλογικό σύστημα, για να εισέλθει ένας εκλογικός σχηματισμός (κόμμα, συνασπισμός κομμάτων, συνασπισμός μεμονωμένων υποψηφίων) ή ένας μεμονωμένος υποψήφιος στη Βουλή, πρέπει να έχει συγκεντρώσει τουλάχιστον 3% των εγκύρων ψήφων πανελλαδικά. Στα έγκυρα δε συμπεριλαμβάνονται τα λευκά ψηφοδέλτια. Αν για παράδειγμα δώσουν 8.000.000 πολίτες έγκυρη ψήφο, θα πρέπει το κόμμα ή ο μεμονωμένος υποψήφιος να λάβει τουλάχιστον 240.000 ψήφους, προκειμένου να λάβει μέρος στην κατανομή των εδρών. Η ρύθμιση αυτή έχει σκοπό την αποφυγή του κατακερματισμού των βουλευτικών εδρών σε πολύ μικρά κόμματα και την ενίσχυση των μεγάλων κομμάτων, ώστε να σχηματίζεται ευκολότερα απόλυτη πλειοψηφία εδρών στη Βουλή. Ο νόμος 3231/2004 εισάγει κατά τα λοιπά νέο σύστημα κατανομής των κοινοβουλευτικών εδρών σε όσους ξεπεράσουν αυτό το ποσοστό.

Ως έγκυρες ψήφοι λογίζονται αυτές οι οποίες δεν είναι λευκές ή άκυρες (σημαδεμένες, μουντζουρωμένες, φάκελος χωρίς ψηφοδέλτιο κλπ). Ο μη συνυπολογισμός των λευκών στις έγκυρες ψήφους (για την κατανομή των εδρών), έγινε με μεταγενέστερη ερμηνευτική διάταξη, αυτή του άρθρου 1 του νόμου 3434/2006, παρόλο που το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) με την υπ’ αρ. 12/2005 απόφασή του είχε κρίνει κατά πλειοψηφία (6 προς 5) ότι η αντίστοιχη ρύθμιση του προηγούμενου νόμου ήταν αντισυνταγματική. Το δικαστήριο είχε κρίνει ότι η λευκή ψήφος διακρίνεται από την άκυρη και αποτελεί ενάσκηση του εκλογικού δικαιώματος, γι’ αυτό και θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν. Οι διατάξεις που ορίζουν ότι το εκλογικό μέτρο ευρίσκεται χωρίς να συμπεριληφθούν οι λευκές ψήφοι «θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς τις […] συνταγματικές διατάξεις». Η απόφαση αυτή πάντως ανέτρεπε προηγούμενες αποφάσεις τόσο του ίδιου του ΑΕΔ όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες η μη προσμέτρηση των λευκών κατά  την εξεύρεση του εκλογικού μέτρου είχε κριθεί σύμφωνη με το Σύνταγμα.
Για να εισέλθει ένας εκλογικός σχηματισμός (κόμμα, συνασπισμός κομμάτων, συνασπισμός μεμονωμένων υποψηφίων) ή ένας μεμονωμένος υποψήφιος στη Βουλή, πρέπει να λάβει ποσοστό τουλάχιστον 3% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων της επικράτειας (Άρθρο 5 του νόμου).
Ο νόμος ορίζει ακόμα ότι σε περίπτωση πρόωρων εκλογών, οι οποίες διενεργούνται μέσα σε δεκαοκτώ μήνες από τις προηγούμενες, αυτές δεν γίνονται με σταυρό προτίμησης, αλλά με δεσμευμένους συνδυασμούς (λίστες), όπως οι εκλογές του 1985. Η τελευταία διαδικασία ακολουθήθηκε και κατά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012, οι οποίες διενεργήθηκαν μέσα σε ενάμιση μήνα από τις προηγούμενες, αυτές της 6ης Μαϊου του 2012.
Περιληπτικά οι κύριες διαφορές του συστήματος των δεσμευμένων συνδυασμών (λιστών) από αυτό των σταυρών προτίμησης είναι οι εξής:

Στις δηλώσεις κατάρτισης των συνδυασμών, οι οποίες απευθύνονται προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και βάσει των οποίων ενεργείται η ανακήρυξή τους από τον Άρειο Πάγο, οι υποψήφιοι αναγράφονται κατά τη σειρά που καθορίζει ο εκλογικός σχηματισμός (κόμμα, συνασπισμός κομμάτων ή συνασπισμός μεμονωμένων) και όχι αλφαβητικά.
Δε σημειώνεται από τους εκλογείς σταυρός προτίμησης υπέρ υποψηφίου. Η τυχόν σημειώσή του, πάντως, δεν επιφέρει ακυρότητα του ψηφοδελτίου.
Οι έδρες που παραχωρούνται σε κάθε συνδυασμό καταλαμβάνονται από τους υποψηφίους αυτού σύμφωνα με τη σειρά που έχουν προταθεί στη δήλωση κατάρτισης του συνδυασμού και ανακηρυχθεί από τον Άρειο Πάγο και όχι κατά τη σειρά των σταυρών προτίμησης καθενός.
Οι αναπληρωματικοί (“επιλαχόντες”) ανακηρύσσονται κατά τη σειρά που έχουν προταθεί στη δήλωση κατάρτισης του συνδυασμού και ανακηρυχθεί από τον Άρειο Πάγο και όχι κατά τη σειρά των ψήφων προτίμησης καθενός.
Ως προς το τυπικό της διαδικασίας, αυτονόητο είναι ότι δεν υπάρχουν μολύβια προς χρήση από τους εκλογείς στα παραβάν.
Στον εκλογικό σχηματισμό που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό εγκύρων ψηφοδελτίων στο σύνολο της επικράτειας παραχωρούνται, επιπλέον των εδρών που λαμβάνει, πενήντα  (50) ακόμη έδρες, οι οποίες προέρχονται από εκλογικές περιφέρειες  στις οποίες έχουν παραμείνει αδιάθετες έδρες μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Όσες περισσότερες ψήφους λάβουν τα κόμματα που δεν θα μπουν στη Βουλή, τόσο ευκολότερη γίνεται η αυτοδυναμία  του πρώτου κόμματος.
Στην κατανομή των εδρών των εκλογικών περιφερειών, καθώς και των εδρών επικρατείας συμμετέχουν οι συνδυασμοί κομμάτων που συγκεντρώνουν στην επικράτεια ποσοστό εγκύρων ψηφοδελτίων τουλάχιστον ίσο με το τρία τοις εκατό (3%) του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων που έλαβαν στην επικράτεια όλοι οι εκλογικοί σχηματισμοί.
Για τον καθορισμό των εδρών που δικαιούται κάθε  εκλογικός σχηματισμός, το σύνολο των ψήφων που συγκέντρωσε στην επικράτεια πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό 250 και το γινόμενό τους διαιρείται με το άθροισμα των εγκύρων  ψηφοδελτίων που συγκέντρωσαν στην επικράτεια όσοι σχηματισμοί συμμετέχουν στην κατανομή των εδρών. Οι έδρες που δικαιούται κάθε σχηματισμός στην επικράτεια είναι το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης.

Αν το άθροισμα των ακέραιων μερών των πηλίκων υπολείπεται του αριθμού 250, τότε παραχωρείται κατά σειρά ανά μία έδρα και ως τη συμπλήρωση αυτού του αριθμού στους σχηματισμούς, των οποίων τα πηλίκα εμφανίζουν τα μεγαλύτερα δεκαδικά υπόλοιπα.

Αν ένα κόμμα συγκεντρώσει το 10% των έγκυρων ψήφων και το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που θα περάσουν το εκλογικό όριο του  3% είναι 90% οι έδρες που θα έχει στη νέα Βουλή θα είναι 28.

Πολλαπλασιάζεται το ποσοστό του κόμματος 10% με τον συντελεστή 2,77 (250/90=2,77).

Αν ένα κόμμα συγκεντρώσει το 17% των έγκυρων ψήφων και το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που θα περάσουν το εκλογικό όριο του 3% είναι 87%, οι έδρες που θα έχει στη νέα Βουλή θα είναι 49.

Πολλαπλασιάζεται το ποσοστό του κόμματος 17% με τον συντελεστή 2,87 (250/87=2,87).

Οι έδρες του πρώτου κόμματος θα καθοριστούν όπως παραπάνω με τη διαφορά ότι θα πάρει ακόμη 50 έδρες ως μπόνους πρώτου κόμματος

Είναι βέβαιο ότι με την εφαρμογή της απλής αναλογικής θα ήταν πολύ δύσκολος ο σχηματισμός κυβέρνησης. Εκτός αν ένα κόμμα ξεπερνούσε το 50% και σχημάτιζε αυτοδύναμη κυβέρνηση  έστω και με 151 βουλευτές. Που και αυτή είναι μια εύθραυστη πλειοψηφία όπως εύθραυστη είναι και μια πλειοψηφία 5-6 εδρών. Πριν απ΄ όλα για να έχουμε πλήρη εικόνα ως προς το ζήτημα για το οποίο συζητάμε να δούμε τον πίνακα με το ποια κόμματα θα έμπαιναν στη Βουλή σύμφωνα με τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου 2012 και πόσους βουλευτές θα εξέλεγαν με απλή αναλογική. Και με το όριο του 3% (που ισχύει σήμερα) και χωρίς το όριο του 3%.

Δύο είναι τα βασικά δεδομένα που κάνουν το ισχύον σύστημα διαφορετικό από αυτό που θα αποκαλούμε απλή  αναλογική: Το όριο του 3% για να μπει ένα κόμμα στη Βουλή και το μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, προκειμένου να υπάρχουν σταθερές κυβερνήσεις.

Το μπόνους ήταν αρχικά 40 έδρες και θεσμοθετήθηκε στον εκλογικό νόμο Σκανδαλίδη, το 2004 λίγο πριν τις εκλογές που έκαναν πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή. Ίσχυσε όμως στις εκλογές του 2007, καθώς η όποια αλλαγή δεν συγκεντρώσει τα 2/3 των βουλευτών (δηλ. 200) ισχύει από τη μεθεπόμενη εκλογική διαδικασία.

Το 2008, ο τότε υπουργός Προκόπης Παυλόπουλος, αύξησε το μπόνους στις 50 έδρες και αυτό ίσχυσε στις διπλές εκλογές του 2012.

Βέβαια ο τροποποιημένος εκλογικός νόμος δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί από τις επόμενες εκλογές, διότι χρειάζεται η ψήφισή του από 200 βουλευτές, αλλά από τις μεθεπόμενες, οι οποίες σε περίπτωση που δεν καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση το κόμμα που θα έρθει πρώτο θα διεξαχθούν μετά από ένα μήνα.

Στη πλειονότητα των χωρών του κόσμου, το εκλογικό σύστημα προβλέπεται από το ίδιο το ισχύον Σύνταγμά τους, παραμένοντας έτσι ενιαίο για όλες τις πολιτικές αναμετρήσεις. Αντίθετα στην Ελλάδα πολύ σπάνια ακολουθήθηκε το ίδιο εκλογικό σύστημα έστω και σε δύο συνεχόμενες εκλογές, εκτός τις επαναληπτικές, και τούτο διότι ο καθορισμός του εκλογικού συστήματος επαφίεται κάθε φορά στο κυβερνητικό έργο της κυβέρνησης που θα κηρύξει τις εκλογές, εκδίδοντας σχετικό νομοθέτημα, χωρίς προς τούτο και να παρέχεται η ευχέρεια στον “κυρίαρχο” ελληνικό λαό, ή απ’ ευθείας, έγκριση ή απόρριψή του πριν οδηγηθεί στις κάλπες, με καταφανή την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων.Έτσι, από το 1844, χρονιά που καθιερώθηκε Συνταγματικά η ψηφοφορία στην Ελλάδα, μέχρι το 1923, οι βουλευτικές εκλογές γίνονταν με πλειοψηφικό σύστημα. Από το 1926 υπήρξε εναλλαγή πλειοψηφικού και αναλογικού, έως το 1956, οπότε καθιερώθηκε το αναλογικό. Οι εκλογές του 1956 ακολούθησαν ένα περίεργο μικτό σύστημα με διαφοροποίηση των εκλογικών περιφερειών με απίθανες ονομασίες δεκάτων και κλασμάτων επιλαχόντων συνδυασμών και μη. Στις επόμενες εκλογές ενεπλάκη και η “βία και νοθεία” σύμφωνα με καταγγελία της αντιπολίτευσης. Μετά την μεταπολίτευση ακολουθήθηκαν επίσης τα ίδια αλλάζοντας κάθε φορά τον εκλογικό νόμο. Στις  τελευταίες εκλογές θεσπίστηκε και ο θεσμός του  εκλογικού μπόνους.

loading...