«Ο Γέρο Παλαμάς πέθανε… Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός…»

Σαν σήμερα πέθανε ο Κωστής Παλαμάς.

Δεν ξέρω πόσα από τα σημερινά παιδιά γνωρίζουν, έστω και ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά.

Η κηδεία του, εν μέσω κατοχής, αποτέλεσε αφορμή για ένα πρωτοφανές ξεσήκωμα της νεολαίας.

Ο πνευματικός κόσμος της χώρας, βγήκε μπροστά αψηφώντας απειλές και φοβέρες, λόγο εθνικό να αρθρώσει.

Να ψυχώσει το έθνος…

Ο Γέρο Παλαμάς και νεκρός τρομοκρατούσε τον τύραννο και έδινε ελπίδα στον απλό λαό….

Οι νέοι τότε, Μεγάλοι αργότερα, ποιητές, σήκωσαν, κατά πως έπρεπε, το φέρετρο, στο οποίο «ακουμπούσε όλη η Ελλάδα» και οδήγησαν τον Γέρο Παλαμά στην κατοικία των Αθανάτων…

Εδώ και δέκα χρόνια, η Πατρίδα μας ταπεινώνεται καθημερινά…

Σύρεται στα πραιτώρια και καταδικάζεται….

Υποταχτικοί γίναμε του κάθε τσόγλανου που μας βγάζει θρασύτατα τη γλώσσα…

Όλο αυτό το διάστημα, που βρίσκεται η πνευματική ηγεσία της χώρας;

Ποιό λόγο, πατριωτικό, έχει υψώσει;

Πώς υπερασπίζεται την Πατρίδα;

Πιο χειρότερο και από την οικονομική μας πτώχευση, είναι αυτή η πνευματική μας ένδεια…

Και αυτή η ένδεια αφήνει απροστάτευτες και φτωχές τις γενιές που έρχονται…

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ

“Ο γέρο Παλαμας, πέθανε…. ΕΙΧΑΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙ ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΘΝΗΤΟΣ….”

“Χτες βράδυ μια είδηση ακατανόητη μας ήρθε.
Μια είδηση ασύλληπτη.

Ο Γέρο- Παλαμάς πέθανε.

Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός.

Τρέξαμε αμέσως στην οδό Περιάνδρου.

Εκεί βρήκαμε τον Άγγελο Σικελιανό αναστατωμένο κι αυτόν.
Δεν ακούονταν άχνα.

Άφωνοι όλοι κοιτάζαμε το γεροντάκι να κοιμάται και περιμέναμε ώρες ορθοί κοντά του.

Τι περιμέναμε;…

Ίσως τη γνώριμη λάμψη των ματιών του κάτω από τα πυκνά χαμηλωμένα φρύδια του…

Μα τίποτα πια.

Το μυστήριο άπλωνε.

Μια μεγάλη ψυχή που χώνεται στον Άδη και τον τραντάζει και ενώνει τους κόσμους.

Πώς η είδηση μαθεύτηκε και βούιξε όλη η Αθήνα;…

Πώς το νεκροταφείο σήμερα ήταν μαύρο από κόσμο;

Όλη η Ελλάδα ήταν εκεί.

Οι Ιταλοί φρουροί είχαν μαζευτεί στις γωνιές τους και κοίταζαν θαυμάζοντας, φοβισμένοι.

Το σιωπηλό αυτό πλήθος είχε ένα μεγαλείο , που έκανε τους ξένους προσεκτικούς.

Μετείχε στο θάνατο.

Στριμωχτήκαμε με κόπο μέσα στην εκκλησία.

Χιλιάδες είχανε μείνει απ΄ έξω.

Ο Μακαριότατος χοροστάτησε και αποχαιρέτησε το νεκρό.

‘Έπειτα μια φωνή τράνταξε τα τοιχώματα, η φωνή του Σικελιανού:

“Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό

με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,

κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,

ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,

Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,

μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά

της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας

που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,

πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: “Ο Παλαμάς !”,

ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,

σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…

κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,

κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός

της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα

Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός

την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά

στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,

τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο

με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές

της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Νέα παιδιά σήκωσαν το μικρό φέρετρο , μαζί μ΄ αυτά και ο Σικελιανός πρώτος και το ΄φεραν στον ήλιο και στον άπειρο λαό.

Όλοι είχαμε αφήσει τα κορμιά μας πίσω και προχωρούσαμε με το νεκρό.

Πλάι μου ο Γιώργος Κατσίμπαλης και ο Κωστάκης ήταν άσπροι από συγκίνηση.

Η μεγάλη στιγμή έφτασε.

Το πρώτο χώμα ακούστηκε πάνω στο ξύλο.

Τότε ο Κατσίμπαλης με την πιο δυνατή από όλες τις φωνές του άρχισε τον Ύμνο:

«Σε γνωρίζω από την κόψη…»

Kαι μαζί μ΄ αυτό όλοι μας.

Η Ελληνική γη γαλήνεψε.

Την είχαμε κερδίσει απ΄ άλλους δρόμους.

Είμαστε ελεύθεροι.

Από το βιβλίο «Φύλλα Κατοχής» της Ιωάννας Τσάτσου,εκδ. Εστίας, σ. 78-79

loading...