Εξωτερική Πολιτική: ο χρόνος που έφυγε, αυτός που έρχεται..

Ένας χρόνος τελειώνει με γεγονότα που άλλαξαν ουσιαστικά το τοπίο των διεθνών και διμερών σχέσεων της χώρας. Παρά τις ιδεοληπτικές αγκυλώσεις της κυρίαρχης κυβερνητικής ομάδας, η
Εξωτερική Πολιτική της χώρας παρέμεινε σταθερά προσηλωμένη στον Ευρώ-Ατλαντικό της άξονα.

Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένους αναλυτές, προχώρησε ένα βήμα περεταίρω, ενισχύοντας τους δεσμούς της με τις ΗΠΑ, αντίθετα απ’ ότι αναμένονταν αρχικά.

Η βασική πολιτική επιλογή στην οποία επενδύθηκε αρκετή από την πολιτική «περιουσία» του ΥΠΕΞ, ήταν η ενίσχυση του άξονα με την Κύπρο και το Ισραήλ, που επέκτασή της υπήρξε και η συμμετοχή σε αυτήν της Αιγύπτου. Η πολιτική αυτή που είχε εκδηλωθεί πριν την ανάληψη της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επιβεβαιώθηκε και ενισχύθηκε, συγκροτώντας ένα σοβαρό αντίβαρο στις Τουρκικές προσπάθειες επέκτασης στη ΝΑ Μεσόγειο.

Μια επίσης πολιτική που η κυβέρνηση ακολούθησε με θρησκευτική ευλάβεια και επιχείρησε να την ενισχύσει, υπό τον φόβο των μεταναστευτικών ροών, ήταν η στήριξη των Ευρωπαϊκών βλέψεων της Άγκυρας. Η κριτική της αντιπολίτευσης σχετικά με την επίσκεψη Ερντογάν, το επιβεβαίωσε. Αφορούσε μόνο τις Τουρκικές βλέψεις που εξέφρασε ο Τούρκος πρόεδρος προς την Ελλάδα, αλλά όχι την επιθυμία του, να μπορέσει να μετάσχει ισότιμα στην οικοδόμηση της Ευρώπης.

Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο παραμείναμε ακραίοι φιλό-ευρωπαϊστές έχοντας όχι μόνο αποδεχθεί τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές των Βρυξελλών, αλλά και παραμένοντας πλησίον του κεντρικού άξονα Παρισίων – Βερολίνου.

Στα δυο «βαλκανικά» προβλήματα, με την Αλβανία και την πΓΔΜ, συνεχίστηκαν οι προσπάθειες επίλυσης των διμερών ζητημάτων μέσω πολυμερών προσπαθειών καθώς, τόσο ζητήματα που αφορούν την εθνική Ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, όσο και η ονομασία της πΓΔΜ, επιχειρείται να επιλυθούν μέσω της ΕΕ και του ΟΗΕ.

Η διαφαινόμενη «υποχώρηση» των Σκοπίων στο ζήτημα της ονομασίας δίνει μια νότα αισιοδοξίας στην υπόθεση αλλά ταυτοχρόνως η έλλειψη απαντήσεων για το «erga omnes” που συνόδευε το Ελληνικό «βέτο» το καλοκαίρι του 2008 στο Βουκουρέστι, προκαλεί ερωτηματικά.

Το ίδιο συμβαίνει και με την Αλβανία. Κάποια «θετικά βήματα» ελάχιστης σημασίας, μπροστά στο ζήτημα της αντιμετώπισης της Εθνικής μειονότητας δεν επιβεβαιώνουν πράγματι τη θέληση της άλλης πλευράς, για εξομάλυνση των σχέσεων.

Αν ρωτήσει κάποιος όχι πόσο ορθή υπήρξε η Εξωτερική Πολιτική αλλά πόσο αποτελεσματική υπήρξε, τότε θα διαπιστώσει πως έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος για βήματα πιο αποφασιστικά προκειμένου να κερδηθούν τα μέγιστα, λαμβανομένης υπόψιν της διεθνούς συγκυρίας που παραμένει άγνωστο αν και πόσο θα διατηρηθεί.

Αναφέρομαι στην κατάσταση που έχει περιέλθει η Τουρκία η οποία υπό την καθοδήγηση του Τ. Ερντογάν, επιχειρεί να εκμεταλλευθεί την κατάσταση στη Μέση Ανατολή και να αναδυθεί σε σοβαρή περιφερειακή δύναμη, αγνοώντας τις Αμερικανικές επιλογές στην περιοχή και αμφισβητώντας σειρά από ΝΑΤΟϊκές πολιτικές.

Παράλληλα οι εμπλοκές της Τουρκία, στη Συρία, Ιράκ, Κατάρ και Κύπρο της στερούν τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα σταθερό πλέγμα συμμαχιών, βασιζόμενη περιοδικά σε δυνάμεις που δεν εγγυόνται το μέλλον.

Η αντιμετώπιση της Τουρκίας όμως, πέραν της διπλωματικής διάστασής της, υποχρεωτικά περνά κι από την Άμυνα. Ίσως, αυτό είναι σημείο υστέρησης που δεν μπορεί να καταδειχθεί με ακρίβεια, αλλά που γίνεται εμφανές από τις αντίστοιχες κινήσεις των δυο χωρών.

Το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, στέρησε από την Άγκυρα ικανό αριθμό αξιωματικών, ιδιαίτερα επιτελικού χαρακτήρα, όπως και πιλότων, τραυματίζοντας αλλά χωρίς να εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα των Ενόπλων Δυνάμεών της.

Το χρόνο που πέρασε, το Κυπριακό, που εξακολουθεί να αποτελεί κυρίαρχο ζήτημα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής γνώρισε άλλη μια αποτυχία στις προσπάθειες επίλυσής του, ίσως όμως την πρώτη που επίσημα διεθνή φόρα κι οργανισμοί απέδωσαν μονομερώς την ευθύνη την Τουρκία.

Η Ελλάδα, υποδεχόμενη το 2018, παραμένει σε ένα σταυροδρόμι που οδηγεί σε σειρά εξελίξεων πολλά, αν όχι όλα, τα εθνικά ζητήματα. Από την άποψη αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια «κρίσιμη χρονιά».

Ας ευχηθούμε να υπάρξει περίσκεψη αλλά και δράση, για να επιτύχουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Τις τελευταίες ημέρες υπάρχουν πολλές εκκλήσεις για την ανάγκη «εγκατάλειψης του λαϊκισμού» Θα συμφωνήσω μαζί τους, αρκεί να μην θεωρούμαι «λαϊκισμό» ότι είναι «εθνικό συμφέρον»…

simeioseisexpol.com

loading...