Οι “άγνωστοι στρατιώτες” του αλβανικού μετώπου

Εκείνοι που δεν επέστρεψαν από το μέτωπο, ξεψύχησαν στο πεδίο της μάχης, έσβησαν από τα κρυοπαγήματα, θάφτηκαν κάτω από τα χιόνια, διαμελίστηκαν από το σφυροκόπημα της ιταλικής αεροπορίας, μένουν για 77 χρόνια θαμμένοι-άταφοι μέσα στα χωράφια και τις χαράδρες της Αλβανίας. Οι δικοί τους συγγενείς, τα παιδιά τους, κάθε χρόνο ανήμερα της εθνικής επετείου πηγαίνουν στην Αλβανία, στα πεδία των μαχών, ανάβουν ένα κεράκι, με την ευχή, την ελπίδα και την προσμονή να βρουν, να ταυτοποιήσουν το δικό τους άνθρωπο.

«Όταν τα σύνορα με την Αλβανία άνοιξαν, αρχίσαμε τις έρευνες στα πεδία των μαχών. Ψάχναμε τη γη με τα χέρια. Βρίσκαμε λειωμένα άρβυλα, κουμπιά από χλαίνες, ξιφολόγχες, κράνη, υδροδοχεία, οστά…». Αποκαλυπτική είναι η μαρτυρία ακολούθου εν αποστρατεία, ο οποίος υπηρέτησε στην Αλβανία και, όπως καταθέτει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, επί μακρόν ασχολήθηκε με το ζήτημα των άταφων νεκρών του μετώπου, καταγράφοντας μαρτυρίες επιζώντων, αλλά και κατοίκων των περιοχών όπου γράφτηκε το Έπος.

Για τους χώρους ταφής υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία. Από τη μελέτη των διασωθέντων αρχείων, αλλά και προσωπικές μαρτυρίες, όπως αναφέρει, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ταφή των νεκρών γινόταν είτε σε πρόχειρα στρατιωτικά νεκροταφεία, είτε στο σημείο όπου έπεσαν μαχόμενοι, ακόμη και σε ομαδικούς τάφους. Σε πολλές περιπτώσεις οι νεκροί φαντάροι έμπαιναν σε ξύλινα κιβώτια πυρομαχικών και στα σημεία ταφής τοποθετείτο ένας ξύλινος σταυρός.

Δυστυχώς όμως, η ταφή όλων των νεκρών δεν ήταν πάντοτε εφικτή, γιατί πολλοί σε ορισμένες επιχειρήσεις εγκαταλείφθηκαν, σκεπάστηκαν από τα χιόνια και έμειναν άταφοι, ή θάφτηκαν μεμονωμένα από τους συντρόφους τους. Αρκετοί διαμελίστηκαν και έγιναν βορά σε άγρια ζώα.

Επίσης, λόγω της σκληρότητας του αγώνα, ορισμένοι τραυματίες δεν κατέστη δυνατόν να περισυλλεχθούν, εγκαταλείφθηκαν στα πεδία των μαχών και, αφού σκεπάστηκαν από παχύ στρώμα χιονιού, πέθαναν με φρικτό τρόπο και έμειναν άταφοι. Άλλοι καταπλακώθηκαν από πέτρες και χώματα λόγω των βομβαρδισμών πυροβολικού και αεροπορίας, ενώ κάποιοι διαμελίστηκαν και ουδέποτε βρέθηκαν ή αναγνωρίστηκαν.

Τα αρχεία του Στρατού

Τα Αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού αναφέρουν πως από την έναρξη του πολέμου και μέχρι τις 28 Απριλίου 1941 οι απώλειες – φονευθέντες και εξαφανισθέντες – στο αλβανικό μέτωπο έφτασαν τους 13.936 αξιωματικούς και οπλίτες. Από το σύνολο των νεκρών στις επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών, οι 7.796, έμειναν στην Αλβανία, θαμμένοι ή άταφοι, ενώ 5.960 ετάφησαν σε νεκροταφεία εντός του ελληνικού εδάφους.

Από τη μελέτη των αρχείων, όπως επισημαίνει ο εν αποστρατεία ακόλουθος, σε συνδυασμό με τη διασταύρωση πληροφοριών, προφορικών και καταγεγραμμένων σε προσωπικά ημερολόγια πολεμιστών, προέκυψαν συγκεκριμένα στοιχεία, ότι είχαν οργανωθεί στρατιωτικά νεκροταφεία στις περιοχές Ντραγκότι, Δέλβινο, Βόδινο, Χειμάρρα, Ερσέκα, Ντεβόλ, Βουλιαράτες, Πόγραδετς, Πρεμετή, Κλεισούρα, Κορυτσά, Μπογάζι, Ροντόνι, Μοράβα, Κυπαρό, Πλατυβούνι, Γκόλικο, Τρεμπεσίνα, Πούντα Νόρνε, Σκουτάρα και άλλες περιοχές.

Τα γεγονότα

Από την 28η Οκτωβρίου μέχρι τη 13η Νοεμβρίου, ολοκληρώθηκε με επιτυχία η προώθηση και η στρατηγική συγκέντρωση των ελληνικών δυνάμεων, σύμφωνα με τα σχέδια, και περατώθηκαν οι προετοιμασίες για την ανάληψη της ευρείας κλίμακας επιθετικών επιχειρήσεων. Στο αλβανικό μέτωπο είχαν ήδη προσανατολιστεί 11 Ελληνικές Μεραρχίες, μία Ταξιαρχία Πεζικού, μία Μεραρχία και μία Ταξιαρχία Ιππικού, συνολικής δυνάμεως 232.000 ανδρών με 556 πυροβόλα και 100.000 ζώα. Οι ιταλικές δυνάμεις στην Αλβανία ενισχύθηκαν από νέες, που αφίχθησαν από Ιταλία στις αρχές Νοεμβρίου και αριθμούσαν 250.000 άνδρες.

Οι ελληνικές απώλειες μέχρι τότε ανήλθαν σε 548 νεκρούς αξιωματικούς και οπλίτες. Τότε, οι νεκροί ετάφησαν εντός του ελληνικού εδάφους, σε οργανωμένα νεκροταφεία.

Η 2η περίοδος του πολέμου

Στις 14 Νοεμβρίου αρχίζει η ελληνική αντεπίθεση, εντός του αλβανικού εδάφους, και οι Ιταλοί στο διάστημα αυτό υποχωρούν.

Στις 22 Νοεμβρίου ο Ελληνικός Στρατός καταλαμβάνει την Κορυτσά, ενώ στις 23 την Ερσέκα και το Λεσκοβίκι.

Στις 6 Δεκεμβρίου καταλαμβάνει το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο, τη Δερβίτσιανη, την Πρεμετή και το Φράσερι.

Και ενώ οι Ιταλοί υποχωρούσαν, ο βαρύς χειμώνας γίνεται ένας απρόσμενος εχθρός, πολύ πιο σοβαρός από τα ιταλικά πυρά. Το δριμύτατο ψύχος, οι χιονοθύελλες, το ολισθηρό έδαφος, οι καταρρακτώδεις βροχές, η λάσπη, οι δύσβατοι δρόμοι και η έλλειψη επαρκούς τροφής αναδείχτηκαν από τότε και στη συνέχεια ως ο πλέον σοβαρός εχθρός των Ελλήνων.

Οι ελληνικές απώλειες της περιόδου αυτής ανέρχονται σε 1.558 νεκρούς αξιωματικούς και οπλίτες. Το σύνολο των νεκρών ενταφιάστηκε στο ελληνικό έδαφος.

Οι άταφοι νεκροί της 3ης περιόδου

Η ελληνική αντεπίθεση εντός του αλβανικού εδάφους, λόγω της μορφολογίας του και του βαρύτατου χειμώνα, εξελίσσεται αργά, με σημαντικές απώλειες εκατέρωθεν. Στις 22 Δεκεμβρίου απελευθερώνεται η Χειμάρρα και στις 10 Ιανουαρίου η Κλεισούρα. Λόγω, όμως, των πολύ δυσμενών καιρικών συνθηκών, ο αγώνας μετατρέπεται σε αγώνα χαρακωμάτων με περιορισμένες τοπικές επιθέσεις και αντεπιθέσεις. Η συνεχής κακοκαιρία, οι σφοδρές χιονοπτώσεις και η αδυναμία των μεταφορών λόγω των μεγάλων απωλειών σε ζώα αύξησαν υπέρμετρα τα κρούσματα παγοπληξίας και κρυοπαγημάτων. Ο αριθμός των Ελλήνων νεκρών, κυρίως εξαιτίας των κρυοπαγημάτων και δευτερευόντως των επιχειρήσεων, ανέρχεται στους 7.796 αξιωματικούς και οπλίτες.

Αρκετοί νεκροί καλύφθηκαν από τα χιόνια εκεί που φονεύτηκαν και, μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις μαζί με Ιταλούς νεκρούς, και παρέμειναν άταφοι, για να αποκαλυφθούν μετά από 60 και πλέον ημέρες, όταν τα χιόνια άρχισαν να λειώνουν. Από την 9η Μαρτίου και για μία εβδομάδα, ο ηρωισμός των ελληνικών δυνάμεων στο αιματοβαμμένο ύψωμα 731, που αντιστέκονται στις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Ιταλών, σφραγίζει την αποτυχία της εαρινής αντεπίθεσης. Έως και τις 28 Απριλίου, οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε περίπου 4.038 νεκρούς αξιωματικούς και οπλίτες. Πολλοί νεκροί κατά τη σύμπτυξη των δυνάμεων εγκαταλείφθηκαν, ενώ κάποιοι άλλοι ενταφιάστηκαν πρόχειρα από τους συμπολεμιστές τους.

ΕΡΕΥΝΑ

“Τόποι τιμής” στο μέτωπο της Αλβανίας

Στόχο ζωής αποτελεί για τον ιστορικό-ερευνητή Αγαθοκλή Παναγούλια η ταυτοποίηση και η ταφή σε στρατιωτικά νεκροταφεία των Ελλήνων πεσόντων του αλβανικού μετώπου. Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, φέτος θα συνοδεύσει στο στρατιωτικό νεκροταφείο στο Βουλιαράτι τούς συγγενείς δύο παλικαριών, καθώς ολοκληρώθηκε η διαδικασία της ταυτοποίησης. Ο ιστορικός για περισσότερο από 15 χρόνια διεξάγει μια προσωπική έρευνα στα πεδία των μαχών και στα ελληνικά μειονοτικά χωριά, προκειμένου να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία, με την ελπίδα «πως το εθνικό χρέος να ταφούν οι νεκροί θα εκπληρωθεί». «Οι περισσότεροι έχουν ταφεί κοντά στον τόπο τιμής ή κοντά στα στρατιωτικά ιατρεία και νοσοκομεία όπου ξεψυχούσαν», αναφέρει με συγκίνηση ο κ. Παναγούλιας, και παραθέτει στοιχεία της επώδυνης και επίπονης αναζήτησής του.

«Από μαρτυρίες ηλικιωμένων που έχω καταγράψει, στην περιοχή της Κλεισούρας, στην κοιλάδα ήταν θαμμένοι Έλληνες και Ιταλοί χωριστά. Από τη μια μεριά οι Έλληνες και από την άλλη οι Ιταλοί. Πρέπει να σημειωθεί ότι εκεί έγιναν οι σφοδρότερες μάχες και οι περισσότερες απώλειες και από τα δύο μέρη. Στη θέση Σαϊμόλα, του χωριού Ντραγκότι στα στενά Κλεισούρας, σε χωράφια είναι θαμμένοι 420 ή κατ’ άλλους υπολογισμούς 720 πεσόντες. Μάλιστα, οι Αλβανοί χωρικοί σέβονται το χώρο, δεν τον καλλιεργούν και τον αποκαλούν “άκαρπη γη”. Κάτω από το γήπεδο στην πόλη της Πρεμετής βρίσκονται τα οστά εκατοντάδων πεσόντων, το ίδιο και κάτω από της εγκαταστάσεις των λεωφορείων της Κορυτσάς», λέει ο κ. Παναγούλιας. Και προσθέτει: «Οι Ιταλοί την πενταετία 1960-1965 μάζεψαν τους νεκρούς τους και τους δικούς μας, της περιοχής της Κλεισούρας, και τους άφησαν στον παραπάνω χώρο. Λέγεται ότι κατά την εκταφή βρέθηκαν δύο στρατιώτες, ένας Έλληνας και ένας Ιταλός, αλληλοκαρφωμένοι με τις ξιφολόγχες, και τότε γράφτηκε και ένα ποίημα με τίτλο “Εχθροί στον πόλεμο, φίλοι στο θάνατο”».

Οι ελληνικές ενέργειες ως τα σήμερα

Αν και η Ελλάδα επιζητούσε την περισυλλογή των νεκρών της αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτό στάθηκε αδύνατο. Το πέρασμα του χρόνου και τα γεγονότα που μεσολάβησαν στην Αλβανία δυσκόλεψαν τις έρευνες.

Ανάμεσα σε όλα αυτά που προκάλεσαν δυσκολίες αναφορικά με την περισυλλογή νεκρών ήταν η ανάπτυξη οικισμών, η επέκταση των πόλεων και η κατασκευή κτηρίων στις περιοχές όπου είχαν ταφεί νεκροί, η καταστροφή των νεκροταφείων που είχαν αναπτυχθεί σε χωράφια τα οποία στη συνέχεια καλλιεργήθηκαν – και επειδή οι νεκροί είχαν ταφεί σε μικρό βάθος, με την πάροδο των ετών, τα οστά τους βγήκαν στην επιφάνεια και κομματιάστηκαν κατά την άροση των χωραφιών από τα τρακτέρ – καθώς και οι περιορισμοί που επέβαλαν οι αλβανικές Αρχές στους Έλληνες ομογενείς, αλλά και σε κάποιους οι οποίοι, σε ένδειξη τιμής και με κίνδυνο της ζωής τους, περιποιούνταν αρχικά τα ελληνικά νεκροταφεία και τους μεμονωμένους τάφους.

Αμέσως μετά την αποκατάσταση των σχέσεων με την Αλβανία, η Ελλάδα έθεσε θέμα διεξαγωγής ερευνών, ανακομιδής των οστών και κατασκευής στρατιωτικών νεκροταφείων στην Αλβανία.

Το 1984 έγινε η πρώτη επίσκεψη του τότε αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια στην Αλβανία, όπου και υπογράφηκαν 5 συμφωνίες και συζητήθηκε και το θέμα των οστών των πεσόντων. Της προσπάθειας αυτής ηγήθηκε αρχικά το ΥΠ.ΕΞ. Στη συνέχεια το υπουργείο Εθνικής Άμυνας προσπάθησε να λύσει το θέμα την περίοδο 1990-1993, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα λόγω της αρνητικής στάσης της αλβανικής πλευράς.

Πάγια θέση της ελληνικής πλευράς ήταν τα οστά των ηρωικών πεσόντων στην Αλβανίας, κατά την περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41, να παραμείνουν στον τόπο της θυσίας των, με την κατασκευή στρατιωτικών νεκροταφείων-μνημείων.

Για το σκοπό αυτό, το 1997 και το 1998 προωθήθηκαν για υπογραφή πρωτόκολλα και μνημόνια συνεργασίας, σχετικά με το θέμα. Το ΥΠ.ΕΞ. Αλβανίας αρνήθηκε την υπογραφή τους, δε φάνηκε όμως να είχε αντίρρηση για την εύρεση των νεκρών, αλλά με την προϋπόθεση της μεταφοράς των οστών και την κατασκευή στρατιωτικών νεκροταφείων στην Ελλάδα.

Το υπουργείο Άμυνας Αλβανίας, σε αντίθεση με το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας, εκφράστηκε θετικά και μετά από συνάντηση των υπουργών Άμυνας Ελλάδας και Αλβανίας, στις 25/9/1997, επιτεύχθηκε προφορική συμφωνία συνεργασίας για την – με διακριτικό τρόπο – έναρξη των ερευνών για την ανεύρεση των νεκρών μας ηρώων.

Από τις μέχρι τώρα έρευνες εντοπίστηκαν:

* Τα οστά 59 αναγνωρισθέντων νεκρών που βρίσκονται στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο στο χωριό Βουλιαράτες.

* Τα οστά περίπου 330 πεσόντων που τοποθετήθηκαν στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στα στενά της Κλεισούρας.

* Τα οστά περίπου 19 πεσόντων στην εκκλησία του Δελβίνου.

* Τα οστά περίπου 100 πεσόντων στην περιοχή της Κορυτσάς.

* Τα οστά 69 πεσόντων σε περιοχή της Κοσίνας, τα οποία έχουν κατασχεθεί από την Εισαγγελία μετά την ένταση που είχε δημιουργηθεί το 2006.

* Στο χωριό Βοδίνο, ο μνημειακός τάφος των 3 πεσόντων.

* Στο κτήμα της Ερμιόνης Μπρίγκου, είναι θαμμένα τα οστά 6 Ελλήνων πεσόντων.

Αρχεία και στοιχεία έχουν πολλοί ιδιώτες ερευνητές, ενώ τα αλβανικά ΜΜΕ έχουν δημοσιεύσει περιοχές με Έλληνες πεσόντες από το 1985.

Από το 2005 και μετά, εντάθηκαν οι προσπάθειες για τη λύση του προβλήματος, μέσω της διπλωματικής οδού. Οι διαβουλεύσεις για την επίτευξη νέας συμφωνίας συνεχίστηκαν. Αυτή υπογράφηκε την 9η Φεβρουαρίου 2009, αλλά δεν έχει εφαρμοστεί και υλοποιηθεί, με ευθύνη της αλβανικής πλευράς.

Σήμερα, όλοι οι συγγενείς των πεσόντων αναμένουν την εφαρμογή της συμφωνίας, «για να ηρεμήσουν οι ψυχές των δικών τους, που επί 77 χρόνια είναι θαμμένοι-άταφοι, όχι μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά και για το πώς τους αρμόζει, γιατί, όπως είπε ο Τσόρτσιλ, “οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες”».

Να σημειωθεί ότι στην επίσημη ιστοσελίδα του ΓΕΣ υπάρχει εφαρμογή αναζήτησης πεσόντων στο αλβανικό μέτωπο, προκειμένου να υπάρχει ενημέρωση για όποιον αναζητά δικό του νεκρό. Παράλληλα, στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, υπάρχει τμήμα ταυτοποίησης DNA που ασχολείται με τους άταφους νεκρούς της Αλβανίας.

loading...