“ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΠΤΩΜΑΤΩΝ” ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΤΟΥ ΒΛΑΝΤ ΤΟΥ ΠΑΛΟΥΚΩΤΗ

Το 1461, ο Βλαντ Γ’ του οίκου των Δρακούλ(εσκου) βρισκόταν στη δεύτερη θητεία από τις τρεις βασιλείες του ως ηγεμόνας της Β(α)λαχίας, μιας μικρής βαλκανικής χώρας στη σημερινή Ρουμανία σφηνωμένη μεταξύ της Ουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα πέντε χρόνια του στο θρόνο, ο Βλαντ είχε ήδη αποκεφαλίσει, βράσει, κάψει, γδάρει, ακρωτηριάσει και κυρίως παλουκώσει αρκετούς ανθρώπους για να έχει κερδίσει με το σπαθι του τη φήμη της βαναυσότητας που τον διακατείχε.

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι οι απάνθρωπες για κάποιους μεθόδους τιμωρίας που χρησιμοποιούσε οφείλονταν κατά κύριο λόγο στο ότι τα παιδικά του χρόνια αλλά και αυτά που ακολούθησαν μεγάλωσε στην Οθωμανική αυλή.

Ο Βλαντ και ο μικρότερος αδελφός του, Ράντου, κρατήθηκαν ως όμηροι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1442 για να εξασφαλίσουν τη νομιμοφροσύνη προς αυτή του πατέρα τους.

Εκεί ο Βλαντ ανδρώθηκε και έμαθε όλες τις τακτικές των Τούρκων διαπιστώνοντας από πρώτο χερι ότι για να αντιμετωπίσεις τους Οθωμανούς έπρεπε να μην τους δείξεις κανένα οίκτο και τα βασικότερα στοιχεία για να τους υποτάξεις ήταν ο φόβος και ο τρόμος(μακάρι να είχαμε ένα Βλαντ στην ηγεσία του στρατού και στην μικρασιατική εκστρατεία,ο Κονδύλης μόνο δεν έφτανε).

 Μετά από αυτή την μικρή παρένθεση ας επιστρέψουμε στην ιστορία μας.Ο Βλαντ λοιπόν εκτός των άλλων φοβερών και τρομερών τα  οποία είχε κάνει επί πέντε χρόνια είχε “κερδίσει” και την εχθρότητα του παλιού του παιδικού φίλου Οθωμανού σουλτάνου Μωαμέθ Β΄ αρνούμενος να πληρώσει το haraç(χαράτσι), έναν ετήσιο φόρο που ζητούσαν οι Οθωμανοί από τους μη μουσουλμάνους γείτονές τους. Για του λόγου το ασφαλές, όταν ο Μωάμεθ Β’ έστειλε δύο απεσταλμένους στη Βλαχία για να εισπράξουν μαζεμένους τους φόρους του εκείνο τον χειμώνα, ο Βλαντ κατέληξε να τους σκοτώσει  καρφώνοντας τα τουρμπάνια  στα κεφάλια τους. Στη συνέχεια,  πέρασε τον ποταμό Δούναβη στην οθωμανική επικράτεια(σημερινή Βουλγαρία) και κατέστρεψε όλα τα χωριά και τα αμυντικά έργα που βρήκε εκεί.

Ο Μωάμεθ ως άμεση απάντηση στον Βλαντ ξεκίνησε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον της Βλαχίας για να αντικαταστήσει το Βλαντ με το μικρότερο αδελφό του, Ράντου.Ο οθωμανικός στρατός υπερτερούσε κατά πολύ τόσο αριθμητικά όσο και από μεριάς οπλισμού απέναντι στον στρατό των Βλάχων.

Τότε ο Βλαντ(είχε μετέχει Ελληνικής παιδείας όπως και ο ίδιος ο Μωάμεθ ήξεραν την Ομήρου Ιλιάδα και το Θουκυδίδη απέξω και ανακατωτά) σκέφτηκε ένα νέο σχέδιο, βασισμένος σε μια κίνηση των αρχαίων Ελλήνων Σκιρίτων οι οποίοι κατά την διάρκεια της μάχης των Θερμοπυλών είχαν προσπαθήσει με μια από τις πρώτες γνωστές καταδρομικές προσπάθειες της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας να σκοτώσουν τον Πέρση Βασιλιά Ξέρξη στην σκηνη του. Τη νύχτα της 17ης Ιουνίου 1462 λοιπόν οδήγησε μια επιδρομή ιππικού στο οθωμανικό στρατόπεδο σε μια προσπάθεια να δολοφονήσει προσωπικά τον Μωάμεθ. Σκόπευε να εντοπίσει και να μπει στη σκηνή του σουλτάνου σκοτώνοντας τον πριν ο στρατός του είχε την ευκαιρία να ξυπνήσει, αλλά ευτυχώς για τον σουλτάνο, ο Βλαντ χάθηκε και χτύπησε τη λάθος σκηνή. Μέσα ήταν ο Οθωμανός μεγάλος βεζίρης και ένας άλλος ανώτατος αξιωματούχος(στο ντοκιμαντέρ των Τούρκων βάζουν για λόγους μυθοπλασίας τον αδελφό του Ράντου), αλλά όχι ο ίδιος ο σουλτάνος. Σύντομα τα οθωμανικά στρατεύματα ανασυντάχθηκαν, απέκρουσαν τους επιδρομείς Βλαχούς και τους έδιωξαν έξω από το στρατόπεδο. Ο Βλαντ και τα υπολείμματα του στρατού του δραπέτευσαν μέσα στη νύχτα έχοντας κάνει μεγάλη ζημιά στους Οθωμανούς τόσο από μεριάς θυμάτων όσο και ηθικού.

Την επόμενη μέρα, ο Μωαμέθ και τα στρατεύματά του συνέχισαν την πορεία τους χωρίς να μπορούν να φανταστούν τι μπορεί να τους περιμένει. Όταν οι Οθωμανοί έφτασαν τελικά στο Tιργκοβίστε, τότε πρωτεύουσα των Βλάχων, είδαν προς έκπληξή τους, ότι οι πύλες της πόλης είχαν ανοίξει, κανένας στρατιώτης δεν φύλαγε στα τείχη και οι κάτοικοι της πρωτεύουσας δεν φαινόταν πουθενά. Ο στρατός του Μεχμέτ προχώρησε τρία μίλια στην πόλη χωρίς να συναντήσει αντίσταση.

Στη συνέχεια όμως αντίκρισαν κάτι που θα τους στοίχειωνε με εφιάλτες για όλη τους την ζωή, ένα γκροτέσκο δάσος γεμάτο με ξύλινους πασσάλους με ανασκολοπίσμενα Οθωμανικά πτώματα. Ο Χαλκοκονδύλης, Έλληνας ιστορικός του 15ου αιώνα, ισχυρίζεται ότι υπήρχαν πάνω από 20.000 πτώματα, τοποθετημένα σε μια έκταση άνω των επτά στρεμμάτων. Στον ψηλότερο πάσσαλο φέρεται ο Μωάμεθ να αναγνώρισε τον αγαπημένο του φίλο Χαμζά Πασά, τον Οθωμανό αξιωματούχο που είχε ηγηθεί των απεσταλμένων που στάλθηκαν για να ζητήσουν φόρο τιμής από τον Βλαντ τον προηγούμενο χρόνο. Ο μεγάλος αριθμός των νεκρών  οφείλεται στο ότι ο Βλαντ μάζευε πτώματα από προηγούμενες επιδρομές για να δημιουργήσει αυτή τη βάναυση “επίδειξη” επίσης παλούκωσε όλους τους Οθωμανούς αιχμαλώτους πολέμου  εάν και η ακριβής πηγή για την προέλευση όλων των πτωματων παραμένει κάπως ασαφής.Σύμφωνα πάλι με τον Χαλκοκονδύλη, όταν είδε τη φρικιαστική σκηνή, «ο σουλτάνος ​​καταλήφθηκε από έκπληξη και είπε ότι δεν ήταν δυνατόν να στερηθεί από τη χώρα του ένας άνθρωπος που είχε κάνει τόσο “μεγάλα” έργα, που είχε μια τέτοια διαβολική αντίληψη για το πώς να κυβερνήσει το βασίλειό του και τους ανθρώπους του. Κατέληξε λέγοντας ότι ένας άνθρωπος που είχε κάνει τέτοια πράγματα άξιζε πολύ».Εν συνέχεια έδωσε εντολή να κατεβάσουν όλα τα πτώματα από τους πασσάλους και να τους θάψουν με τις δέουσες τιμές αφού πρώτα είχε στρώσει το κιλίμι του προσεύχοντας στον Αλλάχ να τον βοηθήσει απέναντι στον αδίστακτο Βλάντ.

Ο σουλτάνος ​​ και ο κύριος Οθωμανικός στρατός εγκατέλειψαν την Βλαχία μετά από αυτό το περιστατικό θα μπορούσε κανείς να πει ηττημένοι κατά κράτος αλλά ο Μωάμεθ πριν φύγει έκανε μια κίνηση “σαχ-ματ” επιβεβαιώνοντας την έκφραση ότι η πένα είναι πιο δυνατή από το ξίφος.Αφησέ στο πόδι του τον Ράντου αδελφό και άμεσο διεκδικητή του θρόνου από τον Βλάντ με άμεσο αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι Βλάχοι να  λιποτακτούνε προς το στρατόπεδο του Ράντου μην αντέχοντας άλλο την ανασφάλεια και τις κακουχίες του πολέμου. Έτσι ο Βλαντ κατέληξε στην Τρανσυλβανία για να ζητήσει βοήθεια από το Ματθαίο Κορβίνο, Βασιλιά της Ουγγαρίας, όπου στα τέλη του 1462 ο Κορβίνος τον φυλάκισε για πάνω από μια δεκαετία αφού πριν τα είχε κάνει πλακάκια με τον Σουλτάνο.

loading...