Ιράκ και Συρία στη μετά το ISIS εποχή

Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*

Σήμερα, τρία και πλέον χρόνια μετά την απροσδόκητη αλλά όχι αναιτιολόγητη εξάπλωση, μπορούμε να μιλάμε για στρατιωτική ήττα του ISIS στα μέτωπα του Ιράκ και της Συρίας και την κατάρρευση
του «Χαλιφάτου». Δεν μπορούμε όμως να μιλάμε για την εκρίζωση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας στην περιοχή και πολύ περισσότερο για την ειρήνευση της. Παρά τις αρχικές φοβίες ή προσδοκίες, για κατάρρευση των αυθαίρετων συνόρων της περιοχής του σχεδίου Sykes-Picot, αυτά παραμένουν ανθεκτικά, ευρέως διεθνώς και τοπικώς υποστηριζόμενα (σε διακηρυκτικό επίπεδο), αλλά και πολυπλεύρως αμφισβητούμενα και υπονομευόμενα.

Στις αρχές Δεκεμβρίου, ο πρωθυπουργός του Ιράκ, al-Abadi, έκανε λόγο για νίκη των ιρακινών δυνάμεων εναντίον του ISIS και ανάκτηση του ελέγχου των συνόρων της χώρας του με τη Συρία. Ταυτόχρονα, στην άλλη πλευρά των συνόρων, ο Πρόεδρος Putin επισκεπτόμενος αιφνιδιαστικά τη Συρία, προέβαινε σε παραπλήσιες δηλώσεις κατά τη διάρκεια της συνάντησης του με τον Assad. Μπορεί στο Ιράκ οι δυνάμεις ασφαλείας να ελέγχουν σχεδόν το σύνολο της χώρας αλλά στη Συρία, το καθεστώς της Δαμασκού, παρά τις αποφασιστικές του νίκες, δεν προβλέπεται να ανακτήσει σύντομα τον πλήρη έλεγχο της επικράτειας.

Η κατάσταση παραμένει ακόμη έκρυθμη, ειδικά στη Συρία, με τις ισορροπίες να είναι εύθραυστες και ξένα στρατεύματα να συνεχίζουν να δρουν, με ή χωρίς την έγκριση της Δαμασκού, στα εδάφη της. Μια ετερόκλητη χαλαρή σύμπραξη μεταξύ Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας προσπαθεί να προωθήσει μια πολιτική λύση στο βαθύτατη διχασμένη χώρα. Οι συνομιλίες των τριών πλευρών στα τέλη Νοεμβρίου στο Sochi ανέδειξαν τις διαφορετικές απόψεις Μόσχας και Τεχεράνης αλλά και εσωτερική αντιπαράθεση σκληροπυρηνικών-μετριοπαθών στη δεύτερη. Σε αδιέξοδο και οι ειρηνευτικές συνομιλίες των Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη για το μέλλον της Συρίας. Μέχρι σήμερα, κερδισμένοι των συγκρούσεων εμφανίζονται η Ρωσία, η Τεχεράνη και το καθεστώς Assad που φαίνεται ότι ανέλπιστα εξασφάλισε τη διατήρηση του έστω και μέρος (70%) της χώρας.

Το Ιράν, συμμετέχοντας ενεργά στα πεδία των μαχών της Συρίας με επίλεκτες δυνάμεις των Islamic Revolutionary Guards Corps (IRGC), με υψηλό κόστος και απώλειες, φιλοδοξεί να μονιμοποιήσει την παρουσία του και επικυριαρχία επί της Δαμασκού. Οι σκληροπυρηνικοί ηγέτες των IRGC ονειρεύονται μια νέα Hezbollah, «κράτος εν κράτει» στη Συρία. Η Ρωσία, έχοντας αναβαθμίσει τις αεροναυτικές της βάσεις στη χώρα, σίγουρα δεν επιθυμεί την παρουσία μιας ιρανικής παραστρατιωτικής οργάνωσης ούτε φυσικά και τη χειραγώγηση της Δαμασκού από τους «μουλάδες» της Τεχεράνης. Στο ίδιο μήκος και το Ισραήλ που συνεχώς στοχοποιεί το τελευταίο διάστημα ιρανικές παραστρατιωτικές οργανώσεις χωρίς να συναντά καμία πρακτική αντίδραση από τις ρωσικές δυνάμεις στη Συρία. Ο τρίτος σύμμαχος της ετερόκλητης συμμαχίας, η Άγκυρα, καιροφυλακτεί την κατάλληλη ευκαιρία να στραφεί κατά των ενοχλητικών και ενδυναμωμένων Κούρδων του Democratic Union Party (PYD) και της ευρύτερης συμμαχίας των Syrian Democratic Forces (SDF). Στη γενικότερη προσπάθεια αντιμετώπισης του κουρδικού ζητήματος, η Άγκυρα προωθεί ευκαιριακές συστράτευσης με τη Βαγδάτη και την Τεχεράνη. Στην επιδίωξη αυτή δεν θα διστάσει να συμμαχήσει με το καθεστώς της Δαμασκού υποστηρίζοντας το τελευταίο για την αποκατάσταση του ελέγχου της συριακής επικράτειας με τη σύμπραξη των Τουρκεμένων (κατόπιν ανταλλαγμάτων) αλλά ακόμη και με χρήση τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων.

Φαίνεται αναπόφευκτο, ότι αργά ή γρήγορα, η Ουάσιγκτον θα κληθεί, για άλλη μια φορά να λάβει θέση στην εκβιαστική στάση της Τουρκίας, επιλέγοντας μεταξύ της σημαντικής αυτής χώρας και των Κούρδων. Το μέγεθος και στρατηγική σημασία της Τουρκίας βαραίνουν συντριπτικά υπέρ της Άγκυρας στην αμερικανική επιλογή. Αστάθμητοι όμως παράγοντες και ειδικά η συνέχιση μιας απρόκλητης τουρκικής αντιαμερικανικής τοποθέτησης (αν μάλιστα λάβει και φιλοϊρανική χροιά) μπορεί να οδηγήσουν την Ουάσιγκτον, ως μέσον πίεσης, να εντείνει την υποστήριξη της προς το κουρδικό στοιχείο.

Σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις θα έχει και η στάση του Assad που θα κληθεί να αποδείξει αν η σθεναρή στάση του μπορεί τώρα να αντικατασταθεί με μια επιδέξια εξωτερική διπλωματία και μέτρα εσωτερικής ειρήνευσης που θα επαναφέρουν την χώρα στην κανονικότητα. Η πρόσφατη οικογενειακή ιστορία του, η «τύφλωση» της επιτυχίας και ο πολυκερματισμός και ριζοσπαστικοποίηση όλων των πλευρών κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν μας κάνουν αισιόδοξους για ένα τέτοιο σενάριο. Δεν αποτελεί όμως και απίθανο ενδεχόμενο, η βίαιη αντικατάσταση του με κάποια άλλη, πιο διαλλακτική στα όμματα των Ρώσων υποστηρικτών της Δαμασκού, προσωπικότητα.

Στο Ιράκ η κατάσταση φαίνεται πιο αισιόδοξη καίτοι οι δύο περιοχές, όπως απέδειξαν τα πρόσφατα γεγονότα, είναι αλληλοεπηρεαζόμενες και αποτελούν ένα ενιαίο θέατρο επιχειρήσεων. Ο έλεγχος του Κιρκούκ οδήγησε τον Οκτώβριο σε χαμηλής έντασης συγκρούσεις μεταξύ Ιρακινών και Κούρδων (Kurdistan Regional Government-KRG) με άνετη επικράτηση των πρώτων με τη σημαντική βοήθεια των σιϊτικών πολιτοφυλακών. Το δημοψήφισμα των Κούρδων, το Σεπτέμβριο του 2017, συγκέντρωσε συντριπτική υποστήριξη υπέρ της ανεξαρτητοποίησης αλλά οδήγησε και στην απομόνωση της KRG. Οι Κούρδοι του Ιράκ, βαθύτατα και πολυεπίπεδα διχασμένοι, διαπνέονται από αλυτρωτικά αισθήματα ενώ παράλληλα σε αντάλλαγμα της πολύτιμης τουρκικής οικονομικής συνεργασίας συχνά αποτελούν σύμμαχο της Άγκυρας, για την αντιμετώπιση των «αδελφών» του Kurdistan Workers’ Party (ΡΚΚ). Από την άλλη μεριά, η KRG αποτελεί για τις ΗΠΑ έναν εν δυνάμει σύμμαχο και κυρίως μοχλό πίεσης όχι μόνο προς μια φιλοϊρανική Βαγδάτη αλλά και τις γειτονικές χώρες που διαθέτουν κουρδικές μειονότητες. Απλά, η Ουάσιγκτον αντιλαμβάνεται τη βαθύτατη διάσπαση του κουρδικού χώρου και δικαιολογημένα είναι διστακτική προς μια εντονότερη υποστήριξη της που νομοτελειακά θα οδηγήσει τη Βαγδάτη πιο κοντά στην Τεχεράνη και τις ΗΠΑ σε πορεία σύγκρουσης με την Άγκυρα. Η Ουάσιγκτον λοιπόν συνετά υποστηρίζει τη συνέχιση της συμμετοχής του «φιλοαμερικανικού» Ιρακινού Κουρδιστάν στο κράτος του Ιράκ, ελπίζοντας ότι θα αποτελέσει ανάχωμα στην αυξανόμενη σιιτική διείσδυση. Εκτιμάται ότι με ορισμένα ανταλλάγματα και παραχωρήσεις εκ μέρους της Βαγδάτης, η KRG θα αποδεχθεί το ρόλο αυτό μέσα σε μια ισότιμη ομοσπονδιακή οντότητα του Ιράκ. Το μεγάλο δίλημμα είναι πλέον στη Βαγδάτη, να αποδεχθεί την πραγματικά ισότιμη παρουσία Σουνιτών, Σιϊτών και Κούρδων ή να επαναλάβει τα σφάλματα του παρελθόντος που οδήγησαν σε μακροχρόνιες συγκρούεις με τους Κούρδους και γιγάντωσαν το σουνιτικό εξτρεμισμό ως αναπόφευκτη αντίδραση στις καταπιέσεις και ρεβανσιστικές πολιτικής μιας σιϊτικής ιρακινής κυβέρνησης. Δύσκολα όμως η Τεχεράνη θα δεχθεί να απεμπολήσει τον αυξημένο έλεγχο που ασκεί σήμερα μέσω της σιϊτικής πλειοψηφίας στο Ιράκ. Μη ξεχνάμε όμως ότι η εθνοτική μακροχρόνια αντιπαράθεση των δύο χωρών δημιουργεί ορισμένες δυσπιστίες στα σιϊτικά στοιχεία και στις ελίτ της Βαγδάτης.

Δυστυχώς το περιβάλλον της Μέσης Ανατολής θα εξακολουθήσει να είναι πρόσφορο για κάθε εξτρεμιστή που ονειρεύεται την πρόκληση ενός ιερού πολέμου για την εξόντωση των «απίστων» και για κάθε παράταξη που πιστεύει στην ανέφικτη πλήρη επικράτηση της σε ένα αγώνα «μηδενικού αθροίσματος» κυρίως μεταξύ Σουνιτών και Σιϊτών. Για άλλη μια φορά, είναι επιβεβλημένη η παρουσία της Ουάσιγκτον ώστε να ισορροπήσει με τον πειθαναγκασμό και την εποικοδομητική διαμεσολάβηση τις αντιμαχόμενες παρατάξεις στο Ιράκ. Παράλληλα θα πρέπει να καθησυχάσει τα σουνιτικά κράτη της περιοχής θέτοντας ευδιάκριτα όρια, να αναχαιτίσει τις βλέψεις των σκληροπυρηνικών της Τεχεράνης, χωρίς να οδηγηθούμε σε σύγκρουση και να περιορίσει την αυξανόμενη ρωσική επιρροή σε αυτήν την περιοχή. Έργο δύσκολο, αμφιβόλου αποτελέσματος αλλά υψηλότατου κόστους που πιθανόν -εν μέρει ορθολογικά- δεν επιθυμεί να αναλάβει η ηγεσία των ΗΠΑ. Σίγουρα η επιτυχία αυτού του έργου προϋποθέτει ικανότατους χειρισμούς, λεπτεπίλεπτες προσεγγίσεις, ευρεία αποδοχή, αξιοπιστία και συνέπεια, εχέγγυα που μάλλον δεν διαθέτει σήμερα η Ουάσιγκτον. Μια συνεργασία ΗΠΑ και Ρωσίας θα ήταν πολλαπλώς ωφέλιμη για τη Μέση Ανατολή, δυστυχώς όμως καθημερινά οι δύο χώρες απομακρύνονται και μόνο διεθνή τραγικά γεγονότα θα μπορούσαν να ανατρέψουν αυτήν την αδιέξοδη πορεία.

Ο έλεγχος της ευρύτερης περιοχής, η οποία σημειωτέον θα παραμένει ασταθής για πολλά ακόμη χρόνια, είναι σημαντικός όχι μόνο λόγω της στρατηγικής σημασίας, των κινδύνων διάχυσης της αστάθειας και τρομοκρατίας, των ενεργειακών πόρων της αλλά και για τα ενδεχόμενα κέρδη που θα επιφέρει στους εμπλεκομένους, η συμμετοχή στην ανοικοδόμηση του Ιράκ και της Συρίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας) πρέπει και μπορεί να είναι παρούσα τουλάχιστον στην προσπάθεια της ανοικοδόμησης, αναλαμβάνοντας τα ανάλογα ρίσκα και υποχρεώσεις, σε κρατικό και ιδιωτικό επίπεδο.

*Ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Υποστράτηγος (εα).

loading...