Το άδειο στομάχι είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Οταν δεν έχεις δουλειά και πεινάς, το μάτι γυαλίζει. Γίνεται αρπακτικό. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης-επιβίωσης σε οδηγεί στην αρπαγή, στην κλοπή, στον κύκλο των παρανόμων. Κάνεις τα πάντα για να ζήσεις.
Μπορεί να γίνεις ληστής, απατεώνας, βαποράκι, να πουλήσεις το σώμα σου ή την ψυχή σου σε όποιον διάβολο εμφανιστεί μπροστά σου, σε κοιτάξει στα μάτια και σου πει «έλα μαζί μου και θα γλιτώσεις». Ο Αγιάννης στους «Αθλίους» του Ουγκό κλέβει ένα καρβέλι και περνάει τμήμα της ζωής του σε καταναγκαστικά έργα, προτού δραπετεύσει και επανενταχθεί ως αξιοπρεπής «Μonsieur» σε αριστοκρατικό σπίτι στο κέντρο του Παρισιού, έχοντας στο πλάι του την υιοθετημένη κομψή «Τιτίκα». Ο Ιαβέρης τον καταδιώκει με αβυσσαλέο μίσος και ψυχή-πίσσα από κακία. Θέλει να τον ξαναστείλει στην πείνα, έως τη στιγμή που οι τύψεις τον οδηγούν στην αυτοκτονία. Η λύτρωση έρχεται για τον Αγιάννη την ώρα που τα γκρίζα νερά του Σηκουάνα ρουφάνε για πάντα το κορμί του επιθεωρητή Ιαβέρη.
Αλήθεια, πόσοι Αγιάννηδες είναι δίπλα μας; Εν καιρώ μνημονίου και κατοχής, πόσοι οικονομικά εξουθενωμένοι, άνεργοι και κατεστραμμένοι πεινάνε; Πόσοι θα διαβούν σήμερα ή αύριο το κατώφλι της παρανομίας σπρωγμένοι από την ανέχεια και την αναξιοπρεπή διαβίωση; Ποιος είναι ο σύγχρονος Ιαβέρης; Αυτός που θέλει να τους δει να σπάνε πέτρες ή να λιώνουν πίσω από τα κάγκελα; Αξιοι μιας παραδειγματικής τιμωρίας. Ποιος ή ποιοι δεν συγχωρούν ή δεν δίνουν δεύτερη ευκαιρία στους ανθρώπους επί μνημονίου που από τη μία μέρα στην άλλη έχασαν δουλειές ή το βιος τους;
Ο Ιαβέρης είναι επιθεωρητής της Αστυνομίας, τοκογλύφος, πολιτικός, δήμιος ή όλα μαζί; Ακούω να κρώζουν διάφορα μαύρα πουλιά που πετάνε γύρω μας αυτές τις μέρες. Ούτε ο Αλφρεντ Χίτσκοκ (αν ζούσε) δεν θα μπορούσε να δώσει την ανατριχίλα, τον αέρα θανάτου που αναδεύουν τα φτερά αυτών των πουλιών. «Επιλογή μας ήταν η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης». «Ζοριστήκαμε, γι’ αυτό αναγκαστήκαμε να υπερφορολογήσουμε τη μεσαία τάξη». Οι άνθρωποι ερμηνεύουν ως «ζόρι» τα αίτια του θανάτου της μεσαίας τάξης. Αυξήθηκαν 20% τα διαζύγια για να γλιτώσουν οι «Αγιάννηδες» του μνημονίου τους φόρους, τις κατασχέσεις και τους πλειστηριασμούς. Ανθρωποι φοβισμένοι, καταδιωκόμενοι και λαχανιασμένοι που προσπαθούν να βγάλουν τις μέρες, τις εβδομάδες, τον μήνα, αναζητώντας «χαρτζιλίκια» κοινωνικών επιδομάτων ή επιδιδόμενοι αντί πινακίου φακής σε αναξιοπρεπείς ημιπαράνομες και παράνομες πράξεις.
Ο Ιαβέρης τούς αναζητά, τους μυρίζεται και τους ακολουθεί παντού. Στην Εφορία, στην τράπεζα, στην έδρα ενός δικαστηρίου, στον πλειστηριασμό, στην τραπεζική κατάθεση, στα προσωπικά δεδομένα, στη φυλακή. Είναι άτεγκτος. Είναι αμείλικτος τιμωρός. Στο μυαλό του έχει απόλυτα ένοχο τον Αγιάννη προτού ακόμη κλέψει το καρβέλι! Προτού δαγκώσει το ψωμί! Ο Ιαβέρης πιστεύει ότι υπερασπίζεται το Δίκαιο. Εχει την πεποίθηση ότι προστατεύει την κοινωνία και τους έντιμους πολίτες. Σε όλους τους διαλόγους του με τον Αγιάννη ή με τους συναδέλφους του αναφέρεται στους νόμους, στην προστασία της εννόμου τάξεως. Ούτε στιγμή δεν αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν άνθρωποι πεινώντες και διψώντες, ότι υπάρχει μετάνοια, ότι υπάρχει συγχώρεση. Ο Ιαβέρης, που είναι πολιτικός (;), που είναι δικαστής (;), που είναι εφοριακός (;), που είναι αστυνομικός (;), έχει Ευαγγέλιο το μνημόνιο, πιστεύει στο σύστημα επιστροφής στην «ανάκαμψη» διά των… συνεχών υποτιμήσεων. Λέει ότι νοιάζεται για την προστασία των ανθρώπων, ενώ καίγεται, του αρέσει, να τους βλέπει να βασανίζονται. Αυτοϊκανοποιείται και αυτοεπαίρεται, νιώθει υπερήφανος για τις υπηρεσίες του. Διαβάζει: «Ερχεται νέο κύμα κατασχέσεων – 410.322 νέοι οφειλέτες τον Σεπτέμβριο». Δεν τρέχει τίποτα… Ετσι πρέπει να γίνει και έτσι θα γίνει. Δεν φταίμε εμείς. Φταίνε οι «αμαρτίες» του Αγιάννη. Είναι οι «Αθλιοι» που επισύρουν την τιμωρία του μνημονίου. Δεν φταίει το μνημόνιο και οι πολιτικοί που το εφαρμόζουν.
Είναι για το καλό της κοινωνίας, του κράτους. Ενας ανώτερος επιθεωρητής της Αστυνομίας στο Παρίσι, όπως ένας εκλεγμένος πρωθυπουργός ή υπουργός στην Ελλάδα, πρέπει να έχουν συνέπεια στις μεταρρυθμίσεις και στην τήρηση των νόμων. Πρέπει να μιλάνε πάντα για την τάξη και την υπεράσπιση των ασθενεστέρων από τους «κλέφτες».
Η Επανάσταση ξεσπάει στους δρόμους κατά της καταπίεσης. Τα κάρα γίνονται οδοφράγματα στο Παρίσι. Αφού δεν υπάρχει παντεσπάνι, ούτε καν ένα καρβέλι, μια μπαγκέτα, το πλήθος ξεχύνεται πάνω στους έφιππους αστυνομικούς. Δεν ενδιαφέρεται αν θα ποδοπατηθεί από τα βαριά άλογα. Κι όμως, ο Ιαβέρης ψάχνει μόνο για τον Αγιάννη. Δεν σκέφτεται ότι σε λίγο θα είναι αυτός στα χέρια του Μαρά και της λαϊκής εξέγερσης. Δεν τον απασχολεί ο Ροβεσπιέρος. Θέλει μόνο τον Αγιάννη και τον αγαπημένο της Τιτίκας. Μέχρι που συνειδητοποιεί τι κάνει. Τι έκανε τόσα χρόνια. Καταλαβαίνει όλο το ναυάγιο της ύπαρξής του. Γυρίζει προς τα πίσω και πέφτει στα νερά φορώντας τις χειροπέδες που κάποτε πέρασε στα χέρια του Αγιάννη.
Ο Ιαβέρης όμως δεν πνίγηκε. Κυκλοφορεί πάλι στους καιρούς μας. Στα δελτία ειδήσεων, στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, στην εισαγόμενη νομοθεσία, στην Εφορία, στην καταπίεση, στο πολιτικό ψέμα. Μιλάει πάντα με την ίδια ήρεμη φωνή (σαν συριγμός φιδιού ακούγεται) για την προστασία της έννομης τάξης και της έντιμης κοινωνίας.

Από τη στήλη «Αποκλίνουσα Συμπεριφορά» στην Ελευθερία του Τύπου

loading...