Το μαντήλι και η σημασία του για τους Έλληνες

Το μαντήλι παίζει μεγάλο ρόλο στην ζωή των ανθρώπων και στα διάφορα έθιμα της κάθε χώρας. Στην αρχαία Ελλάδα το λέγανε σουβάριον ή σωδάριον καθώς λέγεται, στην Δωρική γλώσσα.
Ήταν ένα κομμάτι ύφασμα πού το μεταχειρίζονταν οι αρχαίοι μας πρόγονοι για να σκουπίζουν τον ιδρώτα τού προσώπου τους. Οι Ρωμαίοι πού μιμούνταν τούς Έλληνες το χρησιμοποιούσαν επίσης για να σκουπίζουν τον ιδρώτα. Διέθεταν όμως και ειδικά μαντήλια για το στόμα και την μύτη καθώς και μεγαλύτερα μαντήλια για την προφύλαξη τού κεφαλιού. Αναφέρεται μάλιστα και περίπτωση όπου «ή αρπαγή τού μαντηλιού από της κεφαλής της κόρης υποχρεοί ταύτην να αρραβωνιασθή τον αρπάσαντα». Σιγά σιγά διαδόθηκε η χρήσις τού μαντηλιού σ’ ένα σωρό περιπτώσεις πού θα μάς ενδιέφερε να τις απαριθμήσουμε εδώ.

Το μαντήλι με έχει παιδέψει για πολλά χρόνια μπορώ να πω μάλιστα απ’ την αρχή. Και αυτό γιατί συνεχώς μού έκαναν σχετικές ερωτήσεις οι θεατές, είτε στην Ελλάδα, στο θέατρό μας, είτε στο εξωτερικό, τους δημιουργούσε πάντα ένα ερωτηματικό. Αλλά τα ίδια ερωτηματικά δημιουργούσε και σε μένα. Βέβαια στον ελληνικό παραδοσιακό χορό, ο πρωτοχορευτής, πού κάνει πολλά τερτίπια και επίδειξη δεξιοτεχνίας, συνήθως βασίζεται στον δεύτερο χορευτή πού τον κρατά, και τον προσέχει ιδίως στα Τσάμικα, τα Καλαματιανά, αλλά και σε πολλούς άλλους χορούς. Κι ο πρωτοχορευτής δεν μπορεί να χορέψει με άνεση αν δεν έχει τον δικό του «βαστάζο» ας πούμε. Ιδίως στα ζεστά κλίματα Πού μπορεί εύκολα να σπάσει κανένα πόδι ή χέρι ή πλάτη κιόλας. Και ο ελληνικός χορός βασίζεται συνήθως στους άνδρες. Οι άνδρες κάνουν όλες τις δύσκολες φιγούρες, τα εντυπωσιακά πηδήματα, κι ο κάθε χορευτής έχει το δικό του ύφος, τη δικιά του διάθεση, τα δικά του τσακίσματα. Οι γυναίκες πρέπει να είναι σεμνές και χαμηλοβλεπούσες. Γι’ αυτό και οι γυναικείοι χοροί είναι συνήθως συρτοί. Μπορεί και το μαντήλι να το χρησιμοποίησαν με το πέρασμα τού χρόνου από σεμνότητα για να μην ακουμπάει το χέρι τού νέου στο χέρι της νέας, ή για να μην ακουμπάει το ιδρωμένο χέρι τού χορευτή στο χέρι τού διπλανού του και γλιστρήσει στον χορό του.

Το μαντήλι το βλέπουμε σε χρησιμοποίηση γενικά, σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα της Ελλάδας. Έχει τη δική του υπόσταση, ύπαρξη, αλλάζει κίνηση με την αλλαγή της μουσικής φράσης, σαν να το μεταχειρίζεται όπως ένα απαραίτητο μουσικό όργανο. Ποια θα μπορούσε να είναι άραγε ή εξήγηση αυτής της συνεχούς μεταχειρίσεως τού μαντηλιού; και με τόσους διαφορετικούς τρόπους;
Και ήρθε μιά μέρα πού είδα επιτέλους καθαρή την πιθανή – έστω μία πιθανή – εξήγηση. Χάρη στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με τη θαυμάσια, από κάθε πλευρά, έκθεση Σενιέ, και χάρη στα ανεκτίμητα γράμματα της μητέρας τού Αντρέα Σενιέ, – τού μεγάλου γαλλοέλληνα ποιητή πού λάτρευε την Ελλάδα – και τις διάφορες φωτοτυπίες πού μού παρεχώρησαν, για μιά μελέτη. Αλλά και χάρη στον φίλο Καθηγητή Πανεπιστημίου Δημήτρη Λουκάτο, τον γνωστότατο λαογράφο, πού μού υπέδειξε να πάω να δω αυτή την Έκθεση. Πιστεύω απόλυτα πώς το γεγονός ότι δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ ελληνικός χορός χωρίς μαντήλι – με εξαίρεση εκείνους πού έχουν πολεμική προέλευση, όπως ό Πυρρίχιος – μάς οδηγεί να πιστέψουμε στην ανάγκη της βαθύτερης σημασίας του και να αρχίζουμε να προσέχουμε περισσότερο κάθε εκδήλωση και κάθε κίνηση τού μαντηλιού σχετικά με το χορό. Γιατί βασικά το θέμα μαντήλι μάς ενδιαφέρει πολύ.

Υπάρχει χορός στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης – αλλά και αλλού – πού σε ορισμένες στιγμές στρίβουν το μαντήλι να γίνεται σαν σκοινί σε αντικριστό χορό. (Γουμένιτσα, – Κιλκίς – Μακεδονίας). Με βάση αυτή την κίνηση μεταχειρίστηκαν το μαντήλι αργότερα σε διάφορες άλλες χορευτικές εκφράσεις, πχ. στην Αλεξάνδρεια, στο χορό «Κερά-Μαρία», όπου ή πρωτοχορεύτρια κρατάει το μαντήλι και το μεταχειρίζεται όπως ή πρωτοχορεύτρια τής αρχαιότητας τα κρόταλα. Η φιγούρα αυτή, πολύ εντυπωσιακή, γίνεται ακόμα πιο πιστευτή όταν δει κανείς μιά αναπαράσταση χορού σε αρχαίο αγγείο με τη χορεύτρια να μεταχειρίζεται τα κρόταλα κατά τον ίδιο τρόπο πού η γυναίκα της Αλεξάνδρειας κρατάει και μεταχειρίζεται το μαντήλι. Το μαντήλι δε αυτό παίρνει μιά σημασία και μιά βαρύτητα εντελώς ξεχωριστή, τόσο πού σχεδόν είναι σαν ή πρώτη χορεύτρια να κρατάει μουσικό όργανο και να διευθύνει μ’ αυτό το χορό. Στην Αλεξάνδρεια, είχα τύχη να βρω τον πιο αντιπροσωπευτικό τύπο τού γνήσιου χορού με την βαρύτητα και την εσωτερικότητα τη Μακεδονική. Η φυσιογνωμία αυτής της γυναίκας, η έκφραση τού προσώπου της, το αυστηρό βλέμμα, το σώμα, ή εσωτερικότητα, μαζί με την καταπληκτική ενδυμασία και τον κεφαλόδεσμο πού φορούν οι γυναίκες τού Ρουμλουκίου – μιά περιφέρεια από πενήντα χωριά πού συντελούν το Ρουμλούκι, – ήταν τόσο επιβλητική πού νόμιζε κανείς ότι έβλεπε τον Μέγα Αλέξανδρο να ξεκινά για τα πέρατα τού κόσμου για να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρό του, να κατακτήσει, να εκπολιτίσει και να ενώσει τον κόσμο όλο. Η Κυρά Ελισάβετ Γιαννοπούλου, σε καθήλωνε και σε παρέσυρε σ’ αυτά τα ονειροπολήματα! Ο χορός αυτός ο τόσο επιβλητικός και αργός – και πρέπει να πω αρκετά δύσκολος – ονομάζεται με το πιο απίθανο όνομα! Τον λένε «Τι κλαις Κερά-Μαρία;. Συμβαίνει πολύ συχνά στα τραγούδια μας και στους χορούς μας, να μην έχουν σχέση τα λόγια τού τραγουδιού με το ύφος τού χορού. Πιστεύω ότι αυτό θα οφείλεται σε διαθέσεις τής στιγμής ή της εποχής όπως δηλαδή όταν κάποιος εντυπωσιάζεται με μιά κοπέλλα, ή αρραβωνιάζεται με την αγαπημένη του κτλ, και βάζει λόγια δικά του στη μουσική τού χορού.

Ο οραματισμός της κυρίας Σενιέ για τον πέπλο της Αριάνδης όχι μόνο, είναι βάσιμος κατά την γνώμη μου, αλλά και δίνει μιά εξήγηση τής υπάρξεως και χρησιμοποιήσεως τού μαντηλιού στον παραδοσιακό μας χορό.
Ο Φ. Κουκουλές μάς λέει ότι ο πέπλος πού φορούσαν πάνω από το κεφάλι τους οι αρχαίες χορεύτριες εξελίχτηκε με τον καιρό σε μικρές «χειρίδες, στους βυζαντινούς χρόνους. Τα φορέματά τους ήταν μακριά και καμμιά φορά στολισμένα με χρυσά κεντήματα. Το γνώρισμα δε των χορευτών και χορευτριών ήταν ότι από τούς αγκώνες και κάτω έφεραν μακράς χειρίδας, αίτινες ηδύνατο να αναδιπλωθώσι προς τα επάνω, συνέχειαν ίσως τού υπέρ την κεφαλήν κυκλικώς ανεμιζομένου πέπλου».

Βέβαια ή ενδυμασία συντείνει πολύ στην ολοκλήρωση τής εικόνας ενός χορού: στην περιφέρεια τού Ρουμλουκίου, οι ενδυμασίες και ιδίως ο κεφαλόδεσμος είναι συνταρακτικοί. Ο κεφαλόδεσμος πολύπλοκος στην κατασκευή του και αβάστακτος στο κεφάλι τής χορεύτριας είναι καμωμένος από διάφορα κομμάτια – ανάμεσά τους και ένα ξύλινο αυγό! – κρόσια, κεντήματα, λουλούδια διαφόρων χρωμάτων και πολλά ασημένια κοσμήματα έτσι πού το σύνολο αυτό δίνει την εικόνα περικεφαλαίας αρχαίων ελλήνων πολεμιστών.

Η δεύτερη ανακάλυψη για το μαντήλι, μού ήρθε εντελώς ξαφνικά από έναν ηλικιωμένο χορευτή πού έφερα από το Σοχό της Μακεδονίας και μού άνοιξε καινούργιους και απρόβλεπτους ορίζοντες. Υπάρχει ένας χορός πού λέγεται «Σιγανός», και χορεύεται από άντρες συνήθως, πού κάνουν ό καθένας κατά το κέφι του ορισμένα «τερτίπια». Είναι όμως δύσκολος χορός γιατί είναι πολύ αργός και πρέπει ό χορευτής να έχει έλεγχο γερό στα αργά βήματα και τις αργές στροφές πού κάνει επίσης και στο πώς μεταχειρίζεται το μαντήλι πού βαστάει στο δεξί του χέρι. Εκοίταξα για ώρες την πρόβα αυτού τού χορού με τον χορευτή πού είχα επισημάνει… τόσο καταπληκτικός ήταν, ώστε δεν χόρταινα να κοιτάζω, αλλά και να προβληματίζομαι στο τι ακριβώς κάνει και τι μού θυμίζουν αυτά πού έκανε σαν βηματισμούς όσο και σαν περίεργους σχηματισμούς με το μαντήλι… Δεν είχα ξαναδεί τέτοια κίνηση, τέτοια άνεση να στέκει με το ένα μόνο πόδι και το άλλο το – αριστερό – τυλιγμένα γύρω από το δεξί, με τέτοια μαστοριά, θα ‘λεγε κανείς ότι γεννήθηκε με το ένα πόδι διπλοτυλιγμένο στο άλλο. Αδύνατος, ψηλός όλο του το σώμα ένα νεύρο με αυτή την απίθανη ισορροπία και ρυθμό πού ήταν σαν να άρχιζε η κίνησή του από τη στιγμή πού άρχιζε να ρίχνει την ανάσα του στο Ζουρνά ο οργανοπαίκτης! Με ένα μαντήλι στο χέρι συνόδευε, θα ‘λεγα τη μουσική φράση πού χόρευαν τα πόδια του αλλά και το κορμί του όλο, και σε κάθε μουσική φράση, σε κάθε αλλαγή της μουσικής φράσης, το μαντήλι έπαιρνε ενεργό μέρος σαν να ‘τανε μουσικό όργανο κι αυτό. Όταν ό χορευτής στεκότανε έξαφνα με το ένα πόδι και το άλλο διπλωμένο στο όρθιο πόδι, πάνω σε μουσική φράση τού ζουρνά, πού έκανε σαν «αραβουργήματα» μουσικά, ακολουθούσε με το μαντήλι αυτά τα μουσικά ανεβοκατεβάσματα, σαν το μαντήλι να «ήταν μουσικό όργανο κι αυτό, ή κανένα τραγούδημα πουλιού, ή σαν να ζωγράφιζε στον αέρα φανταστικά τραγούδια, με το νταούλι πού κρατούσε το ρυθμό και έδινε το «γιόμισμά» του στη μελωδία τής κινήσεως τού μαντηλιού». Το μαντήλι ήταν ένα με το χέρι του, σαν προέκταση τού χεριού του. Σε όλο αυτό το διάστημα στέκονταν ακίνητος και ολόϊσιος σαν λαμπάδα! Μετά ακολουθώντας τη μουσική και το κτύπημα τού νταουλιού, ξεκινούσε, σαν κυνηγός πού ψάχνει το θήραμα, με το κεφάλι σε κίνηση και τα πόδια αργά-αργά, σαν να ψάχνει προσεκτικά, μην το ακούσει – το υποτιθέμενο ζώο – πού ψάχνει να βρει, ή τυχόν ο άνθρωπος… Γιατί μπορεί και να ψάχνει άνθρωπο, αφού δεν ξέρουμε, τουλάχιστον εγώ δεν βρήκα την απάντηση σ’ αυτό το ψάξιμο. Φυσικά κύριο θέμα για μένα ήταν το μαντήλι.

Και από κει πια θυμήθηκα και το μαντήλι, όπως το κρατούνε και το σείουν οι γυναίκες της Γουμένιτσας-Κιλκίς (Μακεδονία), σ’ ένα χορό πού χορεύεται μόνο από γυναίκες, και πού σού φέρνει αμέσως στη σκέψη την επίκληση για τη βροχή. Ανεβάζουν το χέρι, σείοντας το μαντήλι τρεμουλιαστά, προς τον ουρανό, στέκουν για λίγο, και φωνάζουν «Ιη-η-η» και το κατεβάζουν αργά-αργά σείοντάς το και πάλι στη γη. Αυτό γίνεται τρεις φορές. Σαφώς δε σού θυμίζει επίκληση. Και είναι σαν να κάνουν επίκληση στο Θεό για να στείλει τη βροχή για τη βλάστηση της γης. Στην ιεροτελεστία της Ελευσίνας αναφέρει ο Καθηγητής Αρχαιολόγος-Ακαδημαϊκός Γεώργιος Ε. Μυλωνάς στο βιβλίο του «Ελευσίς και τα Ελευσίνια Μυστήρια», ατένιζαν προς τον ουρανό και φώναζαν δυνατά «βροχή», κατόπιν κοίταξαν κάτω στη γη και φώναζαν «σύλληψη». Είναι δε αξιοπερίεργο ότι γύρω-γύρω στο χείλος ενός πηγαδιού κοντά στην πύλη τού Διπύλου των Αθηνών ήταν χαραγμένη μιά επιγραφή πού λέει τα παρακάτω: «Ω Πάν, ώ Μην έχετε καλή διάθεση, ωραίες Νύμφες, βροχή, ξεχείλισμα». Η επιγραφή ήταν χαραγμένη πάνω σ’ ένα κεραμίδι πού περικύκλωνε το άνοιγμα τού πηγαδιού. (Προσπάθησα να βρω τα κομμάτια τού κεραμιδιού, πού είχαν κατατεθεί στο Μουσείο Επιγραφών). Δυστυχώς όμως χάθηκαν μετά τον πόλεμο τού 1940-44. Το επιφώνημα πάλι θυμίζει το αρχαίο επιφώνημα «Ιη Παιάν»:…. «Μέσα από την ιστορία η χαρακτηριστική επωδός «Ιηη παιάν» φαίνεται να μην έχει παραγκωνισθεί…» γράφει η Λίλιαν Λόουερ αυθεντία στους αρχαίους χορούς και τις ομοιότητες με αυτούς πού υπάρχουν, στην Ελλάδα. Μετά το επιφώνημα αυτό πιάνονταν από την ζώνη ή μιά της άλλης – χορός «ζωναράδικος» – και ξανασταματούν πάλι για την επίκληση πού επαναλαμβάνεται, όπως είπαμε, τρεις φορές.

Στη Γουμένιτσα υπάρχει και ένας παραδοσιακός χορός μικτός – δηλαδή άντρες και γυναίκες – πού, καθώς μού είπαν οι χορευτές πού προέρχονται από την περιφέρεια αυτή, χορεύεται όταν ό γαμπρός ξυρίζεται πριν να πάει στην εκκλησία για να παντρευτεί. Το μαντήλι το μεταχειρίζονται κατά πολλούς τρόπους οι χορευτές σ’ αυτόν το χορό: α) Το βαστούν όρθιο σε τριγωνικό σχήμα κρατώντας το από τις μύτες, τεντωμένο μετά β) το φέρνουν οριζόντια και γ) σε ορισμένη μουσική φράση, το στρίβουν και το ξεστρίβουν σαν σκοινί, συνέχεια, ανάλογα με τον μουσικό ρυθμό
και με το χορευτικό βήμα σαν το μαντήλι να είχε ζωή και ακολουθούσε τη μουσική.

Στη Νάουσα πάλι, στον αποκριάτικο χορό «Μπούλες», ιδίως, έχουν ένα παράξενο δέσιμο μαντηλιού στο δεξί τους χέρι πού κινείται και δίνει τον τόνο, την έκφραση στην όλη κίνηση τού χορευτή: το δένουν στον καρπό έτσι πού να εξέχει από τη μέσα πλευρά τού χεριού και έτσι όπως το κρατούνε, κάνει σαν προέκτασή του. Δεν μπόρεσα να καταλάβω την έννοια τού δεσίματος αυτού. Συνήθως το έχει έτσι δεμένο ο πρωτοχορευτής και το κινεί ανάλογα με τη μουσική φράση, επιδεικτικά… θεωρείται απαραίτητο και δεν είναι παραδεκτό από τούς χορευτές να μην το δέσουν έτσι. Το χέρι με το μαντήλι υψώνεται συνέχεια. Μπορεί ίσως να υπονοεί μιά κάποια σημαία, πού δεν τολμούσαν, φυσικά, να την κρατήσουν στα χέρια επιδεικτικά, επί Τουρκοκρατίας;

Καμμιά φορά το μαντήλι το ανεμίζουν – σε πολλούς αν όχι σε όλους τούς χορούς – με το χέρι ακολουθώντας τη μουσική φράση, μιά δεξιά και μιά αριστερά, σαν μιά προέκταση τής κινήσεως, και αν δεν υπήρχε το μαντήλι, ή κίνηση τού χεριού ενδεχομένως θα ήταν ξερή κίνηση αναπόφευκτα ανέκφραστη. Υπάρχουν κινήσεις χωρίς μαντήλι, αλλά ή κίνηση τους αυτή ξεκινά από τον ώμο, και τότε το χέρι από τον καρπό κι ύστερα υποκαθιστά το μαντήλι σε έκφραση, αλλά περιορισμένου τύπου. Αυτό το πρόσεξα σε μιά κοπέλλα Σαρακατσάνισσα πού χόρευε πρώτη στον Τσάμικο – την Τσαούση από τις Σέρρες (Μακεδονία) – και μού έκανε κατάπληξη όταν συνειδητοποίησα αυτά πού γράφω πάρα πάνω. Δέχτηκα για πρώτη φορά, ότι υπάρχει τρόπος – εξαρτάται φυσικά από τον χορευτή ή την χορεύτρια – να επεκτείνεις την κίνηση τού μπράτσου έτσι ώστε το χέρι να αντικαθιστά το μαντήλι. Αλλά αυτό μού φαίνεται καθαρά προσωπικό ταλέντο.

Στους χορούς τού Δρυμού-Μακεδονίας, έχουν διαφορετικούς τρόπους οι γυναίκες να μεταχειρίζονται το μαντήλι. Πάντα με τη μουσική, σαν να είναι όργανο μουσικό και συμπληρωματικά το μαντήλι. Έξαφνα, σε σχέδιο τριγώνου το κρατούν με το ένα χέρι από τη μιά γωνία τού τριγώνου και με το άλλο χέρι από την άλλη πλευρά, και το πάνε πίσω από το κεφάλι, τραβώντας το μιά δεξιά και μιά αριστερά, ή πάλι το κρατούν ακίνητο – ανάλογα με την μουσική φράση τού χορού. Γιατί σε άλλο χορό της ίδιας περιφέρειας, το κρατούν από την μιά μύτη με το χέρι, και ακολουθώντας πάντα τη μουσική και τα βήματα το ανεμίζουν μιά δεξιά και μιά ανάποδα – δηλαδή μιά προς τα έξω και μιά προς τα μέσα, με το μπράτσο σε σχήμα γωνίας.
Στην Κέρκυρα, στο «χορό της νύφης» πού μάς έδειξαν οι χορεύτριες της κ. Λ. Αργυρού, ό νέος παίρνει το μαντήλι από τη νέα χορεύοντας όπως ο χορός αυτός αναπαριστά ένα τοπικό έθιμο. Τα μαντήλια έχουν ειδικό κόκκινο χρώμα και σχέδια κίτρινα και είναι πολύ μεγάλα. Ο νέος – χορευτής – παίρνει ένα-ένα τα μαντήλια πού τού δίνουν οι κοπέλλες, κάνοντας διάφορες χαιρετούρες χορεύοντας, για να τις ευχαριστήσει για το μαντήλι. Σε άλλο χορό Κερκυραϊκό πού τραγουδιέται από τούς χορευτές – αφορά ένα Γιαννάκη πού τον σκότωναν και τον κλαίνε τα κορίτσια – το μαντήλι παίζει πάλι ρόλο βοηθώντας τις κοπέλλες να λικνίζονται συνάμα με τη μουσική και να μεταχειρίζονται το μαντήλι σε τριγωνικό σχήμα με το ρυθμό τού σώματος πού ακολουθεί ναζιάρικα τη μουσική. Η ενδυμασία αυτή, γιατί η Κέρκυρα έχει και άλλες πολλές ενδυμασίες, είναι από την περιφέρεια Λευκίμης όπου υπάγονται 22 περίπου χωριά και βρίσκεται στο νοτιότατο άκρο τής Κέρκυρας. Τη φορούσαν σε κάθε γιορτή και σε εξαιρετικές περιστάσεις. Ήταν η ενδυμασία τού γάμου πού φορούσε ή νιόπαντρη για ένα χρόνο και μετά δεν την ξανάβαζε. Η φορεσιά βοηθάει πολύ στο λίκνισμα τού κορμιού και είναι πολύ ωραία, αλλά πολύ επηρεασμένη φυσικά από τη Δυτική Ευρώπη.
Σ’ έναν Θρακιώτικο χορό πού τον ονομάζουν «Μαντηλάτο», οι χορευτές – άνδρες και γυναίκες – κρατούν ό καθένας από ένα μαντήλι με τα δυό τους χέρια από τις δύο άκρες σε τρίγωνο σχήμα. Το κρατούν στο ύψος των ματιών τους και το κουνάνε ρυθμικά, σύμφωνα με τη ρυθμική αλλαγή τού μέτρου – και τού ποδιού συνεπώς. Το σείουν τεντωμένο μιά δεξιά και μιά αριστερά. Θα ‘λεγε κανείς ότι σκεπάζουν και ξεσκεπάζουν το πρόσωπό τους, είτε από κοκεταρία, είτε από παιγνίδισμα.

Οι Ελληνίδες της Κύπρου μεταχειρίζονται το μαντήλι άνετα και σε διάφορα σχήματα: σε ένα χορό π.χ. βαστούν το μαντήλι από τις δύο άκρες σε σχήμα τριγώνου και μιά το αντικρίζουν ή μιά κοπέλλα με την άλλη σε σχήμα όρθιο και μιά το μεταχειρίζονται σε σχήμα σταυρού. Την έννοια αυτού τού σχήματος δεν την ξέρω αλλά και κανείς δεν βρέθηκε να μάς την εξηγήσει με μιά κάποια υπευθυνότητα.
Σ’ ένα χορό των Μεγάρων, τον ζεϊμπέκικο πού τον χορεύουν γυναίκες αντικριστά, μεταχειρίζονται σ’ όλη τη διάρκεια τού χορού, το μαντήλι, μάλιστα μεγάλο μαντήλι, με το οποίο «συνοδεύουν» – θα μπορούσε κανείς να πει – τις στροφές και τον μουσικό τονισμό. Επίσης και στο Καγκελλευτό, χορό μικτό, μεταχειρίζονται συνέχεια το μαντήλι, το οποίο στριφογυρίζουν μιά ψηλά μιά χαμηλά. Τουλάχιστον έτσι μάς τον έδειξαν κάτοικοι τού Μενιδίου και οργανοπαίκτες, πού μάλλον δεν λαθεύονται συνηθισμένοι όπως είναι από τα πανηγύρια.

Πιο σημαντική είναι ή χρήση τού μαντηλιού των Ελληνίδων από τα Φάρασσα της Καππαδοκίας Μ. Ασίας: δύο μεγάλα μαντήλια, κάθε χορεύτρια κρατά ένα στο κάθε χέρι, και ανάλογα με το μουσικό ρυθμό τα κινεί: Μιά πηγαίνει το χέρι, από τον ώμο και κάτω προς τα δεξιά και μιά πηγαίνει προς τ’ αριστερά, πάντα με τη μουσική φράση και με το ρυθμό. Φορές-φορές τα τυλίγουν και τα ξετυλίγουν κρατώντας τα πάντα από τη μιά άκρη – όπως τυλίγει κανείς και ξετυλίγει ένα κουβάρι.

Στα Κύθηρα, σ’ ένα χορό πού λέγεται Κομπιάνικος και καθώς λένε οι κάτοικοι είναι χορός τού «Θησέα» παίζει πάλι μεγάλο ρόλο το μαντήλι. Το κρατά ή πρώτη χορεύτρια σε ορισμένη φάση τού χορού και κάποτε παίρνει και το δεύτερο μαντήλι πού μέχρι μιά ορισμένη μουσική φράση ό βαστούσε μιά άλλη χορεύτρια, σχηματίζοντας έτσι δυό σειρές. {Όταν δηλαδή βρίσκονται οι δυό σειρές}. Όταν δηλαδή βρίσκονται οι δυό σειρές παράλληλες, τότε ή πρωτοχορεύτρια παίρνει και τα δύο μαντήλια, ένα στο κάθε της χέρι και οδηγεί τις άλλες, υποτίθεται, για να βγουν από τον Λαβύρινθο. Μερικοί λένε ότι ό χορός αυτός χορεύεται μόνο από γυναίκες, άλλοι πάλι λένε ότι χορεύεται από γυναίκες αλλ’ επικεφαλής είναι πάντα ένας άνδρας.

Στη Ζάκυνθο έχουν επίσης έναν «Αρχαίο Χορό», όπως τον ονομάζουν επάνω σε ένα βουνό. Δύσκολη η συγκοινωνία, επομένως ευκολότερα να μην ξεχαστούν οι παλιοί χοροί τους. Και εκεί βρήκαμε χωρίς να το περιμένουμε, το χορό Λαβύρινθο όπου υπάρχουν δύο σειρές χορευτών, μιά σειρά γυναίκες και πίσω μιά σειρά άνδρες και ο πρωτοχορευτής σε δεδομένη στιγμή εκεί πού βαστάει τις δύο σειρές των χορευτών με τα δυό χέρια, από τα μαντήλια πού βαστούν, πιάνει πια και τις δύο με το ένα χέρι και περνά ανάμεσα στους χορευτές, έτσι πού να σχηματίζεται αμέσως ή αίσθηση ότι περνούν όλοι, οδηγούμενοι από έναν άνδρα – τον Θησέα – μέσα από τον Λαβύρινθο και βγαίνουν στην ύπαιθρο πια ελεύθεροι. Ο «Αρχαίος Συρτός» όπως τον λένε, χορεύεται και τραγουδιέται χωρίς μουσικά όργανα, στο ορεινό χωριό Άγιος Λέων Ζακύνθου.
Η απόκρια στη Σκύρο φαίνεται ότι είναι πολύ Διονυσιακή, και τα έθιμα έχουν κρατηθεί με πολύ σεβασμό και αγάπη. Στο έθιμο της Απόκριας, με τούς μασκαρεμένους με τα πάμπολλα κουδούνια στη μέση τους, τούς οποίους παρακολουθούν άνδρες ντυμένοι γυναικεία με ένα μαντήλι στο χέρι ό καθένας, γίνεται μεγάλη φασαρία. Αλλά ακόμα μεγαλύτερη γίνεται με τις υποτιθέμενες γυναίκες πού στριφογυρίζουν σαν «μυίγες» γύρω από τούς γέρους κουνώντας επίμονα το μαντήλι γύρω στο κεφάλι τους.

Θα αναφέρω και απόσπασμα βιβλίου ενός Κρητικού πού μιλά για τη σημασία τού μαντηλιού στο χωριό του: «Απόψε ακόμη στο γάμο ό κόσμος είναι περισσότερος και το γλέντι βράζει ούλη τη νύχτα. Χωρίς στ’ άλλους χορούς πού χορεύουν, θα χορέψουν και τη ντάμα μιά δυό φορές. Η ντάμα είναι χορός σερτός κι ετούτος, μα εκείνο πού αλλάζει είναι ότι: Δένουμε δυό τρία μαντηλάκια σταυρωτά, πού ό κόμπος τους είναι στη μέση και γύρου γύρου οι άκρες. Τη κάθα άκρη βαστά μιά γυναίκα με τη ζερβή τζη χέρα και στη δεξιά άλλο ένα μαντηλάκι. Ετούτο το άλλο μαντηλάκι πιάνει ένας άντρας, ή λύρα παίζει και ούλοι μαζί χορεύουν. Ο λυρατζής γ’ ή ένας άλλος κάνει τον διαιτητή και φωνάζει αριθμούς. Έναααα! Τσ’ αφήνει να χορέψουν ένα δυό κύκλους και φωνιάζει, δύοοοο! Στο τρία ό κάθε άντρας πού χορεύει αφήνει το μαντηλάκι τσή ντάμας του και πρέπει να προλάβει ν’ αρπάξει το μαντηλάκι τσή άλλης ντάμας πού χορεύει απ’ ομπρός του, γ’ ή όποιας μπορέσει. Πρέπει να είναι σβέλτος και πιτήδειος, γιατί παραμονεύουνε κι άλλοι απ’ όξω απού το χορό κι όποιος μπροκάμει».

Συνηθίζονται επίσης πολύ συχνά τα μαντήλια σαν διακοσμητικά τού αντρικού ντυσίματος σε γιορτές και πανηγύρια. Μεγάλα μαντήλια με κρόσια πολλά πάλι σε σχήμα τριγώνου, φορούν οι άντρες κάτω από τα σελάχια, πού φοριούνται με τις αστικές φουστανέλλες και τα γιορτινά. Ή πάλι, τα φορούνε γύρω από το λαιμό, ιδίως σε ορισμένα νησιά. Τα μαντήλια αυτά είναι μεγάλα, μεταξωτά, με κρόσια γύρω-γύρω, και πολύχρωμα.

Πηγή: Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί, Δώρα Ν. Στράτου, εκδ. Ο Ε Δ Β, παρούσα εκδ. 2002, εκτύπωση Κλάδης Χαρ. Βιβλιοδεσία Κανόπουλος Γεώργ.

loading...