Η γεωπολιτική «ανάδυση» της Κίνας, από τα νερά του Ειρηνικού Ωκεανού

«Χωράνε» σήμερα στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό, στην εποχή της ανεπτυγμένης…
στρατιωτικής τεχνολογίας, του ψηφιακού πολέμου, των δορυφορικών δικτύων και των πυρηνικών υπερόπλων, «παλιομοδίτικες», αν και
πάντα πλαισιωμένες με την αύρα του επικού, καταφυγές στην θαλάσσια κυριαρχία, με εντυπωσιακούς στόλους και ναυτικά οχυρά, μέσα τα οποία ήταν εμβληματικά στην βικτωριανή εποχή; Το τι συμβαίνει, εν πολλοίς αθόρυβα, στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αμφιβολιών ως προς την απάντηση: Ναι.

Τα επιτελεία του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ και της Κίνας έχουν επιδοθεί σε μια «κούρσα» ανάπτυξης ναυτικών βάσεων και ενίσχυσης της δύναμης πυρός τους με όλο και περισσότερα και ισχυρότερα πλοία, με έναν τρόπο που παραπέμπει στην προετοιμασία του γνωστού επιτραπέζιου παιχνιδιού «Ναυμαχία». Σε αντίθεση, όμως, με το παιχνίδι, αυτό που συμβαίνει στους ωκεανούς δεν είναι ανώδυνο και διασκεδαστικό. Μάλιστα, αναλυτές, όπως ο Alfred W. McCoy, του Πανεπιστήμιου του Ουισκόνσιν, εκτιμούν, ότι τα πράγματα είναι τόσο επικίνδυνα στους ωκεανούς, πως αν επρόκειτο να ξεσπάσει ένας παγκόσμιος πόλεμος σήμερα, δεν πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα να προέλθει από μια ναυτική σύγκρουση στις κινεζικές βάσεις στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας παρά από μια επίθεση πυραύλων κατά της Νότιας Κορέας ή μια ρωσική κυβερνο-επίθεση.

Η εποχή της αυτοκρατορίας

Τα τελευταία 500 χρόνια, από τα 50 οχυρωμένα πορτογαλικά λιμάνια που ήταν διάσπαρτα στον κόσμο τον 16ο αιώνα μέχρι τις 800 στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ που κυριαρχούν σε μεγάλο μέρος του σήμερα, οι αυτοκρατορίες χρησιμοποίησαν τέτοιους θύλακες ως αρχιμήδειους μοχλούς για να «μετακινήσουν» τον πλανήτη προς τα συμφέροντά τους. Από ιστορικής πλευράς, τα ναυτικά οχυρά ήταν ανεκτίμητα για τις προσδοκίες οποιασδήποτε ενδεχόμενης ηγεμονικής εξουσίας, αλλά επίσης και εκπληκτικά ευάλωτα στην κατάληψή τους σε περιόδους σύγκρουσης.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα και των πρώτων χρόνων του τρέχοντος, οι στρατιωτικές βάσεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ειδικότερα, αποτελούσαν σημεία αναφοράς για γεωπολιτικές αλλαγές. Η αμερικανική νίκη στον κόλπο της Μανίλα το 1898, η πτώση του βρετανικού οχυρού της Σιγκαπούρης από τους Ιάπωνες το 1942, η αποχώρηση της Αμερικής από το Subic Bay στις Φιλιππίνες το 1992 και η κατασκευή, από την Κίνα, υποδομών για αεροσκάφη και εκτοξευτές πυραύλων στα Νησιά Σπράτλυ από το 2014, υπήρξαν εικονικοί δείκτες τόσο για τη γεωπολιτική κυριαρχία όσο και για την μετάβαση από την αυτοκρατορία στον σύγχρονο ιμπεριαλισμό.

Πράγματι, στη μελέτη του για τη ναυτική ιστορία του 1890, ο γνωστός ιστορικός και υποναύαρχος, Άλφρεντ Τάιερ Μάχαν, ο οποίος θεωρείται εκ των εμβληματικότερων γεωστρατηγικών στοχαστών της Αμερικής, εκτίμησε, ότι «η διατήρηση κατάλληλων ναυτικών σταθμών … όταν συνδυάζεται με αποφασιστική υπεροχή στη θάλασσα, καθιστά μια εκτεταμένη αυτοκρατορία, όπως αυτή της Αγγλίας, ασφαλή». Σε έντονη αντίθεση με τα 300 πλοία του Βρετανικού Ναυτικού και τις 30 βάσεις του σε όλο τον πλανήτη, ανησυχούσε ότι τα πολεμικά πλοία των ΗΠΑ, δίχως καμία υποδομή στο εξωτερικό «θα είναι σαν χερσαία πτηνά, ανίκανα να πετάξουν μακριά από τις ακτές τους». Για τον ίδιο, ανάπτυξη βάσεων θα έπρεπε να είναι από τα πρώτα καθήκοντα μιας κυβέρνησης που θα επικαλούνταν την ανάπτυξη «της δύναμης του έθνους στη θάλασσα».

Ο Μάχαν θεωρούσε τόσο σημαντικές τις ναυτικές βάσεις για την άμυνα της Αμερικής που υποστήριξε ότι έπρεπε να αποτελεί «απαραβίαστη απόφαση της εθνικής πολιτικής μας», ότι «κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν θα πρέπει πλέον να αποκτήσει ναυτικά καταφύγια σε μια ζώνη τριών χιλιάδων μιλίων από το Σαν Φρανσίσκο». Μια ζώνη που έφθανε μέχρι τα νησιά της Χαβάης, το οποίο η Ουάσινγκτον σύντομα θα προσαρτούσε. Επιχειρηματολόγησε μάλιστα σφόδρα πάνω στον ισχυρισμό, ότι επίσης ένας μεγάλος στόλος και βάσεις στο εξωτερικό ήταν απαραίτητες τόσο για την άσκηση της παγκόσμιας εξουσίας όσο και για την εθνική άμυνα.

Ο Μάχαν διαβάστηκε ως «ευαγγέλιο» από τον Αμερικανό πρόεδρο Ρούσβελτ, μέχρι τον τελευταίο αυτοκράτορα (Κάιζερ) της Γερμανίας, τον Γουλιέλμο τον Β’, οι παρατηρήσεις του εξηγούν εν μέρει την «επίμονη» γεωπολιτική σημασία αυτών των ναυτικών βάσεων. Ειδικά σε περιόδους μεταξύ πολέμων, αυτά τα οχυρά φαίνεται να επιτρέπουν στις αυτοκρατορίες να προβάλλουν τη δύναμή τους με διάφορους, κρίσιμους τρόπους. Ο ιστορικός, Πολ Κένεντι πρότεινε, για παράδειγμα, ότι η ναυτική κυριαρχία της Βρετανίας τον 19ο αιώνα κατέστησε εξαιρετικά δύσκολο για άλλα μικρότερα κράτη να προβούν σε ναυτικές επιχειρήσεις ή να κάνουν εμπόριο χωρίς, τουλάχιστον, τη σιωπηρή συναίνεση των Βρετανών.

Αλλά οι σύγχρονες βάσεις κάνουν ακόμη περισσότερα. Τα ναυτικά οχυρά και τα πολεμικά πλοία που εξυπηρετούν μπορούν να πλέξουν έναν ιστό κυριαρχίας σε μια ανοικτή θάλασσα, μετατρέποντας έναν απεριόριστο ωκεανό σε de facto χωρικά ύδατα. Ακόμη και στην εποχή του κυβερνοπολέμου, παραμένουν βασικές για τις γεωπολιτικές παγίδες κάθε είδους, όπως έδειξαν επανειλημμένα οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του ταραχώδους αιώνα τους ως δύναμη του Ειρηνικού.

Η Αμερική ως δύναμη του Ειρηνικού

Καθώς οι ΗΠΑ άρχισαν να ανεβαίνουν ως παγκόσμια δύναμη επεκτείνοντας τον στόλο τους στη δεκαετία του 1890, ο Μάχαν, τότε επικεφαλής του Ναυτικού Πολεμικού Κολλεγίου, ισχυρίστηκε ότι η Ουάσιγκτον έπρεπε να χτίσει έναν στόλο μάχης και να καταλάβει νησιωτικά οχυρά, ώστε να της επιτραπεί ο έλεγχος της ευρύτερης θαλάσσιας περιοχής. Επηρεασμένος εν μέρει από την διδασκαλία του Μάχαν, ο ναύαρχος George Dewey βύθισε τον ισπανικό στόλο και κατέλαβε το βασικό λιμάνι του κόλπου της Μανίλα στις Φιλιππίνες κατά τον ισπανικό-αμερικανικό πόλεμο του 1898.

Το 1905, ωστόσο, η εκπληκτική νίκη της Ιαπωνίας επί του ρωσικού στόλο της Βαλτικής στο Στενό Tsushima (μεταξύ της νότιας Ιαπωνίας και της Κορέας) αποκάλυψε ξαφνικά την ευπάθεια της λεπτής σειράς βάσεων από τον Παναμά μέχρι τις Φιλιππίνες, που κατείχαν τότε οι ΗΠΑ. Κάτω από την πίεση του αυτοκρατορικού ιαπωνικού ναυτικού, η Ουάσιγκτον εγκατέλειψε σύντομα τα σχέδιά της για μια σημαντική ναυτική παρουσία στον Δυτικό Ειρηνικό. Μέσα σε ένα χρόνο, ο πρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ είχε αποσύρει το τελευταίο θωρηκτό του Ναυτικού από την περιοχή και αργότερα διέταξε την κατασκευή ενός νέου οχυρού στον Ειρηνικό, όχι στον απομακρυσμένο κόλπο της Μανίλα αλλά στο Περλ Χάρμπορ στη Χαβάη, επιμένοντας ότι «οι Φιλιππίνες αποτελούν την Αχίλλεια φτέρνα μας».

Όταν η Γαλλία, στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρέδωσε την Μικρονησία στον Δυτικό Ειρηνικό, στην Ιαπωνία, η αποστολή οποιουδήποτε στόλου από το Περλ Χάρμπορ προς τον κόλπο της Μανίλα έγινε προβληματική σε καιρό πολέμου και κατέστησε τις Φιλιππίνες ουσιαστικά χωρίς νόημα. Για το λόγο αυτό, στα μέσα του 1941, ο υπουργός Πολέμου, Χένρι Στίμσον, αποφάσισε ότι τα βομβαρδιστικά Β-17, γνωστά και ως «Ιπτάμενα Φρούρια» θα ήταν κατάλληλα όπλα και ικανά να αντισταθούν στον έλεγχο του Δυτικού Ειρηνικού από το ιαπωνικό ναυτικό, στέλνοντας 35 από αυτά τα νέα αεροσκάφη στην Μανίλα. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική του Στίμσον προέκυψε ως ένα αυτοκρατορικού τύπου «παραλήρημα», καταδικάζοντας τα περισσότερα από αυτά τα αεροπλάνα στην καταστροφή από τα ιαπωνικά μαχητικά τις πρώτες ημέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στον Ειρηνικό, ενώ, καταδικάζοντας και τον στρατό του στρατηγού Ντάγκλας Μακάρθουρ στις Φιλιππίνες σε μια ταπεινωτική ήττα στο Μπατάαν.

Καθώς οι βομβαρδισμοί τριπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, το αρμόδιο υπουργείο αποφάσισε, το 1943, ότι η μεταπολεμική άμυνα της χώρας απαιτούσε να διατηρηθούν βάσεις στις Φιλιππίνες. Αυτές οι φιλοδοξίες υλοποιήθηκαν πλήρως το 1947 όταν η νέα «ανεξάρτητη» δημοκρατία υπέγραψε τη Συμφωνία Στρατιωτικών Βάσεων, η οποία χορήγησε στις ΗΠΑ μια 99ετή μίσθωση για 23 στρατιωτικές εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της μελλοντικής έδρας του 7ου στόλου στο λιμάνι της Subic Bay και της γιγαντιαίας αεροπορικής βάσης Κλαρκ, κοντά στη Μανίλα. Ταυτόχρονα, κατά την μεταπολεμική κατοχή της Ιαπωνίας, οι ΗΠΑ απέκτησαν περισσότερες από εκατό στρατιωτικές εγκαταστάσεις που απλώθηκαν από την αεροπορική βάση Misawa στο βόρειο τμήμα της χώρας μέχρι τη ναυτική βάση Sasebo στο νότο. Με τη στρατηγική του θέση, το νησί Οκινάουα είχε 32 στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ που κάλυπταν περίπου το 20% του συνόλου της περιοχής.

Όταν ο Ψυχρός Πόλεμος έφτασε στην Ασία το 1951, η Ουάσινγκτον ολοκλήρωσε αμοιβαία αμυντικά σύμφωνα με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, τις Φιλιππίνες και την Αυστραλία, που έκαναν τον Ειρηνικό, το «αγκυροβόλιο» των ΗΠΑ, για την στρατηγική της κυριαρχία στην Ευρασία. Μέχρι το 1955, οι πρώτοι στρατιωτικοί θύλακες στην Ιαπωνία και στις Φιλιππίνες είχαν ενσωματωθεί σε ένα παγκόσμιο δίκτυο 450 υπερπόντιων βάσεων που αποσκοπούσε κυρίως στη συγκράτηση του Σινο-σοβιετικού μπλοκ πίσω από ένα «σιδερένιο παραπέτασμα» που διέσχισε τη μεγάλη ευρασιατική ήπειρο.

Αφού κατέγραψε την άνοδο και την πτώση των Ευρασιατικών αυτοκρατοριών κατά τα τελευταία 600 χρόνια, ο ιστορικός της Οξφόρδης, Τζον Ντάρβιν, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η Ουάσιγκτον είχε επιτύχει το «κολοσσιαίο Imperium σε μια πρωτοφανή κλίμακα» γεγονός που την κατέστησε την πρώτη δύναμη ελέγχου των στρατηγικών αξονικών σημείων «και επί των δύο άκρεων της Ευρασίας», στη Δύση, μέσω της συμμαχίας του ΝΑΤΟ και στα ανατολικά μέσω αυτών των τεσσάρων συμφώνων αμοιβαίας ασφάλειας. Κατά τη διάρκεια δε των τελευταίων δεκαετιών του Ψυχρού Πολέμου, το αμερικανικό ναυτικό ολοκλήρωσε την περικύκλωση της ηπείρου, αναλαμβάνοντας την παλιά βρετανική βάση στο Μπαχρέιν το 1971 και κατασκευάζοντας αργότερα μια βάση πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων στο κέντρο του Ινδικού Ωκεανού στο νησί Ντιέγκο Γκαρσία για τις αεροπορικές και ναυτικές του περιπολίες.

Μεταξύ αυτών των πολλών βάσεων στην Ευρασία, εκείνες κατά μήκος της ακτής του Ειρηνικού είχαν ιδιαίτερη στρατηγική σημασία πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ως γεωπολιτικό υπόβαθρο μεταξύ της άμυνας μιας ηπείρου (Βόρειας Αμερικής) και του ελέγχου μιας άλλης (Ασίας), η ακτογραμμή του Ειρηνικού παρέμεινε σταθερά εστιασμένη στην προσπάθεια για την επέκταση και διατήρηση της παγκόσμιας εξουσίας της Ουάσινγκτον.

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, καθώς οι ΗΠΑ αναδεικνύονταν ως μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη, ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, υπέρμαχος μιας ανελέητης στρατηγικής στην Ευρασία, προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να διατηρήσουν την παγκόσμια δύναμή τους μόνο όσο το ανατολικό άκρο της τεράστιας αυτής ευρασιατικής ξηράς δεν ενοποιούνταν με τρόπο που θα μπορούσε να οδηγήσει στην απομάκρυνση της Αμερικής από τις υπεράκτιες βάσεις της. Διαφορετικά, υποστήριξε, πιθανόν να προκύψει ένας «πιθανός αντίπαλος» της Αμερικής.

Στην πραγματικότητα, η αποδυνάμωση των υπεράκτιων βάσεων είχε ήδη ξεκινήσει το 1991, όταν οι Φιλιππίνες αρνήθηκαν να επεκτείνουν τη μίσθωση των ΗΠΑ στο αγκυροβόλιο του 7ου στόλου στο Subic Bay. Καθώς το Ναυτικό ρυμουλκούσε τις πλωτές αποβάθρες του Subic προς το Περλ Χάρμπορ, οι Φιλιππίνες ανέλαβαν την πλήρη ευθύνη για την άμυνά τους, χωρίς, ωστόσο, να κατευθύνουν κονδύλια προς αυτήν. Κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια ενός τυφώνα το 1994, η Κίνα μπόρεσε να καταλάβει ξαφνικά κάποιες νησίδες στα κοντινά νησάκια Spratly που πήραν το όνομα Mischief Reef και αυτό θα αποδειχθεί ότι ήταν μόνο το πρώτο της βήμα σε μια προσπάθεια ελέγχου της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας. Χωρίς τη δυνατότητα σοβαρής στρατιωτικής αντίδρασης και σε μια προσπάθεια να «σφραγίσουν» την διεκδίκηση της περιοχής, το 1998, οι Φιλιππίνες μετέτρεψαν ένα παλιό σκουριασμένο πολεμικό πλοίο των ΗΠΑ στο κοντινό Ayungin Shoal ως «βάση» για μια ομάδα στρατιωτών, ουσιαστικά άοπλων, οι οποίοι αναγκάζονταν να ψαρεύουν για να τρέφονται.

Στο μεταξύ, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ υπέστη μια ηχηρή μείωση κατά 40% των πολεμικών πλοίων επιφανείας και επιθετικών υποβρυχίων, από το 1990 έως το 1996. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο δεκαετιών, η θέση των αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων του Ειρηνικού αποδυναμώθηκε περαιτέρω, καθώς το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στις συγκρούσεις στην Μέση Ανατολή. Το συνολικό μέγεθος της δύναμή του μειώθηκε κατά 20% (σε μόλις 271 πλοία), ενώ τα πληρώματα και το προσωπικό πιέστηκαν άγρια να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των γιγαντιαίων υποδομών, αφήνοντας τον Έβδομο Στόλο ακατάλληλο να ανταποκριθεί στην απροσδόκητη πρόκληση της Κίνας.

Η ναυτική παγίδα της Κίνας

Μετά από χρόνια φαινομενικής συμμόρφωσης με τους κανόνες της Ουάσινγκτον στο όνομα της «καλής παγκόσμιας συνεργασίας», οι πρόσφατες ενέργειες της Κίνας στην Κεντρική Ασία και τις γύρω θάλασσες της ηπείρου αποκάλυψαν μια στρατηγική δύο φάσεων που, αν είναι επιτυχής, θα αμφισβητήσει σοβαρά τη διαιώνιση της αμερικανικής παγκόσμιας εξουσίας. Πρώτον, η Κίνα ξοδεύει ένα τρισεκατομμύριο δολάρια για να χρηματοδοτήσει ένα τεράστιο διηπειρωτικό δίκτυο νέων σιδηροδρόμων, αυτοκινητοδρόμων και αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τους τεράστιους πόρους της Ευρασίας ως οικονομικό κινητήρα που θα οδηγούσε στην ανάδειξή της ως παγκόσμιας δύναμης.

Σε μια παράλληλη κίνηση, δημιουργεί τις πρώτες υπερπόντιες ναυτικές βάσεις της στις ακτές της Αραβίας και της Θάλασσας της Νότιας Κίνας. Όπως το έθεσε το Πεκίνο στη «λευκή βίβλο» του 2015, η «παραδοσιακή νοοτροπία ότι η στεριά υπερτερεί της θάλασσας πρέπει να εγκαταλειφθεί (…) Είναι απαραίτητο για την Κίνα να αναπτύξει μια σύγχρονη ναυτική δομή στρατιωτικής δύναμης αντίστοιχης των αναγκών της εθνικής της ασφάλειας». Η Κίνα φαίνεται αποφασισμένη να κυριαρχήσει σε ένα σημαντικό θαλάσσιο τόξο γύρω από την Ασία, από το κέρας της Αφρικής, τον Ινδικό Ωκεανό, μέχρι την Κορέα. Το ενδιαφέρον του Πεκίνου για υπερπόντιες βάσεις άρχισε ήσυχα το 2011, όταν άρχισε να επενδύει σχεδόν 250 εκατομμύρια δολάρια στη μετατροπή ενός ψαροχωριού στο Γκουαντάρ του Πακιστάν στις ακτές της Αραβικής Θάλασσας, σε ένα σύγχρονο εμπορικό λιμάνι, μόλις 370 μίλια από το στόμιο του Περσικού Κόλπου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Κινάζος πρόεδρος Ξι Τζιπίνγκ, δέσμευσε άλλα 46 δισεκατομμύρια δολάρια για το χτίσιμο ενός εμπορικού δρόμου Κίνας – Πακιστάν, με αυτοκινητόδρομους, σιδηρόδρομους και ενεργειακούς αγωγούς που εκτείνονται για 2.000 μίλια από τη δυτική Κίνα μέχρι τον εκσυγχρονισμένο λιμένα στο Γκουαντάρ.

Ταυτόχρονα, εξακολουθεί να αποφεύγει οποιαδήποτε παραδοχή ότι έχει και στρατιωτικές βλέψεις, για να μην σημάνει συναγερμός ανησυχιών στο Νέο Δελχί ή την Ουάσινγκτον. Το 2016, όμως, το πολεμικό ναυτικό του Πακιστάν ανακοίνωσε ότι άνοιξε μια ναυτική βάση στο Γκουαντάρ (που σύντομα ενισχύθηκε με δύο πολεμικά πλοία που δώρισε η Κίνα) και πρόσθεσε ότι το Πεκίνο ήταν ευπρόσδεκτο να ελλιμενίσει και τα δικά του πλοία. Την ίδια χρονιά η Κίνα άρχισε να κατασκευάζει μια σημαντική στρατιωτική εγκατάσταση στο Τζιμπουτί στο Κέρας της Αφρικής και τον Αύγουστο του 2017 άνοιξε την πρώτη επίσημη βάση της στο εξωτερικό, προσφέροντας στο ναυτικό της πρόσβαση στην πλούσια σε πετρέλαιο Αραβική Θάλασσα. Ταυτόχρονα, η Σρι Λάνκα, που βρίσκεται στο μέσο του Ινδικού Ωκεανού, διευθέτησε ένα χρέος ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων στην Κίνα, με την εκχώρηση ενός στρατηγικού λιμανιού στην Χαμπάντοτα.

Μπορεί οι Αμερικανοί να εμφανίζονται δύσπιστοι ως προς την αποτελεσματικότητα αυτών των κινήσεων, ωστόσο, δύσκολα πείθεται κανείς ότι δεν υποκρύπτουν μια προσπάθεια της Κίνας να διεκδικήσει την ηγεμονία σε έναν ολόκληρο ωκεανό. Ξεκινώντας από τον Απρίλιο του 2014, το Πεκίνο κλιμάκωσε την απόπειρά του για αποκλειστικό έλεγχο της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, μετατρέποντας τη ναυτική βάση Longpo στο νησί Hainan σε ορμητήριο για τα τέσσερα πυρηνικά υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων που διαθέτει. Χωρίς, φυσικά, καμία επίσημη ανακοίνωση, οι Κινέζοι άρχισαν επίσης να κατασκευάζουν επτά τεχνητές ατόλες στα αμφιλεγόμενα νησιά Spratly για τη δημιουργία στρατιωτικών αεροδρομίων και μελλοντικών αγκυροβόλιων. Μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια, το Πεκίνο έχει απορροφήσει αμέτρητους τόνους άμμου από τον ωκεάνιο βυθό, μετατρέποντας αργά αυτούς τους μικρούς υφάλους και ατόλες σε ενεργές στρατιωτικές βάσεις. Σήμερα, ο κινεζικός στρατός χρησιμοποιεί έναν αεροδιάδρομο μαχητικών αεροσκαφών, προστατευμένο από αντιαεροπορικές πυραυλικές πυροβολαρχίες HQ-9, στο νησί Woody, μια βάση ραντάρ στο Cuareton Reef και διαθέτει κινητούς εκτοξευτήρες πυραύλων κοντά σε αεροδιαδρόμους έτοιμους να υποδεχθούν μαχητικά αεροσκάφη, σε τρία ακόμη από αυτά τα «νησιά».

Ταυτόχρονα, η Κίνα θέλει να αναβαθμίσει την ναυτική στρατιωτική δύναμή της, μέσω της απόκτησης αεροπλανοφόρων. Μετά την απόκτηση του ημιτελούς σοβιετικού αεροπλανοφόρου «Κουζνετσόφ» από την Ουκρανία το 1998, το ναυπηγείο στο Νταλιάν το μετέτρεψε το 2012 ως το πρώτο αεροπλανοφόρο της Κίνας, υπό το όνομα «Liaoning». Αν και η πολεμική του ετοιμότητα δεν ήταν και η καλύτερη, ωστόσο, οι Κινέζοι πιλότοι έμαθαν πάνω του τις απονηώσεις και τις προσνηώσεις. Σε αντίθεση με τα 15 χρόνια που χρειάστηκαν για την ανακατασκευή του «Κουζνετσόφ», τα ναυπηγεία του Νταλιάν χρειάστηκαν μόλις πέντε χρόνια για να κατασκευάσουν, από την αρχή, έναν πολύ βελτιωμένο, δεύτερο αεροπλανοφόρο, ικανό για πλήρεις πολεμικές επιχειρήσεις.

Ενώ αυτά τα δύο πρώτα αεροπλανοφόρα περιορίζονται να μεταφέρουν σε μόλις 24 μαχητικά αεροσκάφη «Flying Shark», το τρίτο αεροπλανοφόρο που τώρα ναυπηγείται στην Σαγκάη θα έχει υπερπολλαπλάσιες δυνατότητες, θα μεταφέρει τουλάχιστον 40 αεροσκάφη και θα διαθέτει ηλεκτρομαγνητικά συστήματα για ταχύτερες απονηώσεις. Μέχρι το 2030 η Κίνα σκοπεύει να διαθέτει αρκετά αεροπλανοφόρα, έτσι ώστε να εξασφαλίσει ότι η θάλασσα της Νότιας Κίνας θα γίνει αυτό που το Πεντάγωνο χαρακτήρισε ως «κινεζική λίμνη».

Αυτά τα αεροπλανοφόρα είναι η πρωτοπορία μιας διαρκούς ναυτικής επέκτασης που μέχρι το 2017 είχε ήδη δώσει στην Κίνα ένα σύγχρονο πολεμικό ναυτικό 320 πλοίων, υποστηριζόμενο από πυραύλους σε χερσαίες βάσεις, μαχητικά αεροσκάφη και ένα παγκόσμιο δορυφορικό σύστημα παρακολούθησης. Οι σημερινοί βαλλιστικοί πύραυλοι που μπορούν να καταστρέψουν πλοία, έχουν εμβέλεια 2.500 μίλια και έτσι θα μπορούσαν να χτυπήσουν σκάφη του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ σε οποιοδήποτε σημείο του Δυτικού Ειρηνικού. Το Πεκίνο έχει κάνει επίσης βήματα στην πτητική τεχνολογία για υπερηχητικούς πυραύλους με ταχύτητες έως και 5.000 μίλια την ώρα, γεγονός που τους καθιστά αδύνατο να αναχαιτιστούν. Με την κατασκευή δύο νέων υποβρυχίων κάθε χρόνο, η Κίνα έχει ήδη συγκεντρώσει ένα στόλο 57 υποβρυχίων, τόσο ντιζελοκίνητων όσο και πυρηνοκίνητων και αναμένεται να φτάσει σύντομα τα ογδόντα. Κάθε ένα από τα τέσσερα πυρηνοκίνητα υποβρύχια φέρει 12 βαλλιστικούς πυραύλους που θα μπορούσαν να φτάσουν οπουδήποτε στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, το Πεκίνο έχει ξεκινήσει να ναυπηγεί δεκάδες αμφίβια πλοία και κορβέτες, αυξάνοντας την ναυτική κυριαρχία στα δικά του θαλάσσια σύνορα.

Μέσα σε μόλις πέντε χρόνια, σύμφωνα με τις αμερικανικές ναυτικές μυστικές υπηρεσίες, η Κίνα «θα ολοκληρώσει τη μετάβασή της» από μια παράκτια δύναμη που ήταν την δεκαετία του ’90, σε μια σύγχρονη ναυτική δύναμη, ικανή για «συνεχείς δραστηριότητες» στον ωκεανό και «πολλαπλές αποστολές σε όλο τον κόσμο», συμπεριλαμβανομένου του πολέμου πλήρους φάσματος. Με άλλα λόγια, η Κίνα δημιουργεί μια μελλοντική ικανότητα να ελέγχει τα νερά από την Ανατολική Κίνα στη θάλασσα της Νότιας Κίνας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, θα γίνει η πρώτη δύναμη σε 70 χρόνια που θα αμφισβητήσει την κυριαρχία του ναυτικού των ΗΠΑ στον Ειρηνικό.

Η αμερικανική απάντηση

Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του το 2009, ο Μπαράκ Ομπάμα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η άνοδος της Κίνας αποτελούσε σοβαρή απειλή και έτσι ανέπτυξε μια γεωπολιτική στρατηγική για την αντιμετώπισή της. Πρώτον, προώθησε την εμπορική συμφωνία μεταξύ των χωρών του Ειρηνικού, μια εταιρική σχέση 12 κρατών που θα μπορούσε να κατευθύνει το 40% του παγκόσμιου εμπορίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Μάρτιο του 2014, μετά την ανακοίνωση του στρατιωτικού «άξονα προς την Ασία», σε μια ομιλία στο αυστραλιανό κοινοβούλιο, ανέπτυξε ένα πλήρες τάγμα πεζοναυτών στο Ντάργουιν, στη Θάλασσα του Τιμόρ. Ένα μήνα αργότερα, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στις Φιλιππίνες υπέγραψε μια ενισχυμένη συμφωνία αμυντικής συνεργασίας, επιτρέποντας στις δυνάμεις των ΗΠΑ να σταθμεύσουν σε πέντε από τις βάσεις τους.

Συνδυάζοντας τις υπάρχουσες βάσεις στην Ιαπωνία με πρόσβαση στις ναυτικές βάσεις στο Subic Bay, το Ντάργουιν και την Σιγκαπούρη, ο Ομπάμα ξανάχτισε την αλυσίδα των στρατιωτικών θυλάκων της Αμερικής κατά μήκος της ασιατικής ακτής. Για να αξιοποιήσει πλήρως τις εγκαταστάσεις αυτές, το Πεντάγωνο άρχισε να σχεδιάζει την προώθηση του 60% των ναυτικών του δυνάμεων στον Ειρηνικό μέχρι το 2020 και ξεκίνησε τις πρώτες τακτικές περιπολίες «ελεύθερης ναυσιπλοΐας» στη θάλασσα της Νότιας Κίνας ως πρόκληση για το κινεζικό ναυτικό, στέλνοντας ακόμη και σχηματισμούς μάχης άμεσου χτυπήματος με αεροπλανοφόρα και πλοία συνοδείας.

Ωστόσο, ο Τραμπ ακύρωσε την εμπορική συμφωνία και με τον ατέρμονο πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας» στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, η μετατόπιση των ναυτικών δυνάμεων στον Ειρηνικό επιβραδύνθηκε. Ουσιαστικά η πολιτική «η Αμερική πρώτα» του Τραμπ, έχει καταστρέψει τις σχέσεις με τους τέσσερις συμμάχους της που στηρίζουν την άμυνά της στον Ειρηνικό: Την Ιαπωνία, την Νότια Κορέα, τις Φιλιππίνες και την Αυστραλία. Επιπλέον, προσδοκώντας τη βοήθεια του Πεκίνου στην κορεατική κρίση, ο Τραμπ ανέστειλε, για πέντε μήνες, τις ναυτικές περιπολίες στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Ο νέος αμυντικός προϋπολογισμός της κυβέρνησης, ύψους 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων, θα χρηματοδοτήσει την ναυπήγηση 46 νέων πλοίων για το Πολεμικό Ναυτικό μέχρι το 2023 (φτάνοντας συνολικά τα 326), αλλά ο Λευκός Οίκος φαίνεται ανίκανος, όπως αντικατοπτρίζεται στην πρόσφατη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας, να κατανοήσει τη γεωστρατηγική σημασία της Ευρασίας ή να εκπονήσει ένα αποτελεσματικό σχέδιο για να ελέγξει την άνοδο της Κίνας. Η προεδρία Τραμπ, αφού δήλωσε επισήμως «νεκρή» στο Κογκρέσο την πολιτική του Ομπάμα «άξονας προς την Ασία», προτείνει μια δική της εκδοχή «ελεύθερου και ανοιχτού Ινδο-Ειρηνικού» που βασίζεται σε μια ανεφάρμοστη συμμαχία τεσσάρων υποτιθέμενων «συγγενών» δημοκρατιών, την Αυστραλία, την Ινδία, την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ωστόσο, οι ναύαρχοί του φαίνεται ότι έχουν διαφορετική γνώμη. Η ναυτική επέκταση της Κίνας, παράλληλα με την ενδυνάμωση του υποβρυχίου στόλου της Ρωσίας, οδήγησε το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό σε μια θεμελιώδη στρατηγική μετατόπιση από τις περιορισμένες ενέργειες εναντίον περιφερειακών δυνάμεων όπως το Ιράν, σε ετοιμότητα πλήρους φάσματος για την επιστροφή σε έναν μεγάλο παγκόσμιο ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων.

Αυτή η μετατόπιση και η ρητορική που τη συνοδεύει, δηλώνει την ύπαρξη ενός αυξανόμενου ρυθμού ναυτικού ανταγωνισμού στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Μόλις τον περασμένο μήνα, μετά από μια παρατεταμένη αναστολή των περιπολιών, οι ΗΠΑ έστειλαν το αεροπλανοφόρο USS Carl Vinson, με 5.000 ανθρώπους πλήρωμα και 90 αεροσκάφη, για συμβολική επίσκεψη στο Βιετνάμ, το οποίο έχει τη δική του μακρόχρονη διαμάχη με την Κίνα για τα δικαιώματα πετρελαίου σε αυτά τα νερά.

Μόλις τρεις εβδομάδες αργότερα, δορυφορικές εικόνες «έπιασαν» μια εξαιρετική «επίδειξη ναυτικής δύναμης», τουλάχιστον 40 κινεζικών πολεμικών πλοίων, συμπεριλαμβανομένου του αεροπλανοφόρου μεταφορέα Liaoning, σε ένα σχηματισμό που απλωνόταν για μίλια. Ακόμη και αν οι «ψυχραιμότεροι» θυμίζουν πως ακόμη κι έτσι η Κίνα διεκδικεί την ηγεμονία σε δύο από τις επτά θάλασσες του κόσμου, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η αυξανόμενη παρουσία της Κίνας στους ωκεανούς της Ινδίας και του Ειρηνικού έχει σημαντικές γεωστρατηγικές επιπτώσεις για. Η μελλοντική κυριαρχία της Κίνας σε σημαντικά τμήματα αυτών των ωκεανών θα θέσει σε κίνδυνο την αμερικανική κυριαρχία στην ακτή του Ειρηνικού, θα σπάσει τον έλεγχό της σε αυτό το σημείο της Ευρασίας και θα ανοίξει αυτή την απέραντη ηπειρωτική έκταση, στην οποία ανήκει το 70% του πληθυσμού και των πόρων, στην κυριαρχία της Κίνας. Ως εκ τούτου, οι προβλέψεις του Μπρεζίνσκι ίσως γίνουν πραγματικότητα και η αποτυχία της Ουάσιγκτον να ελέγξει την Ευρασία θα μπορούσε να σημαίνει το τέλος της παγκόσμιας ηγεμονίας της και την άνοδο μιας νέας παγκόσμιας αυτοκρατορίας με έδρα το Πεκίνο.

* Με πληροφορίες από το Tomdispatch και τη Monde Diplomatique
Πηγή

loading...