ΠΕΡΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ…. Η ΠΑΓΙΔΕΥΣΗ ΗΤΑΝ Η ΠΟΛΥΕΤΗ “ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ” ΤΩΝ ΣΥΝΟΜΙΛΙΩΝ

Ως μια εισαγωγή για την γέννηση του “Μακεδονισμού” κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου….
Η είσοδος στο 1930 και του μεσοπολέμου είναι κομβική για το μύθευμα της γεννήσεως του “μακεδονισμού” αφού εγκαταλείφθηκε η θέση του υπομνήματος του 1927 για “καταπιεζόμενους
λαούς της Βαλκανικής” (Bούλγαροι, Αλβανοί, Τούρκοι, Εβραίοι, Έλληνες, Τσιγγάνοι) της πτέρυγας του ΕΜΕΟ που ήταν υπό την κομμουνιστική διεθνή ξεκινώντας η επιδίωξη για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία». Σε αυτό το διάστημα θεωρήθηκε η εθνική ταυτότητα «Βούλγαρος» συμβατή με την πολιτική ετικέτα «Μακεδόνας».
Ο Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ, μέλος της ΚΕ της ΕΜΕΟ επεσήμανε διαφορετικές πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Μακεδονία (δλδ την Ελληνική περιφέρεια), το Ιλιντεντ και στη Βαρδαρία φοβούμενος τον συνεχή εκσερβισμό και εξελληνισμό του σλαβικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι νέες γενιές να χειρίζονται άνετα στον γραπτό και προφορικό λόγο μόνον την ελληνική ή τη σερβική γλώσσα.
Έτσι, κατά τον Ποπτόμωφ, η εφημερίδα “Μακεδονική Υπόθεση” μπορούσε να γίνει κατανοητή μονάχα από τους πρόσφυγες της Βουλγαρίας. Πρότεινε την αποκέντρωση της οργανώσεως, την ίδρυση δηλαδή σε κάθε τμήμα μιας εθνικοεπαναστατικής οργανώσεως υπό την καθοδήγηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, με το σύνθημα «της αυτοδιαθέσεως του μακεδονικού λαού μέχρι τον αποχωρισμό σε κυρίαρχη και ενιαία Μακεδονία». Το βασικότερο, ίσως, σημείο της εκθέσεως του Ποπτόμωφ ήταν η επιβεβαίωση του κινδύνου της επιτυχίας του εκσερβισμού και του εξελληνισμού. Λίγα χρόνια αργότερα τέθηκε το VMRO επικεφαλής του “μακεδονικού εθνικό-επαναστατικού κινήματος”.
Στην ιστοριογραφία των Σκοπίων υποστηρίζεται η άποψη ότι η απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς υπήρξε σαν πρώτη αναγνώριση του «μακεδονικού έθνους». Όπως όμως προκύπτει από τα πρωτόκολλα των συνεδριάσεων, το διαφορετικό περιεχόμενο των προσχεδίων της αποφάσεως και της τελικής αποφάσεως αποδεικνύεται ότι το «μακεδονικό έθνος» δε θεωρούνταν από την αρχή μία δεδομένη πραγματικότητα. Η Κομμουνιστική Διεθνής δεν διευκρίνισε τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά «Μακεδόνων», που τους διαφοροποιούσαν από τους Σέρβους, τους Έλληνες και τους Βουλγάρους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι ίδιοι οι Βαλκάνιοι Κομμουνιστές, στο προσχέδιο και στο σχέδιο αποφάσεως για την ΕΜΕΟ (Eνωμένη), αδυνατούσαν να συλλάβουν κάποια έννοια «εθνικότητος των Μακεδόνων» ως ιδιαίτερο «σλαβομακεδονικό έθνος». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν μία πολιτική απόφαση που επιβλήθηκε στα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα ξεκινώντας το μύθευμα για την αυτοδιάθεση του “Μακεδονικού λαού” της προπαγανδιστικής Γιουγκοσλαβικής ιστοριογραφίας.  Την 25 – 26 Μαρτίου του 1949 στο χωριό Ψαράδες των Πρεσπών συνήλθε το 2ο συνέδριο του ΝΟΦ (Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο Σλαβομακεδόνων) με παρόντα τον Ζαχαριάδη, ο οποίος στην ομιλία του διακήρυξε και την “ένωση της Μακεδονίας” σε ένα ενιαίο ανεξάρτητο ισότιμο Μακεδονικό κράτος μέσα στη Λαϊκοδημοκρατική Ομοσπονδία των Βαλκανικών λαών.

Στη σύγχρονη εποχή και το πέρασμα στη “νέα εποχή” των αυτοπροσδιορισμών και των αυτοδιαθέσεων όχι κατ΄εντολών της κομμουνιστικής διεθνούς αλλά από τον  βορειοατλαντικό παράγοντα……

Ο Τσίπρας με τον Κοτζιά επέστρεψαν στις Πρέσπες  να αποτελειώσουν το παλιό έργο των πολιτικών προγόνων τους μέσα σε ευρωπαϊστικό πλαίσιο και επιταγών του ευρωατλαντικού νατοϊκού παράγοντα και σε επικλήσεις διεθνούς δικαίου για την αυτοδιάθεση με τον πλέον καταχραστικό τρόπο τοποθετώντας δολίως τη συνοχή των Σκοπίων πάνω από την Ελληνική εθνική ασφάλεια και διεθνή ειρήνη της Χώρας νομιμοποιώντας αδιανόητες υποχρεώσεις της Ελλάδος απέναντι στα Σκόπια  με απόλυτη ανάμειξη κυβερνητικού πολιτιστικού τύπου τύπου στην Ελλάδα μέσω ευρωπαϊκού δικαστηρίου και πάσης φύσεως οργανισμών, θέτοντας την περιφέρεια της Μακεδονίας σε καθεστώς αρχικώς συγκυριαρχίας μέσω όλο και περισσότερο μιας ανεξάρτητης σχηματιζόμενης οικονομικής αυτοδιοικητικής διζωνικής ομοσπονδίας.
Στην περιφέρεια της Μακεδονίας θα συγκροτείται όλο και περισσότερο μια ανεξάρτητη οικονομική αυτοδιοίκηση και πολιτιστική συνεποπτεία εγκαθιδρύοντας αρχικώς μια διζωνική ομοσπονδία που θα αποτελέσει υπεραρκετό προπαρασκευαστικό επίπεδο για να επιφέρει πολιτιστικό αναθεωρισμό και ενδεχομένως δημογραφική ανακατανομή και υποχρέωση καθεστώτος εποικισμού της Ελληνικής περιφέρειας της Ελλάδος, η οποία θα συγκυριαρχείται ακόμα και εάν  δεν παραβιάζονται εμφανώς τα άρθρα 3 κα 4 της συμφωνίας, δηλαδή το “νομικίστικο” πρόσχημα της χάρτας των παρισίων για την Ηνωμένη Ευρώπη.

Να σημειωθεί πως δεν υπήρξε τετελεσμένο ως προς τις ασύμμετρες απορρέουσες οικονομικό-πολιτιστικές, εκπαιδευτικές, εκμεταλλευτικές και εμπορικές υποχρεώσεις εποπτείας της συμφωνίας των Πρεσπών (σε μια βάση διμερούς “διαμοιρασμού” της πολιτιστικής και ιστορικής ονομασίας “Μακεδονία”, που εκχωρήθηκε ως όρος για την πολιτογράφηση των κατοίκων των Σκοπίων-ΠΓΔΜ και για την ονομασία του κρατιδίου με γεωγραφικό προσδιορισμό),  δεν αντικατοπτρίζεται στη υπάρχουσα εν καιρώ ειρήνης  σχέση Ελλάδος -Σκοπίων (fyrom), ούτε αιτιολογείται βάσει στα μέχρι πριν την συμφωνία πλεονεκτήματα της Ελλάδος απέναντι στο καταχραστικό ιδεολόγημα και κατασκεύασμα του “μακεδονισμού”.

Οι κυβερνήσεις της Ελλάδος αυτοπαγίδευαν την εξωτερική πολιτική της χώρας, κατά πρώτον με το να συμμετάσχουν σε αυτή την πολυετή “παρα-διπλωματία” υπονοώντας αχρείαστες συμβιβαστικές υποχωρήσεις και τοποθετώντας τελικώς υπεράνω όλων με τη συμφωνία την συνοχή του γειτονικού κρατιδίου και των σκοπιμοτήτων του πολιτικού συστήματος του και του κεντρικού ψευδοαλλυτρωτικού αφηγήματος των αυτοαποκαλούμενων “Μακεδόνων”.

Γεγονός είναι πως τις πρώτες ημέρες αμέσως μετά τη συμφωνία η κυβέρνηση ενορχηστρωμένα διέδιδε ψεύδη περί “μη αναγνώρισης εθνικότητας ή εθνότητας” και ταυτότητας εν μέσω μονομερών πρόχειρων ερμηνειών της έννοιας “εθνικότητας” που αναγράφεται στο αγγλικό κείμενο, την ίδια χρονικά περίοδο που εκπρόσωποι ευρωπαϊκών οργανισμών και οι ίδιοι σκοπιανοί “άδειαζαν” την κυβερνητική προπαγάνδα και το μάταιο σχέδιο κατευνασμού της κυβέρνησης σύριζα, μιλώντας για αναγνώριση μακεδονικής ταυτότητας.

Η καθιερωμένη απόδοση της ιθαγένειας/υπηκοότητας ως nationality (αντί του citizenship) δεν προκύπτει τυχαία, αλλά προήλθε ακριβώς από την ιδέα του κράτους-πατρίδας ενός συγκεκριμένου nation – έθνους.
Να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι μελετητές του φαινομένου του έθνους και του εθνικισμού, με τον όρο nation εννοούν το έθνος που είναι ενοποιημένο και έχει δικό του κράτος (είναι πολιτικά κυρίαρχο), ενώ με τους όρους ethnie, ethnic group, ethnicity εννοούν την εθνότητα που δεν διαθέτει δικό της κράτος.
Με λίγα λόγια η «μακεδονική ιθαγένεια/nationality» αντικατοπτρίζει την πολιτική κυριαρχία του έθνους/nation “Μακεδόνων”, εφόσον αυτό είτε υπάρχει είτε αυτοπροσδιορίζεται έτσι.  Γνωρίζουμε πως νομικά κατάφεραν και απέσπασαν μέσω αυτής της συμφωνίας ακριβώς αυτό, αν και οι Βούλγαροι (και η τωρινή κυβέρνηση της Ελλάδος, κυρίως ο υπουργός εξωτερικών Κοτζιάς) δεν το παραδέχονται και επικαλούνται σκοπίμως την απλοποιημένη μονομερή “πραγματιστική” ερμηνεία της ιθαγένειας.

Σε διεθνές επίπεδο στον συσχετισμό εννοιών και νομικών όρων nationality – citizenship οι έννοιες ethnic identity είναι παρελκόμενες.
Ο συσχετισμός race & etnicity group δεν είναι νομικός όρος πολιτογράφησης αλλά παρελκόμενη γενική κατοχύρωση και αναγνώριση που το έθνος γίνεται εμμέσως υποκείμενο διεθνούς δικαίου. Όπως έχει αποδείξει η ιστορία ακόμα και πόλεμοι  ή ‘Εθνικές επαναστάσεις’ έχουν γίνει για την υπεράσπιση θρησκευτικών ή γλωσσικών στοιχείων.

Μόνο εγγράφως και ρητά στη συμφωνία ως εθνοφυλετική race  & etnicity group ομάδα δεν αναγνωρίστηκαν οι σκοπιανοί ενώ όλα τα υπόλοιπα τα πήραν θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος. Γιατί μήπως γνωρίζετε να ισχύει εγγράφως ή συνταγματικώς κάτι διαφορετικό για τους Έλληνες ή για άλλους λαούς ή Έθνη; Γραικοί αποκαλούνται οι Έλληνες διεθνώς και η “Ελληνική” κυβέρνηση έτρεξε να αναγνωρίσει ως “μακεδόνες” έναν γειτονικό λαό που βασίζεται μόνο στην προπαγάνδα της ανιστόρητης καπηλευτικής συγκρότησης του και με εσωτερικά προβλήματα εντός του κρατιδίου των Σκοπίων μεγάλης μειονότητας που δεν προσδιορίζεται ως “μακεδονική”.

Στην προκειμένη περίπτωση μπορούν να εντοπιστούν παραλληλισμοί με τις Ελληνικές ταυτότητες ή τα Ελληνικά διαβατήρια και διαδικασίες πολιτογράφησης ως προς τον πιθανό ισχυρισμό πως αναγνωρίστηκε η νομική σχέση Ιθαγένειας-Εθνικότητας χωρίς εθνότητα. (Η εθνότητα δεν είναι νομική έννοια πολιτογράφησης).
Δεν μπορεί να αποτελεί επιχείρημα ότι, ούτε λίγο, ούτε πολύ, η αναγνώριση ως “Μακεδόνες” για τους σλαβογενείς και Βουλγαρογενείς κατοίκους και αλβανόφωνων μειονοτήτων στα Σκόπια, έχει την ίδια βαρύτητα με την συσχέτιση Ιθαγένεια -Nationality του καθεστώτος πολιτογράφησης των πολιτών της Ελλάδος ή του status ομογένειας.
Αυτός ο παραλληλισμός τεκμηριώνει πως η κυβέρνηση της Ελλάδος παραχώρησε τα απολύτως απαραίτητα που είναι υπεραρκετά για την ίδρυση ενός έθνους όπως αναγνώριση γλώσσας ως “Μακεδονική”, ιθαγένεια και οιονεί προϋποθέσεις εθνότητας  μέσω της αμφίσημης σημασίας της εθνικότητας – nationality πέραν των μονομερών απλοποιημένων ερμηνειών.

Η αναγραφή nationality και η αναγνώριση γλώσσας κάτω από την καθιερωμένη απόδοση της ιθαγένειας/υπηκοότητας ως nationality (αντί του citizenship) εμπεριέχει την ιδέα του κράτους-πατρίδας ενός συγκεκριμένου έθνους.Οι όροι ethnie, ethnic group, ethnicity εννοούν την εθνότητα (γλωσσική θρησκευτική) που δεν διαθέτει δικό της κράτος. Εαν υπάρχει κράτος υποστήριξης, όπως η “ΦΥΡΟΜ” των απανταχού αυτοπροσδιοριζόμενων ως Μακεδόνες, ισχυροποιούνται περισσότερο περιφεριακά “εθνοτικά θέματα” υπό το Εθνικό κράτος υποστήριξης.
Ωστόσο, πέρα από το καθαρά νομικό πλαίσιο υπάρχει και η de facto κατάσταση των εθνών-κρατών. Εκτός και αν παραβλέπεται το γεγονός ότι τους δύο τελευταίους αιώνες τα κράτη στηρίζονται ως επί το πλείστον στην «αρχή των εθνικοτήτων», δηλαδή κάθε έθνος από τη στιγμή που αναγνωριστεί ως έθνος, δικαιούται να έχει το δικό του κράτος.
Η κυβέρνηση σύριζα έκανε όλα τα απαραίτητα για να αναγνωριστεί πλήρως ένα νέο κράτος που η συγκρότηση και ιδεολογία του βασίζεται σε ανιστόρητα φαντασιακά επεκτατισμού και ανυπόστατου αλυτρωτισμού διαδίδοντας κατόπιν της συμφωνίας ασύστολα ψεύδη και αντικρουώμενες ερμηνείες καθησυχασμού στατικών και θεωρητικών πλαισίων διεθνούς δικαίου της χάρτας της Ηνωμένης Ευρώπης και νομικών πλαισίων ιθαγένειας χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η “ευελιξία” του παρελκόμενου αναγνώρισης  “Μακεδονικής ταυτότητας” και ο συσχετισμός “δικαιωμάτων-υποχρεώσεων”. Η γλώσσα μαζί με τη θρησκεία αποτελούν τα κυριότερα ατού ως στοιχεία  αναγνώρισης εθνοτήτων, ενώ όταν υπάρχει και κράτος υποστήριξης γίνονται περισσότερο εύκολα τα πράγματα για την αναγνώριση “μειονοτήτων” περιφεριακά του “΄Εθνους” και έθνους κράτους.

Erga omnes στις συνομιλίες για να συντηρούνται τουλάχιστον οι συνομιλίες, δημοσκοπικά τα δύο μεγάλα κόμματα και να περιορίζεται η Ελλάδα σε παζαρέματα δικαιωμάτων επί του ονόματος μέχρι να έρθει στην εξουσία κάποια “εργολαβία” αλλά και κάποιος κεντρώος “σύντροφος”  στα Σκόπια που δεν θα “μασάνε” μπροστά σε “λαϊκιστές”, συλλαλητήρια και στους Ρώσους……

Υποτίθεται ότι η μέχρι πρότινος κεντρική θέση παρέμενε σε σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό erga omnes έτσι ώστε να μην έχει επίσημο έρεισμα το αφήγημα περί μακεδονικού έθνους (το επίσημο έρεισμα ήταν η ονομασία του κράτους και της ιθαγένειας) πάνω σε ονομασίες που ήδη μέσω διαπραγμάτευσης τέθηκαν αυτομάτως υπό αμφισβήτηση ή ως αμφιλεγόμενων ιστορικών δικαιωμάτων επ΄αυτών εις βάρος της Ελλάδος.
Γι΄αυτό το λόγο ο Σκοπιανός πρωθυπουργός δεν χάνει ευκαιρία να κάνει αναφορές σε «μακεδονική γλώσσα» και τη «μακεδονική ταυτότητα» σημειώνοντας ότι η Ελλάδα πήρε το erga omnes για το όνομα και η χώρα του για την ταυτότητα.
Έχετε δει όμως πολλές διακρατικές περιπτώσεις ισχύος erga omnes σε ονομασία Κράτους Ιθαγένειας ή ταυτότητας; Όλες οι θεωρητικές περιπτώσεις “δικαιωμάτων – υποχρεώσεων” αφορούν αμφιλεγόμενες ως προς τα δικαιώματα εταιρικές ονομασίες, ή δικαιώματα αυτοδιάθεσης σε αποικίες και σε περιφέρειες υπό κατοχή, ή υπαγόμενες εμπεριέχουσες εθνοτικές θρησκευτικές και γλωσσικές, ή γενικότερα πολιτιστικές μειονότητες κάτω από μια κεντρική κρατική κυβέρνηση.
Εφαρμόστηκε με τρόπο που είναι και ο μοναδικός και “λογικός” σε σχέση με τις λειτουργίες της διεθνούς νόρμας ergas omnes που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια τέτοια συμφωνία-μπάχαλο: Στην ονομασία Κράτους (καθιστώντας συνεταίρους τους σκοπιανούς της υπό αναγνώρισης των Σκοπίων ως Βόρεια Μακεδονία) και στον σχηματιζόμενο συσχετισμό δικαιωμάτων-υποχρεώσεων και επιτροπών επί διάφορων θεμάτων που θα απαιτούν εμμέσως πλην σαφώς διορθωτικούς παρεμβατισμό που προβλέπει η συμφωνία υπονοώντας ομοσπονδιοποίηση αρχικώς οικονομικής και αυτοδιοικητικής και εποπτεία για χρήση εμπορικών σημάτων και για πολιτιστικά πλαίσια. Ειδικά το όγδοο άρθρο της συμφωνίας στην πρώτη και πέμπτη παράγραφο αναιρεί θέτοντας αντιφατικά υπό ερμηνείες το άρθρο 7, αλλά και το 6.3 το οποίο είναι μια απολύτως ενδεικτική ασάφεια “pollitical corectness” εξεταζόμενων περιπτώσεων “πιθανής υποκίνησης” σωβινισμού ή “εχθρότητας” που αδυνατεί κανείς να φανταστεί τι τροπή και τι αντίκτυπο στην Ελληνική κοινωνία θα έχει η επιβολή ντιρεκτίβων για τη υποτιθέμενη διευθέτηση “δικαιωμάτων υποχρεώσεων”.

H σύνθετη ονομασία σε ιθαγένεια και ταυτότητα που υποτίθεται ήταν γραμμή της εξωτερικής πολιτικής αποτελούσε την “συντήρηση” του θέματος που ανέμενε απλώς να έρθει στην εξουσία το σύριζα. Η “ταυτότητα” είναι συνδετικό παρελκόμενο της πολιτογράφησης ειδικά όταν υπάρχει και κράτος υποστήριξης.
Οι συνομιλίες περιείχαν πάντα ως προς το ελάχιστο στις παραχωρήσεις αναγνώριση “ταυτότητας” χωρίς να απορριφθεί ο όρος “Μακεδονία”, αλλιώς δεν θα είχε υπάρξει διένεξη ούτε αντικείμενο συνομιλιών και η πολιτική ιστορία θα ήταν διαφορετική όχι απλώς προς όφελος της Ελλάδος, αλλά και με πιθανότατη οριστική παύση του ζητήματος του “μακεδονισμού” αφού δεν θα είχε το παραμικρό έρεισμα διεκδικήσεων μέσω του αυτοπροσδιορισμού.
Εάν απουσίαζε από το αγγλικό κείμενο ο όρος nationality προφανώς δεν θα υπήρχε καν κάποιο αγγλικό ή ελληνικό κείμενο συμφωνίας, ούτε και θα είχε γίνει κάποια συμφωνία, ή τουλάχιστον εάν  δεν διαλύονταν τα Σκόπια και είχε γίνει κάποια συμφωνία, δεν θα υπήρχε πουθενα η ονομασία ‘Μακεδονία” για πολιτογράφηση ή ονομασία Χώρας.
Αλλός ένας μύθος λοιπόν είναι πως οι προηγούμενοι παραχωρούσαν πολύ λιγότερα και ενημέρωναν δήθεν την κοινή γνώμη για την εφαρμογή erga omnes.
H πραγματικότητα λοιπόν γύρω από τις μακροχρόνιες διενέξεις είναι η έκβαση του χρονισμού της περίστασης του επιστεγάσματος συμφωνίας Κοτζία Ζαεφ, ή αυτό που έπρεπε να γίνει με αποχώρηση εντελώς από τις συνομιλίες με τις ανάλογες καταγγελίες για να πάψει οριστικά να έχει έρεισμα και το τεχνητό συνεπαγόμενο ζήτημα εθνικής ταυτότητας των αυτοαποκαλούμενων ως μακεδόνες, αλλά και να μην έχει έρεισμα το σύριζα  επανεκκίνησης ενός οριστικά τελειωμένου θέματος ή μετάθεσης ευθυνών και “τετελεσμένων” σε προηγούμενους για την εκχώρηση της ονομασίας…. ίσως να μην είχε και λόγο να συγκροτούνταν ως κόμμα μετά την παύση του Συνασπισμού και με τη μάζωξη στελεχών του Πασόκ.

Αυτός ήταν ο λόγος που ποτέ δεν υπήρξε κάποια στοιχειώδη ενημέρωση παραδειγμάτων επίκλησης εφαρμογών δικαιωμάτων-υποχρεώσεων βάσει erga omnes, για να αποφευχούν οι γεωπολιτικοί συνειρμοί και συσχετισμοί διενέξεων όπως Θιβέτ – Κίνας, Καταλονίας -κεντρικής Ισπανικής Κυβέρνησης, ή της περίπτωσης των Καμπίλ στη βορειοδυτική Αφρική, δηλαδή περιπτώσεων που γεωπολιτικά είναι εντελώς ασύμμετρες και δεν έχουν καμία σχέση με την ελληνοσκοπιανή διένεξη που ήταν μια εμβόλιμη παραδιπλωματία και κρυφή διπλωματία εκχωρήσεων και δόλια σκόπιμη αυτοπαγίδευσης της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος καταδεικνύοντας  υποχώρηση και μετατόπιση εθνικών θέσεων που τοποθετούν υπό  ιστορική και νομική αμφισβήτηση τη χρήση ονομασιών (της “Μακεδονίας” και παράγωγων) που συνυφαίνονται και με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό και Ελληνική ιστορική γεωγραφική περιοχή, νυν γεωγραφική περιφέρεια ανήκουσα στην Ελληνική επικράτεια.

Τουτέστιν εξ΄αυτών συνάγεται πως η αναγνώριση αυτοδιάθεσης για το γειτονικό κράτος συνιστά αντικειμενικά καταχραστική αναγνώριση της καπήλευσης του ονόματος από τους Σκοπιανούς, ενώ είναι αυταποδείκτως γεωστρατηγικά επικίνδυνη απόφαση για την Εθνική κυριαρχία της Ελλάδος. Τα διεθνώς αναγνωρισμένα δικαιώματα της αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμού των λαών (εθνική αυτοδιάθεση), δεν ασκούνται χωρίς περιορισμούς , αλλά περιστέλλονται και περιορίζονται στο σημείο που επικαλύπτουν την ιστορική πραγματικότητα και την πολιτιστική κληρονομιά ενός άλλου λαού -΄Εθνους.
Στην ελληνική γλώσσα οι δύο έννοιες έχουν κάποια ερμηνευτική απόσταση μεταξύ τους αφού με την αυτοδιάθεση σχετίζεται περισσότερο με το έθνος ως πολιτική οντότητα, ενώ ο αυτοπροσδιορισμός ως ταυτότητα.
Στη διαπραγμάτευση για το όνομα του γειτονικού κρατιδίου ενισχύθηκε η άποψη ότι αρκεί ο αυτοπροσδιορισμός για να υπάρχει δικαίωμα στο όνομα.
Στην περίπτωση της γείτονος ο αυτοπροσδιορισμός έφερε στη διεθνή κοινότητα και το ζήτημα της αυτοδιάθεσης που παράθεσε και η κυβέρνηση σύριζα για να δικαιολογήσει τη συμφωνία, έχοντας σαφή παραπομπή στο σύνθημα περί “αυτοδιάθεσης των λαών” των σκοπιμοτήτων της κομμουνιστικής διεθνούς και όχι στα πραγματικά κριτήρια αυτοδιάθεσης του διεθνούς δικαίου και σε εξισορρόπηση κριτηρίων ασφάλειας και συμφερόντων της Ελλάδος.
Ο “αυτοπροσδιορισμός” δεν αρκεί για να δικαιολογήσει δικαιώματα σε ονόματα τα οποία ανήκουν στην ιστορική αλήθεια κάποιου άλλου.
Προκύπτει λοιπόν μία περίπτωση όπου γίνεται αποδεκτό το αίτημα αυτοδιάθεσης και “ταυτότητας” του πληθυσμού μιας περιοχής που ταυτίζεται εδαφικά με τα όρια των Σκοπίων και με ιστορική κληρονομία που είναι συνυφασμένη με την γεωγραφική έκταση της Ελληνικής περιφέρειας της Μακεδονίας και η οποία συνορεύει με τα Σκόπια που με τη σειρά του ως γεγονός η αποδοχή “μακεδονικής ταυτότητας” για το γειτονικό κράτος μεταφράζεται ως οιονεί ή άμεσα συμφωνία αμφισβήτησης και Ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.

Εν καιρώ ειρήνης και δεδομενου πως τα Σκόπια-Φυρομ αποτελούν ξεχωριστό γειτνιάζον κράτος η  μέση κομματική “εθνική γραμμή διαπραγμάτευσης” σε σχέση με την ονοματοδοσία για τα Σκόπια προσχωρούσε λίγο ή πολύ στις θέσεις των Σκοπίων, λειτουργώντας δηλαδή λίγο ή περισσότερο μειοδοτικά άνευ αιτίας, παρόυσιάζοντας μια ουτοπία προς εγχώριο καθησυχασμό.
Έτσι αν και το erga omnes ως αντικείμενο εφαρμογής θα μπορούσε να βρεί στο εσωτερικό των Σκοπίων και μόνον ως προς τα επί μέρους της προφανούς ανάγκης παραδοχής της εσωτερικής δεδομένης κατάστασης του γειτονικού κρατιδίου σε σχέση με τους μη αυτοπροσδιοριζόμενους ως “Μακεδόνες”, αντ΄αυτού έγινε conept διπλωματικού συμβιβασμού μεταξύ Ελλάδος – Σκοπίων και αφού η Ελλάδα συμμετείχε άνευ πραγματικού λόγου σε αυτή την παρα-διπλωματία και μυστική διπλωματία.
Θεώρησαν υποτίθεται ότι ήταν εύκολο να εξαναγκάσουν τους Σκοπιανούς παίζοντας με τους κανόνες του γειτονικού κρατιδίου που δεν είναι κάτι άλλο από τη διαπραγμάτευση και συμβιβασμό με καπηλευτές της ιστορίας με διάλογο πάνω σε καταχραστικές επικλήσεις αυτοδιάθεσης καθιστώντας ονομασίες εθνικής κληρονομιάς συνυφασμένες ιστορικώς με τον Ελληνισμό σε αμφισβήτηση και “διακανονισμό” συνθηκολόγησης.  Σκοπός υποτίθεται ήταν να αλλάξουν τα Σκόπια και κρατική ονομασία και ιθαγένεια, να απολέσουν δηλαδή κάθε έστω και μη επικυρωμένο επίσημο έρεισμα εθνικής ταυτότητας και να πάψουν να είναι το πολιτικά κυρίαρχο “έθνος” μέσα στο ίδιο το κράτος τους.
Εν αντιθέσει τα Σκόπια κινούνταν εξαιρετικά επιθετικά με αυτή την ένταση να μην περιορίζεται στην αλλυτρωτική εκδοχή Γρουέφσκι VMRO. Μέσω του ιδεολογήματος του μακεδονισμού κινούνται μέσα σε πλαίσια αξιώσεων “ανθρωπίνων δικαιωμάτων” και μέσω των οργανισμών τροφοδοτούμενων και μόνο από ψεύδη και τη προπαγάνδα που έχει στηθεί τροφοδοτούμενη κυρίως από την προπαγανδιστική Γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία.

Η παράλληλη επιδίωξη των επιδιώξεων του “μακεδονισμού” ξεκινάει με την προοπτική αναγνώριση “γενοκτονίας” μέσω διεθνών οργανισμών αλληλένδετα μακεδονικής ταυτότητας.
Στο νομικό συσχετισμό εθνικότητας – ιθαγένειας αλλά και ταυτότητας οι οργανώσεις των Σκοπιανών έχουν προσαρμόσει την προπαγάνδα τους κατά την οποία κατηγορούν την Ελλάδα ότι αρνείται να αναγνωρίσει τη υποτιθέμενη γενοκτονία Μακεδόνων, και από την άλλη επιδιώκουν να αναγνωριστεί γενοκτονία με προφανή αναπομπή στη διεστραύλωση των γεγονότων του εμφυλίου και στα ψεύδη του Τίτο και της ψευδοεπαναστάσεως του ΄Ιλιντεντ μέσω της πολιτικής και ανιστόρητης εθνοτικής εττικέτας του “μακεδονισμού”.
Οι οργανώσεις των Σκοπίων ή της “Μακεδονικής διασποράς”, της “Ενωμένης Μακεδονίας” και το “πανμακεδονικό κογκρέσο” ακολουθούν ένα μοτίβο απευθυνόμενες σε διεθνείς οργανώσεις δικαιωμάτων μέσω της υπηρεσίας Αnadolou. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις προπαγανδίζουν σε σχέση με τις συνεχιζόμενες συνομιλίες για το όνομα της χώρας τους, κατηγορώντας συνάμα την Ελλάδα ότι “διαπράττει “παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου και γενοκτονία εναντίον της μακεδονικής μειονότητας”.
Είναι προφανές ότι  η αποδοχή ή υποχώρηση ακόμα και στο ελάχιστο σε αυτά τα ανιστόρητα και γελοία πράγματα, θα δημιουργήσουν εάν αναγνωριστούν από τη σδιεθνή κοινότητα πολύ σοβαρά προβλήματα στην Ελλάδα.
Μέσω προπαγάνδας στην τουρκική υπηρεσία και διεθνώς, απαιτούν  “πως η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ασχοληθεί με το παρελθόν και να αναγνωρίσει δημόσια και να ζητήσει συγγνώμη για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου και γενοκτονία”.
Οι οργανώσεις της “διασποράς” που έχουν κοινή γραμμή με την κεντρική εξωτερική πολιτική αυτής των Σκοπίων, έχουν ως μοναδικό σκοπό την συντάυτιση του θέματος της ονομασίας, του γεγονότος πως η Ελλάδα εμποδίζει την αναγνώριση ταυτότητας και ενταξιακή πορεία αυτής της χώρας στους οργανισμούς, με υποτιθέμενο και ψευδή ισχυρισμό περί “γενοκτονίας Μακεδόνων” και ζητήματος απαίτησης και εξαναγκασμού της Ελλάδος να ζητήσει συγνώμη στους ψευτομακεδόνες και κομιτατζίδες.

Προς στιγμήν,  αυτά εν πρώτοις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κωμικοτραγικά, ή κάποια “φάρσα”, εάν εξαιρέσουμε την έμφαση νομικού αντίκτυπου και ισχύος από τετελεσμένα, και με την προϋπόθεση πως θα ακυρωθούν ίσως με παρέμβαση του προέδρου της δημοκρατίας ή μέσω δραστικής παρέμβασης ή επέμβασης του Αρείου Πάγου στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα χωρίς να δημιουργούνται τετελεσμένα.

Σε σχέση με τα άνωθεν ποια στάση κρατήθηκε και τι θα μπορούσαν να κάνουν έστω και αφού χάθηκε η ευκαιρία να ανασχεθεί η αναγνώριση των Σκοπίων ως ΠΓΔΜ το 1994 από τις ΗΠΑ και μετά την ενδιάμεση συμφωνία του 1995 και ποία ήταν δολίως η στάση αυτών που εκπόνησαν υπερκομματικά την εξωτερική Ελληνική πολιτική….

Αντί να προχωρήσουν στην άμεση παύση των συνομιλιών εφόσον οι Σκοπιανοί επιμένουν στη χρήση του ονόματος της Μακεδονίας συντηρούσαν μέσω των διαπραγματεύσεων το έρεισμα εθνικής μακεδονικής ταυτότητας και την προπαγάνδα περί “Ηνωμένης Μακεδονίας” για τη γειτονική χώρα και τις διεθνείς οργανώσεις της.

Αντί να προχωρήσουν στην ανάκληση του Μάθιου Νίμιτς λόγω της ατελέσφορης και προκλητικά μονομερούς στάσης του, εναντίον της χώρας μας,  που είχε  σκοπό να επιβάλλει εντελώς παράνομα και εκτός διεθνούς δικαίου τη βούλησή του για την εκχώρηση του ονόματος Μακεδονία στους Σκοπιανούς λανσάρισαν αυτή την αχρείαστη παρά-διπλωματία εκχωρήσεων και αυτοπαγίδευσης, ως “συμβιβασμό”, που σε απόδοση ορολογίας διεθνούς δικαίου είναι ασύμμετρη νορμα με το θέμα και το γεωπολιτικό ή ιστορικό, πολιτικό και πολιτιστικό θέμα της διένεξης.

Αντί να προχωρήσουν σε καταγγελία της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995, προκειμένου να επανέλθουμε σε ό,τι καθορίζεται από το εθιμικό δίκαιο, τις καθιερωμένες διεθνείς σχέσεις μεταξύ των λαών, τον  Κατ. Χάρτη του ΟΗΕ, και το Διεθνές Δίκαιο, οι κυβερνήσεις δεν σκέφτηκαν ποτέ στρατηγικά να αποχωρήσουν οριστικά από τις διαπραγματεύσεις εφόσον χρησιμοποιούν με κάθε τρόπο οι σκοπιανοί τον όρο Μακεδονία αλλά αυτοπεριορίζονταν στη συντήρηση του ψευδομακεδονικού αφηγήματος με προφανέστατη σκοπιμότητα να διατηρήσει τη συνοχή του (κατ΄επέκτασιν το ιδεολόγημα του “μακεδονισμού) στα πλαίσια συμμετοχής στην Ε.Ε. και ΝΑΤΟ και των αμερικανικών συμφερόντων, ενεργειακών συμφερόντων με αποκλεισμό Ρωσικής επιρροής. Αυτή η στάση διατηρήθηκε όχι απλώς με μηδενικά ανταλλάγματα, αλλά και με κάθε τίμημα, ακόμα κι΄αν περιλαμβάνει την εκκούσια μετάπτωση και εξασθένιση της Ελληνικής ισχύος στους διεθνείς οργανισμούς απέναντι στο κρατίδιο των Σκοπίων που χρησιμοποιείται ως υπογάστριο του Νατοϊκού παράγοντα μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας σαν κοινός μοχλός πίεσης τόσο του Βόρειοατλαντικού όσο και του Τουρκικού στρατιωτικού παράγοντα, αλλά και αυτόνομα μέσω του κρατικού και “μειονοτικού”  ιδεολογήματος του “μακεδονισμού” ως εξαιρετικά επικίνδυνος παράγοντας αστάθειας της περιοχής.

Οι ελάχιστες μεμονωμένες εξαιρέσεις και φωνές υπό τις προτροπές των Ελλήνων που προσπάθησαν να φέρουν κάποια στοιχειώδη αντίσταση εξωστρακίζονταν ακόμα και από τους ίδιους μηχανισμούς υποστήριξης τους.  Τεχνηέντως δεν σταθμίστηκε πραγματικά από τις κυβερνήσεις της Ελλάδος ο ανεξαρτήτως συμμετοχής των Σκοπίων σε οργανισμούς και ενώσεις, παραγώμενος ψευδοαλλυτρωτισμός,  εκφραζόμενος εκ της συστάσεως και συγκροτήσεως του γειτονικού κρατιδίου, καθώς και οι διεκδικήσεις συνέχισης εκπροσώπευσης του “μακεδονικού βασιλείου” ως “Ηνωμένη Μακεδονία – United macedonia” μέσω διεκδίκησης του ονόματος της Μακεδονίας και μέσω σφετεριστικού τρόπου επιδίωξης κατοχύρωσης μακεδονικής ταυτότητας. Τεχνηέντως δεν δημιουργήθηκε ποτέ μια ουσιαστική Εθνική γραμμή για το θέμα και αφέθηκε εκκουσίως στην κομματική οπτική αντιπαράθεσης.

Αντί να  συγκροτηθεί μια Επιτροπή για την ενημέρωση της Παγκόσμιας Κοινής Γνώμης για να δικαιολογηθεί τυπικά επιπροσθέτως η παύση των συνομιλιών και για να αντιμετωπίσει ουσιαστικά και αμετάκλητα ο ανυπόστατος αλλυτρωτισμός σε βάρος της χώρας μας, από τους Σκοπιανούς με την προπαγάνδα τους (όπως  επεκτατικοί προπαγανδιστικοί χάρτες περί Ηνωμένης Μακεδονίας” που έχουν εκδοθεί από τους επίσημους οργανισμούς των σκοπιανών), με την ασύδοτη πλαστογραφία της Ιστορίας και δεδομένου ότι ο “μακεδονισμός” είναι εν τη γενέσει επιθετικός προς την εθνική κυριαρχία της Ελλάδος ,  άφησαν δολίως υπόνοιες και την εντύπωση πως η χρήση ονομασίων συνυφασμένων μόνο με αρχαία κληρονομία, με τον Ελληνικό πολιτισμό και γεωγραφική έκταση δεν αποτελούν καταχραστική καπήλευση και καταχραστική αξίωση αυτοδιάθεσης από τα Σκόπια, δηλαδή δεν επικαλύπτουν την ιστορική πραγματικότητα και την πολιτιστική κληρονομιά των πλαισίων άλλου λαού – ΄Εθνους, δηλαδή του Ελληνικού, αλλά αποτελούν ένα αμφιλεγόμενο υπό διαπραγμάτευση θέμα δικαιωμάτων χρήσης σαν “εταιρικό” όνομα δίνοντας έτσι προπαρασκευαστικώς νομική υπόσταση στην προπαγάνδα και τον επεκτατισμό των Σκοπίων εμφανίζοντας την Ελλάδα να έχει ασύμμετρες υποχρεώσεις προς τα Σκόπια αντιστρέφοντας την πραγματικότητα.

Η παγίδευση και ο αυτοπεριορισμός που θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα σε αυτή την προδοσία ξεκινούσε με την “κανονικοποίηση”  των συνομιλιών με σφετεριστές και την υποτιθέμενη ανάγκη κάποιας λύσης στα πλαίσια συμβιβασμού μέσω διαπραγματεύσεων που είχε ως αποτέλεσμα εκτός των άλλων την παγίδευση τηςκοινής γνώμης εμμέσως σαν δέσμια μακροχρόνιων κομματικών επιλογών γύρω απο θέμα που συνυφάνθηκαν με την χάραξη εξωτερικής πολιτικής, κάτι που φάνηκε τελευταία ως αποκορύφωμα μέσω της “εκλογίκευσης” Κοτζία ο οποίος δήλωνε απλά συνεχιστής των προηγούμενων κυβερνήσεων και της ενδιάμεσης συμφωνίας.
Επίσης το σύριζα αναφέρθηκε και στην όχι τόσο διαφορετική (πριν των μεγάλων συλλαλητηρίων) στάση της Νέας Δημοκρατίας για την ονομασία των Σκοπίων, με την αντιπολίτευση ωστόσο, αν και χαρακτηρίζει κάκιστη τη συμφωνία, να μην έχει καθόλου ξεκάθαρο λόγο περί των ενεργειών της για το μέλλον της συμφωνίας εάν επικυρωθεί τελικά στο Κοινοβούλιο.

Η Εξωτερική πολιτική είναι γεγονός πως εκ δόλου παρέκαμπτε το αναγκαστικό δίκαιο και το αδιαπραγμάτευτο της Εθνικής κυριαρχίας. Δεν θέλησε να δεσμευτούν τα Σκόπια σε πλαίσιο κανόνων (διεθνούς δικαίου), για να επαληθευτούν οι ευνοϊκοί συσχετισμοί και «τετελεσμένα» μόνο σε βάρος των Σκοπίων ώστε να περιοριστεί η αξίωση αυτοδιάθεσης και η χρήση στοιχείων και ονομασιών.

Οι εγχώριες πολιτικές αποφάσεις των Ελληνικών κομμάτων αντιθέτως προσομοίωσαν μια άλλη εξωπραγματική γεωπολιτική κατάσταση που δεν υφίσταται, αυτή της Γιουγκοσλαβικής προπαγανδιστικής ιστοριογραφίας με την τοποθέτηση της Ελλάδος ως υποτιθέμενα νομικώς εκλαμβανόμενη αποικιοκρατική ή κατακτητική καταπιεστική δύναμη κατοχής στην περιοχή της Μακεδονίας ή  δημιουργώντας μια ψευδή εικόνα δήθεν ισχυρών επιχειρημάτων του γειτονικού κρατιδίου και δήθεν τετελεσμένων όπως αναφορικά με την αναγνώριση του ως ΠΓΔΜ δημιουργώντας προσομοιώσεις ανάλογες του Κυπριακού και ξεκινώντας σε μειονεκτική βάση παζαρέματος σύνθετης ονομασίας για το Εθνικό διακρατικό  με αποτέλεσμα να συντηρούνται διεθνώς τεχνηέντως πιθανά “δίκαια” για τους αυτοαποκαλούμενους ως Μακεδόνες.
Αυτομάτως προσχώρησαν λίγο πολύ και εκεί που έδειχνε το παρατηρητήριο συμφωνιών του Ελσίνκι και οι εγχώριοι εκπρόσωποι του, στην νεοαριστερή και νεομαρξιστική αντίληψη των τοπίων με ουράνια τόξα και μονόκερους, εκεί που διανέμονται εν είδη κουπονιών άνευ όρων δικαιώματα, εκεί που δεν έχει καμία σημασία εάν συγκρίνεται και συγχέεται η αξίωση για ατομική αυτοδιάθεση σεξουαλικού προσανατολισμού με μείζονος σημασίας εθνοτικά και εθνικά θέματα εκεί που κηρύσσονται άνευ όρων και άνευ προϋποθέσεων αναγνωρίσεις αυτοδιάθεσης και αυτοπροσδιορισμοί, εκεί που προς χάριν ασαφών εννοιών νεομαρξιστικού κοινοβουλευτικού “παιδότοπου” παρακάμπτεται ή παραχωρείται ευθαρσώς η εθνική κυριαρχία όπως κατά την προσφώνηση της Μπενάκη στον πρώην πρόεδρο της Δημοκρατίας που τυγχάνει να είναι το ίδιο πρόσωπο που είχε υπογράψει ως υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας την ενδιάμεση συμφωνία που αποτέλεσε και το πρώτο στάδιο της τελικής ευθείας του αμετάκλητου χαρακτήρα της συμφωνίας των Πρεσπών.
Σε αυτόν τον χώρο αυτοπεριορίστηκαν που δεν αποτελεί κύκλο διπλωματίας διεθνούς δικαίου, αλλά πεδίο εργολαβικών ξεπουλημάτων εντολοδόχων διαχειριστών, ψευδοϊστορικών, και περιθωριακών νομικών-διπλωματικών κύκλων που φυσικά αλωνίζουν εντός και το ΟΗΕ παράλληλα με θιασώτες των κυριών Μπεζαντ, Μπείλι και Μπλαβάνσκυ.

Συνοψίζοντας για τον απολογισμό και τη γενική εικόνα του πολυετούς χειρισμού από τις κυβερνήσεις στο σκοπιανό…..

Ένας δομημένος μηχανισμός δημοσιογράφων και πολιτικών και εξωκοιβουλευτικών προπαγανδιστών παρακάμπτοντας την ισχύ αναγκαστικού διεθνούς δικαίου κατάφερε με δεδομένη συνυπευθυνότητα του μεγαλύτερου τμήματος του νομικού κόσμου της Χώρας να περάσει εντός περίπου 25 ετών στην κοινή γνώμη σαν “διπλωματία” ή σαν νόμιμη δραστηριότητα την αποδοχή και τον αυτοπεριορισμό σε βάση συνομιλίας επί της καταχραστικής αυτοδιάθεσης πολιτών άλλου Κράτους που επιδιώκει να επικαλύψει την ιστορική κληρονομία της Ελλάδος. Μέσω της  συμμετοχής και ανάμειξης σε διεθνούς οργανισμούς κατάφεραν να “κανονικοποιήσουν” στην κοινή γνώμη προπαγανδιστικά και το γενικότερο σύνολο ενεργειών και συνεννοήσεων με ξένες κυβερνήσεις εχθρικού κράτους σε ασύμμετρη βάση παραδιπλωματίας και κρυφής διπλωματίας με αχρείαστους συμβιβασμούς και εκχωρήσεις (που εμπίπτουν σε άρθρα περί προδοσίας της Χώρας) προσομοιώνοντας ασύμμετρα και την Κυπριακή περίπτωση με τα δεδομένα της διένεξης με τα Σκόπια.
Είναι προφανές πως μετέφεραν πλήρως την εξάρτηση της έκβασης έχοντας επαναπαυθεί  στην εποπτεία και τη διαμεσολάβηση των ίδιων κύκλων που δημιούργησαν και συγκάλυψαν το Κυπριακό θέμα.
Με χείριστα ανυπόστατα νομικώς προσχήματα και χωρίς κανένα έρεισμα υποχρεώσεων διεθνούς δικαίου και με διάδοση ανυπόστατων γεωπολιτικών κινδυνολογιών όπως ευρωαριστερίστικές συμπερασματολογίες για υποτιθέμενους κινδύνους για την Ελλάδα “εάν δεν έχουν συνοχή τα Σκόπια δεν θα ενταχθούν στην Ε.Ε.” “δεν θα έχει η επιρροή η Τουρκία”, ή του δήθεν “τετελεσμένου” αναγνώρισης από πολλές χώρες κ.λ, κατάφεραν να μας πείσουν πως είμασταν υποχρεωμένοι υπό το πρόσχημα πιέσεων ή μη,  να συνομιλούμε  με σφετεριστές της Ιστορίας και εκπροσώπους ενός ψευδοκράτους.

“Εμπεδοκλής”

loading...