Γιατί οι Γερμανοί στρατιώτες έχουν το … «ελεύθερο» να μην υπακούν εντολές των ανωτέρων τους;

Οι γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι γνωστές για το δόγμα της «ελεύθερης υπακοής των εντολών των ανωτέρων» τους κάτι που κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατάφερε και τους εξασφάλισε σημαντικές νίκες στα θέατρα επιχειρήσεων ανά τον κόσμο όπου οι αξιωματικοί που βρίσκονταν κοντά στις επιχειρήσεις μπορούσαν να έχουν μια καλύτερη κατανόηση της κατάστασης απ’ ότι μερικοί στρατηγοί πολλά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.

Σκεφτείτε έναν στρατιώτη που παίρνει μια εντολή από έναν ανώτερό του να ανοίξει πυρ. Εκείνος δεν υπακούει, αφήνει το όπλο στο έδαφος και απομακρύνεται. Στις περισσότερες χώρες του κόσμου, η πειθαρχία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του στρατιωτικού οικοδομήματος.

Ο συγκεκριμένος στρατιώτης θα είχε κατηγορηθεί για απείθεια και θα είχε βρεθεί αντιμέτωπος ακόμη και με βαρύτατες ποινές.

Υπάρχει μια χώρα όπου στο σενάριο αυτό, ο στρατιώτης δεν θα είχε παραβιάσει απαραίτητα τους κανόνες, αλλά θα τους είχε ακολουθήσει. Η ανυπακοή αποτελεί ένα από τα στοιχεία που συναντάται στον γερμανικό στρατό Bundeswehr.

Και οι αιτίες μπορούν να εντοπιστούν στο σχετικά πρόσφατο αμαρτωλό παρελθόν των ένοπλων δυνάμεων της χώρας.

Το γερμανικό στρατιωτικό εγχειρίδιο αναφέρει ότι μια στρατιωτική εντολή δεν είναι δεσμευτική «αν δεν εξυπηρετεί τη θητεία» ή δεν μπορεί να εκτελεστεί σε λογικά πλαίσια σε μια δεδομένη στιγμή. Στην πραγματικότητα, αν η εντολή προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ενός τρίτου ατόμου ή του προσώπου που δέχεται την εντολή, τότε ο τελευταίος δεν πρέπει να την εκτελέσει.

Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ένας στρατιώτης μπορεί να αγνοήσει μια εντολή που δέχεται από έναν ανώτερό του – ακόμη και την ώρα της μάχης και ακόμη κι αν προέρχεται από έναν υψηλόβαθμο αξιωματικό.

Δεν ήταν βέβαια πάντα έτσι… Η άνευ όρων πειθαρχία σε στρατιωτικές εντολές αποτελούσε κάποτε τον απαράβατο κανόνα, ακόμη και την εποχή πριν από τη δημιουργία του κράτους της Γερμανίας το 1871. Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία εκτέλεσε 48 στρατιώτες που κατηγορήθηκαν για απείθεια και το καθεστώς εκπαίδευσή τους, σχεδιασμένο γύρω από τον όρο της πλήρους υποταγής στους ανωτέρους, ήταν γνωστό ως ένα από τα πιο σκληρά της Ευρώπης.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η πειθαρχία αυτή «μαλάκωσε» λίγο χάρη στις συμμαχικές δυνάμεις που κατηγόρησαν την αυστηρή στρατιωτική ιεραρχία της χώρας για τη σκληρότητα του πολέμου. Με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, η Γερμανία αναγκάστηκε να αποδεχτεί την πλήρη ευθύνη για την έναρξη του πολέμου και να περιορίσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις.

Ο στρατός της ουσιαστικά διαλύθηκε, με τις στρατιωτικές σχολές να κλείνουν και τον αριθμό των στρατιωτών να περιορίζεται σε μόλις 100.000.

Η Γερμανία, πάντως, δεν είχε σκοπό να ακολουθήσει κατά γράμμα τους όρους της Συνθήκης. Σύντομα μετά την υπογραφή της, ο δαιμόνιος Γερμανός στρατηγός Hans von Seeckt άρχισε να αναδιοργανώνει και να ανασυστήνει μυστικά τον στρατό, με τη βοήθεια της Ρωσίας. Γερμανικές εταιρείες άρχισαν να κατασκευάζουν απαγορευμένα όπλα σε ρωσικό έδαφος και Γερμανοί στρατιώτες εκπαιδεύονταν μαζί με Ρώσους στρατιώτες, όλα βέβαια υπό άκρα μυστικότητα.

Ο γερμανικός στρατός με τον Χίτλερ στην εξουσία

Ο Αδόλφος Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία το 1933, υποσχόμενος να αναστήσει το προηγούμενο μεγαλείο της χώρας και ο γερμανικός λαός φάνηκε έτοιμος για κάτι τέτοιο. Άμεσα, ξεκίνησαν οι παραβιάσεις των όρων της Συνθήκης και, καθώς ο κρυφός γερμανικός στρατός άρχισε να αποκαλύπτεται, οι στρατιώτες ορκίζονταν την πίστη τους απευθείας στον Χίτλερ. Από το 1934 και έπειτα, ο γερμανικός στρατιωτικός όρκος δινόταν στον ίδιο τον Χίτλερ και προέβλεπε την υπόσχεση της «άνευ όρων υπακοής».

Ένας κανόνας που ελήφθη σοβαρά στη διάρκεια της περιόδου που οδήγησε στον καταστροφικό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τουλάχιστον 15.000 στρατιώτες εκτελέστηκαν με την κατηγορία της λιποταξίας και έως και 50.00 σκοτώθηκαν για άλλες κατηγορίες που σχετίζονταν με την απείθεια. Άγνωστος είναι ο συνολικός αριθμός εκείνων που εκτελέστηκαν, συχνά τη στιγμή εκείνη που αρνήθηκαν να υπακούσουν στην εντολή από αξιωματικούς ή άλλους στρατιώτες.

Δεν ίσχυε, πάντως, αυτό σε όλες τις περιπτώσεις. Σύμφωνα με την έρευνα του ιστορικού David H. Kitterman σε μια ομάδα 135 γερμανών στρατιωτών που αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις εντολές και να σκοτώσουν Εβραίους ή ομήρους, πολλοί ξυλοκοπήθηκαν και δέχτηκαν απειλές για τη ζωή τους επειδή αψήφησαν τους ανωτέρους τους, όμως δεν εκτελέστηκαν. Παρόλο που η απείθεια λαμβανόταν πάρα πολύ σοβαρά υπόψη, οι δικαιολογίες ότι στρατιώτες «απλώς ακολουθούσαν εντολές» όταν συμμετείχαν στις ωμότητες του Ολοκαυτώματος δεν ήταν ακριβώς αληθείς.

Όταν ο πόλεμος έφτασε στο τέλος του, οι Σύμμαχοι ανέλαβαν τον έλεγχο της Γερμανίας και διέλυσαν τον στρατό της. Χρειάστηκε να περάσει μια δεκαετία μέχρι η Γερμανία -χωρισμένη πλέον στα δύο- αποκτήσει ξανά στρατό και το 1955 η νέα Bundeswehr δημιουργήθηκε. Οι νέες ένοπλες δυνάμεις της χώρας που προέκυψαν διέφεραν σημαντικά από τις προηγούμενες. Ο γερμανικός νόμος απαγορεύει τη χρήση του στρατού της χώρας για οτιδήποτε άλλο πέρα από την προστασία της ίδιας της Γερμανίας και ο στρατός συμμετέχει και σε ορισμένες ανθρωπιστικές αποστολές αλλά και αποστολές του ΝΑΤΟ. Η τυφλή υπακοή έχει δώσει τη θέση της στο Innere Führung, μια έννοια που θέτει τη συνείδηση του κάθε ανθρώπου στο επίκεντρο της στρατιωτικής εμπειρίας.

Το αποτέλεσμα είναι πολλοί γερμανοί στρατιώτες να αρνούνται να συμμετέχουν σε στρατιωτικές αποστολές ή να υπακούν εντολές, χωρίς επιπτώσεις. Η δυνατότητα αυτή έχει επιβεβαιωθεί επανειλημμένως από αστικά δικαστήρια -η Γερμανία δεν διαθέτει στρατιωτικά δικαστήρια- και από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Το 2007, η γερμανική κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι γερμανικός νόμος που προβλέπει απόλυτη εξουσία ή πίστη σε ανωτέρους δεν μπορεί να υπάρξει. Οι στρατιώτες δεν πρέπει να πειθαρχούν τυφλά, σημείωνε η κυβέρνηση, αλλά να ακολουθούν «μια πειθαρχία που αποτελεί σκέψη». Ωστόσο, συμπληρωνόταν στη δήλωση, οι στρατιώτες δεν μπορούν να αρνηθούν να εκτελέσουν μια εντολή απλώς επειδή οι προσωπικές τους απόψεις έρχονται σε αντίθεση με εκείνες των ανωτέρων τους.

Η ιδέα αυτή της συνείδησης στη στρατιωτική θητεία δεν είναι πουθενά τόσο έντονη όσο στο Benderblock, ένα κτίριο του Βερολίνου όπου οι συμμετέχοντες σε μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ, εκτελέστηκαν το 1944. Σήμερα, το κτίριο αποτελεί ένα μουσείο για τη γερμανική αντίσταση. Κάθε χρόνο, στον χώρο αυτό γίνεται η ορκωμοσία των νέων γερμανών στρατιωτών.

Και είναι αξιοσημείωτο ότι ο όρκος τους για να προστατεύουν τη Γερμανία δεν δίνεται σε έναν χώρο στρατιωτικής πειθαρχίας, αλλά σε έναν χώρο στρατιωτικής αντίστασης. Άλλωστε η κτηνώδης κληρονομιά των δύο παγκοσμίων πολέμων και του Ολοκαυτώματος εξηγεί γιατί η Γερμανία δεν επιθυμεί οι στρατιώτες της να ακολουθούν τυφλά τις εντολές κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη.

loading...