Ένας δάσκαλος κάποτε σε μια επιμόρφωση νεοδιόριστων εκπαιδευτικων μας αφηγήθηκε την εξής ιστορία.

 Βρέθηκα σε μια τάξη όπου υπήρχε μια μικρή μαθήτρια που δεν έβγαζε μιλιά. Όταν ήρθε η πρώτη φορά να κάνουν οι μαθητές ανάγνωση και έφτασε η σειρά της έσκυψε το κεφάλι πάνω από το βιβλίο και δε μίλησε ενώ την περίμενα με υπομονή. Περάσαμε στον επόμενο μαθητή χωρίς κανένα σχόλιο εκ μέρους μου. Την επόμενη μέρα όταν έφτασε πάλι η σειρά της Ελένης, της έδωσα το λόγο και πάλι περίμενα να την ακούσω. Κάθε μέρα υπήρχε αυτή η σιωπηλή συμφωνία ανάμεσα σε μένα, τη μικρή και τους υπόλοιπους μαθητές της τάξης.”Θα μας διαβάσεις Ελένη;” κ η Ελένη έσκυβε πάνω από το βιβλίο με ειλικρίνεια, κι εγώ πάντα της αφιέρωνα το χρόνο που της αντιστοιχούσε με την ίδια προσμονή να την ακούσω.Ποτέ κανείς μας δεν σχολίασε τη σιωπή της Ελένης. Περιμέναμε.Σιωπούσε.

Και κάποια μέρα η ιεροτελεστία έσπασε. “Θα μας διαβάσεις Ελένη;” Η μικρή έσκυψε πάνω από το βιβλίο και διάβασε. Έκανε ανάγνωση όπως όλα τα παιδιά σαν να μην είχε λείψει ποτέ η φωνούλα της. Έβαλα τα κλάματα. Η Ελένη διάβαζε! Ήταν εκεί. Να στηρίζετε πάντα τα παιδιά, μας είπε.Ακόμα και με τη σιωπή, εισπράττουν πάντα την αγάπη. Την πίστη σε αυτά. Η φωνή του έσπασε στο τέλος της ιστορίας, αλλά νομίζω θα τη θυμόμουν ακόμα και χωρίς αυτό. Πολύ θα ήθελα να γνώριζα την Ελένη σήμερα.

loading...