ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΝΗΜΑΤΑ

Του Στέλιου Τάτση …

Σε τούτη την πρόσκαιρη ζωή , όλα έρχονται και παρέρχονται. Γνωρίζεις πολλά πρόσωπα , που όμως λιγοστά είναι εκείνα που παραμένουν κοντά σου και σε συνοδεύουν στην καθημερινότητα. Όσο βαδίζεις το μονοπάτι της ζωής , συνεχώς όλα αλλάζουν  και μένουν οι αναμνήσεις  αυτών που
αγάπησες τόσο πολύ , αυτών των προσώπων που σου ανταπέδωσαν , που σε αγκάλιασαν με την ίδια αγάπη.
Φεύγουν οι άνθρωποι. Φεύγουν από την ζωή σου , από τον κόσμο σου.
Φεύγουν και γίνονται αναμνήσεις κάπου στο βάθος του εγκέφαλου και της ψυχής .Σκέψεις σκόρπιες  και πρόσωπα αγαπημένα που πάνε κι’έρχονται πότε σε κάποιο όνειρο και πότε σε στιγμές αφηρημένες που αντί να βλέπεις  τα γύρω σου βλέπεις  αυτά που δεν φαίνονται αυτά που δεν βλέπουν οι γυρω σου παρά μόνο εσύ.
Ζεις με την ελπίδα του ονείρου και την μοναδική αίσθηση , απ´ότι μπόρεσε ο καθένας να σε κεράσει για όσο βρέθηκε στον δρόμο σου.
Το πιό επίπονο, τοπιό σκληρό είναι όταν οι άνθρωποι που αγαπάς φεύγουν πρώτοι. Φεύγουν και δεν μπορείς να κάνεις  τίποτα γί’αυτό.
Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι να σου αναπληρώσει το κενό, παρά μόνο η Ελπίδα της μεταθανάτιας επανένωσης. Έζησες στιγμές χαράς και ζεις στιγμές απώλειας. Τρενάκι που ανεβοκατεβαίνει η ζωή με επιβιβάσεις  άγνωστες και ξαφνικές αναχωρήσεις. Εγώ, εσύ, εμείς, εσείς ριζωμένοι στο κάθισμα κοιτούμε από το τζάμι ακίνητοι σαν να είμαστε μαρμαρομένοι.Μοιάζουμε σαν τους εφιάλτες  που μας βρίσκουν τις ώρες του ύπνου και προσπαθούμε να ουρλιάξομε και φωνή να μην βγαίνει. Φεύγουν εκείνοι που είχαν έλθει για καλό.Που σε γέμιζαν αγάπη και καλοσύνη. Εκείνοι που μαζί τους ένιωθες τις μέρες ομορφότερες και τα ποτήρια αν όχι γεμάτα, μισογεμάτα.Εκείνοι που η λαλιά τους σε ηρέμιζε και οι καθυσηχάσεις και συμβουλές τους σε πηγαίνανε στο επόμενο βήμα. Απομακρύνονται , χάνονται και δεν μπορείς μήτε να θυμώσεις , μήτε να κάνεις τίποτα παρά μόνο να το υπομένεις.
Δύσκολη η απώλεια και μεγάλο το κενό. Είναι τρύπες μέσα σου που δεν μπαζώνονται, δεν καλύπτονται που δεν φτιάχνονται. Κανένας άλλος δεν μπορεί να αναπληρώσει το κενό εκείνου που φεύγει. Δεν υπάρχει αντικαταστάτης, ούτε αναπληρωματικός. Μοναδικοί άνθρωποι , μοναδικό και το άδειασμα που αφήνουν με το φευγιό τους.
Όσο και να περνάει ο χρόνος τίποτα δεν αλλοιώνεται, πάντα θα υπάρξει μια στιγμή, μια σκηνή, μια μυρωδιά , μια φράση  , θα έρθει να χτυπήσει μέσα σου το δικό σου προσωπικό καμπανάκι της μνήμης.
Θα θυμηθείς . Δεν σου έχει απομείνει και τίποτα άλλο να κάνεις , πουθενά να πιαστείς .
Φεύγουν οι άνθρωποι που δέχθηκες μαζί τους .Εκείνοι που τους χάρισες τα πιό πολλά σου και αρκέστηκαν στα λίγα σου.Εκείνοι  που μιλούσαν στην καρδιά σου και η ψυχή τους άκουγε τα μάτια σου…..
Φεύγουν και μαζί τους φεύγουν η οικειότητα και η ασφάλεια που ένιωθες μαζί τους. Χώνονται όλα σε μια βαλίτσα μαζί με όσα άλλα δώρα έφεραν όταν μπήκαν στη ζωή σου.
Στέκεσαι μόνος και αναρωτιέσαι γιατί;. Μετράς πληγές και αρνήσαι να προχωρήσεις . Θέλεις να γυρίσεις πίσω τον χρόνο, αλλά πως να τα βάλλεις με το θάνατο ; όσοι το προσπάθησαν ,ακόμη και ο Διγενής , όλοι απέτυχαν  και ύστερα πως μπορείς να χαρίσεις ζωή σε κάτι που μέσα σου έχει κατακτήσει την αθανασία;.
Φεύγουν εκείνοι που αγαπάς περισσότερο, λες και μια μαγική δύναμη στους έστειλε για λίγο, τόσο όσο να δείς το καλό και ποτέ να μην συμβιβαστείς με τίποτα λιγότερο.
Φεύγουν αυτοί που σε αγάπησαν περισσότερο . Φεύγουν αλλά σου αφήνουν  μερίδιο από την αγάπη τους για ν´άχεις  να πορεύεσαι τις στιγμές  που σου λείπουν.
Οταν ήμουν παιδί  Φοβόμουνα τόσο πολύ τον θάνατο που μόνο με την σκέψη ότι θα έχανα τον Παππού μου η την Γιαγιά μου με έκανε να φοβάμαι να περάσω έξω από το νεκροταφείο του χωριού.
Πέρασαν τέσσερα ήδη χρόνια και τον Οκτώβρη γίνονται πέντε  από τότε  που έφυγε η Αγαπημένη μου Νίνα.
Έκτοτε  πολύ συχνά επισκέπτομαι το νεκροταφείο  και περπατώ ανάμεσα στα αμέτρητα μνήματα, διαβάζω ονόματα από όλες τις φυλές ανάμεσά τους και πολλοί δικοί μας γνωστοί και άγνωστοι, κοινός τους σύνδεσμος ο Χριστός είναι όλοι Χριστιανοί. Δυστυχώς  η Ομογένεια της  Νέας Υόρκης  ( η ευθύνη βαραίνει περισσότερο την Αρχιεπισκοπή) ποτέ δεν σκέφτηκε να κάνει κάτι για τους Έλληνες Ορθοδόξους  νεκρούς, ίσως  να νομίζουν πως οι ίδιοι θα μείνουν αθάνατοι , παρά το ότι μας λέγουν πως η αθανασία αρχίζει μετά τον θάνατον.
Περπατώντας λοιπόν πολύ συχνά ανάμεσα στα μνήματα , εξοικειώθηκα με τον θάνατο, δεν τον φοβάμαι πλέον και τον θεωρώ σαν ένα συνηθισμένο γεγονός της ανθρώπινης ζωής κατά το οποίον συμβαινει ο αποχωρισμός του πνεύματος , της ψυχής από την ύλη.
Η πίστη είναι εκείνη που σου δύνει  την δύναμη να τον βλέπεις σαν απολύτρωση και επανασύνδεση με τα αγαπημένα σου πρόσωπα.
Είναι καλό  να επισκέπτεται συχνά ο άνθρωπος τα νεκροταφεία , βλέπει την ματαιότητα, βλέπει την ίδια την ύλη νεκρή , εξοικειώνεται με τον θάνατο, γίνεται ο ίδιος πιό άνθρωπος και όση ζωή του απομένει την ζει πιο ανθρώπινα.
Είναι πρωί  και χιονίζει όλα είναι κάτασπρα , περπατώντας  ανάμεσα στα μνήματα νομίζω πως βρίσκομαι στον Παράδεισο , έτσι τον φαντάστηκα όταν ήμουν μικρό παιδί και από το παλιό χωριό*του χωριού μου  έβλεπα για πρώτη φορά τον κάμπο και τους γύρω λόφους κάτασπρους . Λένε πως η φαντασία του μικρού παιδιού αντικατροπτίζει την πραγματικότητα.

* Το παλιό  χωριό είναι τα ερείπια του χωριου μου που καταστράφηκε ολοσχερώς στον μεγάλο σεισμό του 1881.

loading...