ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ….

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΥΝΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ
Γράφει ο π. Δημητρίου Μπόκου 

«Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» (Ματθ. 2, 13) 

Έκοψε το γρήγορο τρεχαλητό του,

καθώς στο εξασκημένο αυτί του έφτασε χαρούμενο μουρμουρητό τρεχούμενου νερού. Χώθηκε στα χαμόκλαδα αναζητώντας με λαχτάρα την πηγή.

Ήπιε λαίμαργα, βρέχοντας ηδονικά τα φλογισμένα χείλη του. Γέμισε το απλόχερό του και έριξε το δροσερό νερό στο κάθιδρο, ξαναμμένο πρόσωπό του, ενώ το βλέμμα του αγριεμένο δεν έπαυε στιγμή να στρέφεται πίσω ερευνώντας επίμονα. Πώς έγινε να ξεφυτρώσουν ξαφνικά στην περιοχή του τόσοι στρατιώτες; 
Ήταν γνωστός κακοποιός και επικηρυγμένος βέβαια. Ποτέ του δεν ησύχαζε. Μα απόφευγε πάντα τις κακοτοπιές και τα κατάφερνε πολύ καλά να ξεγλιστρά στα επικίνδυνα συναπαντήματα. 
Από τον φόβο της καταδίωξης ο ύπνος του δεν ήταν ποτέ ήρεμος, βαθύς, ειρηνικός. Ή μήπως να ’ταν τα μαστιγώματα της βαρυφορτωμένης του συνείδησης, που δεν τον άφηναν λεπτό να ησυχάσει; 
Μα τί ωστόσο άλλαξε κι ολόκληρος στρατός ερχόταν καταπάνω του; Δεν του είχε ξανασυμβεί να αναμετρηθεί με τόσο πλήθος. Από όσο ήξερε, βρισκόταν μες στη σφαίρα επιρροής του ανελέητου Ηρώδη. 
Δικό του σχέδιο θα ήταν σίγουρα και τούτη η επιχείρηση. Τον τύλιξε βαθειά ανησυχία. Βάλθηκαν μήπως να τελειώνουν μια και καλή μαζί του; 
Ξαναπήρε με βιάση τον ανήφορο, φροντίζοντας να κρύβεται καλά στους θάμνους και τα βράχια. Στη βάση του λοφίσκου χαμηλά, ασπίδες, κράνη και σπαθιά άστραφταν στον μεσημεριάτικο ήλιο. Η φάλαγγα των διωκτών συνέχιζε ακάθεκτη. Μα πώς έγινε μια τέτοια ανατροπή; 
Ερχόταν να ληστέψει το μικρό χωριό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο φοβερός ληστής που έτρεμαν οι πάντες στο άκουσμά του. Που δεν ήξερε τί θα πει έλεος για τα θύματά του. Και να που τώρα βρίσκεται κυνηγημένος αναπάντεχα, με ολόκληρο στράτευμα να επελαύνει πίσω του. 
Ήταν το τελευταίο που περίμενε να συναντήσει εδώ. Από διώκτης να βρεθεί διωκόμενος. Από θηρευτής θήραμα. Μα πώς βρέθηκαν ξοπίσω του; Πώς τον εντόπισαν, τη στιγμή που φρόντιζε προσεκτικά να μην αφήνει ίχνη πουθενά; 
Δρασκέλισε την κορφή του λόφου και λοξοδρόμησε για να παρακάμψει το χωριό που απλωνόταν στην πλαγιά. Στρέφοντας πίσω του ξανά, είδε τους στρατιώτες να κατηφορίζουν και να σκορπίζουν στους δρόμους του οικισμού. 
Δεν τον πήραν είδηση. Κρύφτηκε πίσω απ’ τον μεγαλύτερο βράχο και σκαρφάλωσε προσεκτικά στην κορφή του. Από εκεί, χωρίς να φαίνεται, είχε την πλήρη εποπτεία της μικρής κοιλάδας. 
Θα τον έψαχναν τώρα από σπίτι σε σπίτι. Θα έπαιρνε λιγάκι χρόνο αυτό. Μπορούσε να ανασάνει μια στιγμή. Η πανοπλία του τον βάραινε. Έγειρε στη σκιά του βράχου για μια λιγόλεπτη ανάπαυση. 
Μα σχεδόν αμέσως δυνατές φωνές ακούστηκαν απ’ το χωριό. Γυναικείες κραυγές και κλάματα παιδιών έσμιξαν με άγριες αντρικές φωνές. Θρήνοι γοεροί υψώθηκαν τελικά από παντού, πνίγοντας σιγά-σιγά ανάμεσά τους κάθε άλλη οχλοβοή. 





loading...

3 thoughts on “ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ….

  1. Κύριε Μπόκο, εάν δεν ήσουν ένας επιτυχημένος επαγγελματίας χριστιανός (ιερέας),
    θα μπορούσες να κάνεις καριέρα ως συγραφέας παιδικών μυθιστορημάτων.
    Χρόνια σου πολλά.
    Ε.

  2. Αυτό το ''επαγγελματίας χριστιανός'' πού κολλάει;

Comments are closed.