Οι Νόμοι του Μίνωα και η υιοθέτησή τους από τις πόλεις-κράτη

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΙΝΩΑ

Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Δίας αγάπησε την Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης, Αγήνορα. Μεταμορφωμένος σε ολόλευκο ταύρο με νεανικό κορμί, ολόχρυσα κέρατα και αθώα μάτια κατάφερε να ξεγελάσει την Ευρώπη και να την μεταφέρει μακριά στην Κρήτη.
Η ένωση του Δία με την Ευρώπη έγινε στην περιοχή της Γόρτυνας κάτω από ένα πλατάνι, που από τότε έχει αιώνια πράσινη φυλλωσιά, ή στο Δίκταιον Άντρο, όπου οι νύμφες τους είχαν ετοιμάσει το νυφικό κρεβάτι. Από το ζευγάρωμα του Δία με την Ευρώπη γεννήθηκε ο Ραδάμανθυς, ο Σαρπηδόνας και ο μυθικός βασιλιάς Μίνωας.
Από τα τρία αδέρφια ο Ραδάμανθυς ήταν ο δίκαιος, ο Σαρπηδόνας ήταν ο ισχυρός, αλλά ο Μίνωας είναι αυτός που είχε εξέχουσα θέση στα μάτια των θεών.
Ο Μίνωας όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε την Πασιφάη – κόρη του Ήλιου και της νύμφης Κρήτης – και απόκτησε μαζί της οκτώ παιδιά, τον Ανδρόγεω, τον Κατρέα, τον Γλαύκο, τον Δευκαλίωνα, την Αριάδνη, την Ξενοδίκη, την Ακάλλη και την Φαίδρα. Μετά τον θάνατο του θετού του πατέρα Αστέριου ανέλαβε τη βασιλεία, ισχυριζόμενος ότι είναι οι θεοί αυτοί που τον ενθρόνισαν. Ως ενίσχυση του λόγου του έρχεται και το γεγονός ότι ο θεός Ποσειδώνας έστειλε έναν λευκό ταύρο κατά παραγγελία του Μίνωα για να τον θυσιάσει. Ο τελευταίος όμως θαύμασε τόσο πολύ το ζώο που αποφάσισε να θυσιάσει άλλο στη θέση του. Εξαιτίας αυτού ο Ποσειδώνας οργίστηκε τόσο πολύ που έκανε την Πασιφάη, να ερωτευτεί τον ταύρο. Τελικά με τη βοήθεια του Δαίδαλου, η Πασιφάη πλάγιασε με τον ταύρο μπαίνοντας σ’ ένα ξύλινο ομοίωμα αγελάδας. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Μινώταυρος, που είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι ταύρου. Σύμφωνα με το μύθο, το τέρας αυτό ζούσε μέσα στο Λαβύρινθο, στο υπόγειο του παλατιού και τρεφόταν από αίμα νέων.
Μ’ αυτόν το μύθο του Μινώταυρου είναι στενά συνδεδεμένοι οι Αθηναίοι. Η ιστορία έχει ως εξής: ο Ανδρόγεως, ένας από τους γιους του Μίνωα, είχε πάει στην Αθήνα για να πάρει μέρος στα Παναθήναια. Κατόρθωσε να νικήσει σε πολλά από τα αθλήματα με αποτέλεσμα να προκαλέσει το φθόνο των Αθηναίων. Εξαιτίας αυτού τον έστειλαν στον Μαραθώνα να εξοντώσει τον γνωστό ταύρο της Κρήτης ( η παρουσία του ταύρου στο Μαραθώνα οφείλεται στον Ηρακλή ο οποίος ενέργησε με εντολή του Ευρυσθέα, κατά την διάρκεια των άθλων του) αλλά τελικά ο νέος βρήκε τον θάνατο. Με βάση μια άλλη εκδοχή, οι Αθηναίοι έστειλαν το νέο σε θανάσιμη ενέδρα.
Οργισμένος ο Μίνωας εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας, για να εκδικηθεί το θάνατο του γιου του. Η πολιορκία κράτησε αρκετό καιρό χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Έτσι ο Δίας έστειλε επιδημία και λιμό, γιατί με την πράξη τους πρόδωσαν και τον άγραφο νόμο της φιλοξενίας. Στράφηκαν τότε οι Αθηναίοι στο μαντείο των Δελφών, για να βρουν τρόπο ώστε να απαλλαγούν από το μίασμα. Το μαντείο τους απάντησε να εκπληρώσουν κάθε αίτημα του Μίνωα. Ο τελευταίος τους υποχρέωσε να στέλνουν κάθε χρόνο εφτά νέους και εφτά νέες τροφή του Μινώταυρου ως φόρο αίματος για τον αδικοχαμένο γιο του.
Την τιμωρία αυτή έμελλε να σταματήσει ο Θησέας, γιος του βασιλιά της Αθήνας, Αιγέα. Ο Θησέας απέπλευσε από την Αθήνα ως ένας από τους νέους που θα γίνονταν βορά στον Μινώταυρο. Στην Κρήτη κατάφερε να σκοτώσει τον Μινώταυρο και να βγει από τον λαβύρινθο με τη βοήθεια της Αριάδνης (η Αριάδνη ερωτεύτηκε το νεαρό ήρωα, γι’ αυτό του έδωσε έναν χρυσό μίτο τον οποίο ο Θησέας έδεσε στην αρχή του λαβύρινθου. Καθώς προχωρούσε αυτό ξετυλιγόταν με αποτέλεσμα κατά την επιστροφή να βρει τον δρόμο απλά τυλίγοντας το ξανά), μια από τις κόρες του Μίνωα.
Σύμφωνα όμως με το μύθο, ο Θησέας, αφού ενώθηκε με την Αριάδνη, στο νησάκι Δία και έκανε μαζί της δύο παιδιά, τον Στάφυλο και τον Οινοπίωνα, ή τον Δημοφώντα και τον Ακάμα, την εγκατέλειψε. Η μυθολογία λέει ότι την άφησε γιατί αγαπούσε την Αίγλη, ή γιατί του το υπέδειξε η θεά Αθηνά ή ότι ο θεός Διόνυσος αγάπησε την Αριάδνη και ήθελε να ενωθεί μαζί της.
Ο μύθος του Μίνωα περιλαμβάνει διάφορες ιστορίες, όπως οι ερωτικές περιπέτειες του, τα δώρα των θεών προς αυτόν, οι ιεροτελεστίες που έπαιρνε μέρος σαν βασιλιάς. Η ταραχώδης ζωή του όμως τελειώνει στην Σικελία στην αυλή του βασιλιά της Καμίνου, Κώκαλου. Εκεί είχε διαφύγει ο Δαίδαλος για να ξεφύγει από τον Μίνωα, ο οποίος τον κυνηγούσε για να τον σκοτώσει επειδή βοήθησε τη γυναίκα του, να κοιμηθεί με τον Μινώταυρο, καθώς και γιατί δεν ήθελε να αποκτήσει κανείς άλλος τα μοναδικά έργα που είχε κάνει ο μεγάλος τεχνίτης. Για να καταφέρει να εντοπίσει τον Δαίδαλο άρχισε να διαδίδει ότι αναζητούσε έναν τεχνίτη, που να μπορεί να περάσει μία κλωστή μέσα από ένα όστρακο που είχε σχήμα κοχλία. Ο Κώκαλος έδωσε το όστρακο στον Δαίδαλο, ο οποίος κατάφερε να περάσει την κλωστή σ’ αυτό αφού έδεσε στην άκρη της ένα μυρμήγκι ή μια μέλισσα. Τότε ο Μίνωας κατάλαβε ότι ο Δαίδαλος κατέφυγε στον Κώκαλο και ζήτησε από τον βασιλιά να του τον παραδώσει. Ο Κώκαλός προσποιήθηκε ότι δεχόταν το αίτημα του Μίνωα, πρώτα όμως του ζήτησε να παραβρεθεί σ’ ένα συμπόσιο. Εντούτοις, πριν από το συμπόσιο, ο Μίνωας έπρεπε να λουστεί. Οι κόρες του Κώκαλου του έριξαν καυτό νερό με αποτέλεσμα να βρει τραγικό θάνατο.
Στη μετά θάνατον ζωή βρίσκουμε τον Μίνωα ως έναν από τους κριτές του Άδη μαζί με τον αδερφό του Ραδάμανθυ και τον Αιακό, αλλά ο Μίνωας είναι αυτός που λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις.
ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΜΙΝΩΑ ΚΑΙ Η ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ – ΚΡΑΤΗ
«Θα πιστεύεις αιώνια στη δικαιοσύνη μου»
Μίνωας

ΙΕΡΑ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΘΟΣΙΩΣΕΩΣ

Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα μιλήσω για τους νόμους που θεσμοθέτησε ο Μίνωας, των οποίων η έρευνα με βάση τους αρχαίους συγγραφείς φανερώνει την πιθανή οικειοποίηση τους από τις πόλεις-κράτη, Αθήνα και Σπάρτη, με λίγα λόγια μπορεί να βάσισαν τη νομοθεσία τους σ’ αυτή της Κρήτης. Επειδή οι κυριότερες πόλεις-κράτη Αθήνα και Σπάρτη είχαν υπό την αιγίδα τους συμμαχικές ή υποτελείς πόλεις (Μεσσηνία, Άργος Συρακούσες κ.λπ.), το σύστημα και οι νόμοι ίσως να πέρασαν και στη δική τους δικαιοδοσία.
Ως πρώτο βήμα γνωρίζουμε ότι ο Μίνωας ήταν αυτός που κατάφερε να ενώσει όλες τις πόλεις της Κρήτης και να χωρίσει την ηγεμονία σε τρία διαμερίσματα. Το πρώτο και το πιο ξακουστό είχε πρωτεύουσα την Κνωσό και ήταν το μέρος όπου διέμενε ο ίδιος, το δεύτερο είχε την Φαιστό και το τρίτο διαμέρισμα είχε την Κυδώνια.
Από τη στιγμή που ήταν ο άρχων μιας τόσο μεγάλης περιοχής θα έπρεπε να μπορεί να την ελέγχει και να προσφέρει στους υπηκόους του τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης.
Από τον Αριστοτέλη (Πολιτικά Β’ τόμος) και από τον Πλούταρχο (Λυκούργος και Σόλων) μαθαίνουμε ότι οι νόμοι θεσπίστηκαν πρώτα από τον Μίνωα, καθώς και τα συντάγματα, η βουλή, οι βουλευτές και οι έφοροι, έγιναν κατά τη δική του ηγεμονία. Γράφουν δηλαδή ότι ο πρώτος Έλληνας που θέσπισε νόμους και σχημάτισε οργανωμένη πολιτεία ήταν ο Μίνωας. Οι νόμοι του μάλιστα θεωρούνταν τόσο δίκαιοι και ηθικοί, που εξαιτίας αυτού ορίστηκε μετά θάνατον αρχιδικαστής στον Άδη και έκρινε τα αδικήματα των νεκρών. Επίσης, και οι δυο προαναφερόμενοι φιλόσοφοι συμφωνούν ότι την Κρητική πολιτεία αντέγραψαν πρώτα οι Σπαρτιάτες με τον Λυκούργο και μετά οι Αθηναίοι με τον Σόλωνα.
Στο βιβλίο του Πλάτωνα Νόμοι, ο Κλεινίας, ο Αθηναίος και ο Μέγιλλος πραγματεύονται από πού προέρχονται οι νόμοι που διέπουν την Αθηναϊκή Πολιτεία και τη φύση των νόμων. Συγκεκριμένα στο στοίχο 624b ο Αθηναίος ισχυρίζεται ότι ο Μίνωας κατά την περίοδο του ένατου έτους θεσμοθετούσε τους νόμους, που παραλάμβανε από τον πατέρα του Δία.
Στο ίδιο βιβλίο (στ. 631c) ο Αθηναίος γνωστοποιεί ότι οι νόμοι της Κρήτης έχουν τόσο μεγάλη απήχηση σ’ όλον τον Ελλαδικό χώρο, γιατί είναι δίκαιοι.
«Γι’ αυτό το λόγο ο Μίνωας θέσπισε αυτούς τους Νόμους για τους πολίτες του, εξαιτίας των οποίων η Κρήτη ευημερεί ανέκαθεν, καθώς και η Σπάρτη από τότε που άρχισε να τους χρησιμοποιεί, επειδή οι νόμοι αυτοί είναι θεϊκοί» (Πλάτων, Μίνως, 320b).
Ένα ακόμα στοιχείο για την προέλευση των νόμων είναι στο βιβλίο του Πλάτωνα, Μίνως (στ. 318-321). Είναι μια συζήτηση ανάμεσα στον Σωκράτη και σ’ έναν εταίρο, ο οποίος καλείται να απαντήσει στην ερώτηση από πού πιστεύει ότι προέρχονται οι νόμοι.
ΕΤΑΙΡΟΣ: Λένε από την Κρήτη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αυτοί λοιπόν, οι Κρήτες, έχουν τους πιο παλιούς νόμους απ’ όλους τους Έλληνες;
ΕΤΑΙΡΟΣ: Ναι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ξέρεις ποιοι ήταν οι άξιοι βασιλείς τους; Ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς, γιοι του Δία και της Ευρώπης, δικοί τους είναι οι νόμοι
Ωστόσο δεν θα ήταν φρόνιμο να πιστέψουμε ότι ο Μυκηναϊκός πολιτισμός είχε πλήρως αφομοιώσει τα πολιτικά, νομικά ή πολιτισμικά στοιχεία που άφησε πίσω ο Μινωικός πολιτισμός. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να αποδεχτούμε ότι πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας είχαν κοινά σημεία με τις πολιτικές και κοινωνικές δομές της Κνωσού, της Φαιστού, της Κυδωνιάς και άλλων ισχυρών μοναρχιών της Κρήτης. Βλέπουμε ότι εκεί το κοινωνικό σύστημα ήταν φτιαγμένο σε τέσσερις τάξεις (βασιλείς και ιερείς, πολεμιστές, αγρότες, τεχνίτες), οι οποίες υποδιαιρούνταν σε κάστες αρκετά εύκαμπτες μεταξύ τους. Αυτό το στοιχείο μας παραπέμπει στις τάξεις της Πολιτείας του Πλάτωνα, όπου ένας που ανήκε στην τάξη του χειρονάκτη μπορούσε, εάν διέθετε τα κατάλληλα προσόντα, να μεταπηδήσει στη, τάξη του φιλόσοφου-βασιλιά ή του φύλακα και αντιστρόφως. Αυτή η συσχέτιση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Πλάτωνας υιοθέτησε κάποια στοιχεία της Κρητικής Πολιτείας στην ιδανική του Πολιτεία.
Στα μινωικά αρχεία μπορούμε να δούμε λογιστικές καταγραφές των αγαθών που παραδόθηκαν ή μένουν να παραδοθούν, τις καθημερινές συνεισφορές σε άτομα ή κοινότητες, τις πρώτες ύλες (μέταλλο, ξύλο κ.ά.), τους δούλους, τις θυσίες που είχαν γίνει και διάφορες άλλες συναλλαγές που γίνονταν. Μόνο οι ιερείς και ο ηγεμόνας είχαν τη δυνατότητα ελέγχου της παραγωγής και της διαθέσεως των προϊόντων, γι’ αυτό τον λόγο δεν υπήρχαν κάστες εμπόρων. Επειδή δεν υπήρχαν χρήματα καθιερώθηκε μια σειρά από πολύπλοκες ισοτιμίες ανάμεσα στο αντικείμενο από μέταλλο και σε κάποιο είδος διατροφής και ανάμεσα σε κάποιο είδος που μπορούσαν να ζυγίσουν και σε κάποιο που δεν μπορούσαν.
Με την εξέλιξη της ναυτιλίας και κατ’ επέκταση τη συνεχή επικοινωνία τους, οι Κάρες και οι Φοίνικες κατέλαβαν τις Κυκλάδες που μέχρι τότε ήταν ακατοίκητες και ξεκίνησαν την πειρατεία και τις ληστείες, με συνέπεια ο Μίνωας να συγκροτήσει πολεμικό ναυτικό και να τους διώξει από τις Κυκλάδες και να τις οικήσει με Κρήτες.
Αποτέλεσμα του πολεμικού ναυτικού του Μίνωα ήταν από τη μια ο ίδιος να γίνει θαλασσοκράτορας και από την άλλη να ελευθερωθούν οι θαλάσσιες οδοί και έτσι οι Έλληνες να μπορέσουν να ασχοληθούν και με τη ναυτιλία, να πλουτίσουν, να επικρατήσουν, να σταματήσουν το μεταναστευτικό βίο που τους εξανάγκαζαν οι κακοποιοί, και να κτίσουν πόλεις κ.τ.λ..
Η παράδοση λέει ότι ο Μίνωας και ο Σαρπηδόνας διηύθυναν στρατιωτικές εκστρατείες στην ξηρά και στη θάλασσα και αυτό γιατί είχαν γύρω τους μια κάστα πολεμιστών. Από τον Διόδωρο Σικελιώτη (Βίβλος 5, στ. 84) αντλούμε την πληροφορία ότι ο Μίνωας ήταν αυτός που δημιούργησε το πολεμικό ναυτικό και το εισήγαγε στην Ελλάδα, η οποία ήταν ακόμα προς ανάπτυξη και πριν από τον Μίνωα τα νησιά του Αιγαίου δεν είχαν μόνιμους κατοίκους, παρά ήταν μόνο λημέρια ληστών και πειρατών και αυτό γιατί δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί η ναυτιλία και η γεωργία και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να μείνουν στα μικρά νησιά για πολύ καιρό μόνιμοι κάτοικοι.
Μια πιθανή μνεία για τα μινωικά δάνεια στο μυκηναϊκό πολιτισμό είναι ίσως η παρουσία τους μετά την καταστροφή των Μαλιών, της Ζάκρου και της Φαιστού κατά τον 15ο αιώνα π.Χ.. Οι Αχαιοί εγκατέστησαν στην Κρήτη αριστοκρατία, αλλά παρ’ όλα αυτά διατήρησαν την γραφειοκρατία και το σύστημα διαχείρισης του δημόσιου πλούτου των Κρητών και ιδιαίτερα τη στρατιωτική τους εκπαίδευση, όπου ο βασιλιάς παραχωρούσε μια έκταση γης στους ιερείς των ναών, στους πολεμιστές και στους αυλικούς των ανακτόρων με αντάλλαγμα την παροχή υπηρεσιών, ενώ σε περίπτωση νικηφόρας εκστρατείας μοιράζονταν τα εδάφη που κυρίευαν και τους καλλιεργητές τους.
Οι αγροτικές κοινότητες ήταν οργανωμένες σε πατριές και έπρεπε να προμηθεύουν και να διαμοιράζουν τα προς το ζην στις άλλες τάξεις. Από τις λογιστικές πινακίδες που έχουν έρθει στο φως φαίνεται ότι αυτός ο διαμοιρασμός παρέμεινε ο ίδιος από την κορύφωση της μινωικής ως και αυτής της μυκηναϊκής εποχής. Αυτό τον διαμοιρασμό μπορούμε να τον δούμε και στη πολιτεία του Πλάτωνα, όπου ο αγρότης-χειρονάκτης ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει ένα μέρος του κόπου του στις άλλες τάξεις, γιατί εκείνες με τη σειρά τους τον προστάτευαν από τον μελλοντικό εχθρό και από την άλλη του πρόσφεραν σωστή και δίκαιη διακυβέρνηση.
Οι τεχνίτες για να ετοιμάσουν τον εξοπλισμό της χώρας έπαιρναν 34 μεταλλικά τάλαντα και οι αφελείς θεωρούσαν ότι είχαν υπεράνθρωπες δυνάμεις. Η εντύπωση αυτή πιθανόν να προερχόταν από τον θεό Ήφαιστο, οποίος ήταν τεχνίτης.

Για να κρατηθεί η τάξη ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις βασικός κανόνας ήταν η συλλογικότητα και η υπακοή στον ηγεμόνα. Αυτό το σύστημα μπόρεσε να διατηρηθεί χάρη στη γενεαλογία που αποδίδεται στον Μίνωα.
Το σύστημα αυτό των κοινωνικών τάξεων το συναντάμε και στις τάξεις των θεοτήτων. Κατά τον Ησίοδο υπήρχαν τέσσερις τάξεις: οι Τιτάνες (Κρόνος, Ρέα, Ωκεανός, Τήθυς, Κοίος, Φοίβη), που ήταν θεοί των ηγεμόνων και των ιερέων, οι θεοί του πολέμου (Ερινύες, Γίγαντες και Μελιάδες), οι Εκατόγχειρες, οι οποίοι ήταν προστάτες των εργατών της γης και τέλος οι Κύκλωπες, οι οποίοι ήταν παραδοσιακοί τεχνίτες της φώτισης και της ανοικοδόμησης.
Ένα παρόμοιο σύστημα τάξεων συναντάμε και στην ίδια την οικογένεια του Μίνωα. Οι τέσσερις γιοι του και οι τέσσερις κόρες του είναι πιθανόν εκπρόσωποι των αντίστοιχων τάξεων. Για παράδειγμα ο Δευκαλίων (ο Λευκός), θυμίζει το ένδυμα της κάστας των ιερέων και ιερειών. Ο Ανδρόγεως είναι ο ένδοξος πολεμιστής. Ο Κατρεύς είναι ο ποιμένας και ο Γλαύκος (ο Πράσινος) είναι γνωστός για τις περιπέτειες που οδήγησαν στο να γίνει πιστευτό ότι ήταν το τυπικό της μυήσεως των χυτών του ορείχαλκου.
Απόηχος των τάξεων του Μίνωα είναι ίσως οι τέσσερις φυλές της Αττικής, που αποδίδονται στον Θησέα. Ωστόσο δεν μπορούμε να μην μπούμε στον πειρασμό να συσχετίσουμε το γεγονός ότι ο Θησέας που ήταν φίλος με τον Δευκαλίωνα να είχε ακούσει για το σύστημα των τάξεων και να θέλησε να το εφαρμόσει στην Αθήνα. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε και το γεγονός ότι είχε πάει στην Κρήτη, καθώς και ότι είχε πάρει μαζί του την Αριάδνη, η οποία στο ένα και κοινό τους ταξίδι θα μίλησαν για τα της Κρήτης και τη διοίκηση του πατέρα της Μίνωα. Ακόμα και τα ίδια τα ονόματα των φυλών του Θησέα μαρτυρούν την πιθανή σχέση με τις μινωικές τάξεις. Οι Γελέοντες είναι οι Λαμπεροί-Φωτεινοί, οι Αιγικορείς είναι αυτοί που σείουν την πολεμική αιγίδα, οι Αργαδείς είναι οι εργάτες της γης και οι Οπλίτες είναι οι άνθρωποι του εργαλείου.
Από τον κώδικα των νόμων της Γόρτυνας εντοπίζουμε διατάξεις για διάφορα εγκλήματα, όπως στην περίπτωση της αρπαγής. Το αδίκημα τιμωρούταν ανάλογα αν το θύμα ήταν ελεύθερο άτομο ή υπόδουλος ή είλωτας ή οικιακός δούλος. Στην πρώτη περίπτωση ο θύτης πλήρωνε 1200 οβολούς, στη δεύτερη 120, στην τρίτη 30, στην τέταρτη 24, ενώ στην τελευταία 1 με 2 οβολούς. Το ίδιο ίσχυε και για τη μοιχεία, η οποία διαχωριζόταν στο αν η γυναίκα ήταν σύζυγος ενός ελεύθερου άνδρα ή απέταιρου, δηλαδή γύρω στους 1200 με 120 οβολούς.
Οι απέταιροι και οι μέτοικοι πλήρωναν ειδικούς φόρους και ασκούσαν το επάγγελμα των τεχνιτών, ενώ στους κλασικούς χρόνους το επάγγελμα των δικαστών. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά (στ. 1271b) ισχυρίζεται ότι οι υποταγμένοι πληθυσμοί (περίοικοι) κατείχαν τις ίδιες διατάξεις από την εποχή του Μίνωα. Αναφέρει επίσης ότι οι υπόδουλοι είχαν τα ίδια δικαιώματα, εκτός από το να λαμβάνουν μέρος στους γυμνικούς αγώνες και να έχουν όπλα.
Κατά τον κώδικα της Γόρτυνας ένας υπόδουλος μπορούσε να συνάψει γάμο ή να διαζευφθεί. Σε περίπτωση διαζυγίου την περιουσία την κρατούσε η σύζυγος. Η γυναίκα με τον γάμο γινόταν αυτόματα δουλοπάροικος στο ίδιο κτήμα με τον άνδρα και αν χώριζε γύριζε στο παλιό της αφεντικό. Μια γυναίκα που εγκατέλειπε το σπίτι της για να ζήσει μαζί μ’ έναν δουλοπάροικο γεννούσε στον κόσμο μελλοντικούς δουλοπάροικους.
Για τους δουλοπάροικους το νομικό σύστημα της Κρήτης είχε θεσπίσει νόμους σχετικά με την απελευθέρωσή τους. Αν μια ελεύθερη γυναίκα, στο δικό της κτήμα παντρευόταν με δουλοπάροικο τα παιδία τους ήταν ελεύθερα. Αν όλη η οικογένεια των ιδιοκτητών εξαφανιζόταν, το κτήμα το κληρονομούσαν αυτοί που δούλευαν σ’ αυτό. Ωστόσο απαγορευόταν σ’ έναν δουλοπάροικο να δραπετεύσει.
Ο νόμος προστάτευε τον δούλο από την αρπαγή, αλλά αυτό γινόταν για τα συμφέροντα των αφεντών και αν διέπραττε μοιχεία το ποσό της τιμωρίας διπλασιαζόταν ή τριπλασιαζόταν ανάλογα με την κοινωνική επιφάνεια της γυναίκας.
Πολλοί είναι αυτοί που έχουν ισχυριστεί ότι οι κρητικοί ηγεμόνες ήταν δίκαιοι και έξοχοι κριτές. Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι δίκαζαν στο δικαστήριό τους περιπτώσεις απλών ιδιωτών.
Κατά τον μινωικό αστικό κώδικα το πιο σημαντικό δικαίωμα είναι το δικαίωμα της πατριάς σε σχέση με την ιδιοκτησία και τη μητριαρχική διαδοχή. Ο ενδογαμικός συλλογικός γάμος ανάμεσα σε δυο μέλη μιας πατριάς κράτησε μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια και ανάγεται στα χρόνια του Μίνωα. Οι πρώτοι επίλεκτοι για την κληρονόμο ήταν μέλη της ίδιας φυλετικής ομάδας. Αν δεν υπήρχε κανείς που να θελήσει την κόρη τότε οι στενοί συγγενείς έκαναν προσφορά σ’ όλη τη φυλή, διαφορετικά όταν περνούσαν τριάντα μέρες αποφάσιζε εκείνη μόνη της.
Το νομικό σχέδιο προέβλεπε τα εξής: Οι γυναίκες παρέμεναν στο σπίτι του πατέρα τους ακόμα και όταν παντρεύονταν. Είχαν το δικαίωμα να πάνε στο σπίτι του συζύγου τους αν ήταν ικανές να φέρουν σε πέρας τις οικιακές δουλειές. Ο σύζυγος δεν είχε την δυνατότητα να πουλήσει ή να υποθηκεύσει την περιουσία της γυναίκας του, η οποία την ήλεγχε η ίδια. Μπορούσαν να χωρίσουν όποτε το επιθυμούσαν και η γυναίκα έπαιρνε μαζί της την προίκα της και τα μισά από όσα είχαν αποκτήσει μαζί. Κατά την Γόρτυνα έπαιρνε και 5 στατήρες ασήμι αν ο σύζυγος ήταν υπαίτιος για το διαζύγιο. Αν η γυναίκα πέθαινε άτεκνη τότε ο σύζυγος υποχρεούταν να επιστρέψει την περιουσία της γυναικάς και το ½ της τελευταίας σοδειάς στην οικογένεια της γυναίκας του. Η γυναίκα μπορούσε να αρνηθεί μια πρόταση σε γάμο σε περίπτωση χηρείας καταβάλλοντας αποζημίωση και είχε μερίδιο στην κληρονομιά.
Σχετικά με τα εγκλήματα πρώτου βαθμού, όπως είναι η ανθρωποκτονία εξαρτιόταν από τη θρησκευτική μιαρότητα. Η οικογένεια του θύματος ήταν υποχρεωμένη να εξαναγκάσει τον δράστη να πληρώσει. Από την άλλη ο φονιάς μπορούσε να εξαγνιστεί είτε με εκούσια εξορία, είτε με νηστεία, καθαρμό ή καταφυγή σε κάποιο ιερό, όπως έκανε και ο Απόλλωνας μετά την δολοφονία του Πύθωνα, θυσίες κ.τ.λ. Ωστόσο η δολοφονία ενός δούλου δεν είχε τόσες μεγάλες επιπτώσεις για τον θύτη.
Για τα μικρότερου βαθμού εγκλήματα, τα χτυπήματα και τα τραύματα ήταν αντίποινα. Κατά τον Ραδάμανθυ όταν επιβάλλουμε το ίδιο κακό σ’ αυτόν που μας έκανε κακό είναι σωστή δικαιοσύνη. Είναι εμφανής ο συσχετισμός με τον Μωσαϊκό νόμο ζωής αντί ζωής, οδόντα αντί οδόντα. Ο ποινικός κώδικας είχε επίσης καταναγκαστικά έργα, την καταδίκη σε ορυχεία και δουλεία. Για κλοπή, άδικη επίθεση ή ψευδομαρτυρία επιβάλλονταν βουρδουλιές, μαστιγώματα ή ξυλοφόρτωμα.
Την προδοσία την τιμωρούσαν με θάνατο. Απόδειξη αυτού είναι η ιστορία της Σκύλλας. Πριν ο Μίνωας κατευθυνθεί στην Αθήνα για να εκδικηθεί για τον θάνατο του γιου του πολιόρκησε τα Μέγαρα. Ο Νίσος βασιλιάς των Μεγάρων είχε στο κρανίο του μια τρίχα πορφυρού χρώματος, η οποία ήταν συνδεδεμένη με τη ζωή του. Η Σκύλλα, η κόρη του, ερωτεύτηκε τον Μίνωα και για να τον βοηθήσει έκοψε την τρίχα από το κεφάλι του πατέρα της εν αγνοία του Μίνωα. Ο Νίσος πέθανε κι έτσι τα Μέγαρα καταλήφθηκαν. Όταν όμως η Σκύλλα είπε στον Μίνωα με περηφάνια για το κατόρθωμά της, εκείνος την έριξε στη θάλασσα ή σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή την έδεσε στην πρύμνη του πλοίου του, όταν σαλπάρισε προς την Αθήνα.
Πέρα από τα όσα αναφέρθηκαν για το νομικό και αστικό σύστημα της Κρήτης, ο πιο ιερός νόμος τους ήταν ο θεσμός της φιλοξενίας δοσμένος από τον ίδιο τον Δια. Η σοβαρότητα του θεσμού διαφαίνεται από την τιμωρία των Αθηναίων, οι οποίοι σκότωσαν τον Ανδρόγεω και το τραγικό τέλος του Μίνωα, ο οποίος υπέπεσε σε ύβρη όταν αρχικά φυλάκισε τον Δαίδαλο και, στη συνέχεια, όταν τον κυνήγησε μέχρι την Σικελία.
Η ιερότητα του νόμου αυτού δεν ήταν διαδεδομένη μόνο στην Κρήτη αλλά και σε όλες τις πόλεις-κράτη. Είναι γνωστός ο μύθος των Δαναΐδων (Ικέτιδες, Αισχύλος), οι οποίες κατέφυγαν στο Άργος μαζί με τον πατέρα τους καταδιωκόμενες από τους πενήντα γιους του Αιγύπτου. Ο βασιλιάς του Άργους, Πελασγός, τους δέχτηκε ως ικέτες και τους φιλοξένησε, αλλά ωστόσο αυτές, με εντολή του πατέρα τους, σκότωσαν τους συζύγους τους, εκτός από την Υψιπύλη. Γι’ αυτό επειδή καταχράστηκαν τη φιλοξενία και υπέπεσαν σε μίασμα τιμωρήθηκαν στα Τάρταρα να γεμίζουν αιώνια ένα τρύπιο πιθάρι. Από αυτό προκύπτει ότι όχι μόνο αυτός που φιλοξενούσε αλλά και αυτός που κατέφευγε ως ικέτης έπρεπε να σέβεται το θεσμό αυτό.
ΕΝΑΣ Ή ΔΥΟ ΜΙΝΩΕΣ;

Τα αντιφατικά στοιχεία του χαρακτήρα του Μίνωα οδήγησαν στη σκέψη ότι δεν επρόκειτο για έναν άνθρωπο αλλά για δυο, καθώς και ότι ίσως το όνομα αυτό να ηχούσε ως τίτλος, όπως για παράδειγμα ο τίτλος του Φαραώ στην Αίγυπτο.
Ωστόσο για την άποψη ότι υπήρχαν δυο Μίνωες μπορούμε να πούμε το εξής:
Από τη μια παρουσιάζεται ένας Μίνωας δίκαιος και καλός που ενδιαφέρεται για τη μοίρα των πολιτών του, φτιάχνει νόμους και στη μετά θάνατον ζωή ορίζεται κριτής αυτών που θα πάνε στα Ηλύσια Πεδία ή στον Τάρταρο, και από την άλλη βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν άνθρωπο έρμαιο του θυμού του, ο οποίος τον οδηγεί να διαπράξει τη μεγαλύτερη ύβρη κατά τους Κρήτες, την φυλάκιση ενός φιλοξενούμενού του (Δαίδαλος). Αν σκεφτούμε όμως το γεγονός ότι η ιστορία στην Αθήνα ξαναγράφεται με προσταγή του Πεισιστράτου τον 6ο αιώνα όπου για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή του ο αστικός ήρωας Θησέας ίσως πιθανόν τα δυσφημιστικά στοιχεία να ενσωματώθηκαν ώστε να τονωθεί το πατριωτικό φρόνημα των Αθηναίων.
Ο Στράβωνας λέει από τη μια ότι ο Μίνωας ήταν σπουδαίος θαλασσοκράτορας και νομοθέτης και από την άλλη ότι προσποιούταν ότι έπαιρνε τους νόμους κατευθείαν από το Δία, εννοείται, για να θεωρούνται οι εντολές (οι νόμοι) του ως θείες επιταγές. Αυτό το χαρακτηριστικό, όμως συναντάται αρκετές φορές στην ιστορία. Είναι γνωστό ότι πολλοί βασιλείς, όπως ο Πεισίστρατος, ο Μ. Αλέξανδρος, ο Αιακός κ.ά. ήταν βασιλιάδες που ισχυρίζονταν ότι είναι γιοι θεών, ώστε να γίνουν σεβαστοί από τους υπηκόους τους, κάτι που πιθανόν να διέπραξαν και οι δυο Μίνωες.
Κατά τον ιστορικό Διόδωρο υπήρχαν δυο βασιλιάδες με το όνομα Μίνωας. Ο Μίνωας Α’ ισχυρίζεται ότι έζησε το 1210 και ο Μίνωας Β’ το έτος 1031. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Ηρόδοτος και συγκεκριμένα λέει ότι ο Μίνωας Α’ έζησε τρεις γενιές πριν από τον Τρωικό πόλεμο ( Ηρόδοτος Ζ, στ. 171).
Ο Διόδωρος Σικελιώτης για το Μίνωα Β’ λέει τα εξής: «ο Μίνωας διαδέχτηκε στο θρόνο τον Αστέριο, παντρεύτηκε την Ιτώνη, την κόρη του Λυκτία και γέννησε το Λύκαστο, ο οποίος τον διαδέχτηκε στο θρόνο. Ο Λύκαστος παντρεύτηκε την Ίδη, την κόρη του Κορυβάντα και γέννησε τον Μίνωα το δεύτερο, τον οποίο μερικοί αναφέρουν ως γιο του Δία. Αυτός, πρώτος από τους Έλληνες, συνέστησε αξιόλογη ναυτική δύναμη και έγινε θαλασσοκράτορας. Παντρεύτηκε την Πασιφάη, την κόρη του Ήλιου, και γέννησε το Δευκαλίωνα, τον Κατρέα, τον Ανδρόγεω και την Αριάδνη, αλλά απέκτησε και πολλά νόθα παιδιά». (Διόδωρος Βίβλος 4, στ. 60 – 61). Γι’ αυτό ως θαλασσοκράτορας και αυτός που κατάφερε να υποτάξει τους Αθηναίους θεωρήθηκε ο δεύτερος Μίνωας.
Πέρα όμως από το ποιος ήταν ο Μίνωας ή αν τελικά ήταν ένας τίτλος ή όχι ο Μινωικός πολιτισμός κατάφερε να εξαπλωθεί και να επικρατήσει σ’ όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Οι Κρήτες έχτισαν «αποικίες» και για αρκετούς αιώνες με τη ναυτιλία που είχαν αναπτύξει ήλεγχαν τις περιοχές της Μεσογείου. Εξάλλου είναι γνωστή η στενή επαφή τους με τους Αιγυπτίους. Μια επαφή που οδήγησε ακόμα και σε θρησκευτικά δάνεια, κάτι που δείχνει μια πιο βαθιά σχέση ανάμεσα στους δυο αυτούς πολιτισμούς, γιατί η θρησκεία ακόμα και σήμερα θεωρείται ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους ανθρώπους…

loading...