Αποπληρωμή του χρέους: Μια δύσκολη υπόθεση

Περιγράφοντας, εξηγώντας, διδάσκοντας και προβλέποντας την αδυναμία αποπληρωμής του δημόσιου χρέους.

Μιχάλης Κονιόρδος, Αρθρογράφος*

«Άλλο η θεωρία και άλλο η πράξη», είναι κάτι που το λέμε ή το ακούμε από άλλους συχνά όταν γίνεται προσπάθεια να υποβαθμισθεί ή να αγνοηθεί η ακαδημαϊκή θεωρία και διδασκαλία και να θεωρηθεί αδόκιμη, παράταιρη και ανεφάρμοστη στον πραγματικό κόσμο, στην πραγματική ζωή.

Υποθέστε πως βρισκόμαστε στα μέσα του 1995 και ρωτάτε έναν γείτονά σας, πρωτοετή φοιτητή οικονομικής σχολής στην Ελλάδα «Τι μαθαίνατε όλη την χρονιά; Πώς πάει η ελληνική οικονομία;», είναι πολύ πιθανό να σας απαντούσε «Αυτό που έμαθα και μπορώ να σου πω μετά βεβαιότητας είναι πώς αργά ή γρήγορα θα υπάρξει αδυναμία αποπληρωμής του δημόσιου χρέους της χώρας. Είναι πιθανό, η Ελλάδα να πτωχεύσει άλλη μία φορά».

«Και πότε θα συμβεί αυτό το αργά ή γρήγορα;», θα ρωτούσατε ενδεχομένως έκπληκτοι.

«Την χρονική στιγμή δεν την γνωρίζω. Δεν την προσδιόρισε ο Δάσκαλός μας. Ήταν όμως σαφής όσον αφορά τα αίτια, τους υπαίτιους, την διαδικασία που ακολουθούν οι υπαίτιοι για την διόγκωση του χρέους και την μετάθεση της επίλυσης του προβλήματος σε απώτερο χρόνο», θα σας απαντούσε ο πρωτοετής φοιτητής.

«Όλα αυτά που μου διηγείσαι σας τα λέει προφορικά ο Δάσκαλός σας ή τα περιγράφει γραπτά κάπου;», ήταν η ανταπάντησή σας.

«Τα περιγράφει γραπτά και ξάστερα: η αλήθεια για την απόλυτη ευθύνη της πολιτικής τάξης για την δημιουργία του χρέους διατυπώνεται στο πανεπιστημιακό βιβλίο «Σύγχρονη Μικροοικονομική» των Γ. Κώττη και Αθ. Πετράκη-Κώττη και εξηγείται στο κεφάλαιο με τίτλο «Παραγωγικές δυνατότητες, πολιτικές υποσχέσεις και πραγματικότητες. Το εργαλείο που τα εξηγεί ονομάζεται καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων (ΚΠΔ)», ήταν η απάντηση του πρωτοετή φοιτητή μας, εκεί στα μέσα του 1995 όταν εκδόθηκε το βιβλίο αυτό για πρώτη φορά.

«Αυτά που μου περιγράφεις είναι εντυπωσιακά, σου υπόσχομαι πώς θα προσπαθήσω να διαβάσω αυτήν την περικοπή από το βιβλίο που αναφέρεται στην διαδικασία διόγκωσης του χρέους, αλλά κι εσύ βρε αδελφέ, δώσε μου μια ενδεικτική ημερομηνία αδυναμίας αποπληρωμής του δημόσιου χρέους, πότε πάνω-κάτω θα φθάσουμε στα όρια μιας νέας πτώχευσης», ήταν η ύστατη προσπάθεια να εκμαιεύσετε μια κάποια ημερομηνία.

Σιβυλλική η απάντηση του πρωτοετή συνομιλητή σας: «Είναι κάτι που δεν μπορεί προσδιορισθεί. Αλλά αφού επιμένεις, ας πούμε ύστερα από 10-15 χρόνια».

«Καλά, ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι», κλείσατε την συζήτηση.

Βρισκόμαστε λοιπόν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μαθαίνουμε από ένα πρωτοετή φοιτητή μιας ελληνικής οικονομικής Σχολής πως το σύγγραμμα της Μικροοικονομικής από το οποίο διδάσκεται τις βασικές αρχές της οικονομικής επιστήμης, περιγράφει τα αίτια, τους υπαίτιους, την διαδικασία που ακολουθούν οι υπαίτιοι για την διόγκωση του χρέους και την μετάθεση της επίλυσης του προβλήματος σε απώτερο χρόνο και μάλιστα χρησιμοποιεί συγκεκριμένα παραδείγματα που προφανώς προηγήθηκαν της έκδοσης του συγγράμματος:

Πράγματι την δεκαετία του 1990, προκειμένου να πληροί τις προϋποθέσεις για συμμετοχή στην ευρωζώνη, η Ελλάδα είχε καταφέρει κουτσά-στραβά να παρουσιάσει πρωτογενή πλεονάσματα (επί του προϋπολογισμού, εξαιρουμένων των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους).

Έτσι το έλλειμα παρέμενε υπό έλεγχο, παρ’ ότι η δαπάνη για τόκους αναλογούσε στο 11,5% του ΑΕΠ. Μετά τον σχηματισμό της ευρωζώνης, το κόστος δανεισμού της Ελλάδας και οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους της μειώθηκαν πάνω από το ήμισυ, εξέλιξη που θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για σημαντική δημοσιονομική εξυγίανση.

Αντ’ αυτού η Αθήνα άφησε τα φορολογικά έσοδα να μειωθούν. Τα ισχνά πρωτογενή πλεονάσματα εξατμίστηκαν και το έλλειμμα διευρύνθηκε στο 5,5%, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από το όριο του Μάαστριχτ. Η κατάσταση ήταν υποφερτή μόνο και μόνο χάρη στη ταχύτατη ονομαστική αύξηση του εισοδήματος.

Αυτό που έκανε ωστόσο επικίνδυνη δεν ήταν ο ρυθμός δανεισμού μετά το 2001, αλλά τα χρέη που είχαν συσσωρευθεί κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, καθώς τα δύο μεγαλύτερα κόμματα – η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ – που εναλλάσσονταν στην εξουσία δελέαζαν τους ψηφοφόρους με την υπόσχεση της δυτικοευρωπαϊκής νεωτερικότητας και ευμάρειας.

Το δια ταύτα ήταν, η σύγχρονη μεταπολιτευτική ελληνική δημοκρατία να εδραιωθεί πάνω σε μια τεράστια αύξηση της κρατικής δαπάνης και σε πανάκριβο δανεισμό.

Το 2000, το χρέος της Ελλάδας ανερχόταν στο 104% του ΑΕΠ της. Το 2006, ο λόγος του χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ της, ήταν χαμηλότερος απ’ ότι κατά την ένταξή της στην ευρωζώνη το 2001. Δεν ήταν όμως σημαντικά μειωμένος, ενώ θα ήταν ακόμα λιγότερο μειωμένος χωρίς τα «μαγειρέματα».

Το μεγάλο λάθος της Αθήνας ήταν ότι δεν αξιοποίησε αυτή την εξαιρετική ευκαιρία οικονομικής μεγέθυνσης και χαμηλών επιτοκίων για να μειώσει ουσιαστικά τη δανειακή της επιβάρυνση. Κάθε ξαφνική αύξηση του ελλείμματος, κάθε ανοδική κίνηση επιτοκίων, ήταν πιθανό ότι θα ανέτρεπαν την κατάσταση, με αποτέλεσμα, εκεί που η χώρα τα έβγαζε πέρα, να βρεθεί υπό πτώχευση. Αυτό ακριβώς συνέβη το 2008.

Δεκαπέντε χρόνια μετά εκείνη την συζήτηση με τον γείτονά σας, τον πρωτοετή φοιτητή της Οικονομικής Σχολής, η (αδυσώπητη) πραγματική ζωή έφερε την η ώρα να τηρήσετε την υπόσχεσή σας και να ρίξετε μια ματιά στο οικονομικό υπόδειγμα που σας αφηγήθηκε ο νεαρός γείτονάς σας:

Όπως κάθε Επιστήμη, έτσι και η Οικονομική, διαθέτει θεωρητικά εργαλεία, υποδείγματα τα ονομάζουμε, που μπορούν με νηφαλιότητα να περιγράψουν, να μας εξηγήσουν και να μας διδάξουν – χρησιμοποιώντας παραδείγματα από την καθημερινότητα που μας περιτριγυρίζει – τι συμβαίνει γύρω μας.

Το δημόσιο χρέος και η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων

Ένα, από τα πρώτα και βασικότερα που διδάσκονται οι πρωτοετείς των οικονομικών τμημάτων, είναι η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων (ΚΠΔ).

Η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων (ΚΠΔ) ή αλλιώς καμπύλη ορίου παραγωγικών δυνατοτήτων μας πληροφορεί πόσο μπορούμε να παράγουμε με τους υπάρχοντες πόρους και την υπάρχουσα τεχνολογία, μας δείχνει δηλαδή ποια είναι τα όρια των παραγωγικών δυνατοτήτων μιας οικονομίας με βάση τον άλφα ή βήτα συνδυασμό παραγωγικών συντελεστών που έχουν χρησιμοποιηθεί στην διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας.

Η ΚΠΔ ονομάζεται και καμπύλη μετασχηματισμού γιατί μπορεί να μας εξηγήσει με ποιο τρόπο μία οικονομία μπορεί να μετασχηματισθεί για παράδειγμα από αγροτική σε βιομηχανική ή πώς παραδείγματος χάριν αν επεκταθεί ο τριτογενής τομέας θα συρρικνωθεί κάποιος άλλος (ο δευτερογενής ή ο πρωτογενής ή και οι δύο).

Μας δείχνει επίσης με ποιους τρόπους μπορούμε να ξεπεράσουμε το οικονομικό πρόβλημα, την υφιστάμενη οικονομική κατάσταση και πώς μπορούμε να βελτιώσουμε την (όποια) τρέχουσα και να οδηγηθούμε στην οικονομική ανάπτυξη.

Επίσης, μας διδάσκει ότι η οικονομική επιστήμη είναι η επιστήμη των επιλογών όπως άλλωστε η ζωή μας, δηλαδή μια καθημερινή συνεχής διαδικασία που έχει σαν στόχο την επιλογή της καλύτερης (για εμάς ατομικά ή για το κοινωνικό σύνολο) εναλλακτικής λύσης μεταξύ των διαφόρων και διαφορετικών επιλογών που βρίσκονται συνέχεια μπροστά μας.

Όταν επιλέξουμε την χ ή την ψ λύση, δηλαδή όταν καταλήξουμε στην χ ή στην ψ επιλογή, αποτιμούμε το κόστος της επιλογής αυτής με την έννοια του εναλλακτικού κόστους ( ή αλλιώς κόστους ευκαιρίας) : εναλλακτικό κόστος απόκτησης ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι η απώλεια της όποιας άλλης εναλλακτικής λύσης αποποιούμαστε προκειμένου να αποκτήσουμε μια μονάδα παραπάνω από το αγαθό ή την υπηρεσία που επιλέξαμε.

Αυτό δηλαδή το θεμελιώδες που μας διδάσκει η ΚΠΔ μέσω του εναλλακτικού κόστους είναι ότι στον κόσμο της οικονομίας όπως άλλωστε και στον κόσμο των ενηλίκων δεν ισχύει αυτό που ισχύει στον κόσμο των μικρών παιδιών. Αν ρωτήσετε ένα μικρό παιδί «Τι από τα δύο θέλεις; Μία σοκολάτα ή μία καραμέλα;» ή «Τι από τα δύο θέλεις; Να πάμε σινεμά ή στο λούνα-πάρκ;», η πιθανότερη απάντηση θα είναι «Και τα δύο».

Το εναλλακτικό κόστος λοιπόν μας διδάσκει ότι στον κόσμο των ενηλίκων καθώς και στον κόσμο της οικονομίας, η επιλογή της όποιας λύσης έχει κόστος που ισούται με την απώλεια των όποιων άλλων εναλλακτικών επιλογών. Δεν υπάρχει δηλαδή δωρεάν επιλογή.

Μπορεί κανείς να εξετάσει τις παραγωγικές δυνατότητες μιας οικονομίας σε μια δεδομένη χρονική περίοδο και να προσπαθήσει να τις απεικονίσει με την μορφή ενός διαγράμματος, αφού προηγουμένως κάνει ορισμένες απλοποιητικές παραδοχές (όπως άλλωστε συμβαίνει με όλα τα οικονομικά υποδείγματα).

Η ΚΠΔ όπως όλα τα οικονομικά υποδείγματα υπακούει σε ορισμένους περιορισμούς : οι παραγωγικοί συντελεστές είναι δεδομένοι, σταθεροί δηλαδή την χρονική στιγμή που μελετούμε την γραφική παράσταση που αναπαριστά την κατάσταση της οικονομίας που μας ενδιαφέρει, σταθερή επίσης είναι και η τεχνολογία που διαθέτουμε και χρησιμοποιούμε, οι παραγωγικοί συντελεστές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να παράγουν εναλλακτικά προϊόντα και τέλος για την απλοποίηση της διαγραμματικής απεικόνισης γίνεται η υπόθεση ότι μπορούν να παραχθούν δύο μόνο αγαθά ή κατηγορίες αγαθών, π.χ. γεωργικά και βιομηχανικά αγαθά ή ιδιωτικά και δημόσια αγαθά (όπως η παρακάτω απεικόνιση) και ούτω κάθε εξής.

Αν η οικονομία βρίσκεται σε κάποιο σημείο μέσα από την ΚΠΔ, κάτω από αυτήν, αριστερά , μέσα από αυτήν, για παράδειγμα το σημείο Ε, αυτό σημαίνει ότι η οικονομία χρησιμοποιεί αναποτελεσματικά τους διαθέσιμους παραγωγικούς συντελεστές με αποτέλεσμα να παρατηρούνται ανεπιθύμητες καταστάσεις όπως π.χ. ανεργία, υποαπασχόληση, ετεροαπασχόληση κλπ.

Τι πρέπει να κάνει η οικονομία για να προσπεράσει αυτή την κατάσταση ;

Αν η οικονομία βρίσκεται σε κάποιο σημείο πάνω στην ΚΠΔ, σημαίνει ότι η οικονομία έχει «φουλάρει» τις μηχανές της και ότι με τους δεδομένους οικονομικούς πόρους και την δεδομένη τεχνολογία που διαθέτει επιτυγχάνει το μέγιστο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης.

Και τι πρέπει να κάνει μία οικονομία που επιτυγχάνει το μέγιστο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης έχοντας «φουλάρει» τις μηχανές της δηλαδή απασχολώντας πλήρως τους παραγωγικούς συντελεστές της ;

Η σημασία, η σημαντικότητα του υποδείγματος της ΚΠΔ, βρίσκεται ακριβώς εδώ: μας δείχνει πως μόνο αν καλυτερεύσει η ποιότητα ή αν αυξηθεί η ποσότητα των παραγωγικών συντελεστών που ως τώρα χρησιμοποιούσαμε, μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια παραπέρα βελτίωση του οικονομικού μας επιπέδου.

Αυτή η βελτίωση αναπαρίσταται διαγραμματικά με μία μετατόπιση ολόκληρης της ΚΠΔ προς τα δεξιά, προς τα πάνω.

Αυτή είναι ακριβώς η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης: η μετατόπιση της ΚΠΔ είναι μια μακροχρόνια διαδικασία και δεν γίνεται από την μια μέρα στην άλλη. Απαιτείται χρόνος. Και για να μην ξεχνάμε το εναλλακτικό κόστος θα πρέπει να θυμόμαστε πάντοτε ότι εκτός από χρονοβόρα διαδικασία, η οικονομική ανάπτυξη προς την άλφα ή βήτα κατεύθυνση σημαίνει υποχρεωτικά την αποδοχή, την κατανόηση ότι κάτι θα χάσουμε αν επιλέξουμε το χ ή το ψ.

Ακολουθεί αυτολεξεί η από το 1995 διατυπωμένη και διδασκόμενη στα ελληνικά αμφιθέατρα περιγραφή:

«Στην περίοδο που προηγείται των βουλευτικών εκλογών οι πολιτικοί κάνουν εξαγγελίες προς τον λαό οι οποίες σε μεγάλο βαθμό έχουν οικονομικό περιεχόμενο ή απαιτείται για την πραγματοποίησή τους η χρησιμοποίηση πόρων (π.χ. δίνονται υποσχέσεις για αγροτικά ή στεγαστικά δάνεια ή για αύξηση του αριθμού των εισαγομένων στα ΑΕΙ ή για την βελτίωση των συνθηκών ιατρικής περίθαλψης του πληθυσμού κλπ.).

Είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε πότε και με ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατόν να είναι πραγματοποιήσιμες τέτοιου είδους πολιτικές υποσχέσεις, καθώς και πως μπορεί να επηρεασθεί η ευημερία των πολιτών από την πραγματοποίησή τους.

Αν η οικονομία λειτουργεί ήδη στο όριο των παραγωγικών δυνατοτήτων της, χρησιμοποίηση πόρων για την εφαρμογή των προεκλογικών υποσχέσεων δεν θα μπορέσει να γίνει βραχυχρόνια παρά μόνο μ την απομάκρυνση πόρων από την παραγωγή άλλων αγαθών. Κατά κανόνα στις προεκλογικές εξαγγελίες τονίζεται τι θα δοθεί στον «λαό» αλλά δεν αναφέρεται καθόλου τι θα χάσει παράλληλα αυτός από την εφαρμογή των μέτρων.

Έτσι πολλοί πολίτες μένουν με την λανθασμένη εντύπωση ότι αυτά που τους υπόσχονται να τους δώσουν θα είναι «δωρεάν», δηλαδή ότι δεν θα συνεπάγονται τη μείωση των άλλων αγαθών που (ήδη) απολαμβάνουν , και τείνουν να προτιμήσουν εκείνους που τους υπόσχονται περισσότερα. Μια τέτοια κατάσταση ευνοεί την πολιτική ανευθυνότητα και τη δημαγωγία. Όσο λιγότερη ενημέρωση υπάρχει στο κοινό, τόσο μεγαλύτερες δυνατότητες υπάρχουν για άνθηση φαινομένων αυτού του είδους.

Στο παραπάνω διάγραμμα απεικονίζεται η ΚΠΔ μιας οικονομίας. Για απλοποίηση της παρουσίασης τα αγαθά έχουν καταταχθεί σε δυο κατηγορίες, σε «ιδιωτικά» (π.χ. είδη διατροφής, ρούχα, ιδιωτικά αυτοκίνητα κλπ.) και σε «δημόσια» (π.χ. εθνική άμυνα, παιδεία κλπ.).

Ας θεωρήσουμε ως «δημόσια» όλα εκείνα που παράγονται με την μεσολάβηση (άμεση ή έμμεση) του δημόσιου τομέα.

.
.

Έστω ότι αρχικά στην εν λόγω οικονομία παράγεται ο συνδυασμός Α που αποτελείται από 0Ι1 ποσότητα ιδιωτικών αγαθών και από 0Δ1 ποσότητα δημόσιων αγαθών. Οι πολιτικοί υπόσχονται συνήθως ότι όταν θα σχηματίσουν κυβέρνηση θα λάβουν μέτρα ώστε να αυξηθούν τόσο τα δημόσια όσο και τα ιδιωτικά αγαθά. Στο διάγραμμα κάτι τέτοιο θα αντιστοιχεί σε ένα σημείο που θα βρίσκεται δεξιά της ΚΠΔ, μέσα στην σκιασμένη επιφάνεια, όπως είναι το σημείο Γ. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν παρά μόνο ίσως μακροχρόνια και εφόσον υπάρξει στο μεταξύ ανάπτυξη της οικονομίας.

Βραχυχρόνια εκείνο το οποίο μπορεί να γίνει, είναι μια μετακίνηση κατά μήκος της καμπύλης από ένα σημείο όπως το Α σε ένα άλλο σημείο όπως το Β, στο οποίο αντιστοιχεί μεγαλύτερη ποσότητα δημοσίων αγαθών αλλά μικρότερη ιδιωτικών σε σχέση με το Α. Αυτό γίνεται χωρίς να έχει προειδοποιηθεί ο πληθυσμός για την ενδεχόμενη μείωση της μιας κατηγορίας αγαθών.

Ποιες επιπτώσεις έχει μια τέτοια πολιτική στην οικονομική ευημερία της κοινωνίας, εξαρτάται από το κατά πόσο η αύξηση της ευημερίας που προκαλείται από την επέκταση της μιας κατηγορίας των αγαθών είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από τον περιορισμό της ευημερίας που προκαλείται από την μείωση της παραγωγής της δεύτερης.

Επιπλέον, πως θα επηρεασθεί το κάθε συγκεκριμένο άτομο θα εξαρτάται και από το πόσο αυξάνονται γ αυτό τα δημόσια αγαθά και πόσο μειώνονται τα ιδιωτικά : ένας που πληρώνει λίγους φόρους και χρειάζεται μεγάλες ποσότητες δημοσίων αγαθών μπορεί να ωφεληθεί συνολικά, ενώ άλλος που πληρώνει σχετικά υψηλούς φόρους και δεν χρειάζεται μεγάλες ποσότητες δημοσίων αγαθών μπορεί να ζημιωθεί τελικά.

Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η επίδραση που θα έχει η αναδιανομή των πόρων στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Αν η εφαρμογή των κυβερνητικών μέτρων την επιταχύνει (π.χ. επειδή κατασκευάζεται υλική υποδομή, βελτιώνονται οι επικοινωνίες κλπ.) θα είναι ενδεχομένως δυνατόν να εξασθενήσει σταδιακά η μειωτική επίδρασή τους στην παραγωγή των ιδιωτικών αγαθών.

Αν όμως την επιβραδύνει ή την κάνει αρνητική (π.χ. όταν τα κυβερνητικά μέτρα δίνουν έμφαση σε καταναλωτικές δαπάνες του δημόσιου τομέα και όχι σε επενδυτικές), τότε θα χειροτερεύσει στο μέλλον ακόμη περισσότερο η κατάσταση της παραγωγής ιδιωτικών αγαθών.

Βραχυχρόνια για να δημιουργήσει στους πολίτες την ψευδαίσθηση της καλυτέρευσης της οικονομικής κατάστασης, μπορεί μια κυβέρνηση να δανείζεται μεγάλα ποσά από το εξωτερικό έτσι ώστε να ζουν προσωρινά οι πολίτες καλύτερα από ό,τι επιτρέπουν οι πόροι της δικής τους οικονομίας.

Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα μπορεί μεν να παράγεται στη χώρα συνδυασμός προϊόντων που θα βρίσκεται έξω από την ΚΠΔ, όπως ο Γ, θα μπορεί όμως να καταναλώνεται ένας τέτοιος συνδυασμός. Αργότερα, όταν θα πρέπει να πληρώνονται οι τόκοι και τα χρεολύσια των δανείων που πήρε η κυβέρνηση από το εξωτερικό, ακόμη κι αν παράγεται ένας συνδυασμός αγαθών που βρίσκεται πάνω στην ΚΠΔ, π.χ. όπως ο Α, θα καταναλώνεται διαφορετικός συνδυασμός που θα βρίσκεται στο εσωτερικό της καμπύλης, π.χ. ο Ε.

Δεδομένου ότι η βελτίωση του επιπέδου κατανάλωσης από τον εξωτερικό δανεισμό μπορεί να είναι άμεση, ενώ η χειροτέρευση από την εξυπηρέτηση του δανείου θα επέλθει αργότερα, πολλές κυβερνήσεις δεν διστάζουν να δανεισθούν, γιατί τα πολιτικά οφέλη από την προσωρινή αύξηση της κατανάλωσης θα τα αποκομίσουν οι ίδιες, ενώ όταν γίνει φανερό το πρόβλημα από τον δανεισμό είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται στην εξουσία άλλη κυβέρνηση.

Για να αποφευχθούν οι δυσμενείς πολιτικές αντιδράσεις από την πτώση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού λόγω της εξυπηρέτησης των δανείων, γίνεται συνήθως νέος εξωτερικός δανεισμός είτε από την ίδια κυβέρνηση που πήρε τα αρχικά δάνεια είτε από εκείνες που την διαδέχθηκαν. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος διαδοχικών δανεισμών.

Για λόγους που σε μεγάλο βαθμό συμπίπτουν με τους παραπάνω, για αρκετές δεκαετίες σε έναν τέτοιο φαύλο κύκλο έχει εμπλακεί και η οικονομία της χώρας μας, έτσι ώστε να είμαστε υποχρεωμένοι να δανειζόμαστε συνεχώς τεράστια ποσά για να αποπληρώνουμε παλαιότερα δάνεια χωρίς να μειώσουμε το βιοτικό μας επίπεδο. Με τον τρόπο όμως αυτό, απλώς μεταθέτουμε το βάρος του δανεισμού, και μάλιστα επαυξημένο, σε επόμενες γενεές που θα πρέπει να πληρώσουν τα νέα δάνεια που αναγκάζεται να συνάπτει η χώρα κάθε χρόνο.»

Έχοντας διαπιστώσει του ακαδημαϊκού λόγου το αληθές, δεκαπέντε χρόνια μετά, μας μένει να αναρωτηθούμε τι τελικά μπορούν και τι δεν μπορούν να προβλέψουν τα οικονομικά υποδείγματα.

Μπορούν να προβλέψουν την πιθανή κατάληξη της όποιας ακολουθούμενης πολιτικής. Αυτό που δεν μπορούν να προβλέψουν είναι την χρονική στιγμή της οικονομικής κάθαρσης.

Συνήθως η απόφαση για την οικονομική κάθαρση, είναι πολιτικής φύσεως απόφαση και δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες ενός θεωρητικού υποδείγματος. Ούτε και μέγεθος του σοκ που υφίσταται μια εφησυχασμένη κοινωνία μπορεί να προβλεφθεί μέσα από ένα θεωρητικό υπόδειγμα.

Αυτό το σοκ μας το έδειξε ήδη η ίδια η ζωή. Ακολουθώντας πιστά τα βήματα που αφηγείται μια απλή καμπύλη, η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων.

Μιχάλης Κονιόρδος, Καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

loading...