Φόρος τιμής στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ

Του Μανώλη Βεληβασάκη,Προέδρου ΠΣΚ

Πριν από ενάμιση αιώνα, Αμερικανοί πολίτες είχαν συγκεντρωθεί τη ημέρα Μνήμης των Πεσόντων, (Memorial Day), για να τιμήσουν αυτούς που είχαν χαθεί στις πολυάριθμες μάχες. Αναμφισβήτητα δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά από το να θυσιαστεί ο ένας για τον άλλον. ΄Ετσι με το πέρασμα των χρόνων και διάφορων πολέμων, οι Αμερικανοί πολίτες δεν σταμάτησαν ποτέ να τιμούν αυτούς που θυσιάστηκαν για τη χώρα. Οι πράξεις των πατριωτών αυτών μιλούνε από μόνες τους. Ο πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν όταν μίλησε για τη μάχη στο Γκέτυσμπουργκ το 1863, αναφέρθηκε για την ανεπάρκεια των λέξεων σε περιπτώσεις τέτοιες: «Ο κόσμος λίγα θα καταγράψει ούτε θα θυμάται τίποτα απ’ ότι πούμε εδώ, αλλά πότε δε θα ξεχάσει τι έγινε εδώ».

Το ίδιο και για εμάς, οι λέξεις είναι τόσο αδύναμες για να υποδείξουν τις θυσίες που έγιναν από τόσους πολλούς. Τους τιμούμε, τους επαινούμε, τους θυμόμαστε. Επίσης κάνουμε και κάτι άλλο: αναγνωρίζουμε ότι ο αγώνας τους – ο αρχέγονος αγώνας για την ελευθερία – συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Όπως τα ποτάμια εκβάλλουν στη θάλασσα έτσι και όλοι οι αγώνες στην ιστορία μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον απώτερο σκοπό της Ελευθερίας.

Σήμερα όμως, θα ήθελα να επικεντρώσω την προσοχή μας σ’ ένα άλλο σύνολο ηρώων, τους απλούς πολίτες! Στους πρωτοπόρους Έλληνες γυναίκες και άνδρες που πρώτοι πάτησαν πόδι σ’ αυτή τη χώρα, τις ΗΠΑ, πριν από εκατό και περισσότερα χρόνια και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο κτίσιμο αυτής της χώρας αυτής και της κοινωνίας που ζούμε σήμερα! Ένα σύνολο ανθρώπων οι οποίοι τα καθημερινά όπλα τους για επιβίωση ήταν ο κασμάς και το φτυάρι, που μόχθησαν χτίζοντας σιδηροδρόμους, δουλεύοντας στα ανθρακωρυχεία και στα ορυχεία χαλκού, όπου αντιμετώπιζαν τρομερές δυσκολίες, αλλά με τρομερή αποφασιστικότητα, σκληρή δουλειά και ιδρώτα, και παρόλο που ίσως δεν καταλάβαιναν τη σημασία των κόπων τους τότε, συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού του μεγάλου έθνους!

Πολλοί Έλληνες, κυρίως νέοι άνδρες, ήρθαν στην Αμερική εξαιτίας της φτώχειας που υπήρχε στη χώρα μας και λόγω της υποχρέωσης να δώσουν προίκα στις αδερφές τους. Μεταξύ του 1906 και του 1914, κατά μέσο όρο κάθε χρόνο ερχόντουσαν στην Αμερική 31.000 νέοι άνδρες. Η ιστορικός Ελένη Παπανικόλα, που κατέγραψε στο βιβλίο της «Μόχθος και Μαίνος στην Καινούρια Γη – οι Έλληνες μετανάστες της Γιούτα» την ιστορία των πρώτων Ελλήνων μεταναστών, αναφέρει: «Ολόκληρα Ελληνικά χωριά ερημώναν και έμεναν μόνο με τις γυναίκες, τα παιδιά και μερικούς ηλικιωμένους».

Όλοι προσδοκούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα σε μερικά χρόνια. Η ίδια η ελληνική κυβέρνηση παρότρυνε την μετανάστευση στην Αμερική, με την ελπίδα ότι οι μετανάστες θα δούλευαν και θα έστελναν χρήματα πίσω στις οικογένειές τους, και θα επέστρεφαν και οι ίδιοι πίσω. Χιλιάδες τόλμησαν να περάσουν τον ωκεανό στοιβαγμένοι σε καράβια, υπομένοντας άθλιες συνθήκες, σ’ ένα ταξίδι που διαρκούσε ένα μήνα, με το όνειρο ότι θα πατούσαν επιτέλους το πόδι τους στη γη της αφθονίας και της ελευθερίας! Τη γη της Αμερικής!

Αυτοί που δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά στις μεγαλουπόλεις της ανατολικής ακτής δελεάζονταν από τους πράκτορες ευρέσεως εργασίας στη Δύση. Δούλεψαν σ’ όλη την ενδοχώρα τοποθετώντας σιδηροδρομικές γραμμές στα λιβάδια, χτίζοντας δρόμους, σκάβοντας υπονόμους, και καθαρίζοντας τη γη από αγριόχορτα. Επέβαιναν σε φορτηγά τρένα κρυφά για να μεταφερθούν από το ένα μέρος στο άλλο, μασουλώντας ψωμί μπαγιάτικο και φασόλια, προσπαθώντας να μάθουν κάποιες λέξεις της καινούριας γλώσσας από μικρά ελληνοαμερικανικά λεξικά αγορασμένα από τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Μέσα στη σύγχυσή τους, ανέβαιναν σε λάθος φορτηγά βαγόνια, το φαγητό τους τελείωνε και επιπλέον έπρεπε να προσέχουν μην τους βρουν οι επιθεωρητές των τρένων, για τους οποίους τους είχαν προειδοποιήσει οι συμπατριώτες τους. Κρυβόντουσαν από τους λειτουργούς των πόλεων γιατί θα τους χρέωναν τρία δολάρια φόρο κεφαλής και θα τους φυλάκιζαν αν δεν μπορούσαν να τον πληρώσουν.

Το καφενείο “Ανοιχτή Καρδιά” στην “Ελληνική Πόλη” του Σολτ Λέικ Σίτι στις αρχές του 20ου αιώνα. ΄Ορθιος ο ιδιοκτήτης Εμμανουήλ Κατσανέβας.

Ύστερα από αυτό το μακρύ και επίπονο ταξίδι, κανείς δεν ήξερε τι τους περίμενε σ’ αυτήν την καινούρια γη! Στη Γιούτα, υπεύθυνος για την εύρεση εργασίας στους Έλληνες μετανάστες ήταν ο πράκτορας Λεωνίδας Γ. Σκληρής, ο θρυλικός «Τσάρος των Ελλήνων». Ο Σκληρής, ένας από τους επιφανής εμπόρους Ελλήνων μεταναστών στη Δύση έβρισκε δουλειά στους μετανάστες στην Εταιρεία Χαλκού της Γιούτα, στις σιδηροδρομικές εταιρίες της Δύσης (Western Pacific Railroad, Denver &Rio Grande Western Railroad) και στα ανθρακωρυχεία της κομητείας του Κάρμπον. Οι άντρες περίμεναν μήνες στα καφενεία για δουλειά. Ο Σκληρής απαιτούσε υπερβολική αμοιβή από τους μετανάστες που έψαχναν δουλειά, καθώς επίσης και μηνιαία αμοιβή μετά που τους έβρισκε εργασία. Η στυγνή εκμετάλλευση από τον Σκληρή οδήγησε τους Έλληνες μετανάστες να ξεσηκωθούν κατά του συστήματος των εργατοπατέρων – προστατών στην απεργία του Μπίνγκαμ το 1912. Στα καφενεία οι νέοι μετανάστες έμαθαν για τα νέα ανθρακωρυχεία της Κομητείας του Κάρμπον και από το 1905 υπήρχαν παντού Ελληνες (Castle Gate, Spring Canyon, Sunnyside, Black Hawk, Helper, Winter Quarters, Scofield, and Price). Καινούριες φλέβες άνθρακα βρίσκονταν συνέχεια και οι Έλληνες μετανάστες γράφαν πίσω στην πατρίδα ότι υπάρχει δουλειά για όλους στα ορυχεία.

Φτάνοντας στα ορυχεία, έβρισκαν τον εαυτό τους να στροβιλίζεται στην ταραχώδη και θορυβώδη ζωή της κομητείας του Κάρμπον, στις αρχές του αιώνα. Οι πόλεις στα ορυχεία ήταν πρόσφορο έδαφος για ένα οικείο συνονθύλευμα ανθρώπων που αποτελούνταν από πράκτορες ευρέσεως εργασίας, χαρτοπαίκτες, ταραχοποιούς, όλοι τους έχοντας σα στόχο την εκμετάλλευση των ανθρακωρύχων! Οι άνθρωποι που δούλευαν στα ορυχεία ζούσαν σε παράγκες και οικοτροφεία, διαιρεμένα σύμφωνα με την εθνικότητα. Οι άνθρωποι έμεναν εμβρόντητοι από αυτά που αντίκριζαν στην Αμερική. «Η μοναξιά των λειβαδιών και των ερήμων ήταν σκληρή γι’ αυτούς. Ερχόντουσαν από μια κοινωνική ζωή…» Στους άντρες κυρίως έλειπαν οι γυναίκες σύντροφοί τους, ο συνδετικός κρίκος της κουλτούρας τους!

Οι συνθήκες εργασίας στα ορυχεία και στα συνεργεία των σιδηροδρόμων ήταν άθλιες και επικίνδυνες! Η ασφάλεια των ανδρών δεν είχε σημασία για τα αφεντικά, οι οποίοι μπορούσαν να τους αντικαταστήσουν αμέσως αν σκοτώνονταν ή σακατεύονταν. Η ίδια η ελληνική κυβέρνηση θορυβήθηκε από την παρατεταμένη παραμονή των Ελλήνων στην Αμερική. Αναφορές των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και εργασίας ήταν πρωτοσέλιδα στις ελληνικές εφημερίδες καθημερινά. Πολλοί από τους Έλληνες επέστρεφαν πίσω στην Ελλάδα, ανάπηροι, τυφλοί και στερημένοι! Πολλές εφημερίδες και η κυβέρνηση έστειλαν ανταποκριτές στην Αμερική για να καταγράψουν την κατάσταση μόνοι τους! Ένας τέτοιος κυβερνητικός συγκάλεσε συγκέντρωση στην αίθουσα υποδοχής του ξενοδοχείου και συμβούλεψε τους μετανάστες να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα το συντομότερο δυνατό!

Κάποια άλλη ανταποκριτής, ήταν μια νεαρή μορφωμένη γυναίκα, σύζυγος ενός Αθηναίου εκδότη, η Μαρία Οικονομίδου. Η μόρφωσή της και οι πρωτοπόρες αντιλήψεις του άντρα της σε κοινωνικά θέματα, της προσέφεραν την ευκαιρία να ταξιδέψει στην Αμερική μόνη της. Επισκέφτηκε τις ελληνικές περιοχές των μεγαλουπόλεων και μετά ξεκίνησε για την αναζήτηση των εκατοντάδων εργατών στην ενδοχώρα και τη Δύση. Εκεί κατέγραψε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας και τον αφανισμό των Ελλήνων εργατών! Όταν έφτασε στη Γιούτα το 1914, επισκέφτηκε αρκετά ορυχεία στο Κλίαρ Κρηκ, όπου και έγραψε με ανατριχιαστική λεπτομέρεια αυτά που είχε δει.

Σε μια από αυτές τις εμπειρίες της περιγράφει ότι ταξίδεψε τρία μίλια σε απόλυτο σκοτάδι, όπου και συνάντησε μια ομάδα σκελετωμένων ανδρών. Μια δέσμη φωτός φαινόταν από τις λάμπες που φορούσαν στα καπέλα τους. Στέκονταν σε παγωμένα νερά χτυπώντας ρυθμικά τις αξίνες τους σ’ ένα τοίχο με κάρβουνο. Τότε τους φώναξε: «Γεια σας Κρητικόπουλα! Ο Θεός της Κρήτης μαζί σας!» Ξαφνιασμένοι από τη θηλυκή φωνή που τους μιλούσε στη γλώσσα τους ρίξαν τις αξίνες και πλησίασαν με επιφύλαξη! Η φωνή φαινόταν να έρχεται από τον ουρανό του ορυχείου! Όταν πλησίασαν και έριξαν το φως από τα καπέλα τους πάνω στο πρόσωπό της έμειναν έκπληκτοι, και ένα πανύψηλο Κρητικοπούλο δάκρυσε!

Η Μαρία Οικονομίδου επισκέφτηκε τις παράγκες που διέμεναν οι νεαροί Κρήτες. Δέκα, δεκαπέντε άντρες μαζί σε μια καλύβα και μαγείρευαν με τη σειρά. Οι άντρες έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να βρουν μια καρέκλα για να καθίσει και να στρώσουν κάτι στο τραπέζι! Της είπαν για την καταπίεσή τους και για τον έλεγχο της ζωής τους κυριολεκτικά από τα αφεντικά τους και τους εργατοπατέρες, και τον μόνιμο φόβο τους να μη σκοτωθούν ή αρρωστήσουν! Η απροθυμία τους να επισκεφτούν τους γιατρούς της εταιρείας ήταν επειδή τους συμπεριφερόντουσαν σαν ζώα! Οι ζωές τους τούς έλεγαν ότι δεν είχαν καμιά αξία και χιλιάδες υπήρχαν στην ουρά για να πάρουν την θέση τους. Η Ελληνίδα δημοσιογράφος ήταν επίσης αποτροπιασμένη για τον ενθουσιασμό που δείχναν οι άνδρες για μια προκλητική Ελληνίδα ερμηνεύτρια, τη Μαντάμ Σοφία. Συνοδευόμενη από βιολί και λάουτο, χόρευε και τραγουδούσε με τη χάρη ενός ελέφαντα και τη φωνή ενός λύκου! Ένας από τους ανθρακωρύχους είπε: «αν δεν έχουμε και αυτήν την ψυχαγωγία να μας αποσπά την προσοχή θα είχαμε μεταμορφωθεί σε άγρια ζώα!»

Οι εργάτες στις απομονωμένες σιδηροδρομικές γραμμές ήταν ακόμα πιο τρομοκρατημένοι. Χωρίς σχολείο και εκκλησία, «οι ψυχές τους απλά μαράζωναν»! Μια ελληνική παροιμία βγήκε στη νέα αυτή χώρα: «Στην Αμερική μέχρι και τα άγρια ζώα μπορούν να μάθουν» αλλά αυτό δεν ίσχυε στην περίπτωση των συνεργείων και των εργατών που έστρωναν δρόμους στις ερήμους και στις πεδιάδες! Σα να μην έφταναν αυτές οι κακουχίες, οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν και ή άνιση μεταχείριση. Οι μισθοί ήταν χαμηλότεροι από αυτούς που παίρναν οι Αμερικάνοι, ήταν απομονωμένοι σε συνεργεία σιδηροδρομικών γραμμών και συνήθως τους έβαζαν να κάνουν τις πιο επικίνδυνες δουλειές και τους απαγορευόταν να ζουν ή να αγοράζουν εκτάσεις σε συγκεκριμένες περιοχές.

Βάφτιση του Γιώργου Χειμωνά στο Σάνι Σάιντ της επαρχίας Κάρμπον, περίπου το 1920. Ο τελευταίος άνδρας πάνω δεξιά είναι ο πρώτος ΄Ελληνας δάσκαλος στο Κάρμπον, ο κος Καμπουράκης.

Ο γενικός πληθυσμός, φανερά θορυβημένος από την ξαφνική εμφάνιση εκατοντάδων σκουρόχρωμων ανύπαντρων ανδρών, ήταν εχθρικός. Οι Έλληνες ήταν έκπληκτοι με την εχθρικότητα των Αμερικανών. «Τα αποβράσματα της Ευρώπης», «εξαθλιωμένοι, βάρβαροι ξένοι» τους αποκαλούσαν στα γραπτά, και τους χλεύαζαν και αποδοκίμαζαν όταν ζητούσαν δουλειά. Στα καφενεία μάθαιναν για τις επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων: το κάψιμο της Ελληνικής πόλης της Ομάχας, και η εξάρθρωση ενός συνεργείου που καθάριζε αγριόχορτα νότια από το Μπόϊζ, ΄Αϊνταχο από μασκοφόρους πάνω σε άλογα που κρατούσαν μαστίγια και όπλα.

Ο ρατσισμός στη Γιούτα κορυφώθηκε με την παρουσία της οργάνωσης Κου Κλουξ Κλαν το 1920. Ο σκοπός της Κου Κλουξ Κλαν ήταν να επιβάλλει και να προστατέψει τις ιδέες που διαδίδονταν από τους λευκούς Προτεστάντες. Τα μέλη της οργάνωσης Κλαν, απειλούσαν και τις επιχειρήσεις των μεταναστών. Οι Έλληνες επιχειρηματίες ενώθηκαν με άλλους μετανάστες επιχειρηματίες στην περιοχή, Χέλπερ, και αντιστάθηκαν στην οργάνωση Κλαν. Κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της οργάνωσης Κλαν, μια άλλη μεγαλειώδης ατυχία χτύπησε την καινούρια ελληνική κοινότητα της Γιούτα, στις 8 Μαρτίου του 1924. Μια έκρηξη στο ορυχείο 2 του Καστλ Γκέιτ σκότωσε 172 άνδρες αφήνοντας 417 προστατευόμενα μέλη ορφανά. Σαράντα εννέα Έλληνες ήταν ανάμεσα στους νεκρούς, και άφησαν σαράντα ένα ορφανά. Σαράντα οκτώ από τους σαράντα εννέα ήταν Κρητικοί! Σε επτά οικογένειες, ο πατέρας μαζί με τον μεγαλύτερο γιο είχαν σκοτωθεί! Η συγκίνηση στις ελληνικές πόλεις της κομητείας ήταν απερίγραπτη! Γυναίκες στα μαύρα μοιρολογούσαν και θρηνούσαν τους νεκρούς άνδρες και γιους τους. Μαζικές νεκρώσιμες ακολουθίες έγιναν σε δημόσιους χώρους επειδή η εκκλησία του Πράις δεν ήταν αρκετά μεγάλη. Οι ΄Ελληνες επιχειρηματίες του Χέλπερ ζητούσαν δωρεές ανάμεσα στους ΄Ελληνες και το ποσό των $131.000 δολλαρίων μαζεύτηκε για να διανεμηθεί προς ανακούφιση των χήρων και των ορφανών!

Μέχρι το 1905 χιλιάδες Έλληνες είχαν καταφθάσει στη Γιούτα και εκείνη τη χρονιά χτίστηκε η διπλανή εκκλησία. Αφιερώθηκε στην Αγία Τριάδα. Η εκκλησία στέκεται επιβλητικά στην «περιοχή των μεταναστών» που κατοικούνταν πιο μπροστά από τους Μορμόνους. Η περιοχή ονομάστηκε “Ελληνική Πόλη”. Η εκκλησία χτίστηκε για να μπορούν οι Έλληνες μετανάστες να τιμούν τις μεγάλες γιορτές της Ορθοδοξίας και κυρίως να μπορούν να ενταφιάζονται με τις τελετουργίες των προγόνων τους, αν απεβίωναν σε ξένο έδαφος! Κηδείες νεαρών ανδρών που έχαναν τη ζωή τους στη ξενιτιά γίνονταν συνέχεια στην εκκλησία είτε από κατάρρευση ορυχείων, είτε από ατυχήματα στους σιδηρόδρομους. Εκατόν πενήντα τρεις Έλληνες σκοτώθηκαν μεταξύ του 1907 και 1960, οι περισσότεροι την περίοδο 1910-1924. Το 1915 δεύτερη Ελληνική εκκλησία χτίστηκε στο Πράϊς της Γιούτα, και εγκαινιάστηκε στις 15 Αυγούστου το 1916. Ειδικά δρομολόγια τρένων έφεραν τους Έλληνες ανθρακωρύχους από τους καταυλισμούς για να γιορτάσουν τα εγκαίνια της εκκλησίας με πυροβολισμούς στον αέρα.


Γαμήλια φωτογραφία, 15 Απριλίου του 1923. Γαμπρός ο Μανώλης Λαδάκης και νύφη η Κατίνα Λαδάκη. Η νύφη ζούσε στη Χάννα στο Γουαϊόμινγκ

Καθώς το όνειρο επιστροφής στην πατρίδα γίνονταν όλο και πιο μακρινό οι άνδρες αισθάνθηκαν την ανάγκη να κάνουν οικογένειες και σπιτικά! Έφεραν νύφες από την πατρίδα που διάλεγαν από φωτογραφίες. Οι νύφες έφερναν μαζί τους και τις παραδόσεις των τόπων τους. Οι οικογένειες ζούσαν σε γειτονιές σαν να ήταν σε ελληνικά χωριά. Οι γυναίκες ψήναν ψωμί σε εξωτερικούς θολωτούς επίγειους φούρνους, καλλιεργούσαν κήπους με λαχανικά και τους πότιζαν με το άφθονο νερό που υπήρχε στη Γιούτα, και γενικότερα βοηθούσαν ο ένας τον άλλο στις γέννες και στις αρρώστιες. Οι άνδρες δεν ήταν οι μοναδικοί που έκαναν τη σκληρή δουλειά! Οι γυναίκες συχνά είχαν αρκετούς άνδρες οικότροφους, είτε συγγενείς δικούς τους ή των συζύγων τους. Μερικές είχαν οικοτροφεία ενώ παράλληλα μεγάλωναν ένα μεγάλο αριθμό παιδιών. ικογένειες των επτά ή οκτώ παιδιών ήταν κάτι το συνηθισμένο.

Σύντομα, ελληνικά σχολεία άρχισαν να εμφανίζονται στο Σολτ Λέικ Σίτυ και στις περιοχές των ορυχείων. Μια Παν-Ελληνική ένωση ιδρύθηκε στο Σολτ Λέικ Σίτυ και μετά μια άλλη στην κομητεία του Κάρμπον. Αρκετοί τοπικοί οργανισμοί ιδρύθηκαν όπως αυτός των Κρητών και αργότερα άλλοι. Αυτό που είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο είναι ότι σε

λιγότερο από μία γενεά οι Έλληνες της Γιούτα κατάφεραν να «χτίσουν» μια αυτάρκη και λειτουργική κοινότητα! Αυτοί που αρχικά ήρθαν στην Αμερική δεν είχαν πρόθεση να μείνουν, αυτοί όμως που έμειναν δημιούργησαν μια ιδιαίτερη πολιτιστική παράδοση – μια παράδοση που δικαιολογούσε τις ελληνικές ρίζες τους αλλά και την εμπειρία που αποκόμισαν και από την Αμερική.

Αφήνοντας τη φτωχή χώρα τους για οικονομική ασφάλεια, οι Έλληνες μετανάστες αντιμετώπισαν δυσκολίες στα ορυχεία της Γιούτα και ρατσισμό από τους κατοίκους της. Παρόλα αυτά πολέμησαν σκληρά να κρατήσουν την ταυτότητα τους και τα εργατικά δικαιώματά τους! Η παρουσία των γυναικών σταθεροποίησε την κοινότητα και τους έδωσε δύναμη. Σύντομα ο όρος «΄Αγριοι Έλληνες» ήταν ένας χαρακτηρισμός του παρελθόντος.

Οι άνδρες και γυναίκες της Γιούτα, πρωτοπόροι της Δύσης, με το μόχθο, τον ιδρώτα και το αίμα τους συνεισφέραν στο κτίσιμο αυτού του μεγάλου ΄Εθνους! Με τις αξίνες τους εξόρυξαν το κάρβουνο για την βιομηχανική επανάσταση! Με τα χέρια τους έστρωσαν χιλιάδες μίλια σιδηροδρομικών γραμμών για τη δημιουργία του διηπειρωτικού σιδηρόδρομου που ένωνε τα βιομηχανικά κέντρα της Ανατολής και της Δύσης! Οι Έλληνες και Ελληνίδες πρωτοπόροι άνδρες και γυναίκες της Δύσης χωρίς να το συνειδητοποιούν εκείνη τη στιγμή ήταν αυτοί που συμμετείχαν στο χτίσιμο ενός ολόκληρου έθνους, λιθαράκι λιθα-ράκι, χτύπημα με χτύπημα τις αξίνας, φτιάρισμα με φτιάρισμα τους χώματος, από κάτω προς τα επάνω.

Όλοι αυτοί οι Έλληνες πρωτοπόροι πρέπει να είναι οι ήρωές μας! Αυτοί που θυσιάστηκαν στα αμέτρητα ατυχήματα στα ορυχεία και στους σιδηροδρόμους, αυτοί που παρενοχλήθηκαν, εκδιώχθηκαν και σκοτώθηκαν στις απεργίες, αυτοί που θυσιάστηκαν υπερασπίζοντας τη αξιοπρέπεια και την ελευθερία, αυτοί που αφιέρωσαν τις ζωές τους για να στρώσουν το μονοπάτι και να βάλουν τις βάσεις για τη δική μας πρόοδο και ευημερία, ας τους αποτίσουμε φόρο τιμής και ας αφιερώσουμε στην ευλογημένη μνήμη τους αυτή τη γιορτή της Ημέρας Μνήμης Πεσόντων!

Ο μεγαλύτερος φόρος τιμής που μπορούμε να προσφέρουμε σ’ αυτούς που θυσιάστηκαν είναι να κυματίσουμε το λάβαρο της ελευθερίας! Ο μεγαλύτερος φόρος τιμής σ’ όλους αυτούς που μόχθησαν στους σιδηροδρόμους και στα ορυχεία, είναι να κυματίσουμε το λάβαρο της προόδου και ευημερίας μας!

Σημείωση. Το άρθρο αυτό βασίστηκε στον Πανηγυρικό λόγο για την εορτή της «Ημέρα Μνήμης των Πεσόντων» που εξεφωνήθει από τον τότε Πρόεδρο της ΠΕΑ κ. Μανώλη Ελ. Βεληβασάκη στο Σάλτ Λέικ Σίτυ της Γιούτας στις 25 Μαϊου 2008.

Φωτογραφίες από τον Ιστορικό Σύλλογο της Πολιτείας της Γιούτα.

http://agonaskritis.gr/φόρος-τιμής-στους-πρωτοπόρους-΄ελλην/

loading...

2 thoughts on “Φόρος τιμής στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ

  1. ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΠΑΤΡΙΩΤΗ. ΠΛΕΝΟΝΤΑΙ ΠΙΑΤΑ ΣΕ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΑΙ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΟΚΤΩ…ΠΛΕΝΟΥΜΕ ΤΑ ΠΟΔΑΡΙΑ ΜΑΣ ΑΜΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΜΑ…ΑΞΕΧΑΣΤΕ ΤΣΙΦΟΡΕ….

  2. Ποτε εγιναν αυτα mister? Γιατι εμεις γνωριζουμε οτι στην κατασκευη των σιδηροδρομικων γραμμων Ανατολης-Δυσης εργαζονταν Κινεζοι.Χμ..χμ..χμ
    Το 1910 οι Ελληνες εργαζονταν ως cleaners', επλεναν πιατα ή σφουγγαριζαν πατωματα εστιατοριων και ξενοδοχειων.Ελαχιστοι εργαστηκαν σε ορυχεια στην ενδοχωρα.Και οι χειροτεροι εκμεταλευτες τους ηταν…Ελληνες!
    Τα υπολοιπα ειναι fake…Τα ιδια λενε οι Ιρλανδοι,οι Ιταλοι,οι Πολωνοι,οι Μαυροι,οι Κινεζοι,οι Μεξικανοι κλπ κλπ.Ολοι…κτισανε την Αμερικη και μπλαμπλαμπλα.
    Τα εδαφη ομως τα αρπαξαν απο τους νομιμους κατοχους τους Ινδιανους,που τους εξοντωσαν χωρις ελεος.Ετσι κυματιζει το λαβαρο της ελευθεριας…με την σφαγη των γηγενων…mister.

Comments are closed.