Ο Έλληνας και οι «έντιμοι» επικριτές του

του Σωκράτη Β. Σίσκου….
Μετά την κατάρρευση της σκληρής κι’ απάνθρωπης σταλινικής δικτατορίας της Σοβιετικής Ένωσης, ο κόσμος είχε την ελπίδα ν’ αντικρύσει έναν δίκαιο κόσμο ειρήνης και ευημερίας. Η διάψευση ήρθε πολύ γρήγορα. Τη δικτατορία την αντικατέστησε και στην υπόλοιπη Ευρώπη ένα καθεστώς παλιανθρωπιάς, ανισότητας, μανιακής κερδοσκοπίας και καταναλωτισμού, χωρίς ίχνος πολιτιστικών στόχων.

Εμείς, οι μεσήλικες ή οι γεροντότεροι που, από αρπακτικότητα, αναλγησία ή απληστία, δημιουργήσαμε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης στις νέες γενιές, θα πρέπει να απολογηθούμε που στη δύση του 20ού και στην ανατολή του 21ου αιώνα, «κατασκευάσαμε» και τους παραδίνουμε μια κοινωνία απάτης και διαφθοράς. Μια κοινωνία χωρίς ιδανικά και αξίες. Γι’ αυτό, είτε ως ένοχοι πολιτικοί ή διανοούμενοι, είτε ως αθώοι αλλά άβουλοι απλοί πολίτες που ανεχθήκαμε σιωπηλοί τα αισχρά έργα των ενόχων, θα πρέπει να κατεβάσουμε ντροπιασμένοι τα κεφάλια μας μπροστά στα παιδιά μας, στα εγγόνια μας, αλλά και στις γενιές που θ’ ακολουθήσουν. Επαναλαμβάνοντας τις γεμάτες ενοχή απόψεις του γάλλου πολιτικού Μισέλ Ροκάρ, «ελπίζουμε οι μέλλουσες γενιές να μας συγχωρήσουν» για τον διεφθαρμένο και σκοτεινό κόσμο που τους αφήνουμε ως κληρονομιά. Αλλά και να τους βοηθήσουμε ώστε, στο μέλλον, να μάθουν να ξεχωρίζουν, μέσα σε μια παγκόσμια κοινωνία ψευτιάς και προπαγάνδας, τους διεφθαρμένους πολιτικούς και πνευματικούς ηγέτες. Να τους μάθουμε να αμφιβάλλουν, να ερευνούν, να συγκρίνουν και να έχουν την ικανότητα να εντοπίζουν τους δημαγωγούς και τους διεφθαρμένους. Εμείς οι γεροντότεροι, δεν καταφέραμε στα νιάτα μας να αποκτήσουμε τέτοιου είδους ικανότητες, διότι οι τσαρλατάνοι της πολιτικής μας κοίμιζαν φορτώνοντάς μας με ενοχές. Γεννηθήκαμε, μας έλεγαν, σε μια «ψωροκώσταινα» και γι’ αυτό αιωνίως θα ήμασταν φτωχοί, πως η τεμπελιά και η προδιάθεση για απάτες βρίσκονταν στο «ντι εν έι» του Νεοέλληνα, πως απ’ την κοιλιά της μάνας μας είμαστε αναξιόπιστοι και ανεύθυνοι, πως είμαστε ρατσιστές κι’ απολίτιστοι και γενικά πως θα έπρεπε να ντρεπόμαστε και να «είμαστε δυστυχισμένοι που γεννηθήκαμε Έλληνες».

Θα το θεωρούσα ως επιτυχία αν κατάφερνα να εκφράσω τις σκέψεις και τις απόψεις μου, όσο πιο αντικειμενικά το επιτρέπουν οι ανθρώπινες αδυναμίες, σε μια εκ βαθέων προσωπική επικοινωνία μ’ αυτούς που θα έχουν την υπομονή να διαβάσουν ως το τέλος τα κείμενα που θα ακολουθήσουν σε μια σειρά άρθρων της ίδιας θεματολογίας. Δεν έχω καμιά πρόθεση, όπως πάντα, να πείσω με προπαγανδιστικά επιχειρήματα, αλλά να προβληματίσω και να δώσω τα κίνητρα στον αναγνώστη για να προβεί σε συστηματικότερες έρευνες, αν του δημιουργηθούν οποιεσδήποτε αμφιβολίες για όσα θα διαβάσει. Θα πρέπει να ψάξει, να ερευνήσει, να συσχετίσει, πριν αποδεχθεί κάτι ως βέβαιο και αληθινό. Γιατί σε αυτή την εποχή της κατακρήμνισης όλων των πολιτιστικών αξιών και της σταλινογκεμπελικής προπαγάνδας, η έρευνα της αλήθειας θα πρέπει να είναι συστηματική και επίπονη. Τίποτα δεν είναι αυταπόδεικτο ως αξίωμα, ακόμα κι’ αυτά τα κείμενα που θα ακολουθήσουν, αν δεν επιβεβαιωθούν με την εμπειρία και τη συγκριτική έρευνα του δύσπιστου αλλά σώφρονα αναγνώστη. Διότι, το μεγαλύτερο έγκλημα που προξένησαν στον ελληνικό λαό οι πολιτικοί και πνευματικοί του φραγκολεβαντίνοι, ήταν η εμμονή σε στερεότυπα που, με αγαθή ευπιστία, έγιναν γενικώς αποδεκτά, ώστε να σκιαγραφηθεί ένα στραπατσαρισμένο προφίλ του νεοέλληνα και η απώλεια του αυτοσεβασμού του. Με το ζύμωμα κάποιας αλήθειας και κάποιου ψεύδους, δημιούργησαν ένα μείγμα από μεγαλύτερα ψέματα και απατηλά συμπεράσματα. Με αυτά αποδυνάμωσαν κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης στην πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών, για να επιβεβαιωθεί η ρήση του Πολ Βαλερύ για το «μεγαλύτερο ψέμα»[1].

Η παρούσα ερευνητική αρθρογραφία θα μπορούσε να θεωρηθεί, κατά κάποιο λόγο, ως συμπληρωματική εργασία της πραγματείας μου για «το θαύμα του ελληνικού πολιτισμού», η οποία δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 2016. Σ’ αυτή την πολιτιστική πραγματεία αναλύονται τα αίτια και οι σκοποί, όσων επιχειρούν να αποσυνδέσουν την πολιτιστική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας από οποιαδήποτε σχέση με το ιστορικό παρελθόν του ελληνισμού. Επιδιώκεται μια αποσύνδεση ακόμα και σε ολοφάνερα ιστορικά γεγονότα, όπως είναι η εξελικτική πορεία μιας ενιαίας γλώσσας, της οποίας οι ρίζες απλώνονται από την ομηρική εποχή και την κλασική αρχαιότητα, για να φτάσουν ως τις μέρες μας περνώντας, κατά τον χαρακτηρισμό του ρώσου βυζαντινολόγου Γ. Οστρογκόρσκι, από την «ελληνική βυζαντινή αυτοκρατορία». Τα επίκαιρα, λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης, στερεότυπα των δυτικοευρωπαϊκών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) για το σύγχρονο Έλληνα, έχουν τον ίδιο αντικειμενικό στόχο. Αυτό το μοτίβο επαναλαμβάνεται παπαγαλιστί και από μεγάλη μερίδα της ελληνικής πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας, αλλά και από τα ελληνικά ΜΜΕ. Τίτλοι εφημερίδων ή παντογνώστες πολιτικοί αναλυτές των τηλεοπτικών σταθμών αποφαίνονται πως, η Ελλάδα είναι «η πρωταθλήτρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διαφθορά» ή πως τίθεται «σε αυστηρή ευρωπαϊκή επιτήρηση για τη διαφθορά» ή ακόμα πως ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα (όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) δημοσιεύουν «εκθέσεις/κόλαφους για τη χώρα μας».

Είναι όμως η Ελλάδα πραγματικά το πιο διεφθαρμένο κράτος του κόσμου και ο Έλληνας ο μεγαλύτερος απατεώνας όπως θέλησαν, από το 2009 που άρχισε η μεγάλη ευρωπαϊκή οικονομική κρίση, να τον εμφανίσουν οι ντόπιοι και οι αλλοδαποί προπαγανδιστές; Όσοι αναγνώστες δεν έχουν μέχρι σήμερα ασχοληθεί συστηματικά με θέματα διαφθοράς και πελατειακού κράτους, θα τρίβουν από έκπληξη τα μάτια τους, μπροστά στο θέαμα των «δυτικοευρωπαίων έντιμων απατεώνων» που θα αντικρύσουν στις σελίδες των άρθρων που θα ακολουθήσουν. Δεν θα το πράξουμε από συναισθήματα μιας αναξιοπρεπούς εκδικητικής συμπεριφοράς, ούτε γιατί θέλουμε να μειώσουμε τις πολιτιστικές αξίες άλλων λαών. Μοναδική μας επιδίωξη θα είναι η προσπάθεια για να αποδείξουμε πως οι λαοί, όλοι οι λαοί έχουν τους έντιμους και τους ανέντιμους πολίτες τους και πως κανένας λαός, στο σύνολό του δεν είναι διεφθαρμένος. Αυτό το ολοκληρωτικής αντίληψης γενικό αξίωμα του μεσοπολέμου για διαχωρισμό των λαών «σε καλή και κακή ράτσα», το οποίο αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της ναζιστικής ιδεολογίας και εφαρμόστηκε με κανόνες ζούγκλας για «τελική λύση» στους Εβραίους, στους Τσιγγάνους κλπ, ξεφύτρωσε σαν υβρίδιο δυστυχώς και πάλι από μια δημοκρατική, αυτή τη φορά, Γερμανία και αφορούσε στους Έλληνες. Είναι φανερό πως αναθάρρησαν κάποιοι κρυφοί νοσταλγοί της ναζιστικής ιδεολογίας, οι οποίοι επιβίωσαν στη Δυτική Γερμανία και στην Αυστρία μετά την ήττα του ναζισμού και κατέλαβαν πόστα εξουσίας στον μεταπολεμικό κρατικό μηχανισμό αυτών των κρατών για να μεταλαμπαδεύσουν τις ιδέες τους σε επόμενες γενιές. Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε πως ο μεταπολεμικά εκλεγμένος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ και ο πρώην γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κουρτ Βαλντχάιμ, υπήρξαν επιφανή ανώτατα στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος. Σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το γερμανικό Κέντρο Ερευνών της Σύγχρονης Ιστορίας (Zentrum für Zeithistorische Forschung), διαπιστώθηκε πως, μετά τον πόλεμο, το 54% των υπαλλήλων του γερμανικού υπουργείου εσωτερικών αποτελούνταν από παλιούς Ναζί. Κυρίως έμειναν άθικτες οι δομές της ναζιστικής γραφειοκρατίας με τους επονομασθέντες «Schreibtischmörder» (δολοφόνους του γραφείου), οι οποίοι θεωρήθηκαν αθώοι και ανεύθυνοι γιατί έδιναν οδηγίες, από τα γραφεία τους για διάπραξη μαζικών εγκλημάτων «μετά από εντολές των ανωτέρων τους οι οποίοι ήταν και οι μοναδικοί υπεύθυνοι». Με αυτή την απλουστευμένη παράλογη αιτιολογία θα έπρεπε ο Γκαίρινγκ ή ο Γκέμπελς να θεωρηθούν αθώοι, αφού κι’ αυτοί έπαιρναν εντολές (διαταγές) από τον Χίτλερ.

Αυτοί οι κρυφοναζιστές που παριστάνουν τους δημοκράτες (όπως αργότερα και τα σταλινικά στελέχη των πρώην κομμουνιστικών χωρών σαν τον Σαλί Μπερίσα της Αλβανίας ή τον Κίρο Γκλιγκόρωφ της FYROM), μεταμορφώθηκαν σε μια νύχτα σε φιλοευρωπαίους λιμπεραλιστές αλλά και θυμήθηκαν τις πολιτικές συμπεριφορές των χιτλερικών προτύπων τους σε μια προσπάθεια να μετατρέψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση των λαών σε μια Παγγερμανική Ένωση. Η μεγάλη οικονομική κρίση που ξεκίνησε από την απληστία και την κερδοσκοπική μανία των Τραπεζών, τους έδωσε την ευκαιρία να αλώσουν την Ε.Ε. φορώντας δημοκρατικοφανή φιλοευρωπαϊκό μανδύα και κατευθύνοντας με μαεστρία την προπαγάνδα των ελεγχόμενων από το «σύστημα» ΜΜΕ.

Σε όλους τους λαούς του κόσμου υπάρχει η πλειονότητα των έντιμων πολιτών και πολιτικών και μια ηγετική και «πεφωτισμένη» μειοψηφία διεφθαρμένων και απατεώνων. Μόνο μια οργανωμένη, από συγκεκριμένες πολιτικοοικονομικές κομματικές ομάδες, εθνικοφασιστική προπαγάνδα από ελεγχόμενα ιδιωτικά ή κρατικά ΜΜΕ, αποδίδει γενικευμένους χαρακτηρισμούς σε έναν ολόκληρο λαό, όπως έκανε για τους Έλληνες και την Ελλάδα το γερμανικό ειδησεογραφικό συγκρότημα Springer (με τις εφημερίδες Bild και Die Welt). Για το Springer δεν είναι διεφθαρμένοι μόνον οι έλληνες πολιτικοί που δωροδοκήθηκαν από τις γερμανικές, γαλλικές και ρωσικές εταιρείες ή που «μαγείρεψαν» το swap με την Γκόλντμαν Σακς για την είσοδο στην Ευρωζώνη. Απατεώνες και διεφθαρμένοι είναι λένε, γενικά, χωρίς καμιά εξαίρεση, όλοι οι Έλληνες, όλος ο ελληνικός λαός. Οι βρισιές και τα υποτιμητικά στερεότυπα των γερμανικών ΜΜΕ έγιναν ομόφωνα αποδεκτά και από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά ΜΜΕ και έδωσαν την ευκαιρία σε κάποιους λίγους έντιμους ιστορικούς και πολιτικούς, να χαρακτηρίσουν τους «δυστυχισμένους Έλληνες ως τους νέους Εβραίους του 21ουαιώνα». Όμως, αυτή τη φορά, αντί για κρεματόρια, οι «τελικές λύσεις» δίνονται σήμερα από τους μονεταριστές με την πολιτισμένη μέθοδο της οικονομικής ασφυξίας των κρατών.

Για το γερμανικό λαό οι χαρακτηρισμοί από τα ελληνικά αλλά και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης είναι διαφορετικοί. Οι γερμανοί πολίτες δεν είναι υπεύθυνοι για τις κτηνωδίες που διέπραξαν τα στρατεύματά τους κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτοί που εγκλημάτησαν εναντίον της ανθρωπότητας είναι οι «ναζιστές»! Μια φυλή Γερμανών που ήρθε από τον πλανήτη Άρη! Με τέτοιες προπαγανδιστικές σοφιστείες, δημιουργείται σιγά σιγά, σε μια υποτίθεται Ευρώπη των λαών και της αλληλεγγύης, ένα πνεύμα αντιπαράθεσης και εθνικού φανατισμού μεταξύ των «εταίρων», όπως και στην εποχή που, δήθεν, μόνο οι ναζιστές και τα SS είχαν την ευθύνη για το πιο άγριο αιματοκύλισμα που υπήρξε στην Ευρώπη σε όλη τη μακραίωνη ιστορική της πορεία.

Οι λαοί φανατίζονται και συμπεριφέρονται πολιτικά και κοινωνικά σύμφωνα με τις αρχές και τις ιδεολογικές κατευθύνσεις που τους υποδεικνύουν οι ηγέτες τους. Αλλά ακόμα και στην πλέον σκληρή περίοδο του ναζισμού, όταν με την τυφλή γκεμπελική προπαγάνδα η πλειονότητα των πολιτών είχε μετατραπεί σε μια απάνθρωπη μάζα αχαλίνωτης βαρβαρότητας, υπήρχαν πάρα πολλοί στη Γερμανία που πλήρωσαν με τη ζωή τους τις δημοκρατικές ευαισθησίες τους. Κάποιο κείμενο του Άγγλου ιστορικού Ίαν Κέρσοου για τον υπερφίαλο εθνικισμό και την αγριότητα των γεγονότων εκείνης της εποχής, αποκαλύπτει τη συμμετοχή της πλειοψηφίας ενός ολόκληρου λαού σε μια ιδεολογία που υποβίβαζε την ανθρώπινη κοινωνία σε ζούγκλα. Ο Κέρσοου, αναφερόμενος στο τραγικό τέλος του γερμανού φοιτητή της Θεολογίας Ρόμπερτ Λίμπερτ[2], δείχνει πως με την προπαγάνδα και την καθημερινή πλύση εγκεφάλου (όπως άλλωστε γίνεται και σήμερα με πιο «πολιτισμένο τρόπο»), ο γερμανικός λαός είχε μετατραπεί σε μια αγέλη άγριων θηρίων. Η πλειονότητα των Γερμανών είχε αφιονιστεί από ένα είδος παρανοϊκού φανατισμού για την ανωτερότητα και καθαρότητα της φυλής τους, ώστε αρνούνταν οποιαδήποτε λογική αποδοχή των γεγονότων από την δυσμενή, γι’ αυτούς, εξέλιξη των πολεμικών συγκρούσεων το 1944/45.

Ο Ρ. Λίμπερτ υπήρξε θύμα αυτής της παράνοιας. Εκτελέστηκε με απαγχονισμό για προδοσία στη γενέτειρά του, στο Ansbach, με απόφαση ενός πρόχειρου στρατοδικείου που συγκροτήθηκε με εντολή του συνταγματάρχη Ernst Meyer. Την ίδια ώρα τα αμερικανικά τανκς είχαν φτάσει αμαχητί στις γραμμές άμυνας της μικρής πόλης και σε λιγότερο από τέσσερις ώρες είχαν καταλάβει την κεντρική της πλατεία και το δημαρχείο της, όπου είχε απαγχονιστεί ο φοιτητής της Θεολογίας. Η εκτέλεση του Λίμπερτ πραγματοποιήθηκε τις μεταμεσημβρινές ώρες, ενώ οι Αμερικάνοι κατέλαβαν το Ansbach στις πεντέμισι το απόγευμα της ίδιας μέρας. Και πιο ήταν το έγκλημά του! Συνειδητός, από τα παιδικά του χρόνια, φιλειρηνιστής, όταν διαπίστωσε πως οι αμερικανικές προφυλακές είχαν φτάσει στα περίχωρα της πόλης, έκοψε κάποια τηλεφωνικά καλώδια και σκόρπισε προκηρύξεις για να αναγκαστούν οι λίγοι γερμανοί στρατιώτες να παραδοθούν «χωρίς να χυθεί άσκοπα άλλο αίμα αθώων πολιτών».

Ακατανόητος είναι και ο φανατισμός των ίδιων των συμπολιτών του. Όταν κάποια στιγμή κατόρθωσε να ξεφύγει από τον τόπο της εκτέλεσης τρέχοντας, πολλοί «έντιμοι πολίτες από το πλήθος» (όπως χαρακτηρίστηκαν) ή μερικοί που βγήκαν από τα σπίτια τους στις πόρτες, του έκλεισαν το δρόμο για να τον ξαναπιάσουν οι στρατιώτες. Αυτός ήταν και ένας από τους πολλούς λόγους που οι δημοτικές αρχές του Ansbach αρνούνταν, για τέσσερις και πλέον δεκαετίες, να αποδώσουν μεταθανάτια δικαιοσύνη σε ένα δακαεννιάχρονο παλικάρι, που πλήρωσε με τη ζωή του τον αγώνα του για να σταματήσει η άσκοπη αιματοχυσία. Θα πρέπει να σημειωθεί πως την ώρα που απαγχονιζόταν ο Λίμπερτ έξω από το δημαρχείο, οι προφυλακές του στρατάρχη Ζούκωφ και του Κόνιεφ προχωρούσαν προς το κέντρο του Βερολίνου και προς τα κτήρια της Καγκελαρίας, σκορπίζοντας τον όλεθρο με εκατοντάδες πυροβόλα και εκτοξευτές ρουκετών «Κατιούσα». Η τύχη του Γ’ Ράιχ είχε πλέον κριθεί, αλλά οι υπεύθυνοι εγκληματίες ηγέτες θυσίαζαν άσκοπα και τα τελευταία αθώα αλλά και πολλές φορές τα αμετανόητα (λόγω πολυετούς προπαγάνδας) φανατικά απομεινάρια του αποδεκατισμένου γερμανικού λαού.

Οι λαοί, όλοι οι λαοί και φυσικά ο γερμανικός και ο ελληνικός, θα μπορούσαν να ζήσουν έντιμα και ειρηνικά, αν «εκπαιδεύονταν»[3] κατάλληλα από την πολιτική και πνευματική τους ηγεσία, χωρίς φανατισμούς, χωρίς ιμπεριαλιστικούς στόχους και χωρίς τη «λύσσα» της απληστίας για πλούτο και απόλυτη εξουσία. Αυτή η αιτία της πολιτικής και κοινωνικής διαφθοράς ενός κράτους, η οποία βρίσκεται στην αλλοίωση των στόχων μιας πραγματικής δημοκρατικής κοινωνίας είχε, πριν από εικοσιτέσσερις αιώνες, επισημανθεί από τον Ισοκράτη. Οι ηγέτες καθοδηγούν «το υπάκουο ποίμνιο» σε ανώμαλες ατραπούς ή σε ίσιες κι’ ακίνδυνες λεωφόρους. Αυτοί μπορούν να οδηγήσουν τους πολίτες είτε σε δρόμους ειρηνικούς, με την ελπίδα να δημιουργήσουν ένα κράτος ισότητας, ελευθερίας, ευημερίας και αληθινής Δημοκρατίας, είτε σε μια ζούγκλα φανατισμού, αίματος, λεηλασιών ή υποτίμησης της αξίας μιας ανθρώπινης ζωής.

Από την εποχή της συνθήκης του Μάαστριχτ, που η ΕΟΚ παραχώρησε τη θέση της σε μια νεοφιλελεύθερη κι’ ασύδοτη ΕΕ, όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες και μαζί και οι Έλληνες, μετατράπηκαν σταδιακά, αλλά γρήγορα, από κοινωνικοποιημένους πολίτες σε άπληστους καταναλωτές και κερδοσκόπους. Το χρήμα, ο νέος Θεός των Ευρωπαίων «φετιχιστών» (κατά το χαρακτηρισμό του πάπα Φραγκίσκου), αντικατάστησε την κοινωνία του πολιτισμού και του κοινωνικού κράτους. Η «εκπαίδευση» των μονεταριστών τους μετέτρεψε από Ανθρώπους, από κοινωνικά όντα, σε Θηρία μιας οικονομικοκοινωνικής ζούγκλας, χωρίς πολιτιστικές αξίες και πανανθρώπινα οράματα.

Όλοι όσοι πονέσαμε όταν διαπιστώσαμε πως, ένα από τα ευγενικότερα οράματα των ευρωπαίων πολιτών, η πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ένωση των ευρωπαϊκών κρατών, ρίχτηκε στο βούρκο από τους τραπεζίτες και τους κερδοσκόπους, οι οποίοι σήμερα αποτελούν τους πραγματικούς ασύδοτους ηγέτες των ευρωπαϊκών λαών, νιώσαμε όπως ο Ιησούς, όταν είδε «τας τραπέζας των κολλυβιστών και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς» να έχουν μεταβάλει το ιερόν του ναού, τον οίκον του πατρός μας (την ΕΕ) σε «σπήλαιο ληστών». Νιώσαμε, όπως οι καταδιωγμένοι σκλάβοι στο θαυμάσιο χορικό Va Pensiero της όπερας «Ναμπούκο» του Βέρντι, που κλαίνε για μια χώρα «sì bella e perduta»[4]. Για το λόγο αυτό θα είμαστε ασυμβίβαστοι και ανεπιεικείς στις κρίσεις και στους χαρακτηρισμούς μας, όσον αφορά στα πολιτικά πρόσωπα ή στους πνευματικούς ανθρώπους που συμμετείχαν σ’ αυτή την κατακρήμνιση των ευρωπαϊκών πολιτιστικών αξιών.

Δεν έχουμε καμιά προσωπική διαφορά με κανέναν και ούτε θα προβούμε σε αναλύσεις και εκτιμήσεις που θίγουν, γενικότερα, την προσωπικότητα των κρινόμενων. Οι χαρακτηρισμοί εννοιολογικά θα περιορίζονται σε στενό πολιτικό πλαίσιο. Οι απόψεις και οι κρίσεις θα αφορούν ιδεολογικές αγκυλώσεις ή πράξεις και παραλείψεις που επηρεάζουν και θίγουν τα εθνικά, πολιτιστικά και οικονομικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών λαών. Από την άποψη αυτή, για τους υπηρέτες ενός διεφθαρμένου πελατειακού συστήματος, οι τυχόν σκληροί χαρακτηρισμοί θα έχουν καθαρά πολιτική σημασία και όχι ιδιότητες της προσωπικότητάς τους για άλλες δραστηριότητες της καθημερινής τους ζωής. Πάρα πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες, από αυτούς που κατηγορούσαν ή που ανέχτηκαν τους εμπαθείς και ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, από τις αρχές του 2010, για τους Έλληνες, είναι αναίσχυντα και προκλητικά βουτηγμένοι στη διαφθορά και στην απάτη. Οι αναγνώστες θα έχουν την ευκαιρία, στα κείμενα που θα ακολουθήσουν, να αξιολογήσουν την πολιτική πορεία πολλών επώνυμων ευρωπαίων πολιτικών, τους οποίους οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης τους διαφημίζουν φορώντας τους φωτοστέφανα αγίων και προβάλλοντάς τους ως τέλεια πρότυπα εντιμότητας και πολιτικού ήθους. Ας ρίξουμε λοιπόν μια γρήγορή αλλά διερευνητική ματιά σε κάποιους γνωστούς ευρωπαίους πολιτικούς που διαχειρίστηκαν εν λευκώ τις τύχες της Ευρώπης και των ευρωπαϊκών λαών. Ας συγκρίνουμε και ας δούμε πόσο πιο έντιμοι είναι από τους Έλληνες, όπως διατυμπάνιζαν εν χορδαίς και οργάνοις, αυτοί οι πολιτικοί και τα φερέφωνά τους στα ευρωπαϊκά ΜΜΕ.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1].- «Il y a plus faux que le faux, c’est le mélange du vrai et du faux». Σε ελεύθερη μετάφραση «Υπάρχουν μεγαλύτερα ψέματα από το ψέμα. Είναι το μείγμα της αλήθειας με το ψέμα».

[2].- Ο συνταγματάρχης Ernst Meyer δικάστηκε, μετά τη λήξη του πολέμου, σε δεκαετή κάθειρξη, αλλά αποφυλακίστηκε σε έξι χρόνια, κατά την πάγια πρακτική της Δυτικής Γερμανίας να προστατεύει πρώην αξιωματούχους του ναζισμού (όπως του σφαγέα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν), πολλοί από τους οποίους, με την ανοχή των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων κατοχής για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου του παραπετάσματος», κατέλαβαν ανώτατες θέσεις σε κρατικούς οργανισμούς ή σε διεθνή θεσμικά όργανα.

[3].- Οι απόψεις αυτές του Ισοκράτη για την «εκπαίδευση» του λαού από τους ηγέτες του, σχολιάζονται εκτενέστερα στην τελευταία υποσημείωση του θεατρικού μου έργου «Στις Μέρες της Χαιρώνειας».

[4].- Είναι ένα μέρος του στίχου της δεύτερης στροφής του χορικού της προσευχής των εβραίων σκλάβων των Βαβυλωνίων. Ο πλήρης στίχος είναι «Oh mia Patria sì bella e perduta» (Αχ πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη).

Κατά την 150η επέτειο της ένωσης των ιταλικών κρατών, στις 12 Μαρτίου 2011, η όπερα «Ναμπούκο» ανέβηκε στο Θέατρο της Όπερας της Ρώμης σε μια πανηγυρική παράσταση, με διευθυντή ορχήστρας τον Ρικάρντο Μούτι. Η μεγάλη αυτή καλλιτεχνική εκδήλωση μεταδόθηκε από τον γαλλογερμανικό τηλεοπτικό σταθμό ΑRTE. Οι θεατές χειροκροτούσαν επί αρκετά λεπτά και ζητούσαν την επανάληψη του χορικού των σκλάβων. Ο Ρ. Μούτι, πριν από την επανάληψη του χορικού, απευθύνθηκε στους θεατές και καταχειροκροτούμενος τους είπε, μεταξύ άλλων πατριωτικών παραινέσεων και τα εξής: «Ντρέπομαι γι’ αυτό που γίνεται στη χώρα μου. Λοιπόν, θα δεχθώ το αίτημά σας για επανάληψη του ‘’Va Pensiero’’. Αυτό δεν γίνεται μόνον από την πατριωτική χαρά που αισθάνομαι, αλλά και γιατί αυτό το βράδυ, τη στιγμή που διεύθυνα τη χορωδία που τραγουδούσε το ‘’Αχ πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη’’, σκέφθηκα πως αν συνεχίσουμε έτσι, θα δολοφονήσουμε τον πολιτισμό, την κουλτούρα, πάνω στην οποία χτίστηκe η ιστορία της Ιταλίας. Σε αυτή την περίπτωση, εμείς, η πατρίδα μας, πραγματικά θα είναι bella e perduta».

Σε αυτή τη ρεαλιστική διαπίστωση του μεγάλου και διάσημου ιταλού μαέστρου, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως και η Ευρώπη μας, αν συνεχίσει να πορεύεται με τον ίδιο τρόπο, κι’ αυτή σε λίγα χρόνια «sarà anche bella e perduta» ( θα είναι επίσης όμορφη και χαμένη).

loading...