Ανατολικό & Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος: Οι ριζικές αλλαγές και οι Βάρβαροι

Από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ο Ρωμαϊκός Στρατός υπέστη ριζική αναδιοργάνωση, σε βαθμό τέτοιο ώστε σε τίποτα σχεδόν να μην θυμίζει το παλαιό στρατό των χρόνων της Αυτοκρατορίας του Αυγούστου. Τότε η πηγή ισχύος του στρατού ήταν οι πεζοί λεγεωνάριοι,
οι οπλισμένοι με βαριά ακόντια (pila), μεγάλη ασπίδα, θώρακα από σιδηρά ελάσματα και βαρύ θλαστικό σπαθί (gladius).

Τους λεγεωνάριους συμπλήρωναν τα περίφημα τμήματα των Auxilia (βοηθητικών, ανάλογα, κατά κάποιο τρόπο, με τα τμήματα των Ελλήνων πελταστών), των τοξοτών και των ψιλών. Το ρωμαϊκό ιππικό, ούτε αριθμητικά ισχυρό ήταν, ούτε ποτέ διακρίθηκε για την αντοχή και την σταθερότητά του.

Για όσο διάστημα οι μόνοι αντίπαλοι της Αυτοκρατορίας ήταν τα διάφορα βαρβαρικά φύλα, η ισχύς των οποίων πήγαζε από το πολυπληθές και ορμητικό πεζικό τους, η ισχυρή θωράκιση, η εκπαίδευση και η πειθαρχία των λεγεωνάριων τους εξασφάλιζε συνήθως τη νίκη.

Από τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. όμως, καταδείχτηκε με έντονο τρόπο η ανάγκη παρουσίας ισχυρών ταχυκίνητων δυνάμεων στα σύνορα της Αυτοκρατορίας. Έτσι η ισχυρή λεγεώνα των 10 κοόρτεων, η οποία διέθετε τμήματα όλων των όπλων, ουσιαστικά καταργήθηκε. Τα τμήματά της διασπάστηκαν σε διάφορα τακτικά αποσπάσματα (Vexilla). 0 Στρατός της Ανατολικής Αυτοκρατορίας διέφερε εξ αρχής από τον αντίστοιχο του της Δύσης. Η ελληνική παράδοση, ακόμα και η στρατιωτική, ήταν ιδιαίτερα ισχυρή στην Ανατολή και ο Ρωμαϊκός Στρατός που στάθμευε στην περιοχή είχε σε μεγάλο βαθμό επηρεαστεί.

Τα Vexilla του ιππικού αποτελούντο συνήθως από έναν τύπο ιππέων. Το βαρύ ιππικό του Στρατού της Ανατολής αποτελείτο από κλιβανοφόρους και κατάφρακτους ιππείς. Οι κλιβανοφόροι ήταν οργανωμένοι και εξοπλισμένοι όπως ακριβώς οι ύστεροι Σελευκίδες κατάφρακτοι ιππείς. Ήσαν κυριολεκτικά θωρακισμένοι, από τα πόδια ως το κεφάλι, τόσο οι ίδιοι όσο και τα άλογά τους. Ήταν οπλισμένοι με ξυστόν (μακριά λόγχη, μήκους 3,5 μέτρων) και σπάθη. Οι κατάφρακτοι από την πλευρά τους αποτελούσαν την εξέλιξη των Εταίρων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έφεραν μακρύ αλυσιδωτό θώρακα, ξυστόν, σπάθη και ασπίδιο.

Φυσικά επέζησαν και στην Ανατολή τύποι ιππέων περισσότερο ρωμαϊκοί. Οι λεγόμενοι equites έφεραν ασπίδα, ακόντια, σπάθη και κοντό θώρακα. Οι equites Ιλλυρικανοί αντιθέτως ήσαν ελαφροί ιππείς, αντίστοιχοι των Ταραντίνων ιππέων των ελληνιστικών χρόνων. Ήσαν αθωράκιστοι και οπλισμένοι με ακόντια, ασπίδα και σπάθη. Ο τελευταίος τύπος ιππικού ήταν οι equites sagittarii, οι οποίοι όπως μαρτυρά και η ονομασία τους ήσαν ελαφροί ιπποτοξότες.

Όσον αφορά το πεζικό, διακρινόταν σε βαρύ και ελαφρύ. Το βαρύ πεζικό, οι πρώην λεγεωνάριοι, οι οποίοι πλέον ονομάζονταν σκουτάτοι, δηλαδή ασπιδοφόροι, είχαν πια εγκαταλείψει το βαρύ ακόντιο, το pilum, το οποίο αντικατέστησαν με ελαφρύτερα ακόντια, τα οποία όμως επιτύγχαναν μεγαλύτερο βεληνεκές.

Κάθε τμήμα σκουτάτων υποστηριζόταν και από οργανικό τμήμα ψιλών τοξοτών. Τα τμήματα των Auxillia διακρίνονταν σε αυτοκρατορικά τμήματα (Palatina) και σε τμήματα οροφυλάκων (Limitanei). Όλοι οι βοηθητικοί ήσαν πλέον αθωράκιστοι και έφεραν τον ίδιο οπλισμό με τους σκουτάτους και επίσης υποστηρίζονταν από οργανικά τμήματα ψιλών τοξοτών. Υπήρχαν όμως και τμήματα αποτελούμενα αποκλειστικά από τοξότες. Ο στρατός ήταν οργανωμένος σε μόνιμες φρουρές και στο κυρίως στράτευμα (Comitatenses)

Η μεγάλη αλλαγή πάντως σημειώθηκε όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση του κράτους ο Μέγας Θεοδόσιος. Αυτός, για να επιτύχει ειρήνη με τους βαρβάρους τους επέτρεψε να εγκατασταθούν σε χώρες της Αυτοκρατορίας.

Οι Βάρβαροι σύμμαχοι και ο Δυτικός Ρωμαϊκός Στρατός

Σε αντάλλαγμα θα παρείχαν στρατιωτικές υπηρεσίες. Οι βάρβαροι μαχητές, οργανωμένοι βάσει των δικών τους προτύπων, οπλισμένοι με τα παραδοσιακά τους όπλα και διοικούμενοι από δικούς τους αρχηγούς, απετέλεσαν τα διαβόητα τμήματα των φοϊδεράτων. Αυτοί ήσαν κυρίως Γερμανοί, αλλά και Ούννοι. Σταδιακά η επιρροή των φοϊδεράτων εξαπλώθηκε και ο στρατός έφτασε, στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. να γερμανοκρατείται. Την ίδια εποχή ο γηγενής στρατός αφέθηκε να παρακμάσει.

Μόνο ο Αυτοκράτορας Μαρκιανός φρόντισε για την αναδιοργάνωση του στρατού. Έτσι όταν ο Αττίλας απειλούσε να εισβάλει στην Ανατολική Αυτοκρατορία, εάν δεν του καταβαλλόταν φόρος υποτέλειας, ο Μαρκιανός απάντησε ότι τον περίμενε με τον στρατό του που διέθετε άνδρες «όχι χειρότερους από τους ιδικούς του».

Τα παραπάνω ισχύουν εν μέρει και για τον στρατό του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους. Στη Δύση όμως οι βαρβαρικές εισβολές επέφεραν μεγαλύτερες καταστροφές και συνεπώς μεγαλύτερη αλλοίωση του παλαιού ρωμαϊκού στρατιωτικού πνεύματος. Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Δυτικός Ρωμαϊκός στρατός ομοίαζε με τον αντίστοιχο της Ανατολής, αφού και οι δύο αποτελούσαν προϊόντα των στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Σταδιακά όμως ο καθαυτό Ρωμαϊκός Στρατός εκφυλίστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. τουλάχιστον το ήμισυ του αποτελείτο από μονάδες φοϊδεράτων. Στην κρίσιμη δε μάχη στα Καταλαυνικά πεδία κατά του Αττίλα το 451 μ.Χ. μόλις το 1/3 των δυνάμεων του Αέτιου αποτελείτο από γηγενείς στρατιώτες. Το πεζικό του Δυτικού κράτους αποτελείτο, τον 5ο αιώνα μ.Χ. από ελάχιστα τμήματα βαρέως πεζικού (λεγεωνάριων), τα οποία διέθεταν οργανικά τμήματα ψιλών τοξοτών και από τμήματα βοηθητικών ελαφρών πεζών (auxillia), τα οποία επίσης υποστηρίζονταν από οργανικά τμήματα ψιλών τοξοτών. Ο κύριος όγκος όμως του πεζικού αποτελείτο από Φραγκικά, Βησιγοτθικά, Αλανικά, Βουργουνδικά και Σαξονικά τμήματα βαρβαρικού πεζικού.

Οι λεγεωνάριοι ήταν εξοπλισμένοι με αλυσιδωτό, ή από σκληροποιημένο δέρμα θώρακα, ακόντιο, ριπτάρια (μαρζιβάβουλα), μακριά ίσια σπάθη και μεγάλη οβάλ ασπίδα (σκούτα). Οι auxillia έφεραν τον ίδιο ακριβώς οπλισμό, χωρίς όμως θώρακα. Οι άνδρες και των δύο τύπων πεζικού έφεραν ελαφριάς κατασκευής κράνος. Οι ψιλοί έφεραν σύνθετο τόξο και σπαθί ή εγχειρίδιο.

Το ρωμαϊκό ιππικό του Δυτικού κράτους αποτελείτο κατά βάση από equites, ιππακοντιστές (Ιλλυρικανούς) και ιπποτοξότες. Ο Αέτιος διέθετε ελάχιστο ρωμαϊκό βαρύ ιππικό και εκ των πραγμάτων όφειλε να στηριχτεί στο βαρύ βαρβαρικό ιππικό των Γότθων και των άλλων Γερμανών. Οι Γερμανοί ιππείς πολεμούσαν σε σχηματισμό σφήνας, οπλισμένοι με λόγχη ή ακόντιο και μεγάλη ασπίδα. Λίγοι από αυτούς, κυρίως οι αρχηγοί, έφεραν θώρακα. Η μόνη τακτική που γνώριζαν ήταν η άμεση και ορμητική έφοδος κατά των εχθρών.

Αναλόγως του αντιπάλου που αντιμετώπιζε ο στρατός της Δυτικής Αυτοκρατορίας παρατασσόταν συνήθως με το βαρβαρικό πεζικό στο κέντρο, το ρωμαϊκό πεζικό σε δεύτερη γραμμή στο κέντρο, το γερμανικό ιππικό στο δεξιό κέρας και το ρωμαϊκό ιππικό στο αριστερό ή το αντίστροφο. Ο τρόπος αυτός παράταξης χρησιμοποιείτο κυρίως εναντίον άλλων γερμανικών στρατών.

Απέναντι στους Ούννους όμως, οι οποίοι διέθεταν μάζες ελαφρών τοξοφόρων ιππέων, δεν θα μπορούσε να αποδώσει το ίδιο καλά. Οι Ούννοι, λόγω της ταχυκινησίας τους ήταν σε θέση να υπερφαλαγγίσουν τη ρωμαϊκή παράταξη, εκτός και αν οι πτέρυγές της στηρίζονταν σε φυσικά ή τεχνητά κωλύματα.

Συνήθης τακτική των Ούννων ήταν να πλησιάζουν ταχύτατα τον αντίπαλο σε απόσταση βολής βέλους, να βάλουν τα βέλη τους με θανατηφόρα ακρίβεια εναντίον του και να επελαύνουν καταπάνω του, μόνο όταν έδειχνε εμφανή σημεία αποδιοργάνωσης. Για την αντιμετώπιση λοιπόν των Ούννων ήταν επιβεβλημένο το ρωμαϊκό πεζικό να διαθέτει την ικανότητα εκ του μακρόθεν πλήγματος.

Αυτός ήταν και ο λόγος επανεξοπλισμού των λεγεωνάριων με ελαφρύτερα, μεγαλύτερου βεληνεκούς, ακόντια, αλλά και η υπαγωγή σε κάθε τμήμα τους και ψιλών τοξοτών. Το βαρβαρικό πεζικό των φοϊδεράτων, από την πλευρά του, είχε σοβαρό πρόβλημα έναντι των Ούννων. Τα ακόντια των ανδρών του είχαν σαφώς μικρότερο βεληνεκές από τα ουννικά σύνθετα τόξα, αλλά και οι ασπίδες τους δεν τους παρείχαν παρά στοιχειώδη προστασία.

Ωστόσο ο πυκνός σχηματισμός, στον οποίο παρατάσσονταν, προσέδιδε στους βαρβάρους πεζούς την απαραίτητη συνοχή για την αντιμετώπιση των ουννικών επιθέσεων. Ειδική περίπτωση αποτελούσαν οι Φράγκοι πεζοί. Αυτοί ήσαν εξοπλισμένοι με βαριά ακόντια, τους άγκωνες και με ένα θανατηφόρου ακριβείας εκηβόλο πολεμικό πελέκι, τη φρατζίσκα, από την οποία έλαβαν και το όνομά τους (Φράγκοι). Και τα δύο αυτά όπλα είχαν περιορισμένο βεληνεκές.

Παρείχαν όμως στους κατόχους τους περιορισμένη έστω ικανότητα απάντησης στα ουννικά «πυρά». Αν οι Ούννοι ξεθάρρευαν περισσότερο από όσο έπρεπε και πλησίαζαν αρκετά, οι άγκωνες και οι φρατζίσκες κυριολεκτικά τους θέριζαν, αφού ήταν ικανά να συντρίψουν ακόμα και αλυσιδωτό θώρακα.

loading...