Θα σας διηγηθώ μια ιστορία που μου είπε πριν από αρκετά χρόνια ο παππούς ο Κώστας.

Ο παππούς ο Κώστας το 1960 εργαζόταν ως οικοδόμος στα Πομακοχώρια.

Έφτιαχνε το σπίτι ενός οικογενειάρχη ο οποίος είχε ένα ψηλό όμορφο παλικάρι αλλά δεν μιλούσε. Το μεσημέρι που του έκαναν το τραπέζι ρώτησε ο παππούς ο Κώστας τον πατέρα του παλικαριού για ποιο λόγο δεν μιλάει ο γιός σας γεννήθηκε έτσι; Συγνώμη κιόλας που ρωτάω έτσι αδιάκριτα είπε απλά ήθελα να μάθω αν συνέβη κάτι και του λέει ο πατέρας του παλικαριού του συνέβη κάτι πριν από μερικά χρόνια όταν είχε πάει στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του τον είχε καλέσει πεθερός του για φαγητό κάθισε μέχρι αργά το βράδυ και τα έλεγαν εκεί με τα πεθερικά του κάποια στιγμή το παλικάρι λέει πως ήρθε η ώρα να φύγω ο πεθερός του του είπε να μείνει μέχρι το πρωί να κοιμηθεί εκεί και το πρωί μπορεί να φύγει όχι όχι θα φύγω είπε πήρε το αλογο τους αποχαιρέτησε και ξεκίνησε για το σπίτι του τα δύο χωριά τα χώριζε ένα δάσος όπως πήγαινε στο δάσος μέσα συνάντησε ένα μικρό κουτάβι το λυπήθηκε και το πήρε μαζί του όσο προχωρούσε το άλογο το κουτάβι αυτό μεγάλωνε τα πόδια του και τα μπροστά και τα πίσω μάκρυναν μέχρι που έφτασα στο πάτωμα το άλογο άρχισε να αφρίζει από το βάρος του κουταβιού το παλικάρι είχε σοκαριστεί απότομα φτάνουν έξω από ένα εκκλησάκι εκείνη τη στιγμή γυρνάει ο σκύλος και λέει στο παλικάρι είσαι τυχερός ρε πεζεβεγκη που φτάσαμε έξω από το εκκλησάκι αλλιώς θα σου έλεγα τι θα παθαινες το παλικάρι λιποθύμησε και το βρήκαν το πρωί συγχωριανοί τον μετέφεραν στο σπίτι του εκεί μετά από κάποιες ώρες συνήλθε αλλά ήταν ακόμη σοκαρισμένος και δεν μπορούσε να μιλήσει προσπαθούσαν οι δικοί του να τον κάνουν να ηρεμήσει αλλά τίποτα τον ρωτούσαν τι σου συνέβη τι έγινε αλλα τίποτα μετά από μερικές μέρες πήρε ένα μολύβι και τους έγραψε όλα όσα συνέβησαν.

loading...