Το Μακεδονικό Ζήτημα από το 1941 ως το 1945

Η τριπλή κατοχή της Μακεδονίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η δράση των ανταρτών – Η δημιουργία της «Μακεδονίας» από τον Τίτο – Η στάση του Κ.Κ.Ε.

Όπως είδαμε στο άρθρο μας για το μακεδονικό ζήτημα την προηγούμενη εβδομάδα, ήδη από το 1934 το Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας σχεδίαζε την ίδρυση στο μέλλον «Μακεδονικού» Κομμουνιστικού Κόμματος στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας. Το ίδιο έτος, εισάγεται και η θεωρία περί «(Σλαβο)μακεδονικού έθνους».

Να σημειώσουμε εδώ, ότι και ο όρος Σλαβομακεδόνες όπως γράφει ο Σαράντος Καργάκος στο βιβλίο του «Από το Μακεδονικό Ζήτημα στην Εμπλοκή των Σκοπίων», είναι ιστορικά αστήρικτος.

Τον όρο «Σλαβομακεδόνες», εισήγαγε ο πανσερβιστής ιστορικός και γεωγράφος Γιοβάν Σβίγιτς, καθηγητής πανεπιστημίου στο Βελιγράδι, στο έργο του «La Peninsule Balkanique” («Η Βαλκανική Χερσόνησος»), Παρίσι 1918.

Επίσης, σε όσα γράψαμε για την προπολεμική ονομασία της FYROM, να προσθέσουμε ότι πριν ονομαστεί Vardarska Banovina, ονομάζονταν Νότια Σερβία…

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος – Η κατοχή της Μακεδονίας από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους

Με την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, το μακεδονικό ζήτημα ήρθε πάλι στην επιφάνεια. Οι Βούλγαροι, σύμμαχοι Γερμανών και Ιταλών, επιδίωξαν να λυθεί το ζήτημα, με βάση τα συμφέροντά τους.

Βουλγαρικά στρατεύματα

Μετά την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα την άνοιξη του 1941, η επιβολή της νέας τάξης πραγμάτων, καθορίστηκε μετά από διαπραγματεύσεις των Ribbentrop και Ciano στη Βιέννη.

Με τη συμφωνία της 24ης Απριλίου 1941, οι αλβανόφωνες περιοχές Tetovo, Gostirar, Kicevo, Debar και Struga, η λίμνη της Αχρίδας και ορισμένα χωριά των Πρεσπών, πέρασαν στην κατοχή της Ιταλίας.

Το υπόλοιπο τμήμα της σερβικής «Μακεδονίας» δόθηκε στη Βουλγαρία, η οποία σε αντιστάθμισμα για τις περιοχές που δόθηκαν στην Ιταλία, πήρε τις σερβικές περιοχές του Pirot και του Yranje, όπως και το ορυχείο χρωμίου βόρεια του Ljuboten. Στις 12 Αυγούστου 1941 οι ιταλικές ζώνες κατοχής του Κοσόβου, της σερβικής «Μακεδονίας» και του Μαυροβουνίου, προσαρτήθηκαν στην Αλβανία και μέχρι το φθινόπωρο του 1944 αποτελούσαν τμήματα της «Μεγάλης Αλβανίας».

Είναι βέβαια παράδοξο το γεγονός ότι η Αλβανία δεν έχασε εδάφη μεταπολεμικά, καθώς ήταν σύμμαχος των δυνάμεων του Άξονα. Και με ιταμό τρόπο σήμερα, προβάλλει ανιστόρητες διεκδικήσεις και προς την χώρα μας… Άλλο ένα επίτευγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής…

Ο νομός Καστοριάς, τα Γρεβενά, η Σιάτιστα και μέρος του νομού Φλωρίνης, βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή. Η Κεντρική Μακεδονία (και η Θεσσαλονίκη), η Φλώρινα και τμήμα του νομού Κοζάνης ήταν υπό γερμανική κατοχή, ενώ ολόκληρη η Ανατολική Μακεδονία υπό βουλγαρική κατοχή.

Η Βουλγαρία, έδωσε χαρακτήρα προσάρτησης στις νέες περιοχές. Χωρίστηκε σε 4 διοικητικές περιφέρειες (Σόφιας, Σκοπίων, Μοναστηρίου και Ξάνθης). Παράλληλα, διεκδικούσε τη Θεσσαλονίκη και τη Φλώρινα και ανέπτυξε μια έντονη βουλγαρική προπαγάνδα στη Δυτική Μακεδονία, με ορμητήριο τη βουλγαρική Λέσχη που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 24/5/1941 και το γραφείο του Βούλγαρου στρατιωτικού συνδέσμου στον Γερμανό στρατιωτικό Διοικητή Θεσσαλονίκης – Αιγαίου Kurt von Krensky, συνταγματάρχη Ivanov.

Ο Krensky, προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι απαγόρευσε τη λειτουργία βουλγαρικών σχολείων και εκκλησιών στη Δυτική Μακεδονία.

Ο ΕΛΑΣ στη Δυτική Μακεδονία – Η Ιταλική αντίδραση

Στα τέλη του 1942 – αρχές του 1943, έκαναν την εμφάνισή τους στη Δυτική Μακεδονία, οι πρώτες αντάρτικες ομάδες του ΕΛΑΣ, που αποτελούσαν απειλή και για τους ίδιους τους Ιταλούς.

Στην Καστοριά, είχε εγκατασταθεί το ιταλικό σύνταγμα «Pinerolo», που είχε δύναμη 4.000 άνδρες.

Τους αντάρτες βοηθούσαν οι Έλληνες της Μακεδονίας και οι ελληνόφρονες Σλαβόφωνοι και Βλαχόφωνοι, ενώ άρχισαν να προσχωρούν σ’ αυτούς και οι ελληνικές αστυνομικές δυνάμεις. Θορυβημένοι οι Ιταλοί, ζήτησαν τη βοήθεια των ντόπιων «Βουλγαρίζοντων» Σλαβόφωνων, οι οποίοι, έχοντας πλέον και την ιταλική υποστήριξη, μπορούσαν να στραφούν εναντίον όχι μόνο του ελληνικού πληθυσμού αλλά και κατά των ελληνόφρονων Σλαβόφωνων.

Από τις αρχές του 1943, οι Ιταλοί άρχισαν τις εκτελέσεις Ελλήνων στη Δυτική Μακεδονία. Παράλληλα, ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους στην Καστοριά και άρχισαν να διανέμουν όπλα στους βουλγαρίζοντες.

Στις 5 Μαρτίου 1943, ιδρύθηκε στην Καστοριά “Βουλγαρικό – Μακεδονικό Επαναστατικό Κομιτάτο” ,με πρόεδρο τον Παντελή Μακρή (Pando Makriev), από τη Μεσοποταμία και αντιπρόεδρο τον Λουκά Διαμανίδη (Luka Dimanov) από την Κρανιώνα Καστοριάς.
Σκοπός του ήταν η καθοδήγηση της ένοπλης δράσης των βουλγαριζόντων. Σύντομα, ζήτησε από τη βουλγαρική κυβέρνηση την ένωση με τη Βουλγαρία. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός Filovio, o υπουργός Πολέμου Daskalov και ο υπουργός Εξωτερικών Popov, φάνηκαν επιφυλακτικοί.

Τα μέλη του κομιτάτου, εξοπλίστηκαν από τους Ιταλούς. Στα μέσα Απριλίου 1943, 1600 “βουλγαρίζοντες” συγκρότησαν την Οχράνα, ένα είδος αστυνομικής δύναμης. Τα μέλη της Οχράνα χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες, στα μετακινούμενα και τα αμετακίνητα αποσπάσματα, φορούσαν δίκωχο με τα αρχικά “IBK – SIM” – Italo Balgarski Komitet, Svoboda ili Smart (Ιταλο-Βουλγαρικό Κομιτάτο, “Ελευθερία ή Θάνατος”). Αποστολή τους ήταν η καταδίωξη των ελληνικών ένοπλων τμημάτων στο νομό, σύντομα ωστόσο μετατράπηκαν και σε καταδότες Ελλήνων και “γραικομάνων” (σλαβόφωνοι της Μακεδονίας που δεν συντάσσονταν με τις βουλγαρικές απαιτήσεις), με αντιστασιακή δράση.

Έτσι, το χωριό Αγία Κυριακή με 80 σπίτια και 420 κατοίκους, ισοπεδώθηκε από την ιταλική αεροπορία και το πυροβολικό μετά από υπόδειξη των Οχρανιτών. Ακολούθησαν και άλλα χωριά. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι Γερμανοί κατέλαβαν τις περιοχές που βρίσκονταν υπό ιταλική διοίκηση.

Η Οχράνα, που βρέθηκε στα πρόθυρα της διάλυσης ανασυγκροτήθηκε και συνέχισε τη δράση της.

Οι Γερμανοί δεν επέτρεψαν στους Βουλγάρους να προσαρτήσουν επίσημα τα τμήματα της Μακεδονίας που είχαν καταλάβει. Η γερμανική εφημερίδα «Neues Winer Tageblatt» έγραφε στις 16/1/1943:

«Μολονότι οι περιοχές του Αιγαίου και της βόρειας Μακεδονίας (που ανήκε στη Γιουγκοσλαβία από το 1913) τέθηκαν υπό βουλγαρική διοίκηση… οποιαδήποτε οριστική διευθέτηση αφέθηκε για το μέλλον».

Ωστόσο, οι Βούλγαροι θεωρούσαν τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία τμήμα της χώρας τους. Τη χώρισαν σε δύο επαρχίες, των Σκοπίων και του Μοναστηρίου και έστειλαν αξιωματούχους για να τις διοικήσουν. Η συμπεριφορά τους προς τους κατοίκους των περιοχών αυτών ήταν τόσο απάνθρωπη που ακόμα και ο βουλγαρικός Τύπος επέκρινε τη σκληρότητά τους.

Όπως γράφει η Elizabeth Barker στο βιβλίο της “Η Μακεδονία στις Διαβαλκανικές Σχέσεις και Συγκρούσεις”, “ο πληθυσμός της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας δεν προέβαλε αρχικά αντίσταση στη βουλγαρική κατοχή. Πιθανότατα ορισμένοι κάτοικοι ικανοποιήθηκαν από την έλευση των Βουλγάρων. Σε αντάλλαγμα για τη στάση του αυτή, οι βουλγαρικές αρχές κατοχής υιοθέτησαν σχετικά μετριοπαθή πολιτική. Ωστόσο, ο πληθυσμός απογοητεύτηκε σταδιακά από τη βουλγαρική κατοχή, ίσως λόγω του υπερβολικού εθνικισμού που διέκρινε τον μέσο Βούλγαρο αξιωματικό του στρατού ή διοικητικό υπάλληλο”. Και παρακάτω:

“Δε χωρά αμφιβολία ότι οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής συμπεριφέρθηκαν πολύ σκληρότερα στην ελληνική Ανατολική Μακεδονία, όπου το σλαβομακεδονικό στοιχείο ήταν μηδαμινό απ’ ότι στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Σύμφωνα με Βρετανό παρατηρητή, τους πρώτους μήνες της κατοχής οι Βούλγαροι εξόντωναν τον ελληνικό πληθυσμό των βορειανατολικών επαρχιών και στα τέλη του 1942 παγίωναν τον εκβουλγαρισμό της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης δημεύοντας τις γαίες όσων Ελλήνων εγκατέλειπαν τη χώρα και επιστρατεύοντας ή μεταφέροντας ως ομήρους όσους έμεναν πίσω.

Σύμφωνα εξάλλου με εμπεριστατωμένες ελληνικές αναφορές, οι Βούλγαροι προκάλεσαν σοβαρές υλικές καταστροφές πριν από την αποχώρησή τους το 1944. Μετά την αλλαγή στρατοπέδου της Βουλγαρίας, τον Σεπτέμβριο του 1944, η βουλγαρική κυβέρνηση του Πατριωτικού Μετώπου αρνήθηκε τις κατηγορίες αυτές”.

Και φυσικά, ούτε η Βουλγαρία πλήρωσε το τίμημα για τη σύμπλευσή της με τις δυνάμεις του Άξονα και όσα δεινά προκάλεσε στους Έλληνες της Μακεδονίας και της Θράκης…
Στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, “η μοναδική ελληνική εθνικιστική ομάδα που δρούσε” (E. Barker) είχε ως αρχηγό τον Αντών Τσαούς (Αντώνης Φωστερίδης 1912-1979), που αγωνιζόταν για την ελληνικότητα της Μακεδονίας και της Θράκης και ήταν αρνητικός απέναντι στους Γερμανούς, τους Βουλγάρους και τους Έλληνες κομμουνιστές. Ξεκίνησε τη δράση του στα τέλη του 1943, έχοντας υποστήριξη από τους Βρετανούς.

Βέβαια, το ΕΑΜ κατηγόρησε τον Φωστερίδη (ο οποίος μεταπολεμικά εκλέχθηκε βουλευτής Δράμας με τον Ελληνικό Συναγερμό) για συνεργασία με τους Βούλγαρους .
Κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε ,όμως οι κατηγορίες επαναλαμβάνονται μέχρι σήμερα.

Ο Αντώνης Φωστερίδης

Το ΚΚΕ και το “Μακεδονικό” ζήτημα από το 1941 ως το 1945 – Η ίδρυση της “Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας”

Το ΚΚΕ που είχε εν μέρει απαλλαγεί από το “βάρος” του “Μακεδονικού” κατόρθωσε να αποφύγει την εμπλοκή του ως το καλοκαίρι του 1943. Στην προσπάθειά του όμως να οργανώσει αντίσταση στην (ελληνική) Μακεδονία, βρέθηκε αντιμέτωπο με την οργάνωση Υ.Β.Ε. (“Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος”), η οποία μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Π.Α.Ο. (“Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωση”).

Το ΕΑΜ κατηγόρησε την οργάνωση αυτή για συνεργασία με τους Γερμανούς. Στα τέλη Οκτωβρίου 1943 κατόρθωσε να εξουδετερώσει τις δυνάμεις του Π.Α.Ο. Επίσης, εξουδετέρωσε και ορισμένες άλλες οργανώσεις μικρότερης “εμβέλειας”.

Στο μεταξύ, στο τέλος Φεβρουαρίου 1943, έφτασε στη γιουγκοσλαβική “Μακεδονία” ο απεσταλμένος του Τίτο, Μαυροβούνιος Σφέτοζαρ Βουκμάνοβιτς γνωστός στο ανταρτικό κίνημα ως “Τέμπο”. Αμέσως, έστειλε επιστολή στα μέλη του “μακεδονικού” τμήματος του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, προτρέποντας να συγκροτηθούν αντάρτικες ομάδες καθώς και προς τα μέλη του “Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού της Μακεδονίας”, ο οποίος μαζί με τους αντίστοιχους στρατούς της υπόλοιπης Γιουγκοσλαβίας και όλων των Βαλκανίων θα αγωνιστεί για την άνευ όρων εθνική απελευθέρωση του μακεδονικού λαού”.

Μετά την αναδιοργάνωση του ανταρτικού κινήματος στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ο Τέμπο ήρθε σε επαφή με τους Αλβανούς αντάρτες του Εμβέρ Χότζα και στη συνέχεια ήρθε στην Ελλάδα όπου συναντήθηκε με μέλη του Κ.Κ.Ε.

Στόχος του «Τέμπο», ήταν να πείσει τους Έλληνες Κομμουνιστές να αναγνωρίσουν στους Σλαβομακεδόνες το δικαίωμα να οργανώσουν χωριστές αντάρτικες ομάδες, υπό κομμουνιστική ηγεσία. Τα μέλη του Κ.Κ.Ε. συμφώνησαν, έχοντας κάποιες επιφυλάξεις. Έτσι δημιουργήθηκε το SNOF («Σλαβομακεδονικό Απελευθερωτικό Μέτωπο»). Η ίδρυση του SNOF, δεν δημοσιοποιήθηκε παρά αρκετούς μήνες αργότερα. Στη θέση του στρατιωτικού ηγέτη των μονάδων του SNOF, διορίστηκε ένας «Σλαβομακεδόνας», ο Goci ή Goce (Ηλίας Δημάκης), ενώ ένας κομμουνιστής από τη Μακεδονία, ο Ανδρέας Τζήμας, ενεργούσε ως κύριος αξιωματικός σύνδεσμος μεταξύ του SNOF και των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων. Ο ρόλος που διαδραμάτισε το βουλγαρικό ΚΚ στην ίδρυση του SNOF, δεν είναι ξεκάθαρος.

Ο Ανδρέας Τζήμας

Ας δούμε περισσότερες λεπτομέρειες για τον Ηλία Δημάκη της SNOF.

Γεννήθηκε, πιθανότατα το 1909, στη Φλώρινα ή την Καστοριά. Ήταν αρτεργάτης, επιρρεπής στο κρασί και χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις σε κάποιον τομέα.

Τον Σεπτέμβριο του 1944, ήταν διοικητής ενός «σλαβομακεδονικού» τάγματος του ΕΛΑΣ, που ενισχύθηκε μυστικά με άνδρες των βουλγαρικών σωμάτων ασφαλείας. Στις 4 Οκτωβρίου 1944, μονάδες του SNOF, υπό την ηγεσία του, κήρυξαν τη Δυτικά Μακεδονία ως ανεξάρτητο κράτος. Το Κ.Κ.Ε. δεν αναγνώρισε την ενέργεια αυτή και ο Δημάκης με 800 άνδρες κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία.

Στο μεταξύ, οι σχέσεις μεταξύ του ΚΚΕ και του SNOF ήταν τεταμένες, ήδη από την άνοιξη του 1944. Οι ηγέτες του SNOF, στρέφονταν αναζητώντας πολιτικά στελέχη, περισσότερο στο ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, παρά στο ΚΚΕ. Το καλοκαίρι του 1944, μονάδες του SNOF υπό την ηγεσία του Goce συγκρούστηκαν, τουλάχιστον σε τρεις περιπτώσεις με δυνάμεις του ΕΛΑΣ.

Στις 2 Αυγούστου 1944, κατά την 41η επέτειο από την εξέγερση του Ίλιντεν, πραγματοποιήθηκε στο μοναστήρι Πρόχορ Πτσίνσκι κοντά στο Κουμάναβο, η πρώτη αντιφασιστική συνέλευση της «Μακεδονίας» (ΑΣΝΟΜ), η οποία έβαλε τις βάσεις για την ίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και την ένταξή της στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία.

Στις 5 Σεπτεμβρίου 1944, η ΕΣΣΔ κήρυξε τον πόλεμο στη Βουλγαρία. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, αφού ήδη είχε ολοκληρωθεί η αποχώρηση του γερμανικού στρατού από τη Βουλγαρία, η κυβέρνηση της χώρας υπό τον Muraviev, κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 ο σοβιετικός στρατός εισήλθε στη Βουλγαρία.

Στο μεταξύ, οι Γερμανοί διέλυσαν την Οχράνα, τα μέλη της οποίας διασκορπίστηκαν. Κάποιοι εντάχθηκαν στον SNOF.

Όπως γράφει ο καθηγητής Σπυρίδων Σφέτας, η ίδρυση του SNOF είχε συζητηθεί τον Ιούλιο – Αύγουστο του 1943, ανάμεσα στον Λεωνίδα Στρίγκο (ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ) και τον πολιτικό επίτροπο του Γενικού Στρατηγείου της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας Cvetko Uzunovski (γνωστό με το ψευδώνυμο Abbas).

Ο Λεωνίδας Στρίγκος

Η «Μακεδονία» του Τίτο, όπως φαίνεται, δεν περιλάμβανε μόνο το γιουγκοσλαβικό τμήμα. Στρατιωτικοί σύνδεσμοι από τη Γιουγκοσλαβία, μπήκαν στην ελληνική Μακεδονία και προπαγάνδιζαν ότι ο «μακεδονικός λαός» στην Ελλάδα, δεν πρέπει να αγωνιστεί για ισοτιμία, όπως υποστηρίζει το ΚΚΕ, αλλά για αυτοδιάθεση και συνένωση, για μια «Λαϊκή δημοκρατία της Μακεδονίας», κατά το γιουγκοσλαβικό πρότυπο.

Ιδιαίτερη δράση, ανέπτυξε ο Πασχάλης Μητρόπουλος, απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με ενέργειες του, τα σλαβόφωνα τμήματα της ΙΧ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ μετονομάστηκαν το 1944 (Μάρτιος), σε ΣΝΟΒ (slavomakedonska narodna osloboditelna vojska – σλαβομακεδονικός λαϊκός απελευθερωτικός στρατός). Τον Μάιο του 1944, η SNOF διαλύθηκε και εντάχθηκε στο ΕΑΜ.

Στις 20 Ιουνίου 1944, ο Ανδρέας Τζήμας ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ έφτασε στο στρατηγείο του Τίτο και απέκτησε επαφή με την σοβιετική αποστολή, επικεφαλής της οποίας ήταν ο στρατηγός Korneev.

Σε έκθεσή του προς τον Korneev (29/6/1944), δεν δέχεται τις κατηγορίες που εξαπέλυαν οι Γιουγκοσλάβοι προς το ΚΚΕ και επισημαίνει τον κίνδυνο να «χαθεί» η στήριξη του ελληνικού λαού προς το ΚΚΕ με την επιμονή του Τίτο για την ίδρυση ανεξάρτητης μακεδονικής δημοκρατίας.

Τον Ιούνιο του 1944, η ΚΕ του ΚΚΕ, επέτρεψε την επάνοδο των σλαβόφωνων που είχαν καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία, με τον όρο να κάνουν την αυτοκριτική τους.
Στις 16 Ιουνίου 1944, ιδρύθηκε ξεχωριστό σλαβομακεδονικό τάγμα στην περιοχή Αριδαίας – Έδεσσας στα πλαίσια του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Την πρωτοβουλία για την ίδρυσή του, είχε ο Μάρκος Βαφειάδης, με ενέργειες του οποίου το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ εξέδωσε τη σχετική διαταγή , παρά την αντίθετη άποψη του Μακεδονικού Γραφείου. Η ίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και η ανάδειξη στην ηγεσία της, ατόμων που επιδίωκαν την συνένωση των τριών τμημάτων της Μακεδονίας και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανεξαρτησία από την κεντρική γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, δημιούργησε νέα δεδομένα.

Ο Μάρκος Βαφειάδης

Θορυβημένο το ΚΚΕ, αποφάσισε να σταματήσει τη στρατολόγηση των Σλαβομακεδόνων (Σερβομακεδόνες είναι ο όρος που χρησιμοποιεί το ΚΚΕ στα έγγραφα της εποχής), Άνδρες του Goce (Ηλία Δημάκη) και το σλαβόφωνο Τάγμα Αριδαίας – Έδεσσας, με δύναμη 545 ανδρών, έφυγαν κρυφά για τη Γιουγκοσλαβία. Από αυτούς, συγκροτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1944 στο Μοναστήρι η «Πρώτη Αιγαιακή Ταξιαρχία Κρούσης», σκοπός της οποίας ήταν η «απελευθέρωση της Μακεδονίας του Αιγαίου».

Διοικητής της ήταν ο Ηλίας Δημάκης (Ilija Dimovsk -Goce), υποδιοικητής ο Ναούμ Πέγιος (Naum Pejor), πολιτικός επίτροπος ο Μιχάλης Κεραμιτζής (Mijailo Keramidziev) και υποεπίτροπος ο Βαγγέλης Αγιάννης (Vangel Ajanovski-Oce). Στα στρατόπεδα του Stip και των Σκοπίων, εισέρρεαν μετανάστες στη Βουλγαρία από την ελληνική Μακεδονία κατά το Μεσοπόλεμο και εμφανιζόμενοι ως Μακεδόνες εθνικιστές, δήλωναν πρόθυμοι να αγωνιστούν για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.

Τα σχέδια αυτά, είχαν τη στήριξη του προέδρου της γιουγκοσλαβικής «Μακεδονίας» Metodija Andonov-Cento και του Γενικού Στρατηγείου της (Apostolski-Uzunovski ). Θορυβημένος ο Τίτο, κάλεσε τον Νοέμβριο του 1944 τον Πασχάλη Μητρόπουλο στο Βελιγράδι, για να του επισημάνει ότι είναι πρόωρο το ζήτημα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης. Παρά τις οδηγίες του Τίτο, ο Μητρόπουλος προχώρησε στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στη συγκρότηση της «Πολιτικής Επιτροπής της Μακεδονίας του Αιγαίου». Στην Αθήνα, είχαν ξεκινήσει τα Δεκεμβριανά. Η «Αιγαιακή Ταξιαρχία Κρούσης» ετοιμαζόταν να κατέβει στην Ελλάδα για να πολεμήσει ως «μακεδονικός στρατός» μαζί με τον ΕΛΑΣ εναντίον του Ζέρβα στην Ήπειρο.

Η Αιγαιακή Ταξιαρχία

Ο Ανδρέας Τζήμας, βλέποντας ότι αν η «Αιγαιακή Ταξιαρχία Κρούσης» ερχόταν στην Ελλάδα, θα καταλάμβανε πόλεις της Μακεδονίας και θα στρεφόταν εναντίον του ΕΛΑΣ, πήγε στο Μοναστήρι (14/12/1944), και δήλωσε ότι η Ταξιαρχία ή θα πρέπει να παραδώσει τον οπλισμό της στον ΕΛΑΣ ή να διαλυθεί και να κατέλθει στην Ελλάδα για να πολεμήσει στο πλευρό του ΕΛΑΣ, εναντίον του Ζέρβα.

Καθοριστική ήταν η παρέμβαση του αρχηγού της βρετανικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία Maclean προς τον Τίτο, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι καμία στρατιωτική δύναμη δεν θα περάσει τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα για να κατέβει στη χώρα μας. Έτσι, η «Αιγαιακή Ταξιαρχία Κρούσης», διαλύθηκε στις 6 Μαΐου 1945 και εντάχθηκε στον γιουγκοσλαβικό στρατό.

Παράλληλα ο Τίτο, άρχισε να αποκτά τον απόλυτο έλεγχο της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Ανάμεσα στα μέτρα που έλαβε, ήταν και η καταδίκη σε θάνατο όσων δεν επιθυμούσαν την ένταξη στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία, αλλά την ανεξαρτητοποίηση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Ο πρώτος πρόεδρός της Μ. Α. Cento, ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που εκτελέστηκαν.

Ο Τίτο

Επίλογος

Τα αυτονομιστικά κινήματα, των «Σλαβομακεδόνων» της ελληνικής Μακεδονίας, υποδαυλίστηκαν κυρίως από στρατιωτικούς συνδέσμους που δρούσαν στην περιοχή και είχαν πολύ μικρή απήχηση.

Ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, αναφέρονται επίσης στην αυτονομιστική προπαγάνδα των Γιουγκοσλάβων πρακτόρων στη Μακεδονία. Άλλοι (Λ. Στρίγκος, Μ. Βαφειάδης), ρίχνουν ευθύνες στους Βρετανούς, κατηγορώντας τους για ενθάρρυνση αλυτρωτικών βλέψεων των Σλαβομακεδόνων σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Πρόκειται όμως μάλλον για απόψεις που πηγάζουν από τις προσωπικές τους προκαταλήψεις για τον ρόλο των Βρετανών.

Ο Άγγλος λοχαγός P.H.Evans, στρατιωτικός σύνδεσμος στη Δυτική Μακεδονία (Μάρτιος – Δεκέμβριος 1944), είναι σαφής, στην απόρρητη έκθεση απολογισμού των δραστηριοτήτων του (1/12/1944), ότι δεν μπορεί να υπάρξει «ανεξάρτητη Μακεδονία» («There can be no independent Macedonia»).

Στη διάρκεια της Κατοχής, το ΚΚΕ έδειξε ευαισθησία στο Μακεδονικό Ζήτημα. Το μεγάλο του λάθος, ήταν η αναγνώριση ύπαρξης «μακεδονικού έθνους». Και όπως γράφει ο Σπυρίδων Σφέτας:

«Η ανώμαλη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα μετά τη Βάρκιζα και ο εμφύλιος πόλεμος, έφεραν την ηγεσία του ΚΚΕ μπροστά σε δύσκολες αποφάσεις και κατέστησαν το Μακεδονικό την αχίλλειο πτέρνα του».

Πηγές:
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΦΕΤΑΣ, «ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, 2010
ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΜΠΑΡΚΕΡ, «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΔΙΑΒΑΛΚΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΑ», Εκδόσεις Παρατηρητής, 1996
Β. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΟΥ ΚΥΚΛΩΝΑ», Αθήνα 1992
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, «ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ», εκδόσεις GUTENBERG, 1992
«ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΜΟΣ: Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ 1944-2006», ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, εκδόσεις ΕΦΕΣΟΣ 2007 (διαθέσιμο και στο διαδίκτυο)

loading...