«Ο διακινητής μάς είπε βάψτε το παιδί…» – Η αποκάλυψη για όσα έγιναν στη νησίδα του Έβρου

 

Ενας από τους 38 εγκλωβισμένους στη νησίδα του Εβρου διηγείται λεπτό προς λεπτό πώς στήθηκε η ιστορία με τη μικρή Μαρία

«Τα κινητά μας είχαν αποφορτιστεί και μόνο η Μπαϊντά συνέχιζε να έχει ενεργοποιημένο τηλέφωνο, καθώς ήταν η μόνη που είχε μαζί της power bank», διηγείται ο Σύρος υπήκοος για την ομοεθνή του (αριστερά), η οποία καθοδηγούσε την ομάδα των 38 προσφύγων και σκηνοθέτησε τη φωτογράφιση του δήθεν νεκρού κοριτσιού.

Δεν υπάρχει νεκρό παιδί στη νησίδα του Εβρου. Το περιστατικό με τη μικρή Μαρία, που φέρεται να απεβίωσε αβοήθητη από τσίμπημα σκορπιού, δεν συνέβη ποτέ. Σκηνοθετήθηκε κατόπιν υπόδειξης του διακινητή ως ένα εύρημα προκειμένου οι 38 Σύροι πρόσφυγες να μπορέσουν να φτάσουν ανεμπόδιστα σε ασφαλές σημείο εντός της ελληνικής επικράτειας. O δουλέμπορος επέλεξε να αναθέσει τον ρόλο στην οικογένεια που φέρεται να είχε πληρώσει λιγότερα χρήματα συγκριτικά με τους υπόλοιπους πρόσφυγες για τη μεταφορά της από την Τουρκία στην Ελλάδα. Η Μπαϊντά, μια πρόσφυγας από τη Συρία που έμοιαζε να ηγείτο της ομάδας των 38, ήταν αυτή που κατόπιν επικοινωνίας της με τον διακινητή ζήτησε από το κορίτσι να ξαπλώσει στο έδαφος. Του έβαλε μακιγιάζ και λίγη τροφή δίπλα από τα χείλη του προκειμένου να μοιάζει νεκρό από δηλητήριο και το φωτογράφισε. Ηταν μεσημέρι όταν η Μπαϊντά έστειλε τη φωτογραφία με το κινητό της τηλέφωνο, άγνωστο πού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, μιλώντας στους πρόσφυγες στη νησίδα, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι «σύντομα θα συνεχίσουμε το ταξίδι μας».

Αυτή είναι η περίληψη όσων δήλωσε στη μακροσκελή συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ» Σύρος υπήκοος, ο οποίος μετείχε στην ομάδα των 38 προσφύγων. Η υπόθεσή τους άρχισε να εκτυλίσσεται το περασμένο καλοκαίρι και, πέντε μήνες αργότερα, συνεχίζει να απασχολεί την επικαιρότητα και να προκαλεί σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Ο ίδιος φέρεται κατά πληροφορίες να έχει δώσει επίσημη κατάθεση στους αστυνομικούς της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης επαναλαμβάνοντας την ίδια εκδοχή για όσα συνέβησαν τον Αύγουστο στην ελληνοτουρκική μεθόριο, στον Εβρο. Προτού πάντως ο Σύρος πρόσφυγας αρχίσει να εξιστορεί στην «Κ» τα γεγονότα, ρωτήθηκε: «Γιατί αποφασίσατε να μιλήσετε;». Ο φόβος του να μην εμπλακούν ο ίδιος και οι οικείοι του σε μια υπόθεση που ενδεχομένως να έχει συνέπειες, ποινικές ή άλλες, ήταν ο βασικός λόγος για να πάρει θέση –και δημοσίως– στην υπόθεση της «μικρής Μαρίας», όπως χαρακτηριστικά απάντησε.

Ξεκίνησε το ταξίδι του από τη Συρία πριν από περισσότερο από δύο χρόνια. Υστερα από δύο αποτυχημένες προσπάθειες κατάφερε τελικά να διασχίσει τα σύνορα Τουρκίας – Συρίας και να εγκατασταθεί στην Αγκυρα. Δούλεψε ως εργάτης γης έως τις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, οπότε αποφάσισε να ταξιδέψει δυτικά, με πρώτο σταθμό την Ελλάδα. Πλήρωσε περίπου 500 δολάρια στον οδηγό ενός ταξί, που τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους ομοεθνείς του, δικτυώθηκε με διακινητή στον οποίο κατέβαλε μερικές χιλιάδες ευρώ προκειμένου να μεταφερθεί σε «ασφαλές μέρος» στην Ελλάδα. Με πούλμαν που, όπως λέει, είχε μισθώσει ο Σύρος δουλέμπορος, ο ίδιος και ακόμη 50 πρόσφυγες και μετανάστες μεταφέρθηκαν ένα χιλιόμετρο μακριά από την τουρκική όχθη του ποταμού Εβρου. Εκεί, συνάντησαν μέλη της τουρκικής στρατοχωροφυλακής, τα οποία, αφού τους φωτογράφισαν έναν προς έναν, τους υπέδειξαν τη διαδρομή που θα έπρεπε να ακολουθήσουν μέχρι τα σύνορα με την Ελλάδα.

Οπως αφηγείται, στην ομάδα μετείχαν 51 πρόσφυγες και μετανάστες οι οποίοι μερικές ώρες αργότερα έφτασαν σε νησίδα του ποταμού Εβρου, «διαφορετική από εκείνη στην οποία θα βρισκόμασταν μερικές εβδομάδες αργότερα». Εκεί, παρέμειναν για διάστημα περίπου 7 ημερών. Σύμφωνα με το σχέδιο και τις υποδείξεις των διακινητών, με μια φουσκωτή βάρκα χωρητικότητας 8-10 ατόμων θα διέσχιζαν κατά ομάδες το ποτάμι μέχρι την ελληνική όχθη. Οι πρώτοι δέκα από την ομάδα, ωστόσο, διασταυρώθηκαν επί ελληνικού εδάφους με άτομα που περιγράφει ως «μαυροντυμένους κουκουλοφόρους». Τους χτύπησαν και τους υποχρέωσαν να επιστρέψουν πίσω στην τουρκική όχθη. Εκεί, εντοπίστηκαν από Τούρκους στρατοχωροφύλακες, οι οποίοι μετά μια δίωρη συνομιλία μαζί τους, μέσω μιας μετανάστριας που μιλούσε τουρκικά, τους υποχρέωσαν να επιστρέψουν πίσω στην Κωνσταντινούπολη πριν επιχειρήσουν εκ νέου το πέρασμα στην Ελλάδα.

Η δεύτερη προσπάθεια να διασχίσουν τα σύνορα ξεκίνησε πέντε ημέρες από τη στιγμή που είχαν υποχρεωθεί να επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη. Μετά ένα σύντομο ταξίδι, αντίστοιχο με εκείνο που είχαν πραγματοποιήσει μερικά εικοσιτετράωρα νωρίτερα, βρέθηκαν εκ νέου σε νησίδα του ποταμού Εβρου, διαφορετική αυτή τη φορά από την προηγούμενη. Η συνεννόηση με τον διακινητή ήταν ότι θα παρέμεναν εκεί έως ότου εκείνος τους δώσει το σύνθημα να προχωρήσουν προς την ελληνική πλευρά των συνόρων. «Συνολικά μείναμε εκεί δέκα ημέρες. Είχαμε μαζί μας προμήθειες, φαγητά και νερό, τα οποία όμως μετά την 8η ημέρα εξαντλήθηκαν. Κλέβαμε καρπούζια και καλαμπόκια για να τρώμε. Τα κινητά μας είχαν αποφορτιστεί και μόνο η Μπαϊντά συνέχιζε να έχει ενεργοποιημένο τηλέφωνο, καθώς ήταν η μόνη που είχε μαζί της power bank».

Εξάλλου, η Μπαϊντά ήταν εκείνη που βρισκόταν σε επικοινωνία με τον διακινητή και εκείνη που θα υποδείκνυε στην υπόλοιπη ομάδα το πότε ακριβώς θα επιχειρούσαν το πέρασμα στην ελληνική όχθη του ποταμού. «Υστερα από οκτώ ημέρες που βρισκόμασταν πάνω στη νησίδα ήρθε (σ.σ. η Μπαϊντά) και μας είπε ότι για να μην επαναληφθεί η αποτυχία της προηγούμενης φοράς, ο διακινητής σκέφτηκε να φτιάξουμε μια ιστορία. Μας είπε να βάψουμε το παιδί ώστε να φαίνεται νεκρό και να πούμε ότι πέθανε από τσίμπημα σκορπιού. Εκείνος αποφάσισε ποια οικογένεια θα σήκωνε το βάρος του ρόλου. Υπέδειξε τη συγκεκριμένη, γιατί είχαν πληρώσει λιγότερα. Κατά κάποιον τρόπο εκβιάστηκαν», δήλωσε ο Σύρος πρόσφυγας και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων στη συνέντευξή του στην «Κ».

Απαντώντας στις επίμονες ερωτήσεις της «Κ» να περιγράψει τι ακριβώς είδε να συμβαίνει μπροστά στα μάτια του και όχι τι ενδεχομένως μπορεί να άκουσε από τους συμπατριώτες του στη νησίδα, εκείνος απάντησε: «Η Μπαϊντά έφερε το κορίτσι δίπλα στο δέντρο όπου καθόμουν. Ο πατέρας και η μητέρα του ήταν λίγο πιο μακριά. Το ξάπλωσε στο έδαφος, του έβαψε λίγο το χέρι και το πόδι και του έβαλε λίγο φαγητό δίπλα στα χείλη ώστε να μοιάζει πεθαμένο. Μετά το φωτογράφισε με το κινητό και έστειλε τις φωτογραφίες. Δεν ξέρω πού».

Του ζητάμε να μας περιγράψει τι έκανε το παιδί σε αυτό το διάστημα. «Τίποτα, ήταν μικρό, δεν μιλούσε. Μετά της έπλυναν το χέρι και το πόδι. Της έκοψαν τα μαλλιά ώστε να μη μοιάζει με το παιδί στη φωτογραφία, που υποτίθεται ότι είχε πεθάνει, και της έκαναν μαθήματα ώστε να ανταποκρίνεται στο καινούργιο όνομά της, «Μάγια» αντί για «Μαρία». Του ζητάμε να μας εξηγήσει πώς, ενώ δεν είχαν φαγητό και νερό, βρέθηκαν να έχουν μαζί τους είδη μακιγιάζ. «Δεν ξέρω να σου απαντήσω. Μπορώ, όμως, να σου πω με σιγουριά ότι τα χρησιμοποίησαν».

Περιγράφει ακόμη ότι, δύο ημέρες αργότερα, πήραν εντολή από τον διακινητή να μετακινηθούν προς την ελληνική όχθη του ποταμού, δίχως όπως είπε ο ίδιος να γνωρίζει τι μεσολάβησε. Εκεί, τους εντόπισαν drones της Ελληνικής Αστυνομίας και λίγη ώρα αργότερα παρελήφθησαν από βανάκια που τους μετέφεραν στο Κέντρο Υποδοχής Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) Φυλακίου. Τον ρωτάμε εάν κατά την παραμονή τους εκεί οι «38» συζήτησαν μεταξύ τους για όσα είχαν προηγηθεί. «Δεν ήμασταν ούτε ευχαριστημένοι ούτε δυσαρεστημένοι. Ευτυχώς, είχαμε καταφέρει να επιβιώσουμε και πλέον σκεφτόμασταν ότι σύντομα θα τελειώσουμε και θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε σε άλλη χώρα».

Επειτα από 14 ημέρες μεταφέρθηκαν σε δομή φιλοξενίας προσφύγων. Ηταν 9 Σεπτεμβρίου. Την επομένη, η Μπαϊντά και αρκετοί ακόμη από την ομάδα των προσφύγων έφυγαν με ταξί από τη δομή και σύμφωνα με πληροφορίες ταξίδεψαν παράνομα στη Γερμανία, όπου παραμένουν μέχρι σήμερα.

Στο τέλος της συνέντευξης, τον ρωτάμε εκ νέου γιατί αποφάσισε να εκθέσει δημοσίως, πολλώ δε μάλλον να περιγράψει σε ένορκη κατάθεσή του στην αστυνομία, τη δική του εκδοχή των γεγονότων. «Ηταν ένα ωραίο σενάριο, αλλά δεν ήταν αληθινό. Αργά ή γρήγορα, η αλήθεια θα μαθευόταν και τότε, εγώ και οι άνθρωποί μου ενδεχομένως να αντιμετωπίζαμε πρόβλημα με δικαστήρια και άλλα. Αν με ρωτάς αυτό, όχι κανείς δεν μου είπε τι να πω».

Από την «αποκάλυψη» στην αναδίπλωση

14 Ιουλίου

Η μη κυβερνητική οργάνωση HumanRights360 ενημερώνεται για εγκλωβισμό μεταναστών σε νησίδα του Eβρου και διαβιβάζει τη σχετική πληροφορία στο αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, στον Frontex, στην Yπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και στην Εισαγγελία Ορεστιάδας. Στις 20 Ιουλίου, η ίδια ΜΚΟ στέλνει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στις 27 Ιουλίου, ο Στρατός απαντά ότι η νησίδα στην οποία φαινόταν να είχαν αποκλειστεί οι μετανάστες βρισκόταν επί τουρκικού εδάφους.

10 Αυγούστου

Το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel δημοσιεύει το πρώτο άρθρο που αφορά τον φερόμενο θάνατο της μικρής Μαρίας, αποδίδοντάς τον σε πιθανό τσίμπημα σκορπιού, ενώ την ίδια μέρα δημοσιεύουν σχετικά άρθρα και το Al Jazeera και η «Εφημερίδα των Συντακτών». Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, οι πηγές που μιλούν για τον θάνατο του 5χρονου κοριτσιού αναφέρουν ότι εξέπνευσε το πρωί της 9ης Αυγούστου, τονίζοντας πως όλοι τους βρίσκονταν στη νησίδα του Eβρου από τις 7 Αυγούστου. 

16 Αυγούστου

Ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Νότης Μηταράκης, επισκέπτεται το ΚΥΤ Φυλακίου στον Εβρο. Δηλώνει ότι «βρέθηκε μια ομάδα 38 μεταναστών», οι οποίοι εισήλθαν σε ελληνικό έδαφος. Αναφέρει πως οι πρόσφυγες «ήρθαν από την τουρκική όχθη του ποταμού και σπρώχτηκαν προς τη νησίδα από τις τουρκικές αρχές». Ο κ. Μηταράκης τονίζει πως «προκύπτει από τις καταθέσεις ότι ένα παιδί 5 ετών έχασε τη ζωή του σε τουρκικό έδαφος». 

30 Αυγούστου

Σε ομιλία του στη Βουλή, ο κ. Μηταράκης αναφέρεται σε στοιχεία που δημιουργούν αμφιβολίες για την ύπαρξη της μικρής Μαρίας, όπως ότι κανείς από τους πρόσφυγες δεν γνώριζε πού ήταν θαμμένο το παιδί και ότι στη λίστα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρεται η οικογένεια της Μαρίας με 4 παιδιά – όσα είχε μαζί της η οικογένεια κατά την άφιξη στην Ελλάδα. 

15 Σεπτεμβρίου 

«Από τα δημόσια διαθέσιμα σε εμάς στοιχεία και λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η περιοχή παρουσιάζει ένα ιδιαίτερα σύνθετο εδαφικό καθεστώς, καθώς ανάλογα με τη ροή του ποταμιού αναδύονται κατά διαστήματα τμήματα ξηράς κατά μήκος του, σχηματίσαμε την εσφαλμένη πεποίθηση ότι οι ανωτέρω βρίσκονταν επί ελληνικού εδάφους», δηλώνει σε ανακοίνωσή του ο Επαμεινώνδας Φαρμάκης, ιδρυτής τής μη κυβερνητικής οργάνωσης HumanRights360.

30 Δεκεμβρίου

Τον Νοέμβριο, το περιοδικό Der Spiegel αποφασίζει, λόγω αμφιβολιών, να αφαιρέσει προσωρινά τα δημοσιεύματα που αφορούσαν την υπόθεση από την ιστοσελίδα του. Στις 30 Δεκεμβρίου, και έπειτα από έρευνα, το περιοδικό έφτασε στο εξής συμπέρασμα: «Ακόμη κι αν δεν υπάρχει τελική απόδειξη, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι ορισμένοι εκ των προσφύγων μπορεί να επινόησαν τον θάνατο μέσα στην απελπισία τους. Ισως σκέφτηκαν», γράφει το Der Spiegel, «ότι επιτέλους θα σώζονταν».

Γιάννης Σουλιώτης

https://www.kathimerini.gr/

loading...